Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1823–1825)

Ο Ελληνικός Εμφύλιος της περιόδου 1823 - 1825 έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επαναστάσεως αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους. Χωρίζεται σε δύο φάσεις: η πρώτη (Φθινόπωρο 1823 - Καλοκαίρι 1824) χαρακτηρίστηκε μόνο από έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων, ενώ η δεύτερη (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων.

Γενικότερο κλίμα

Επεξεργασία

Από τους πρώτους κιόλας μήνες της Επανάστασης του 1821, έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ Φιλικών, που αποτελούσαν την δημοκρατική πολιτική παράταξη της επαναστατημένης Ελλάδας, και Κοτζαμπάσηδων του Μοριά που με κύριο όργανο εξουσίας, την Πελοποννησιακή γερουσία αλλά και τις τοπικές δημογεροντίες, εκπροσωπούσαν την ολιγαρχική παράταξη.[1] Η άρνηση των τελευταίων να δεχτούν τις προτάσεις του Δημητρίου Υψηλάντη, πληρεξούσιου του Μοριά και γενικού επιτρόπου της Ανωτάτης αρχής, με τις οποίες απαιτούσε από τους κοτζαμπάσηδες τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της επανάστασης πόλωσε το ήδη τεταμένο κλίμα. Ακολούθησε η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με την οποία επισφραγίστηκε η ήττα των Φιλικών αφού παραμερίστηκαν εντελώς από την πολιτική εξουσία.

Καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα αποδείχτηκε η Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας. Στην εθνοσυνέλευση διαμορφώθηκαν τρεις πολιτικές παρατάξεις, αυτή των Φιλικών, που αποτελείτο από δημοκρατικούς με κυρίαρχες μορφές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Δημήτριο Υψηλάντη, αυτή των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και τέλος αυτή των Υδραίων καραβοκύρηδων που συνεργάζονταν με τους Ρουμελιώτες. Οι δύο τελευταίοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση έχοντας δύναμη 150 πληρεξουσίων. Οι αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ήταν καταδικαστικές για το κόμμα των δημοκρατικών. Ο Κολοκοτρώνης έχασε την αρχιστρατηγία ενώ οι περισσότερες και ουσιαστικότερες πολιτικές θέσεις καλύφθηκαν από μέλη του κόμματος των κοτζαμπάσηδων και των Υδραίων. Ο εμφύλιος πόλεμος πια ήταν προ των πυλών.

Α΄ ελληνικός εμφύλιος

Επεξεργασία

Το Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και Πάνος Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης, Γεώργιος Σισίνης, Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δημήτριος Πλαπούτας, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του εκτελεστικού, δηλαδή του κυρίαρχου οργάνου εξουσίας, και όλοι μαζί ορκίστηκαν «ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.[2]

Παρόλο που το μέλλον των κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Κολοκοτρώνης εντελώς ξαφνικά προσχωρεί στο κόμμα των κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον διορισμό του γιου του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου και τον διορισμό του ίδιου στη θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού. Επίσης στη συμφωνία αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, προκρίτου της Γορτυνίας. Η απόφαση αυτή του Κολοκοτρώνη εξόργισε τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο Πλαπούτα.[3]

Αν και στην θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού, ο Κολοκοτρώνης παρέμενε πολιτικά ανίσχυρος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του βουλευτικού και ο Κολοκοτρώνης έρχονται σε σύγκρουση. Ο Κολοκοτρώνης τον απείλησε λέγοντας του «μην καθίσεις πρόεδρος, ότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες».[4] Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα, όπου μπορούσε ελεύθερα να σχεδιάσει τις πολιτικές του κινήσεις. Η αποχώρηση του Μαυροκορδάτου θεωρήθηκε επιτυχία του Κολοκοτρώνη που δεν μπορούσε τότε να συνειδητοποιήσει τα μελλούμενα. Ο Μαυροκορδάτος έχοντας στενές επαφές με την αγγλική κυβέρνηση, είχε σχεδόν εξασφαλίσει την υπόσχεση τους για δάνειο. Αλλά και η κίνηση του να καταφύγει στην Ύδρα φανέρωσε τις στενές του σχέσεις με την οικογένεια Κουντουριώτη, η οποία από αυτό το σημείο και μετά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εμφύλιες διαμάχες.[5]

