Καλλιτεχνικό Τμήμα των Ολυμπίων
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Το Καλλιτεχνικό Τμήμα των Ολυμπίων (1859, 1870, 1875, 1888) αποτελούσε τη μοναδική δυνατότητα που είχαν οι Έλληνες καλλιτέχνες τον 19ο αιώνα να παρουσιάσουν τη δουλειά τους σε μια επίσημη κρατική διοργάνωση.
Οι γενικές εκθέσεις των Ολυμπίων
ΕπεξεργασίαΟι γενικές εκθέσεις των Ολυμπίων, θεσπίστηκαν το 1858 με την οικονομική υποστήριξη του βαθύπλουτου ομογενή από τη Ρουμανία Ευαγγέλη Ζάππα και πρότυπο τις Παγκόσμιες και Διεθνείς εκθέσεις της περιόδου σε μια διαφορετικών καταβολών εκδοχή της ώσμωσης τέχνης, τεχνολογίας και οικονομίας που αυτές αντιπροσώπευαν. Στα Ολύμπια προβαλλόταν η εθνική σημασία του θεσμού, ο οικονομικός και πολιτικός χαρακτήρας του, η επιθυμία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους για ανάπτυξη και συμπόρευσή του με τα ευρωπαϊκά κράτη αλλά, ταυτοχρόνως, επιχειρούνταν η ανάδειξη της υπεροχής του στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Εδώ εκφραζόταν η ιδέα μιας πανελλήνιας εορτής που, ανά τετραετία, θα συγκέντρωνε και θα κατέγραφε, θα αξιολογούσε, θα παρουσίαζε και θα βράβευε την πρόοδο σ' όλους τους παραγωγικούς τομείς, θα γινόταν σημείο σύγκλισης και συνοχής ολόκληρου του ελληνικού στοιχείου. Στα Ολύμπια, οι Έλληνες ζωγράφοι και οι γλύπτες είχαν τη μοναδική ευκαιρία συμμετοχής σε μια κρατική διοργάνωση με εξασφαλισμένο, εκ των προτέρων, ένα μεγάλο κοινό. Οι εικαστικές τέχνες είχαν τη θέση μιας συμπληρωματικής αλλά απαραίτητης και σημαντικής ενότητας. Στα Καλλιτεχνικά Τμήματα των Ολυμπίων, ανάμεσα σε γεωργικά, κτηνοτροφικά, βιοτεχνικά, βιομηχανικά προϊόντα και είδους χειροτεχνήματα, εκτέθηκε ένας μεγάλος αριθμός έργων τέχνης επιτρέποντας στον σημερινό ερευνητή να ανιχνεύσει κατευθύνσεις και επιλογές, να εμβαθύνει στην κυρίαρχη αισθητική και να εντοπίσει τις ρήξεις μ' αυτήν.
Το Καλλιτεχνικό Τμήμα των Α' Ολυμπίων (1859)
ΕπεξεργασίαΗ πρώτη έκθεση των Ολυμπίων εγκαινιάσθηκε τον Οκτώβριο του 1859 στις αίθουσες του Πολυτεχνείου (οικία Βλαχούτση) και στην προέκτασή του ένα ξύλινο προσωρινό κτήριο που χτίσθηκε για την περίσταση, σχεδιασμένο από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Φ. Μπουλανζέ (F. L. Boulanger). Η καλλιτεχνική παραγωγή δεν αναφερόταν ούτε στο διάταγμα σύστασης των Ολυμπίων αλλά ούτε και στο πρόγραμμα και τον κανονισμό της έκθεσης με τον οποίο γινόταν δεκτά τα προϊόντα της εθνικής παραγωγής ταξινομημένα σε 22 κλάσεις-τμήματα. Αντίθετα, προβλεπόταν μουσικά και θεατρικά έργα, καθώς και σ' ένα ξεχωριστό τμήμα η τυπογραφία, η βιβλιοδετική, η λιθογραφία, η χαλκογραφία και η φωτογραφία. Ύστερα από έντονες αντιδράσεις, δημιουργήθηκε εσπευσμένα μια πρόσθετη κλάση, αυτή «των ωραίων τεχνών, της γραφικής και πλαστικής».
