Η φιλοσοφία της επιστήμης είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τις φιλοσοφικές αρχές, τις αξιώσεις, και τις επιπτώσεις της επιστήμης, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών επιστημών, όπως η φυσική και η βιολογία, καθώς και των κοινωνικών επιστημών, όπως η ψυχολογία και τα οικονομικά. Από αυτή την άποψη, η φιλοσοφία της επιστήμης συνδέεται με την επιστημολογία και την οντολογία. Προσπαθεί να αναλύσει θέματα όπως: την ουσία και τις προϋποθέσεις των επιστημονικών δηλώσεων και σκέψεων, τον τρόπο με τον οποίο παράγονται, πώς η επιστήμη εξηγεί, προβλέπει και, δια μέσου της τεχνολογίας, χαλιναγωγεί τη φύση· τα μέσα για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των πληροφοριών, τη δημιουργία και χρήση της επιστημονικής μεθόδου, τις μορφές σκέψης που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή συμπερασμάτων και τις επιπτώσεις των επιστημονικών μεθόδων και μοντέλων, τόσο στην κοινωνία όσο και στις ίδιες τις επιστήμες.

Για ορισμένες επιμέρους επιστήμες ορίζεται ένας ξεχωριστός τομέας της φιλοσοφίας της επιστήμης αφιερωμένος σε αυτές (π.χ. φιλοσοφία της φυσικής, φιλοσοφία των μαθηματικών, φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών, φιλοσοφία της γλώσσας κοκ.), όμως η φιλοσοφία της επιστήμης είναι ένας κλάδος ευρύτερος από το άθροισμα των εν λόγω μερών του. Σε παλαιότερες εποχές, καθώς πριν από την επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα δεν υφίστατο η έννοια της σημερινής επιστήμης, τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η φιλοσοφία της επιστήμης εξετάζονταν από την επιστημολογία.

Η φύση των επιστημονικών δηλώσεων

Επεξεργασία

Η επιστήμη εξάγει συμπεράσματα για το πως λειτουργεί η φύση και για τον τρόπο με τον οποίο η επιστημονική θεωρία σχετίζεται με τον κόσμο. Βασισμένη στην πειραματική τεκμηρίωση, στη λογική επαγωγή και στη λογική παραγωγή, εξετάζει συστηματικά τον κόσμο και τις δομές, τα αντικείμενα και τα συστήματα που υπάρχουν μέσα στη φύση και στην κοινωνία. Παρατηρώντας τη φύση των ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους, η επιστήμη επιχειρεί να ερμηνεύσει τις έννοιες που είναι συνυφασμένες με την καθημερινή ζωή και το περιβάλλον, με βάση την επιστημονική μέθοδο.

Εμπειρισμός

Επεξεργασία

Μια κεντρική αρχή της φιλοσοφίας της επιστήμης είναι ο εμπειρισμός, ή η εμπιστοσύνη στην τεκμηρίωση. Ο εμπειρισμός συνίσταται στην άποψη ότι η γνώση αντλείται από τις εμπειρίες που βιώνουμε και τα αισθητηριακά ερεθίσματα τα οποία αυτά αποτυπώνουν στη συνείδησή μας. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, οι επιστημονικές θέσεις επηρεάζονται αλλά και προκύπτουν από τις εμπειρίες ή τις παρατηρήσεις μας. Οι επιστημονικές υποθέσεις αναπτύσσονται και ελέγχονται μέσω εμπειρικών μεθόδων αποτελούμενων από παρατηρήσεις και πειράματα. Άπαξ και αναπαραχθούν αρκετά και σε ικανοποιητικό βαθμό, οι πληροφορίες που προκύπτουν από παρατηρήσεις και πειράματα, αποτελούν πλέον τεκμήρια σύμφωνα με τα οποία η επιστημονική κοινότητα αναπτύσσει θεωρίες που σκοπό έχουν να εξηγήσουν τα χαρακτηριστικά του κόσμου.

Οι παρατηρήσεις εμπεριέχουν την αντίληψη, κατά συνέπεια αποτελούν γνωστικές πράξεις. Δηλαδή, οι παρατηρήσεις είναι και αυτές μέρος της κατανόησής μας για τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο ο κόσμος λειτουργεί· καθώς η κατανόηση αυτή του κόσμου αλλάζει, οι ίδιες οι παρατηρήσεις μπορεί φαινομενικά να αλλάξουν. Ακριβέστερα, θα έλεγε κανείς ότι οι ερμηνείες μας επί των παρατηρήσεων μπορεί να αλλάξουν. Ένα καλά σχεδιασμένο πείραμα θα δώσει ταυτόσημα αποτελέσματα όταν επαναληφθεί με ταυτόσημο τρόπο. Όποτε το κοινωνικό πλαίσιο του παρατηρητή επηρεάζει την παρατήρηση, χάνεται η αντικειμενικότητα και η παρατήρηση δεν είναι πλέον χρήσιμη επιστημονικά. Αυτά είναι τα εγγενή όρια του εμπειρισμού, υπό την οντολογική προϋπόθεση πως πράγματι υφίσταται ένας αντικειμενικός, αυθύπαρκτος κόσμος, μία πραγματικότητα ανεξάρτητη από την υποκειμενική αντίληψη του καθενός για αυτήν.