Η αντιπαράθεση μεταξύ του εκτελεστικού σώματος (ε.σ.) στο οποίο ηγείτο ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ως πρόεδρος (έχοντας στη θέση του αντιπροέδρου τον Κολοκοτρώνη) και του βουλευτικού σώματος (β.σ.) που είχε επικεφαλής τον Μαυροκορδάτο επιδεινώθηκε το φθινόπωρο του 1823[6]. Αμφότερα τα σώματα έδρευαν εκείνη την περίοδο στη Σαλαμίνα.

Υπόβαθρο

Επεξεργασία

Το ε.σ. διέθετε την πολιτική (κυβερνητική) εξουσία, την οποία ασκούσε δια των υπουργών του, των επάρχων και με τις διοικητικές-οικονομικές του υπηρεσίες. Παράλληλα όμως, είχε και την ισχύ των όπλων (στρατιωτική εξουσία) καθώς σε αυτό παρέμενε πιστή η πλειοψηφία των επαναστατικών στρατευμάτων των Πελοποννήσιων οπλαρχηγών. Προπύργια του ε.σ. ήταν το φρούριο του Ναυπλίου, το οποίο ήλεγχε ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος (ως φρούραρχος) και η εύπορη επαρχία της Ηλείας στην οποία κυριαρχούσε ο Σισίνης και η οποία είχε μετατραπεί σε εφοδιαστικό κέντρο της κυβέρνησης. Ο ρόλος του β.σ. φαινόταν έτσι δευτερεύοντας, λόγω της εξάρτησής του από το ε.σ. Ωστόσο, το τελευταίο δεχόταν έντονη κριτική που έφτανε στη δημόσια διατύπωση κατηγοριών, τόσο από τα μέλη του β.σ. κατά τις συνεδριάσεις τους, όσο και από τους πλοιοκτήτες της Ύδρας, του πιο ισχυρού από τα ναυτικά νησιά της επαναστατημένης χώρας και το οποίο πρόσκεινταν στο β.σ. Τάσεις αμφισβήτησης της εξουσίας του ε.σ. εκδηλώνονταν ήδη στην Αχαΐα από τον Ζαΐμη και στην Ηλεία, αλλά και στη Βοστίτσα και στα Καλάβρυτα, από τους αδελφούς Λόντου. Επιπλέον, μυστικές διαβουλεύσεις που διεξάγονταν, είχαν οδηγήσει αρκετούς απ’ τους μέχρι τότε υποστηρικτές του Κολοκοτρώνη να μεταπηδήσουν φανερά ή κρυφίως στην αντίθετη παράταξη (β.σ.) Υπεροπλία όμως διέθετε το β.σ. σε βάρος του ε.σ. και βάσει των συμμετέχοντων στα δυο «κόμματα» προσωπικοτήτων, αφού έναντι των έμπειρων πολιτικών του β.σ. (Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Λ. Κουντουριώτης, Ζαίμης κ.α.) το ε.σ. είχε να αντιπαρατάξει ουσιαστικά μόνο το σύμβουλο του Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μεταξά.