Τα ζωγραφικά έργα διαιρέθηκαν σε μεγαλογραφίες (συνθέσεις με ιστορικό περιεχόμενο), ειδογραφίες (ηθογραφίες), αντιγραφές (ελαιογραφικές, αγαλματογραφικές, κοσμηματογραφικές) και υδατογραφίες, τα έργα της γλυπτικής σε αγάλματα, προτομές, αντιγραφές, συνθέσεις κοσμηματογραφίας, ξυλογλυπτικής και αγιογραφικής μικρογλυφίας. Η τριμελής επιτροπή των ελλανοδικών αποτελούνταν από τον καθηγητή της αρχαιολογίας, λογοτέχνη και πολιτικό Αλέξανδρο Ρίζο-Ραγκαβή, τον καθηγητή της καλλιτεχνολογίας στο Πολυτεχνείο Γρηγόριο Παππαδόπουλο και τον ζωγράφο Διονύσιο Τσόκο. Ανάμεσα στους 31 ζωγράφους που συμμετείχαν συναντάμε τους Νικηφόρο Λύτρα, Γεώργιο Γραμμανδάνη, Θεμιστοκλή Δράκο, Ανδρέα Κριεζή, Βικέντιο Λάντσα, Βασίλειο Καρούμπα-Σκόπα, Κωνσταντίνο Φανέλλη, Σπυρίδωνα Χατζηγιαννόπουλο, κ.ά., ενώ ανάμεσα στους 15 γλύπτες τους Γεώργιο και Λάζαρο Φυτάλη, Δημήτριο και Ιωάννη Κόσσο, Λεωνίδα Δρόση, Ιάκωβο και Φραγκίσκο Μαλακατέ, Αγαθάγγελο Τριανταφύλλου, κ.ά. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν σπουδαστές ή απόφοιτοι του Πολυτεχνείου και τα έργα τους επιβεβαίωναν την επικράτηση του ακαδημαϊκού προτύπου που το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα επέβαλε. Με το ανώτερο βραβείο του τμήματος της ζωγραφικής (αργυρό μετάλλιο α' τάξης) τιμήθηκε ο δόκιμος Ιταλός καλλιτέχνης Βικέντιος Λάντσας, ο οποίος ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στην Αθήνα, εργαζόταν με επιτυχία και οι υδατογραφίες του με θέμα τα αρχαία μνημεία ήταν ιδιαίτερα αγαπητές στο κοινό. Με χρυσό μετάλλιο β' τάξης βραβεύθηκε για τα ξυλόγλυπτά του ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος Τριανταφύλλου, καθηγητής της ξυλογραφίας, της χαλκογραφίας και της ξυλογλυπτικής στο Πολυτεχνείο. Βραβεία, επίσης, δόθηκαν στους Νικηφόρο Λύτρα, Γεώργιο και Λάζαρο Φυτάλη, Λεωνίδα Δρόση, Δημήτριο Κόσσο, κ.ά. - όλοι προερχόμενοι από τον κύκλο του Πολυτεχνείου.
Η πορεία των Ολυμπίων τη δεκαετία του 1860
ΕπεξεργασίαΤη δεκαετία του 1860 η υπόθεση των Ολυμπίων προχώρησε με αργούς ρυθμούς. Τόσο η ταραγμένη πολιτική κατάσταση με την έξωση του Όθωνα (1862), την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων, τον ερχομό του Γεωργίου Α’ (1863), την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα (1864) και την Κρητική Επανάσταση (1866), όσο και η αρρώστια και ο θάνατος του Ζάππα (1865), οι διεκδικήσεις για την περιουσία του και η γενικότερη οικονομική δυσπραγία του ελληνικού κράτους σταμάτησαν κάθε πρόοδο του ζητήματος. Ο Ζάππας, που με θέρμη είχε πιστέψει στην ιδέα, φρόντισε για τη συνέχισή της αφήνοντας στον ξάδελφό του Κωνσταντίνο Ζάππα ολόκληρη την κτηματική του περιουσία με τον όρο να διαθέσει μέρος των εσόδων της για τα Ολύμπια και την ανέγερση του κατάλληλου εκθεσιακού κτηρίου. Το 1869 ήταν καθοριστική χρονιά. Μέχρι τότε είχαν γίνει ελάχιστα για το κτήριο των εκθέσεων: προτάσεις για τη θέση οικοδόμησής του, αντιρρήσεις για τη λειτουργικότητα και την καλαισθησία των προτάσεων του Μπουλανζέ ο οποίος είχε αναλάβει τη σχεδίασή του. Το 1869 η ελληνική κυβέρνηση με νόμο παραχώρησε την έκταση που απαιτούνταν για την ανέγερση του μεγάρου που θα έφερε το όνομα «Ζάππειον».