Οι επιστήμονες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν επαγωγή, υποθετικο-παραγωγικό συλλογισμό και παραγωγή, για να ερμηνεύσουν τα αποτελέσματα των πειραμάτων, ενώ επικαλούνται βασικές εννοιολογικές μεταφορές, ούτως ώστε να ενσωματώσουν τις παρατηρήσεις σε μία συνεκτική, αυτοσυνεπή δομή. Αυτή είναι η ουσία της επιστημονικής μεθόδου, η οποία έτσι «συμφιλιώνει» τις δύο βασικές σχολές της επιστημολογίας κατά τους νεότερους χρόνους: τον εμπειρισμό και τον ορθολογισμό (ρασιοναλισμό).

Επιστημονικός ρεαλισμός και ινστρουμενταλισμός

Επεξεργασία

Ο επιστημονικός ρεαλισμός, ή αφελής εμπειρισμός, συνίσταται στην αντίληψη ότι το Σύμπαν είναι έτσι ακριβώς όπως το περιγράφουν οι επιστημονικές θέσεις και δηλώσεις. Οι ρεαλιστές πιστεύουν πως αντικείμενα και δομές όπως τα ηλεκτρόνια ή τα μαγνητικά πεδία πράγματι υπάρχουν όπως τα φανταζόμαστε. Ο ρεαλισμός είναι αφελής, υπό την έννοια ότι αποδέχεται τα επιστημονικά μοντέλα «τοις μετρητοίς»: αυτή είναι η φιλοσοφική στάση που οι περισσότεροι επιστήμονες ενστερνίζονται.

Κατ' αντιδιαστολή με τον ρεαλισμό, ο ινστρουμενταλισμός υποστηρίζει πως η αντίληψή μας, οι επιστημονικές μας ιδέες και θεωρίες δεν απεικονίζουν απαραιτήτως τον αληθινό κόσμο επακριβώς, αλλά είναι χρήσιμα εργαλεία για να εξηγήσουν, να προβλέψουν και να ελέγξουν τις εμπειρίες μας. Για έναν ινστρουμενταλιστή, τα ηλεκτρόνια και τα μαγνητικά πεδία αποτελούν απλώς χρήσιμες ιδέες και αξιοποιήσιμα μοντέλα που μπορεί στην πραγματικότητα να αντιστοιχούν σε υπαρκτά φυσικά αντικείμενα ή δομές, αλλά μπορεί και όχι. Για τους ινστρουμενταλιστές, η εμπειρική παρατήρηση μπορεί μόνο να αποδείξει πως οι θεωρίες είναι λογικά συνεπείς και συμβατές με τα φαινόμενα, αλλά όχι να «αποκαλύψει» κάποια «αυθεντική» φυσική πραγματικότητα. Ο ινστρουμενταλισμός βασίζεται κυρίως στη φιλοσοφία του Τζον Ντιούι και, ευρύτερα, στον πραγματισμό, ο οποίος ήταν επηρεασμένος από φιλόσοφους όπως ο Ουίλιαμ Τζέιμς και ο Τσαρλς Σάντερς Περς.

Κοινωνικός κονστρουκτιβισμός

Επεξεργασία

Ένα πεδίο ενδιαφέροντος κοινό ανάμεσα στους ιστορικούς, στους φιλόσοφους και στους κοινωνιολόγους της επιστήμης είναι ο βαθμός στον οποίο οι επιστημονικές θεωρίες καθορίζονται από τα κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Αυτή η προσέγγιση είναι συνήθως γνωστή ως κοινωνικός κονστρουκτιβισμός. Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός αποτελεί κατά μία έννοια προέκταση του ινστρουμενταλισμού που εστιάζει στις κοινωνικές όψεις της επιστημονικής δραστηριότητας. Στην πιο ισχυρή του μορφή, αντιμετωπίζει την επιστήμη σαν μια απλή συζήτηση θεμάτων μεταξύ επιστημόνων, με τα αντικειμενικά γεγονότα να παίζουν μικρό ή και κανένα ρόλο: αυτή η εκδοχή συνδέεται με τον μεταμοντερνισμό στη φιλοσοφία του ύστερου 20ου αιώνα και την πλήρη απόρριψη (ως ανέφικτης) της δυνατότητάς μας να γνωρίσουμε κάποια τελείως κοινή, υποκείμενη, αντικειμενικά «αληθινή» πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το κοινωνικό πλαίσιο όπου δρούμε. Μία πιο ήπια μορφή της κονστρουκτιβιστικής θέσης υποστηρίζει ότι οι κοινωνικοί παράγοντες παίζουν μεγάλο ρόλο στην αποδοχή των νέων επιστημονικών θεωριών, διατηρώντας όμως και την επιρροή μίας αντικειμενικής πραγματικότητας στον σχηματισμό και στην αποδοχή των εν λόγω θεωριών.