Η διαμάχη του Σεπτεμβρίου 1823

Επεξεργασία

Στο περιθώριο του προσεταιρισμού του Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος είχε φτάσει στην Κεφαλλονιά σαν απεσταλμένος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου προκειμένου να μεσολαβήσει για τη σύναψη δανείου με Άγγλους τραπεζίτες, οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές επέτειναν την προσπάθεια για επικράτηση, προκειμένου να αναλάβουν τη διαχείριση των χρημάτων. Το ε.σ. διέβλεπε στην παγίωση της θέσης του, ενώ το β.σ. εργαζόταν για την κατάργησή του και την αντικατάστασή του από νέο ε.σ. το οποίο θα ήλεγχε. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του, το ε.σ. μετέφερε την έδρα του από τη Σαλαμίνα στην Τριπολιτσά καλώντας και το β.σ. να πράξει το ίδιο, προκειμένου να οργανωθεί ορθότερα η απαραίτητη ενέργεια της ελληνικής διοίκησης προς στρατολόγηση ανδρών που θα στέλνονταν σε ενίσχυση της πολιορκίας των Πατρών, αλλά και για τη γενικότερη άμυνα της Δυτικής Ελλάδας, που απειλούνταν από νέα κάθοδο ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων. Το β.σ. όμως αρνήθηκε επίμονα τη μεταστέγασή του επικαλούμενο την ανάγκη οργάνωσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων (σχεδιαζόμενη εκστρατεία στην Εύβοια, ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου, συντονισμός των κινήσεων για την αποστολή επιτροπής στην Αγγλία για τη σύναψη του δανείου κ.α.) Μάλιστα, το β.σ. ψήφισε τη μεταφορά της έδρας του στο Άργος, ωστόσο συνέχισε να παραμένει στη Σαλαμίνα έως και τις αρχές του Οκτωβρίου 1823.

Εκποίηση εθνικών κτημάτων

Επεξεργασία

Προκειμένου το ε.σ. να εξασφαλίσει τους απαιτούμενους χρηματικούς πόρους για τη χρηματοδότηση των δυο εκστρατειών που σχεδίαζε (προς το Μεσολόγγι δια θαλάσσης και χερσαίως προς την Πάτρα) αλλά και την υλοποίηση της στρατολόγησης, προκήρυξε εκποίηση των εθνικών κτημάτων (πλην εθνικής γης) της Πελοποννήσου, καλώντας παράλληλα δια του Υπουργείου της Οικονομίας τους ενδιαφερομένους να τα αγοράσουν. Στις 7 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η αντίδραση του β.σ. με την άρνησή του να επικυρώσει την πράξη εκποίησης, θεωρώντας την παράνομη βάσει του ισχύοντος κανονισμού (οργανικός νόμος). Σε μια ευφυή κίνησή του τότε, ο Κολοκοτρώνης, αντιλαμβανόμενος ότι κύριος στόχος των ενεργειών του β.σ. ήταν να πλήξουν το προσωπικό του γόητρο, παραιτήθηκε του πολιτικού του αξιώματος στις 15 Οκτωβρίου ενώ δυο μέρες αργότερα δήλωσε πως θα συνέχιζε τον Αγώνα όχι πια δια του στρατιωτικού τίτλου που έφερε (αρχιστράτηγος) αλλά «ως απλός πατριώτης και στρατιώτης»[7]