Το Καλλιτεχνικό Τμήμα των Β' Ολυμπίων (1870)
ΕπεξεργασίαΓια τη Β' διοργάνωση των Ολυμπίων, ο Φ. Μπουλανζέ ανέλαβε την κατασκευή ενός προσωρινού καταστήματος, βόρεια του Ναού του Ολυμπίου Διός, επί της Φαληρικής οδού, κοντά στον Βασιλικό Κήπο. Επρόκειτο για ένα απλό, επίμηκες ορθογώνιο κτήριο σε κλασικιστικό ρυθμό με αετωματικές απολήξεις και εσωτερικά χωρισμένο σε τρία κλίτη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε, με κάποιες μικρές μετατροπές, και για τα Γ’ Ολύμπια (1875).Τα καλλιτεχνικά έργα παρουσιάστηκαν στην Α΄ Συναγωγή («Καλλιτεχνία») χωρισμένα σε πέντε κλάσεις [α) ελαιογραφήματα, β) υδατογραφίες, γ) έργα γλυπτικής, δ) σχέδια αρχιτεκτονικής, ε) λιθογραφήματα και χαλκογραφήματα]. Η κριτική επιτροπή των ελλανοδικών αποτελούνταν από τους Γρηγόριο Παππαδόπουλο, Αναστάσιο Θεοφιλά και Φ. Μπουλανζέ, ενώ ως εμπειρογνώμονες συμμετείχαν οι ζωγράφοι Νικηφόρος Λύτρας και Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα.
Στην κλάση της γλυπτικής συμμετείχαν 10 γλύπτες (Λεωνίδας Δρόσης, Γεώργιος Βιτάλης, Ιωάννης Κόσσος, Στέφανος Βαρούτης, Μιχαήλ Πραξίας, Σωτήριος Μέγκλης, Πέτρος Σταυράκης, Σταύρος Κωνσταντίνου, Δημήτριος Βουγιουκλής, Λάζαρος Κασάρχης). Η Β΄ έκθεση των Ολυμπίων ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος του κλασικισμού που προέβαλε ως η αδιαμφισβήτητη αισθητική τάση στη γλυπτική του νεότερου ελληνικού κράτους, με την πλειοψηφία των συνθέσεων που παρουσιάστηκαν να έχουν θέματα εμπνευσμένα από την αρχαιότητα. Ο Λεωνίδας Δρόσης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κλασικισμού, τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο, οι Γεώργιος Βιτάλης, Ιωάννης Κόσσος και Στέφανος Βαρούτης με αργυρό, οι Μιχαήλ Πραξίας και Πέτρος Σταυράκης με χάλκινο, οι Σταύρος Κωνσταντίνου και Σωτήριος Μέγκλης με έπαινο.
Στην κλάση της ζωγραφικής συμμετείχαν 17 ζωγράφοι, ανάμεσα στους οποίους οι Σπυρίδων Προσαλέντης, Ιωάννης Δούκας, Διονύσιος Καλλιβωκάς, Νικόλαος Φαρμακίδης, Βικέντιος Λάντσας, Σπυρίδων Χατζηγιαννόπουλος, Μαρίνος Μαντζαβίνος, Γεώργιος Μαργαρίτης, Θεόδωρος Βρυζάκης, κ.ά. Υπερίσχυαν οι προσωπογραφίες και οι συνθέσεις με ιστορικό περιεχόμενο –δύο είδη που κυριάρχησαν τις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες–, ενώ οι υδατογραφίες με αρχαία μνημεία του Βικέντιου Λάντσα έδιναν ακόμη μια χαρακτηριστική θεματική επιλογή. Τα περισσότερα από τα έργα κινούνταν σε ακαδημαϊκά πλαίσια και παρόλο που η συμμετοχή ζωγράφων δεν ήταν ικανοποιητική και αντιπροσωπευτική σε σχέση με εκείνη των γλυπτών, η επιτροπή των ελλανοδικών επεσήμαινε την πολλαπλότητα των επιρροών τους από διάφορες ευρωπαϊκές σχολές. Ο Σπυρίδων Προσαλέντης βραβεύθηκε με χρυσό μετάλλιο β' τάξεως, οι Ιωάννης Δούκας, Βικέντιος Λάντσας και Γεώργιος Μαργαρίτης με αργυρό α' τάξεως, οι Σπυρίδων Χατζηγιαννόπουλος και Θεόδωρος Βρυζάκης με αργυρό β' τάξεως, οι Μαρίνος Μαντζαβίνος, Διονύσιος Καλλιβωκάς, Νικόλαος Φαρμακίδης και Ασπασία Παπαδοπούλου (η μοναδική γυναίκα που συμμετείχε στη συναγωγή της καλλιτεχνίας) με έπαινο. Επίσης, σε ξεχωριστές συναγωγές παρουσιάστηκαν έργα εφαρμοσμένων τεχνών («Ελευθέριαι Τέχναι»), καθώς και εκείνα των μαθητών της Καλλιτεχνικής Σχολής του Πολυτεχνείου («Δημόσια Εκπαίδευσις»).