Σύμφωνα με την ισχυρή θέση, η ύπαρξη ή μη του πλανήτη Άρη είναι ανούσιο ζήτημα, εφόσον ό,τι έχουμε είναι οι παρατηρήσεις, οι θεωρίες και οι μύθοι, που είναι όλα συνδεδεμένα μεταξύ τους και παράγονται από την κοινωνική αλληλεπίδραση. Έτσι, οι επιστημονικές εκθέσεις σχετίζονται μεταξύ τους και αναφέρονται η μία στην άλλη - ένας εμπειρικός έλεγχος δεν είναι τίποτα παραπάνω από το να εξετάζεται η συνέπεια μεταξύ διαφορετικών συνόλων από κοινωνικά κατασκευασμένες θεωρίες. Αυτή η άποψη απορρίπτει τελείως τον ρεαλισμό. Γίνεται λοιπόν δύσκολο να εξηγηθεί το πώς η επιστήμη διαφέρει από οποιαδήποτε άλλο σύστημα οργάνωσης της γνώσης (όπως π.χ. ο αποκρυφισμός), ενώ σε ακραίες περιπτώσεις εξομοιώνεται με κάθε άλλο τέτοιο μοντέλο και απορρίπτεται τελείως κάθε αξίωση επιστημολογικής «ανωτερότητας» της επιστήμης. Οι πιο ισχυρές εκδοχές του κονστρουκτιβισμού είναι επηρεασμένες, επομένως, από την εναντίωση του φιλοσοφικού και πολιτικού μεταμοντερνισμού στην τεχνοκρατία, ως μίας καθολικής εξουσιαστικής δομής στις τεχνολογικά αναπτυγμένες κοινωνίες που αναπαράγει την κοινωνική ιεραρχία και αντλεί τη νομιμοποίησή της από τον επιστημονικό λόγο. Με αυτή τη λογική όμως, γίνεται εξαιρετικά δυσερμήνευτη η πολύ μεγάλη επιτυχία της επιστήμης στο να παράγει χρησιμοποιήσιμη τεχνολογία ως απτή απόδειξή της εγκυρότητάς της.

Σύμφωνα με την ήπια θεώρηση, ο πλανήτης Άρης μπορεί να λεχθεί πως υπάρχει πραγματικά, μία ύπαρξη ξεχωριστή και διακριτή από τις παρατηρήσεις, θεωρίες και μύθους μας για αυτόν. Παρόλο που οι θεωρίες και οι παρατηρήσεις κατασκευάζονται σε κοινωνικό πλαίσιο, μέρος της διαδικασίας σύνθεσης περιλαμβάνει την εξασφάλιση μιας αντιστοιχίας με κάποια αντικειμενική, αυθύπαρκτη πραγματικότητα. Έτσι οι επιστημονικές διατυπώσεις μιλούν για τον πραγματικό κόσμο. Το κρίσιμο ζήτημα είναι επομένως η επεξήγηση αυτής της αντιστοιχίας. Τι αιτιολόγηση υπάρχει στον ισχυρισμό ότι οι φωτογραφίες από το τελευταίο εξερευνητικό διαστημόπλοιο είναι κατά μία έννοια περισσότερο αληθινές από τους ρωμαϊκούς μύθους για τον Άρη; Είναι σημαντικό λοιπόν, για τους κοινωνικούς κονστρουκτιβιστές να λαμβάνουν υπόψιν τους το πώς οι επιστημονικές θέσεις δικαιολογούνται.

Ανάλυση και αναγωγισμός

Επεξεργασία

Η ανάλυση είναι η πράξη της κατάτμησης μίας παρατήρησης ή θεωρίας σε απλούστερες έννοιες με σκοπό την κατανόησή της. Η ανάλυση έχει ζωτική σημασία τόσο στην επιστήμη όσο και σε κάθε ορθολογικό εγχείρημα. Θα ήταν αδύνατο, για παράδειγμα, να περιγράψουμε μαθηματικά την κίνηση ενός βλήματος, χωρίς να διαχωρίσουμε τη δύναμη της βαρύτητας, τη γωνία προβολής και την αρχική ταχύτητα. Μόνο μετά την ανάλυση είναι δυνατό να διατυπώσουμε μία κατάλληλη θεωρία της κίνησης.

Ο αναγωγισμός στην επιστήμη μπορεί να σημαίνει αρκετά διαφορετικά πράγματα. Ένας τύπος αναγωγής είναι η άποψη ότι τα πάντα μπορούν μέχρι τέλους να εξηγηθούν με επιστημονικούς όρους. Σύμφωνα με αυτήν, ένα ιστορικό γεγονός μπορεί ενδεχομένως να εξηγηθεί με κοινωνιολογικούς και ψυχολογικούς όρους, οι οποίοι μπορούν να περιγραφούν με όρους της φυσιολογίας του ανθρώπου, που κι αυτή με τη σειρά της μπορεί να περιγραφεί με όρους της χημείας και της φυσικής. Έτσι, κατ' αρχήν, το ιστορικό γεγονός θα έχει αναχθεί τελικά σε ένα φυσικό γεγονός και οι κοινωνικές δομές σε μοριακές αλληλεπιδράσεις. Αυτό φαίνεται ίσως σαν υπαινιγμός πως το ιστορικό γεγονός δεν είναι «τίποτα άλλο παρά» το φυσικό γεγονός, απλώς περιγραφόμενο σε διαφορετικό επίπεδο λεπτομέρειας, αρνούμενος την ουσιαστική ύπαρξη των παρεπόμενων φαινομένων. Αυτή είναι μία ακραία εκδοχή αναγωγισμού η οποία απορρίπτει την άποψη πως τα πολλαπλά, ιεραρχημένα επίπεδα οργάνωσης της ύλης (και άρα της γνώσης) συνεισφέρουν πραγματικά νέα φαινόμενα στο Σύμπαν - γίνονται απλώς έτσι αντιληπτά από την περιορισμένη ανθρώπινη νοημοσύνη, για την οποία είναι αδύνατο να περιγράψει π.χ. μία κοινωνία με όρους αλληλεπίδρασης ενός γιγάντιου πλήθους στοιχειωδών σωματιδίων.