Όξυνση της αντιπαράθεσης

Επεξεργασία

Η επανάσταση είχε φτάσει σε κρίσιμη καμπή. Στις 10 Νοεμβρίου το β.σ. μετακινήθηκε επίσημα από τη Σαλαμίνα στο Άργος ενώ είχε φροντίσει να εξασφαλίσει και στρατιωτική υποστήριξη. Μια εβδομάδα μετά, οξύνοντας την κατάσταση, κάλεσε εγγράφως τα μέλη του ε.σ. να προσέλθουν κι αυτά στο Άργος, προκειμένου να απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον τους για κατάχρηση εξουσίας. Με σοβαρές κατηγορίες παραπέμπονταν ενώπιον 9μελούς επιτροπής τόσο το μέλος του ε.σ. Ανδρέας Μεταξάς (φιλικά προσκείμενο στην παράταξη Κολοκοτρώνη, τον οποίο και καθαιρεί πραξικοπηματικά το β.σ.) όσο και ο Υπουργός των Οικονομικών Χαρ. Περούκας. Επίσης, σε 7μελή επιτροπή, κλήθηκαν έντεκα παραστάτες (βουλευτές) του Ναυπλίου, οι οποίοι πρόσκεινταν στο ε.σ., ως «λιποτακτήσαντες»[8] Αντιδρώντας, το ε.σ. έκρινε όλες τις ανωτέρω ενέργειες και παραπομπές σαν αυθαίρετες και άκυρες λόγω έλλειψης απαρτίας των μελών του β.σ., καθώς μόνο το 1/3 των μελών έδινε το «παρών» στις συνεδριάσεις και τις σχετικές ψηφοφορίες και ως εκ τούτων τις θεώρησε παράνομες. Στις 26 ή 28 Νοεμβρίου έφτασαν απ’ το Ναύπλιο στο Άργος οι Πάνος Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Χατζηχρήστος και Τσόκρης, επικεφαλής ομάδας περίπου 200 ενόπλων, διέκοψαν τη συνεδρίαση του β.σ. και απαίτησαν από τα μέλη του να έρθουν σε συμβιβασμό με το ε.σ.[9] ειδεμή οι ίδιοι απειλούσαν ότι θα καταλάμβαναν την Αρχή δια της δύναμης των όπλων τους και θα εγκαθίδρυαν στρατιωτική κυβέρνηση («γκοβέρνο μιλιτάρε»[10]. Οι στρατιωτικοί, ύστερα από έντονη λεκτική αντιπαράθεση και απειλές (ακόμη και ύβρεις) που απηύθυναν προς τους πολιτικούς, αρπάζουν εκ μέρους του ε.σ. τις σφραγίδες και τα πρακτικά των συνεδριάσεων, ενώ 23 από τους 40 βουλευτές κατέφυγαν στο Κρανίδι ζητώντας την προστασία των Υδραίων.[11] Στις 3 Δεκεμβρίου 1823 το β.σ. ξεκίνησε τις εργασίες του στο Κρανίδι, μετά από ενθάρρυνση της Ύδρας[12] Στον αντίποδα, η αντίδραση του ε.σ. είχε εκφρασθεί με μακρύ διάγγελμα του Π. Μαυρομιχάλη, το οποίο είχε εκδοθεί στις 13 Οκτωβρίου. Εν τω μεταξύ στο Κρανίδι αποφασίσθηκε η αντικατάσταση του ε.σ. αλλά και η τοποθέτηση του Μαυρομιχάλη ως προέδρου του β.σ. για να τον εξευμενίσουν, αλλά –κύρια- για να διασπάσουν τη συνεργασία του με τον Κολοκοτρώνη. Την προεδρία του νέου ε.σ. πρόσφεραν στο Λ. Κουντουριώτη, όμως ο τελευταίος επικαλέστηκε λόγους υγείας και άλλους, βάσει των οποίων του ήταν αδύνατο να εγκαταλείψει την Ύδρα, αντιπροτείνοντας τον αδελφό του, Γ. Κουντουριώτη. Ωστόσο ο Πετρόμπεης αρνήθηκε να συμπράξει και τότε το β.σ. αποφάσισε την έκπτωση και αντικατάστασή του, όχι μόνο του ίδιου αλλά και των υπολοίπων μελών του ε.σ., αφού πρώτα παραπέμπονταν σε 9μελή ανακριτική επιτροπή ο Μαυρομιχάλης και ο Σ. Χαραλάμπης με σοβαρότατες κατηγορίες[13]. Προηγούμενα, το β.σ. αν και δεν είχε την απαραίτητη απαρτία καθαίρεσε τους δυο προαναφερόμενους άνδρες, αντικαθιστώντας τους με τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Μπότσαρη, Ανδρέα Λόντο, Ιωάννη Κωλέττη και Ανδρέα Ζαΐμη. Ο τελευταίος παραιτήθηκε και την θέση του πήρε ο Σπηλιωτάκης. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Κρανιδίου προκήρυξε εκλογές με σκοπό την αντικατάσταση των βουλευτών που αρνήθηκαν να προσέλθουν στο Κρανίδι. Παράλληλα όμως και η κυβέρνηση του Ναυπλίου προκήρυξε εκλογές για τον ίδιο ακριβώς λόγο.