Το Καλλιτεχνικό Τμήμα των Γ' Ολυμπίων (1875)
ΕπεξεργασίαΤα Γ' Ολύμπια πραγματοποιήθηκαν το 1875 και τα καλλιτεχνικά έργα παρουσιάστηκαν στην ΙΔ' Συναγωγή χωρισμένα σε τρεις κλάσεις: αρχιτεκτονική (σχέδια δημόσιων και ιδιωτικών οικοδομών), ζωγραφική (ελαιογραφίες και υδατογραφίες) και γλυπτική (αγάλματα, ανάγλυφα, προπλάσματα, φωτογραφίες έργων πλαστικής). Σε ξεχωριστή συναγωγή («Τα προς ηθικήν και υλικήν μόρφωσιν του λαού και τα του βίου αυτού») εκτέθηκαν τα έργα των σπουδαστών της Καλλιτεχνικής Σχολής του Πολυτεχνείου το οποίο τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο α' τάξεως για την εκπαιδευτική του προσφορά, ενώ έργα χαρακτικής, ξυλογλυπτικής, μαρμαρογλυπτικής και φωτογραφίας συμπεριλήφθησαν σε άλλες συναγωγές.
Στην κλάση της ζωγραφικής παρουσίασαν έργα τους 24 καλλιτέχνες, ανάμεσά τους οι Ιωάννης Αλταμούρας, Περικλής Πανταζής, Αλέξανδρος Δαμίρης, Σπυρίδων Χατζηγιαννόπουλος, Ανδρέας Κριεζής, Διονύσιος Καλλιβωκάς, Νικόλαος Φαρμακίδης, Διονύσιος Βέγιας, Χαράλαμπος Παχύς, Κωνσταντίνος Ιατράς, Γεώργιος Βαρούχας, Δημήτριος Δομβριάδης, Γεώργιος Κορύζης, κ.ά. Η δουλειά των περισσοτέρων αντιπροσώπευε, τεχνοτροπικά και θεματογραφικά, μια τυπική ακαδημαϊκή έκφραση, αλλά οι συνθέσεις δύο νέων καλλιτεχνών, του Περικλή Πανταζή και του Ιωάννη Αλταμούρα, αντιπαρέθεταν μια πιο σύγχρονη αντίληψη, θεωρούμενες ως οι άριστες της έκθεσης. Ταυτόχρονα, η γυναικεία παρουσία εμφανιζόταν αυξημένη. Από τη μια γυναικεία συμμετοχή που υπήρχε στα Β' Ολύμπια, σ' αυτήν τη διοργάνωση εξέθεταν 9 γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Κλεονίκη Γενναδίου.
Στην κλάση της γλυπτικής στην οποία συμμετείχαν οι Γεώργιος Βρούτος, Ιωάννης Βιτσάρης, Ιωάννης Κόσσος, Δημήτριος Φιλιππότης, Γεώργιος Βιτάλης, Γιαννούλης Χαλεπάς, κ.ά., καταγράφονταν τα πρώτα ρήγματα στην κλασικιστική σύμβαση. Δίπλα στα έργα των Βρούτου, Βιτάλη και Χαλεπά, που μορφοποιούσαν το πνεύμα και το ιδεώδες του κλασικισμού, εκείνα των Φιλιππότη και Βιτσάρη πρότειναν μια διαφορετική κατεύθυνση. Τα καθημερινά θέματα του Φιλιππότη που ξεπερνούσαν την αίσθηση της ισορροπίας, της συμμετρίας και της εξιδανίκευσης, αλλά κυρίως το γύψινο πρόπλασμα ενός Αιθίοπα δούλου του Βιτσάρη προκαλούσαν εντύπωση και αντιδράσεις ανάμεσα στα αγάλματα των θεών και των ηρώων, τις αλληγορικές και διακοσμητικές αρχαιοπρεπείς συνθέσεις.