Ο φιλόσοφος Ντάνιελ Ντένετ επινόησε τον όρο άπληστη αναγωγή για να περιγράψει την υπόθεση ότι τέτοιου είδους αναγωγή είναι δυνατή. Ισχυρίζεται ότι αυτής της μορφής η αναγωγή είναι απλώς «κακή επιστήμη», που αναζητεί περισσότερο εξηγήσεις ελκυστικές ή εύγλωττα διατυπωμένες, παρά εξηγήσεις χρήσιμες στην πρόβλεψη των φυσικών φαινομένων. Υποστηρίζει ακόμα ότι:

«Δεν υπάρχει επιστήμη απαλλαγμένη από φιλοσοφία, παρά μόνον επιστήμη της οποίας οι φιλοσοφικές αποσκευές πέρασαν χωρίς έλεγχο.» — Ντ. Ντένετ, Darwin's Dangerous Idea, 1995.

Οι συνήθεις αντιρρήσεις απέναντι στην άπληστη αναγωγή στηρίζονται στα λεγόμενα αναδυόμενα φαινόμενα των πολύπλοκων συστημάτων. Πολύπλοκο σύστημα είναι μία σύνθετη δομή, αποτελούμενη από πολλαπλά αλληλεπιδρώντα μέρη, της οποίας η συμπεριφορά είναι διαφορετική από οποιονδήποτε γραμμικό συνδυασμό συμπεριφορών των μερών της (μη γραμμικό σύστημα). Τα πολύπλοκα συστήματα χαρακτηρίζονται από ισχυρή εξάρτηση και ποικιλομορφία μεταξύ των μερών τους, ενώ αντιθέτως η συμμετρία στη δομή ενός συστήματος υποδεικνύει χαμηλή πολυπλοκότητα. Συνήθως τα πολύπλοκα συστήματα είναι ιεραρχικώς αυτοοργανούμενα και εμφανίζουν αναδυόμενες συμπεριφορές (emergent behaviors), δηλαδή καινοφανείς συλλογικές συμπεριφορές οι οποίες δεν μπορούν να αναχθούν στα μεμονωμένα μέρη του συστήματος αλλά οφείλονται στις αλληλεπιδράσεις και τις συσχετίσεις τους. Παραδείγματα τέτοιων συστημάτων είναι οι μορφοκλασματικές δομές (fractal). Η ανάλυση τέτοιων συστημάτων αναγκαστικά εμπεριέχει απώλεια πληροφορίας, επειδή ο παρατηρητής πρέπει να διαλέξει ένα δείγμα του συστήματος που δεν μπορεί να είναι πλήρως αντιπροσωπευτικό του συνόλου. Η θεωρία πληροφορίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υπολογιστεί το μέγεθος της απώλειας πληροφορίας και είναι μία από τις επιστημονικές μεθόδους που εφαρμόζονται στη θεωρία του χάους. Τα πολύπλοκα συστήματα εξετάζονται από την επιστήμη συστημάτων.

Διαμάχη Αϊνστάιν - Μπορ

Επεξεργασία

Η κβαντομηχανική, που εμφανίστηκε τον εικοστό αιώνα, έχει επαληθευτεί πειραματικά και έχει γίνει η βάση της τεχνολογίας έκτοτε, έγινε το επίκεντρο μιας από τις πιο υψηλού επιπέδου φιλοσοφικές διαμάχες στην ιστορία της επιστήμης, μεταξύ του Άλμπερτ Αϊνστάιν και του Νιλς Μπορ που και οι δύο τιμήθηκαν με το Βραβείο Νόμπελ. Ο Αϊνστάιν υποστήριξε μέχρι τέλους τον ρεαλισμό, θεωρώντας την κβαντομηχανική ως μη ολοκληρωμένη θεωρία αφού δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τίποτα παρά μόνο να περιγράψει με μαθηματικά τη φύση στην ατομική κλίμακα, ενώ ο Μπορ απέδωσε με όρους μαγείας (υιοθετήθηκε ως πραγματιστική η ειρωνική φράση του Αϊνστάιν «spookie action from a distance») το πώς τα πράγματα συμβαίνουν και προέτρεψε να μην ασχολούμαστε με αυτά που δεν γίνονται κατανοητά από τον ρεαλισμό και να αρκούμαστε στους μαθηματικούς φορμαλισμούς που δίνουν λύση στα προβλήματα, ακόμα κι αν παραβιάζεται κάθε αίσθηση λογικής. Ως και σήμερα δεν έχει επιτευχθεί συναίνεση για το θέμα στην επιστημονική κοινότητα.[1]

Επιβεβαίωση των επιστημονικών θέσεων

Επεξεργασία

Οι πιο ισχυρές προτάσεις της επιστήμης είναι εκείνες με την πιο ευρεία εφαρμογή. Ο Τρίτος Νόμος του Νεύτωνα -"για κάθε δράση υπάρχει μια ίση και αντίθετη αντίδραση"- είναι μια ισχυρή πρόταση επειδή ισχύει για κάθε δράση, παντού και πάντα.