Η κατάσταση ήταν δραματική αφού όχι μόνο υπήρχαν δύο πόλοι εξουσίας αλλά κυκλοφορούσαν και φήμες σχετικά με τουρκικά στρατεύματα που ετοιμάζονταν να προελάσουν στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση του Ναυπλίου ήταν αδύναμη σε σχέση με αυτή του Κρανιδίου αφού είχε χάσει την υποστήριξη των λαϊκών μαζών εξαιτίας της δυσπιστίας τους προς το πρόσωπο του Κολοκοτρώνη. Επιπλέον είχε απέναντι της τους καπεταναίους της Ρούμελης, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά και τους καραβοκύρηδες της Ύδρας.

Στις 17 Ιανουαρίου 1824 η κυβέρνηση του Ναυπλίου εγκαθίσταται στην Τρίπολη. Στις 2 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Ανδρέας Μιαούλης αρχίζει να πολιορκεί το Ναύπλιο εκ μέρους της κυβέρνησης του Κρανιδίου και στις 31 Μαρτίου οι Νοταράς, Λόντος και Ζαΐμης φτάνουν μπροστά από τα τείχη της Τρίπολης. Τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις ο Κολοκοτρώνης συμφωνεί να εγκαταλείψει την Τρίπολη και αυτή να ανακηρυχτεί ελεύθερη πόλη χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να την καταλάβει. Οι κοτζαμπάσηδες όμως καταπατούν την συμφωνία προκαλώντας την οργή του Κολοκοτρώνη, ο οποίος δίνει εντολή στον γιο του, Πάνο, να καταλάβει το Άργος και παράλληλα να λύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Με τη σειρά του ξεκίνησε να πολιορκεί την Τρίπολη.

Ο Παπαφλέσσας και ο Αναγνωσταράς είχαν προσχωρήσει στην αντίπαλη παράταξη δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στον Κολοκοτρώνη και γενικότερα στους Φιλικούς. Με αυτά τα δεδομένα η αποτυχία της παράταξης του Κολοκοτρώνη ήταν κάτι περισσότερο από σίγουρη. Έτσι στις 7 Ιουνίου και παρά τις αντιρρήσεις των Υδραίων, οι οποίοι ήθελαν ολοκληρωτική καταστροφή του Κολοκοτρώνη και των περί αυτόν, οι κοτζαμπάσηδες, συγκεκριμένα ο Λόντος και ο Ζαΐμης, έγιναν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, κύριοι του Ναυπλίου.[14]

Με το τελευταίο αυτό γεγονός, κλείνει η πρώτη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου της περιόδου 1823-1825.

Β΄ ελληνικός εμφύλιος

Επεξεργασία

Στην δεύτερη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η Ύδρα και οι Υδραίοι καραβοκύρηδες και συγκεκριμένα η Αγγλόφιλη οικογένεια Κουντουριώτη που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας με το μέρος της. Από την άλλη αντίπαλοι τους ήταν οι κοτζαμπάσηδες του Μοριά και ο Θ. Κολοκοτρώνης. Με την συνεργασία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ως εγγυητή του αγγλικού δανείου, και των Ρουμελιωτών, η υπεροχή των Υδραίων έναντι των αντιπάλων τους ήταν αδιαμφισβήτητη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτό το χρονικό σημείο και μετά πολιτικοί αντίπαλοι των Κουντουριωταίων χαρακτηρίζονται όλοι σχεδόν οι Μωραΐτες (και δεν περιορίζονται πια στις παρατάξεις του Κολοκοτρώνη και των Φιλικών). Ενώ από την άλλη αντίπαλοι των Μοραϊτών ήταν οι Υδραίοι και οι Ρουμελιώτες. Οι κοτζαμπάσηδες, ιδιαίτερα αυτοί των Πατρών, φοβούμενοι τυχόν εχθρική ενέργεια εναντίον τους αρχίζουν να οργανώνονται καλύτερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παράδοση του Ναυπλίου στον Λόντο και τον Ζαΐμη από τον Κολοκοτρώνη. Ο συγκεκριμένος συμβιβασμός ήταν μια ξεκάθαρη παραβίαση της εντολής της κυβέρνησης Κουντουριώτη ενώ παράλληλα ήταν και μια κίνηση τακτικής. Σε αντίθεση πάντως με τους πατρινούς προύχοντες, η οικογένεια Δεληγιάννη αλλά και η παράταξη Κολοκοτρώνη φαίνεται να αγνοεί μέχρι και εκείνη τη στιγμή τις προθέσεις των Υδραίων.