Στην κλάση της ζωγραφικής βραβεύτηκαν με αργυρό μετάλλιο α' τάξεως ο Γεώργιος Βαρούχας, με αργυρό μετάλλιο β' τάξεως οι Διονύσιος Καλλιβωκάς, Περικλής Πανταζής, Ιωάννης Αλταμούρας, Νικόλαος Φαρμακίδης, Χαράλαμπος Παχύς και Γεώργιος Κορύζης, με χάλκινο ο Σπυρίδων Χατζηγιαννόπουλος και με έπαινο ο Διονύσιος Βέγιας. Στην κλάση της γλυπτικής με αργυρό μετάλλιο α' τάξεως τιμήθηκε ο Γιαννούλης Χαλεπάς, με αργυρό μετάλλιο β' τάξεως οι Γεώργιος Βρούτος, Γεώργιος Βιτάλης και Δημήτριος Φιλιππότης, με χάλκινο ο Ιωάννης Βιτσάρης. Η επιτροπή η οποία έκρινε τα έργα αποτελούνταν από τους Αναστάσιο Θεοφιλά, Βικέντιο Λάντσα, Λεωνίδα Δρόση και Ερνστ Τσίλλερ. Ωστόσο, η αρχική σύστασή της περιελάμβανε τους Αναστάσιο Θεοφιλά, Λύσανδρο Καυταντζόγλου, Σπυρίδωνα Προσαλέντη, Νικηφόρο Λύτρα και Μιχαήλ Μελά. Οι δύο τελευταίοι δημοσίευσαν μια ξεχωριστή έκθεση, η οποία επιχειρούσε μια συνολική εκτίμηση της πορείας της ελληνικής τέχνης και επικεντρωνόταν σε τρία σημεία: απουσία μιας εθνικής σχολής ζωγραφικής, ανάγκη ηθικής και οικονομικής ενίσχυσης των καλλιτεχνών από κράτος και ιδιώτες, αυτονόμηση και αναβάθμιση του Καλλιτεχνικού Τμήματος του Πολυτεχνείου.
Το Καλλιτεχνικό Τμήμα των Δ’ Ολυμπίων (1888)
ΕπεξεργασίαΤα Δ’ (και τελευταία) Ολύμπια πραγματοποιήθηκαν το 1888 με την ολοκλήρωση του Ζαππείου Μεγάρου. Η οικοδόμησή του είχε ξεκινήσει το 1874 σε σχέδια του Φ. Μπουλανζέ, τα οποία, εν συνεχεία, τροποποιήθηκαν σημαντικά από τον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν, ενώ ο Ερνστ Τσίλλερ ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών. Στη συγκεκριμένη διοργάνωση οι ωραίες τέχνες εμφανίζονταν προνομιούχες με το καλλιτεχνικό τμήμα να είναι το πιο εκτεταμένο καλύπτοντας το 1/3 του συνολικού εκθεσιακού χώρου. Περισσότερα από 400 έργα, κυρίως ζωγραφικής και γλυπτικής, προσέφεραν ένα ολοκληρωμένο πανόραμα της ελληνικής τέχνης συγκεντρώνοντας μια πολυετή παραγωγή και εγείροντας το ζήτημα της ύπαρξης ή μη εθνικής καλλιτεχνικής σχολής. Η κριτική επιτροπή των ελλανοδικών αποτελούνταν από τους Μιχαήλ Μελά, Στέφανο Σκουλούδη και Δημήτριο Κορομηλά, τους αρχιτέκτονες Β. Ντέρπφελντ (Wilhelm Doerpfeld), Ε. Τρουμπ (Eugene Troumpe) και Ε. Κέλλενεκ (Eduard Quellenek), καθώς και κάποιον Γερμανό φιλότεχνο που βρισκόταν στην Αθήνα την περίοδο της έκθεσης, το όνομα του οποίου δεν ανακοινώθηκε.