Αλλά φυσικά δεν είναι δυνατόν οι επιστήμονες να έχουν ελέγξει κάθε δράση που υπάρχει και να έχουν βρει μια αντίδραση, όπως προβλέπει η παραπάνω πρόταση. Πως μπορούν, λοιπόν, να μας διαβεβαιώσουν ότι ο Τρίτος Νόμος ισχύει με κάποιο τρόπο; Έχουν, φυσικά, ελέγξει πάρα πολλές δράσεις, και σε κάθε μια απ' αυτές όντως παρατήρησαν την αντίστοιχη αντίδραση. Αλλά μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι την επόμενη φορά που θα ελέγξουμε τον Τρίτο Νόμο θα διαπιστώσουμε ότι ισχύει;

Μια λύση σ' αυτό το πρόβλημα είναι να βασιστούμε στην έννοια της επαγωγής. Η επαγωγική εξαγωγή συμπερασμάτων βασίζεται στον ισχυρισμό ότι αν μια κατάσταση ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που έχουμε παρατηρήσει, τότε η κατάσταση θα ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Έτσι, μετά από μια σειρά πειραμάτων που επιβεβαίωσαν τον Τρίτο Νόμο, κάποιος μπορεί με σιγουριά να ισχυριστεί ότι ο Τρίτος Νόμος ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις.

Το να εξηγήσουμε το γιατί η επαγωγή συνήθως δουλεύει έχει κάποια προβλήματα. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την παραγωγή, τη συνήθη διαδικασία της λογικής διαδρομής απ' την πρόταση στο συμπέρασμα, για τον απλό λόγο ότι δεν υπάρχει κάποιος συλλογισμός που θα επέτρεπε μια τέτοια κίνηση. Όσες φορές κι αν παρατήρησαν λευκούς κύκνους οι βιολόγοι του 17ου αιώνα, και σε όσα μέρη κι αν τους παρατήρησαν, δεν υπήρχε παραγωγικό μονοπάτι που να τους οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί. Κι αυτό είναι και δίκαιο, απ' τη στιγμή που, όπως αποδείχτηκε, ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν λανθασμένο. Όμοια, είναι τουλάχιστον πιθανό ότι κάποια μέρα θα γίνει μια παρατήρηση που θα δείξει μια περίπτωση στην οποία μια δράση δεν συνοδεύεται από αντίδραση· κι αυτό ισχύει για οποιονδήποτε επιστημονικό νόμο.

Μια απάντηση είναι να σκεφτούμε μια διαφορετική μορφή λογικού επιχειρήματος, μια μορφή που δεν βασίζεται στην παραγωγή. Η παραγωγή επιτρέπει τη διατύπωση μιας συγκεκριμένης αλήθειας από μια γενική αλήθεια: όλα τα κοράκια είναι μαύρα· αυτό είναι ένα κοράκι· επομένως είναι μαύρο. Η επαγωγή, με κάποιο τρόπο, επιτρέπει τη διατύπωση μιας γενικής αλήθειας από μια σειρά συγκεκριμένων παρατηρήσεων: αυτό είναι ένα κοράκι και είναι μαύρο· εκείνο είναι ένα κοράκι και είναι μαύρο· επομένως, όλα τα κοράκια είναι μαύρα.

Το επαγωγικό πρόβλημα έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και είναι ιδιαίτερα σημαντικό στη φιλοσοφία της επιστήμης: ισχύει πραγματικά η επαγωγή, και αν ναι, γιατί;

Διαψευσιμότητα

Επεξεργασία

Ένας άλλος τρόπος να διακρίνουμε την επιστήμη απ' την ψευδοεπιστήμη (να διαχωρίσουμε, για παράδειγμα, την αστρονομία απ' την αστρολογία), που πρωτοσυζητήθηκε απ' τον Καρλ Πόπερ το 1919-20 και διατυπώθηκε εκ νέου απ' τον ίδιο τη δεκαετία του '60, είναι χρησιμοποιώντας την αρχή της διαψευσιμότητας. Σύμφωνα με αυτή, για να είναι χρήσιμη (ή έστω επιστημονική) μια επιστημονική θέση (θεωρία, νόμος, αρχή κ.λ.π.) πρέπει να είναι διαψεύσιμη, δηλαδή να μπορεί να ελεγχθεί και να αποδειχτεί λανθασμένη.

Ο Πόππερ περιέγραψε τη διαψευσιμότητα χρησιμοποιώντας τις παρακάτω παρατηρήσεις, παρμένες (σε παράφραση) από μια εργασία του 1963:

  1. Είναι εύκολο να επιβεβαιώσουμε ή να διαπιστώσουμε την ισχύ σχεδόν κάθε θεωρίας - αν η επιβεβαίωση είναι αυτό που επιδιώκουμε.
  2. Οι επιβεβαιώσεις είναι σημαντικές μόνο αν είναι αποτέλεσμα παρακινδυνευμένων προβλέψεων. Δηλαδή αν, χωρίς τη φώτιση της θεωρίας, περιμέναμε ένα γεγονός που ήταν ασύμβατο με τη θεωρία, ένα γεγονός που θα αντέκρουε τη θεωρία.
  3. Οι καλές επιστημονικές θεωρίες συμπεριλαμβάνουν απαγορεύσεις που δεν επιτρέπουν σε συγκεκριμένα γεγονότα να εκδηλωθούν. Όσο πιο πολύ απαγορεύει μια θεωρία, τόσο πιο καλή είναι.
  4. Μια θεωρία που δεν αντικρούεται από οποιοδήποτε νοητό γεγονός είναι μη επιστημονική. Το αναντίρρητο δεν είναι αρετή μιας θεωρίας.
  5. Κάθε γνήσιος έλεγχος μιας θεωρίας είναι μια προσπάθεια να τη διαψεύσουμε ή να την αντικρούσουμε. Οι θεωρίες που παίρνουν μεγαλύτερα ρίσκα είναι πιο επιδεκτικές στον έλεγχο, πιο πολύ εκτεθειμένες στη διάψευση.
  6. Τα τεκμήρια επιβεβαίωσης μιας θεωρίας είναι αξιόλογα μόνο όταν έχουν προκύψει από έναν γνήσιο έλεγχο της θεωρίας. Γνήσιος σε αυτή την περίπτωση σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα μιας σοβαρής μα αποτυχημένης προσπάθειας να διαψευσθεί η θεωρία.
  7. Μερικές γνήσια ελέγξιμες θεωρίες, όταν αποδειχτούν εσφαλμένες, υποστηρίζονται ακόμα απ' τους ακολουθητές τους - για παράδειγμα με την εισαγωγή μιας ad hoc εναλλακτικής υπόθεσης ή με την επανερμηνεία της θεωρίας, με τρόπο τέτοιο ώστε να διαφύγει τη διάψευση. Μια τέτοια διαδικασία είναι πάντοτε δυνατή, αλλά διασώζει τη θεωρία απ' τη διάψευση με το τίμημα της καταστροφής, ή έστω της μείωσης, της επιστημονικότητάς της.