Σε όλον αυτό τον καταιγισμό των εξελίξεων προστίθεται και ένα νέο πρόσωπο, του οποίου ο ρόλος θα είναι καθοριστικός για την πορεία του εμφυλίου πολέμου. Ο Ιωάννης Κωλέττης, γιατρός με καταγωγή από το Συράκο Ιωαννίνων, θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ Υδραίων και Ρουμελιωτών. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να φέρει σε επαφή τον Γκούρα, μετέπειτα φρούραρχο των Αθηνών, και τον Καραϊσκάκη με τους Υδραίους καθιστώντας τους σημαντικούς συμμάχους του.[14]

Στις 20 Ιουλίου 1824 έφτασαν και τα χρήματα του δανείου από την αγγλική κυβέρνηση. Έτσι η κυβέρνηση Κουντουριώτη ενισχύθηκε με ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, το οποίο χρησιμοποίησε για δικούς της συμφεροντολογικούς σκοπούς μοιράζοντας το επιλεκτικά, μόνο σε φίλα προσκείμενους σε αυτή.[15] Επόμενη κίνηση ήταν η διενέργεια βουλευτικών εκλογών και η σύγκληση του νέου βουλευτικού την 1η Οκτωβρίου. Κατά κύριο λόγο η βουλή απαρτιζόταν από νησιώτες, συμμάχους των Κουντουριωταίων και γενικώς των Υδραίων. Αυτή εξέλεξε πρόεδρο της κυβέρνησης τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη αυτής τους Π. Μπότσαρη, Αν. Σπηλιωτάκη, Ιωάννη Κωλέττη και Ασημάκη Φωτήλα, ο οποίος όμως παραιτήθηκε λίγο αργότερα.

Η απάντηση των Μωραϊτών είναι άμεση. Συνασπίζονται όλοι σε μια ενιαία παράταξη ξεχνώντας για την ώρα τα μίση που τους χώριζαν, αρνούνται να πληρώσουν φόρους και δίνουν εντολή στον Ασημάκη Φωτήλα να παραιτηθεί από μέλος της κυβέρνησης. Η σύγκρουση πια μεταξύ κυβέρνησης Κουντουριώτη και Μωραϊτών είναι γεγονός.[15]

Στις 23 Οκτωβρίου σώμα 500 στρατιωτών με επικεφαλής τον Παπαφλέσσα ξεκινάει για να επιβάλλει την τάξη στην Αρκαδία, η οποία είχε επαναστατήσει εναντίον της κυβέρνησης. Ο στρατός του Παπαφλέσσα εκδιώχθηκε κακήν κακώς από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη. Στα τέλη του 1824 ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και ο Νοταράς & ο Λόντος την Ακροκόρινθο. Οι Λόντος και Ζαΐμης είχαν λύσει την πολιορκία της Πάτρας προκειμένου να συγκεντρώσουν τους στρατούς τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.

Από αυτή τη στιγμή και μετά γράφεται μια από τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής επαναστάσεως. Οι Ρουμελιώτες και συγκεκριμένα οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας, Δράκος και Καρατάσος διατάζονται να επιβάλουν την τάξη στην εξεγερμένη Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τους ιστορικούς αυτή η έμπνευση του σχεδίου ήταν εξολοκλήρου του Ιωάννη Κωλέττη.[16]

Ένα απρόσμενο γεγονός έδωσε σημαντικό πλεονέκτημα νίκης στους Υδραίους. Ο θάνατος του Πάνου Κολοκοτρώνη βύθισε στη λύπη τον Θεόδωρο, προκαλώντας του παράλληλα αδιαφορία για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Ο Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α. Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη με έκπληξη παρατήρησαν οι Μοραΐτες ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν. Αιτία ήταν τα μεγάλα ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών αν παρέμεναν άπρακτοι. Έτσι οι κοτζαμπάσηδες αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου, οι Ρουμελιώτες είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους, να ηττηθούν. Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του Γκούρα.[17]

Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία στην Αιγιάλεια όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α. Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή Αχαΐας, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των Σαρδελιάνων, συμμάχων των πρώτων. Ο Ζαΐμης και ο Λόντος αναχώρησαν για την Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα όπως αυτά των βιασμών και των βασανισμών συνέβησαν, ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Στην ιστορία έμεινε η φράση ενός στρατιώτη που φώναζε ότι «πωλήται το φουστάνι της Ζαΐμενας».[18] Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την οποία οι είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της. Αφού λεηλατήθηκε και αυτή ο Γκούρας και ο στρατός του έστρεψαν την προσοχή τους στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στον Σοφιανόπουλο.[19]

Ο Φωτάκος έγραψε για τα γεγονότα αυτά ότι «ηρκεί μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν» ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμηντων παθόντων όσα κακά έπαθαν επι της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».[20]

Στις 23 Ιανουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης, οι Σωτήρης και Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας διέφυγε τη σύλληψη, ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συνελήφθη από τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο και αφού οδηγήθηκε στη Γαστούνη, από εκεί και πέρα προχώρησε πεζός, γεγονός πρωτάκουστο για κληρικό τέτοιας κατηγορίας. Την ίδια εποχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία, παραδίνεται στις αρχές, μεταφέρεται στην Αθήνα και φυλακίζεται στην Ακρόπολη. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, στραγγαλίστηκε και ρίχτηκε από την Ακρόπολη στις 5 Ιουνίου 1825 μετά τα μεσάνυχτα. Στον λαό διαδόθηκε τότε ότι πήγε να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι έπεσε από την Ακρόπολη και τσακίστηκε. Υπεύθυνος για τον θάνατό του ήταν το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, ο Γκούρας.

Έτσι έχοντας επικρατήσει ολοκληρωτικά και έχοντας φυλακίσει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της, η φιλοαγγλική κυβέρνηση Κουντουριώτη ήταν πλέον ελεύθερη να περάσει την πολιτική της και να ηγηθεί της επανάστασης.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Τάσος Βουρνάς (1997), Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας, Αθήνα: Πατάκης, τόμ. Α΄, σελ. 98-99. ISBN 960-600-524-0.
  2. Κωστής Παπαγιώργης (2001), Κανέλλος Δεληγιάννης, Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 206.
  3. Douglas Dakin (1982), Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σελ. 84. ISBN 960-250-150-2.
  4. Παπαγιώργης (2001), σελ. 216.
  5. Βουρνάς (1997), σελ. 127.
  6. Διονύσιος Κόκκινος, «Η Ελληνική Επανάστασις» (6τομο), έκδοση «Μέλισσα», τ.4, κεφάλιο δωδέκατο, σελ. 294 - 337
  7. Διονύσιος Κόκκινος, ο.π. σελ. 304
  8. Διονύσιος Κόκκινος, ο.π., σελ. 311
  9. Τάσος Βουρνάς, «Σύντομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», έκδοση «Ωκεανίδα», Αθήνα, 1982, σελ. 146
  10. Διονύσιος Κόκκινος, ο.π., σελ. 313
  11. Βουρνάς (1997), σελ. 128.
  12. Τάσος Βουρνάς, ο. π., σελ. 146
  13. Διονύσιος Κόκκινος, ο.π., σελ. 304
  14. 14,0 14,1 Dakin (1982), σελ. 86.
  15. 15,0 15,1 Βουρνάς (1997), σελ. 139.
  16. Βουρνάς (1997), σελ. 141.
  17. Παπαγιώργης (2001), σελ. 255.
  18. Παπαγιώργης (2001), σελ. 258.
  19. Παπαγιώργης (2001), σελ. 261.
  20. Παπαγιώργης (2001), σελ. 262-263.

Επιπλέον βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Νίκος Β. Ροτζώκος, Επανάσταση και Εμφύλιος στο Εικοσιένα, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1997. ISBN 9603480592