Ανάμεσα στους ζωγράφους που συμμετείχαν συναντάμε τους Νικηφόρο Λύτρα, Νικόλαο Γύζη, Γεώργιο Ιακωβίδη, Κωνσταντίνο Βολανάκη, Πολυχρόνη Λεμπέση, Ιωάννη Δούκα, Βικέντιο Λάντσα, Νικόλαο Ξυδιά-Τυπάλδο, Θεόδωρο Ράλλη, Ιάκωβο Ρίζο, Γεώργιο Άβλιχο, Αριστείδη Βαρούχα, Θεμιστοκλή Δράκο, Νέστορα Βαρβέρη, Δημήτριο Γεωργαντά, Άγγελο Γιαλλινά, Γεώργιο Γραμμανδάνη, Αλέξανδρο Δαμίρη, Αλέξανδρο Καλούδη, Βύρωνα Κοντόπουλο, Εμμανουήλ Λαμπάκη, Βικέντιο Μποκατσιάμπη, Γεώργιο Οικονόμου, Ιωάννη Οικονόμου, Γεώργιο Ροϊλό, Χαράλαμπο Παχύ, Αιμίλιο Προσαλέντη, Γεώργιο Σαμαρτζή, Περικλή Τσιριγώτη, Νικόλαο Φαρμακίδη, Κωνσταντίνο Πανώριο, Νικόλαο Βώκο, Οδυσσέα Φωκά, Περικλή Πανταζή, Κωνσταντίνο Προκοπίδη, Ιωάννη Γιάνναρο, Εμίλ Ζιλλιερόν, κ.ά. Από θεματική άποψη κυριαρχούσαν οι ηθογραφίες, οι προσωπογραφίες, οι νεκρές φύσεις, τα τοπία και οι θαλασσογραφίες. Ελάχιστα ήταν τα έργα με ιστορικό ή μυθολογικό περιεχόμενο. Η κριτική επεσήμαινε τις κατακτήσεις της ελληνικής ζωγραφικής και την ποιότητα των έργων, αν και τόνιζε ιδιαίτερα το πρόβλημα της εξάρτησής της από τη γερμανική τέχνη. Ο Νικηφόρος Λύτρας χαρακτηριζόταν ως ο εθνικότερος απ' όλους τους καλλιτέχνες αφού στη δημιουργία του είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μελέτη των ανθρώπων του απλού λαού, τους οποίους απεικόνιζε στις πιο μικρές, ασήμαντες και τυχαίες εκφάνσεις της καθημερινής τους ζωής. Εξίσου σημαντική ήταν η προσφορά του ως καθηγητής στο Καλλιτεχνικό Τμήμα του Πολυτεχνείου. Με χρυσό μετάλλιο τιμήθηκαν οι Νικόλαος Γύζης και Γεώργιος Ιακωβίδης, με αργυρό οι Νικηφόρος Λύτρας, Κωνσταντίνος Βολανάκης, Θεόδωρος Ράλλης, Εμίλ Ζιλλιερόν, Ιάκωβος Ρίζος, Άγγελος Γιαλλινάς και Κωνσταντίνος Προκοπίδης, με χάλκινο οι Πολυχρόνης Λεμπέσης, Νικόλαος Βώκος, Ιωάννης Οικονόμου, Κωνσταντίνος Πανώριος, Ιωάννης Γιάνναρος, Νικόλαος Ξυδιάς-Τυπάλδος, Βικέντιος Λάντσας, Οδυσσέας Φωκάς και Αιμίλιος Προσαλέντης, ενώ δόθηκαν και αρκετοί έπαινοι.