Αυτές οι παρατηρήσεις είναι μέρος των επιχειρημάτων του Πόππερ για την υπεράσπιση της άποψης ότι αυτό που κάνει μια θεωρία επιστημονική είναι η διαψευσιμότητα ή ελεγξιμότητά της.

Συνεκτικότητα

Επεξεργασία

Τόσο η Επαγωγή όσο και η Διάψευση σκοπό έχουν να αιτιολογήσουν τις επιστημονικές θέσεις μέσω αναφοράς σε άλλες συγκεκριμένες επιστημονικές θέσεις. Και οι δύο πρέπει να αποφεύγουν το πρόβλημα του κριτηρίου, στο οποίο κάθε αιτιολόγηση πρέπει με τη σειρά της να εξηγείται, διαδικασία που οδηγεί σε άπειρη αναγωγή. Το ζήτημα της αναγωγής, έχει ληφθεί για να δώσει έναν δρόμο που θα οδηγήσει εκτός της άπειρης αναγωγής, τον θεμελιωτισμό (foundationalism). Ο Θεμελιωτισμός προτείνει την ύπαρξη μερικών βασικών θέσεων που δεν απαιτούν αιτιολόγηση. Η Επαγωγή και η Διάψευση αποτελούν μορφές του θεμελιωτισμού ως προς το ότι βασίζονται σε βασικές θέσεις που προκύπτουν απευθείας από τις παρατηρήσεις.

Ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο οι βασικές θέσεις προκύπτουν από τις παρατηρήσεις περιπλέκει το πρόβλημα. Η παρατήρηση είναι γνωστική πράξη, γεγονός που σημαίνει ότι βασίζεται στις υπάρχουσες μας αντιλήψεις, στο σύνολο των πεποιθήσεων μας. Μία παρατήρηση μιας διάβασης της Αφροδίτης απαιτεί ένα τεράστιο εύρος δευτερευόντων πεποιθήσεων, όπως αυτές που σχετίζονται με την περιγραφή της οπτικής των τηλεσκοπίων, με τη μηχανική της εγκατάστασης τους καθώς και κάποια αντίληψη της ουράνιας μηχανικής. Με πρώτη ματιά, η παρατήρηση δεν εμφανίζεται ως 'βασική'.

Η Συνεκτικότητα, προσφέρει μία εναλλακτική άποψη, με τον ισχυρισμό ότι οι θέσεις μπορούν να αιτιολογηθούν μέσω της υπόστασης τους ως μέλος ενός συνεκτικού συστήματος. Σε αυτή την περίπτωση στην επιστήμη, για το σύστημα αυτό, συνήθως λαμβάνεται το πλήρες σύνολο πεποιθήσεων ενός ατόμου ή μιας κοινότητας επιστημόνων. Ο Γ. Β. Κουάιν διατύπωσε την άποψη της προσέγγισης της επιστήμης, μέσω της Συνεκτικότητας. Μία παρατήρηση κάποιας διάβασης της Αφροδίτης αιτιολογείται ως προς το ότι είναι συνεκτική από το σύνολο των πεποιθήσεων μας σε σχέση με την οπτική, την εγκατάσταση τηλεσκοπίων και την ουράνια μηχανική. Όταν αυτή η παρατήρηση έρθει σε αντίθεση με κάποια δευτερεύουσα πεποίθηση, μία προσαρμογή στο σύστημα θα αναζητηθεί ώστε να απαλειφθεί η αντίθεση.

Το ξυράφι του Όκκαμ

Επεξεργασία

Το ξυράφι του Όκαμ χρησιμοποιείται για να αιτιολογήσει κάποιους επιστημονικούς ισχυρισμούς. Στον Ουλιέλμο του Όκαμ, έχει αποδοθεί η πρόταση ότι η απλούστερη αιτιολόγηση ενός φαινομένου πρέπει να είναι η προτιμότερη. Το ξυράφι του Όκαμ πολλές φορές εκφράζεται ως: "οι οντότητες δε θα πρέπει να πολλαπλασιάζονται πέραν του απολύτως απαραίτητου" (Entia non sunt multiplicanda praeter necessitatem).