Το τμήμα της γλυπτικής ήταν εξαιρετικά μικρό σε σχέση με αυτό της ζωγραφικής. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες γλύπτες συναντάμε τους Γεώργιο Βρούτο, Ιωάννη Βιτσάρη, Γεώργιο Βιτάλη, Λάζαρο Φυτάλη, Λάζαρο Σώχο, Γεώργιο Μπονάνο, Ιωάννη Λαμπαδίτη, Ιωάννη Μαρμαρινό, Ιάκωβο Ρήγο, Γεώργιο Ξενάκη, Ιωάννη Καρακατσάνη, κ.ά. Παράλληλα, παρουσιαζόταν και τα προπλάσματα για τον διαγωνισμό ανέγερσης του ανδριάντα του λόρδου Βύρωνα στην Αθήνα. Στον διαγωνισμό έπαιρναν μέρος οι Γεώργιος Μπονάνος, Γεώργιος Βιτάλης, Ιωάννης Βιτσάρης, Λάζαρος Σώχος, Λάζαρος Φυτάλης, Ιωάννης Βιδάλης και Γεώργιος Βρούτος (εκτός διαγωνισμού). Τα δημοσιεύματα στον Τύπο επικεντρώνονταν στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται οι Έλληνες γλύπτες. Η απουσία οποιασδήποτε κρατικής μέριμνας αλλά και τα στενά όρια της αγοράς τέχνης, ανάγκαζε τους περισσότερους να ασχολούνται αποκλειστικά με ταφικά μνημεία και προτομές. Σε τεχνοτροπικό επίπεδο, καταγραφόταν τόσο η κυριαρχία του κλασικισμού όσο και η επικράτηση νατουραλιστικών τύπων με θέματα εμπνευσμένα από την καθημερινότητα, χωρίς εξιδανικεύσεις και αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα. Με αργυρό μετάλλιο τιμήθηκαν οι Γεώργιος Βρούτος, Ιωάννης Βιτσάρης, Γεώργιος Μπονάνος, Λάζαρος Σώχος και Ιάκωβος Ρήγος, με χάλκινο ο Γεώργιος Βιτάλης και με έπαινο οι Λάζαρος Φυτάλης και Ιωάννης Καρακατσάνης. Στον διαγωνισμό για τον ανδριάντα του Βύρωνα νικητής αναδείχθηκε ο Λάζαρος Σώχος.
Η πορεία των Ολυμπίων τη δεκαετία του 1890
ΕπεξεργασίαΤο 1891 ανακοινώθηκε ότι τα Ε' Ολύμπια θα πραγματοποιούνταν το 1893 και διατυπώθηκε ο προβληματισμός αν μελλοντικά η διοργάνωση έπρεπε να διατηρήσει τον χαρακτήρα μιας γενικής έκθεσης προϊόντων ανά τετραετία, ή σταδιακά να καθιερωθούν ετήσιες ειδικές εκθέσεις, καθεμία για έναν διαφορετικό κλάδο της εθνικής παραγωγής. Ο θάνατος (1892) του Κωνσταντίνου Ζάππα και οι δικαστικές διαμάχες που ακολούθησαν για την περιουσία του στάθηκαν ανασταλτικός παράγοντας για την υπόθεση των Ολυμπίων. Το 1894 τέθηκε εκ νέου το θέμα των Ε' Ολυμπίων και προτάθηκε να μην τους δοθεί αυστηρά εθνικός προσανατολισμός αλλά να κληθούν να συμμετάσχουν όλοι οι λαοί της Ανατολής. Το 1895, η Επιτροπή των Ολυμπίων, η οποία αντιμετώπιζε σφοδρές καταγγελίες για κακή οικονομική διαχείριση, άσκοπες δαπάνες, απραξία και σκανδαλώδη συμπεριφορά, εξέφρασε την πρόθεση καθιέρωσης ετήσιων, ειδικών εκθέσεων και αποφάσισε τη δυνατότητα ενοικίασης του Ζαππείου σε ιδιώτες για τη διοργάνωση εκθέσεων, απόφαση που ανακλήθηκε λίγα χρόνια αργότερα (1899). Η μόνη καλλιτεχνική έκθεση που κατόρθωσε να πραγματοποιήσει (Δεκέμβριος 1899) ήταν εκείνη για την επιλογή των έργων που θα συγκροτούσαν την ελληνική συμμετοχή στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού (1900).
Το Ζάππειο Μέγαρο αποτέλεσε τον σημαντικότερο εκθεσιακό χώρο για πολλές δεκαετίες του 20ού αιώνα. Στις αίθουσές του πραγματοποιήθηκαν και οι Πανελλήνιες Εκθέσεις, στις οποίες η εμπλοκή του Επιμελητήριου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (Ε.Ε.Τ.Ε.) ήταν κρίσιμης και καθοριστικής σημασίας.
Πηγές-Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Ηλίας Μυκονιάτης, «Το καλλιτεχνικό τμήμα των "Ολυμπίων" στην Αθήνα του 19ου αιώνα», Εγνατία, 3, Θεσσαλονίκη 1994
- Κώστας Μπαρούτας, Η εικαστική ζωή και η αισθητική παιδεία στην Αθήνα του 19ου αιώνα, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1990, σ. 32-34, 43-44, 52-54, 90-95
- Ιωάννης Ν. Μπόλης, Οι καλλιτεχνικές εκθέσεις. Οι καλλιτέχνες και το κοινό τους στην Αθήνα του 19ου αιώνα, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, σ. 59-129, 411-464