Θεωρείστε την πανταχού παρούσα κατάσταση δύο θεωριών Α και Β, όπου η Α είναι η βασικότερη εκδοχή της θεωρίας σύμφωνα με την οποία ερμηνεύονται τα δεδομένα, και η Β είναι μία επαυξημένη εκδοχή της Α με πρόσθετα στοιχεία που αφενός δε βελτιώνουν την πρόταση, αφετέρου δε βλάπτουν την ερμηνεία των δεδομένων. Η βασική αρχή του Ξυραφιού του Όκαμ μας συμβουλεύει να "ξυρίσουμε" τα πρόσθετα στοιχεία της Β, γεγονός που μας οδηγεί στη πιο βασική εκδοχή, αυτή της θεωρίας Α.

Επειδή για οποιαδήποτε θεωρία, υπάρχει άπειρος αριθμός παραλλαγών οι οποίες ερμηνεύουν με την ίδια συνέπεια τα τρέχοντα γεγονότα, η χρήση του Ξυραφιού του Όκαμ γίνεται ανεκδήλωτα και υπονοείται σε κάθε έκφανση της επιστημονικής έρευνας. Σαν παράδειγμα, θεωρήστε τη διάσημη θεωρία του Νεύτωνα που υποστηρίζει πως "για κάθε δράση υπάρχει μία ίση και αντίθετη αντίδραση". Μία εναλλακτική θεωρία θα μπορούσε να είναι αυτή που δηλώνει πως "για κάθε δράση υπάρχει μία ίση και αντίθετη αντίδραση, εκτός από την 18η του Ιανουαρίου του 2055 οπότε η αντίδραση θα είναι της μισής έντασης". Αυτή η φαινομενικά παράλογη προσθήκη παραβιάζει την αρχή του Ξυραφιού του Όκαμ επειδή αποτελεί μία ανώφελη προσθήκη. Στην ουσία, χωρίς έναν κανόνα όπως αυτόν της αρχής του Ξυραφιού του Όκαμ, δε θα υπήρχε ποτέ φιλοσοφική ή πρακτική αιτιολόγηση για τους επιστήμονες, τέτοια ώστε να προωθήσουν οποιαδήποτε θεωρία πέραν των άπειρων ανταγωνιστών της και η επιστήμη δε θα είχε καμία προγνωστική ισχύ.

Μία δυσκολία που εμφανίζεται από το Ξυράφι του Όκαμ είναι ότι δεν καθορίζει, και ούτε είναι πάντα προφανές, ποια θεωρία είναι η απλούστερη. Επίσης, το Ξυράφι του Όκαμ δεν εκφράζει κάτι παραπάνω από μια αισθητική προτίμηση στην απλότητα. Επομένως είναι δύσκολο να προσδώσει στα διανοήματα αυστηρότητα, ως προς την εφαρμογή του. Υπάρχουν σχετικές μαθηματικές προσεγγίσεις όπως η ανάλυση του Μπαίης (Bayesian analysis) και η θεωρία της πληροφορίας, που επιζητούν να ποσοτικοποιήσουν την απλότητα. Μιας τέτοια προσέγγιση αποτελεί ο συμπερασμός της θεωρίας του μηνύματος ελαχίστου μήκους.

Το Ξυράφι του Όκαμ δε δηλώνει ότι η απλούστερη εκδοχή πρέπει να χρησιμοποιείται ανεξάρτητα από την ικανότητα της να εξηγήσει σκοπέλους στην επιστημονική έρευνα, εξαιρέσεις, ή άλλα υπό κρίση φαινόμενα. Η αρχή της διαψευσιμότητας απαιτεί για κάθε εξαίρεση που μπορεί να αναπαραχθεί αξιόπιστα, να ακυρώνει την απλούστερη θεωρία, και ότι η επομένως απλούστερη εκδοχή που θα μπορεί να ενσωματώσει την εξαίρεση ως μέλος της θεωρίας θα πρέπει να προτιμάται από την πρώτη. Σύμφωνα με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, "ο απώτερος στόχος όλων των θεωριών είναι να κάνει τα ανεπίδεκτα μείωσης βασικά στοιχεία κάθε θεωρίας, όσο το δυνατόν απλούστερα και λιγότερα δυνατόν, χωρίς να χρειάζεται να παραδοθεί στην επαρκή αναπαραγωγή ενός σημείου αναφοράς της εμπειρίας".

Κοινωνική ευθύνη

Επεξεργασία

Το επιστημονικό αδιάψευστο

Επεξεργασία

Ένα κρίσιμο ερώτημα στην επιστήμη είναι, το σε ποιο βαθμό το σύνολο επιστημονικής γνώσης μπορεί να ληφθεί ως ενδεικτικό του τι είναι στην πραγματικότητα 'αληθές' σχετικά με τον φυσικό κόσμο στον οποίο ζούμε. Η αποδοχή της γνώσης ως απόλυτα αληθούς και αδιαμφισβήτητης (με την έννοια της θεολογίας ή της ιδεολογίας) ονομάζεται επιστημονισμός.

Εντούτοις, είναι σύνηθες για μέλη του κοινού, να έχουν αντίθετη άποψη για την επιστήμη — πολλοί λαϊκοί πιστεύουν ότι οι επιστήμονες δημιουργούν ισχυρισμούς μη διαψευσιμότητας. Η επιστήμη υπηρετεί τη διαδικασία της συναινετικής λήψης αποφάσεων με την οποία άνθρωποι με διάφορες ηθικές και δεοντολογικές απόψεις, θα έρθουν σε συμφωνία στο 'τι είναι αληθινό'. Τόσο σε εγκόσμιες όσο και σε τεχνολογικές κοινωνίες, χωρίς να υπάρχει κάποια ισχυρή αντίληψη της πραγματικότητας με δεδομένα που βασίζονται σε ηθικά, δεοντολογικά ή θρησκευτικά ερείσματα, η επιστήμη υπηρετεί ως το πρωτεύον κριτήριο για τις αντιπαραθέσεις. Αυτό οδηγεί στην κατάχρηση του επιστημονικού διαλόγου από πολιτικά ή εμπορικά μέσα.

Σκεφτείτε την μεγάλη ανομοιότητα ανάμεσα στο πως εργάζονται οι επιστήμονες και στο πώς η αντίληψη των εργασιών τους κατευθύνει καμπάνιες για να επιμορφώσει τον λαϊκό κόσμο για τον επιστημονικό σκεπτικισμό και τις επιστημονικές μεθόδους.

Κριτική της επιστήμης

Επεξεργασία

Ο Πολ Φεγεράμπεντ υποστήριξε πως δεν υπάρχει καμία περιγραφή επιστημονικής μεθόδου τόσο ευρεία ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει όλες τις προσεγγίσεις και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από επιστήμονες. Ο Φεγεράμπεντ ήταν αντίθετος με την τυποποιημένη επιστημονική μέθοδο, με το επιχείρημα ότι κάθε τέτοια μέθοδος θα έπνιγε και θα καθήλωνε την επιστημονική πρόοδο. Ο ισχυρισμός του ήταν ότι: Η μόνη αρχή που δεν εμποδίζει την πρόοδο είναι το "όλα παίζουν" (the only principle that does not inhibit progress is: anything goes).

Μια σημαντική εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών είναι η μελέτη της δημιουργίας, της δομής και της εξέλιξης των επιστημονικών κοινοτήτων από κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους στους οποίους συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι: Michel Callon, Elihu Gerson, Μπρούνο Λατούρ, John Law, Susan Leigh Star, Anslem Strauss, Lucy Suchman. Ιδιαίτερα σημαντική είναι από αυτή τη σκοπιά η κονστρουκτιβιστική θεωρία δικτύου-δρώντων, βασισμένη στο έργο του Λατούρ. Εδώ, η κύρια προσέγγιση στη φιλοσοφία της επιστήμης είναι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο οι επιστημονικές κοινότητες λειτουργούν στην πραγματικότητα.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Baggott, Jim E. (2004). «Complementarity and Entanglement». Beyond Measure: Modern Physics, Philosophy, and the Meaning of Quantum Theory. Oxford, New York: Oxford University Press. σελ. 203. ISBN 0-19-852536-2. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2013. So, was Einstein wrong? In the sense that the EPR paper argued in favour of an objective reality for each quantum particle in an entangled pair independent of the other and of the measuring device, the answer must be yes. But if we take a wider view and ask instead if Einstein was wrong to hold to the realist's belief that the physics of the universe should be objective and deterministic, we must acknowledge that we cannot answer such a question. It is in the nature of theoretical science that there can be no such thing as certainty. A theory is only 'true' for as long as the majority of the scientific community maintain a consensus view that the theory is the one best able to explain the observations. And the story of quantum theory is not over yet. 
  • Salmon, M. H. – Earman, John – Glymour, Clark κ.ά., Εισαγωγή στη φιλοσοφία της επιστήμης. Μετάφρ. Πάνος Θεοδώρου – Κώστας Παγωνδιώτης – Γιώργος Φουρτούνης. 3η έκδοση, "Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης", Ηράκλειο Κρήτης 2005 (1998¹).
  • Snyder, Paul, Toward One Science: The Convergence of Traditions, St Martin's Press, 1977, cloth ISBN 0-312-81011-3, paper ISBN 0-312-81012-1.
  • Van Fraassen, Bas C., The Scientific Image, Oxford: Clarendon Press, 1980, ISBN 0-19-824427-4.
  • Boyd, R.; Paul Gasper; J. D. Trout, Ed. (1991) The Philosophy of Science. Cambridge, Massachusetts, Blackwell Publishers.
  • Harre, R. (1972) The Philosophies of Science: An Introductory Survey. London, Oxford University Press.
  • Klemke, E. et. al. Ed. (1998). Introductory Readings in The Philosophy of Science. Amherst, New York, Prometheus Books.
  • Kuipers, T.A.F. (2001). Structures in Science. An Advanced Textbook in Neo-Classical Philosophy of Science. Synthese Library, Springer.
  • Ladyman, J. (2002) Understanding Philosophy of Science, London, Routledge.
  • Losee, J. (1998). A Historical Introduction to The Philosophy of Science. Oxford, Oxford University Press.
  • Niiniluoto, I. (2002) Critical Scientific Realism. Oxford, Oxford University Press
  • Pap, A. (1962). An Introduction to the Philosophy of Science. New York, The Free Press.
  • Papineau, D. Ed. (1997). The Philosophy of Science. Oxford Readings in Philosophy. Oxford, Oxford University Press.
  • Rosenberg, A. (2000). Philosophy of Science: A Contemporary Introduction. London, Routledge.
  • Salmon, M. H. et. al. (1999). Introduction to the Philosophy of Science: A Text By Members of the Department of the History and Philosophy of Science of the University of Pittsburgh. Indianapolis, Hacket Publishing Company.
  • Newton-Smith, W. H. Ed. (2001). A Companion To The Philosophy of Science. Blackwell Companions To Philosophy. Malden, Massachusetts, Blackwell Publishers.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία