Φιλελευθερισμός

πολιτική και οικονομική ιδεολογία

Ο φιλελευθερισμός είναι μια πολιτική φιλοσοφία ή κοσμοθεωρία, θεμελιωμένη στις ιδέες της ατομικής ελευθερίας αλλά και της ατομικής ιδιοκτησίας.[1] Οι φιλελεύθεροι ασπάζονται ένα ευρύ φάσμα απόψεων, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίον κατανοούν τις αρχές αυτές, αλλά γενικά υποστηρίζουν ιδέες όπως η διεξαγωγή ελεύθερων και δίκαιων εκλογών, τα πολιτικά δικαιώματα, η ελευθερία του τύπου, η θρησκευτική ελευθερία, το ελεύθερο εμπόριο και η ιδιοκτησία.[2][3][4][5][6]

Επισημάνσεις

Επεξεργασία

Για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους, στον αγγλοσαξονικό κόσμο, οι αντίστοιχοι των Γάλλων φιλελεύθερων ονομάζονται «συντηρητικοί»· στις Ηνωμένες Πολιτείες, πάλι, οι σοσιαλδημοκράτες λέγονται «φιλελεύθεροι», ενώ στη Μεγάλη Βρετανία ένα μέρος των σοσιαλδημοκρατών εντάσσεται στους «Εργατικούς». Ο κλασικός φιλελευθερισμός όπως τον ανέπτυξε ο Άνταμ Σμιθ αντλεί τις αρχές του κυρίως από τις παραδόσεις, τη συλλογική ιστορία και τις πολιτισμικές κατακτήσεις. Συντηρητισμός και οικονομικός φιλελευθερισμός έχουν γίνει στις μέρες μας δύο έννοιες συμπληρωματικές. Δεν ήταν πάντα έτσι όμως, υπάρχει μία εξέλιξη που οδήγησε σε αυτό.[7] Θα μπορούσε να πει κανείς, κάπως απλοϊκά, ότι ο συντηρητισμός είναι μάλλον μια στάση, ενώ ο φιλελευθερισμός είναι περισσότερο ένα πρόγραμμα.[8]

 
Εμπνευστής του φιλελευθερισμού στην Οικονομία θεωρείται ο Σκοτσέζος οικονομολόγος Άνταμ Σμιθ ο οποίος υποστήριζε την ελευθερία της αγοράς στηριζόμενος στην πεποίθηση πως η τέλεια φυσική τάξη μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάθε επίπεδο, εφόσον η κρατική εξουσία δεν την εμποδίζει με επιβλαβείς παρεμβάσεις[9]

Μετεξέλιξη

Επεξεργασία

Ο φιλελευθερισμός έγινε για πρώτη φορά μια ξεχωριστή πολιτική κίνηση κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, όταν έγινε δημοφιλής μεταξύ των φιλοσόφων και των οικονομολόγων του Δυτικού Κόσμου. Ο φιλελευθερισμός απέρριψε καθιερωμένες έννοιες της εποχής, όπως τα κληρονομικά προνόμια που πήγαζαν από τίτλους ευγενείας, την κρατική θρησκεία, την απόλυτη μοναρχία και την ελέω Θεού βασιλεία. Ο φιλόσοφος του 17ου αιώνα Τζων Λοκ συχνά πιστώνεται με την ίδρυση του φιλελευθερισμού ως μια ξεχωριστή φιλοσοφική παράδοση. Ο Λοκ υποστήριξε ότι κάθε άνθρωπος έχει το φυσικό δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία[10] και σύμφωνα με το κοινωνικό συμβόλαιο, οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να παραβιάζουν τα δικαιώματα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, οι Φιλελεύθεροι αντιτάχθηκαν στον παραδοσιακό συντηρητισμό και επεδίωξαν να αντικαταστήσουν την απολυταρχία ως τρόπο διακυβέρνησης με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου.

Οι επαναστάτες της Ένδοξης Επανάστασης, της Αμερικανικής Επανάστασης, τμήματα της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και άλλα φιλελεύθερα επαναστατικά κινήματα εκείνης της περιόδου, χρησιμοποίησαν τη φιλελεύθερη φιλοσοφία για να δικαιολογήσουν την ένοπλη ανατροπή αυτού που θεωρούσαν ως τυραννική δεσποτεία. Κατά το δέκατο ένατο αιώνα, αναδείχθηκαν και εγκαθιδρύθηκαν φιλελεύθερες κυβερνήσεις σε έθνη σε ολόκληρη την Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και τη Βόρεια Αμερική[11]. Κατά την περίοδο αυτή, ο κυρίαρχος ιδεολογικός αντίπαλος του φιλελευθερισμού ήταν ο κλασικός συντηρητισμός.

Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, οι φιλελεύθερες ιδέες εξαπλώθηκαν ακόμη περισσότερο, καθώς οι φιλελεύθερες δημοκρατίες βρέθηκαν στην πλευρά των νικητών και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Ο φιλελευθερισμός επέζησε επίσης σημαντικών ιδεολογικών προκλήσεων από τους νέους του αντιπάλους, όπως το φασισμό και τον κομμουνισμό. Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, υπήρχε επίσης ανάδειξη του ρεύματος του «κοινωνικού φιλελευθερισμού»[12][13]. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britannica, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο φιλελευθερισμός συνδέεται με το κράτος πρόνοιας, ενώ στην Ευρώπη συνήθως συνδέεται με τη δέσμευση για τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού και τις οικονομικές πολιτικές laissez-faire[14]. Ως εκ τούτου, στις ΗΠΑ, οι ιδέες της ελευθερίας του ατόμου και των laissez-faire οικονομικών πολιτικών, οι οποίες προηγουμένως σχετίζονταν με τον κλασικό φιλελευθερισμό, έγιναν η βάση για την αναδυόμενη σχολή της δεξιάς ελευθεριακής σκέψης[15].

Σήμερα, τα φιλελεύθερα πολιτικά κόμματα εξακολουθούν να αποτελούν πολιτική δύναμη με ποικίλους βαθμούς ισχύος και επιρροής σε πολλές χώρες (βλ. Φιλελευθερισμός ανά χώρα).

Ετυμολογία και ορισμός

Επεξεργασία

Λέξεις όπως φιλελεύθερος, ελευθερία, ελευθεριακός και λιμπερτίνος έλκουν την καταγωγή τους από την λατινική λέξη «liber», που σημαίνει «ελεύθερος»[16]. Μια από τις πρώτες καταγεγραμμένες εμφανίσεις της λέξης φιλελεύθερος (liberal) έλαβε χώρα το 1375, όταν χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις τέχνες στο επιθυμητό πλαίσιο μιας εκπαίδευσης για έναν ελεύθερο πολίτη[16]. Παρότι υπήρξε πρώιμη σύνδεση της λέξης με την κλασική παιδεία του μεσαιωνικού πανεπιστημίου, τελικά προστέθηκαν επιπλέον σημασίες και προεκτάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, η έννοια «φιλελεύθερος» μπορούσε να σημαίνει «γενναιόδωρος» (πρώτη εμφάνιση το 1387), «φτιαγμένος χωρίς περιορισμούς» το 1433, «ελεύθερα επιτρεπόμενος» το 1530 και «ελεύθερος από περιορισμούς» —συχνά ως υποτιμητική παρατήρηση— κατά το 16ο και το 17ο αιώνα[16].

Στο 16ο αιώνα στην Αγγλία, η έννοια «φιλελεύθερος» μπορούσε να έχει θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά αναφερόμενη στη γενναιοδωρία ή αδιακρισία κάποιου[16]. Στο «Πολύ κακό για το τίποτα», ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί την έννοια liberal για να περιγράψει το «λιμπερτίνο (ακόλαστο) παλιάνθρωπο» που «είχε ομολογήσει τις φαύλες συναντήσεις του»[16]. Με την άνοδο του Διαφωτισμού, η λέξη απέκτησε αποφασιστικά περισσότερα θετικά υπονοούμενα, οριζόμενη ως «ελεύθερος από προκαταλήψεις» το 1781 και «ελεύθερος από μισαλλοδοξία» το 1823[16]. Το 1815, η πρώτη χρήση της λέξης «φιλελευθερισμός» εμφανίστηκε στην αγγλική γλώσσα[17]. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η έννοια «φιλελεύθερος» άρχισε να χρησιμοποιείται ως πολιτικοποιημένος όρος για κόμματα και κινήματα σε όλο τον κόσμο[18].

 
Η συμφωνία του Λαού (1647) ήταν ένα μανιφέστο για την πολιτική αλλαγή, που προτάθηκε από τους «Ισοπεδωτές» κατά τη διάρκεια του Αγγλικού εμφυλίου. Το Μανιφέστο έκανε έκκληση για ανεξιθρησκεία, συχνή σύγκληση του Κοινοβουλίου και την ισότητα ενώπιον του νόμου.

Μεμονωμένες πτυχές της φιλελεύθερης σκέψης, οι οποίες υπήρχαν στη δυτική φιλοσοφία από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, άρχισαν να ενώνονται κατά τη στιγμή του αγγλικού εμφύλιου πόλεμου. Οι διαφορές μεταξύ του Κοινοβουλίου και του βασιλιά Καρόλου Α' στο ζήτημα της πολιτικής κυριαρχίας, προκάλεσαν ένα μαζικό εμφύλιο πόλεμο τη δεκαετία του 1640, ο οποίος κορυφώθηκε με την εκτέλεση του Καρόλου και την εγκαθίδρυση Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Ειδικότερα, οι «Ισοπεδωτές» ως ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα εκείνης της περιόδου, δημοσίευσαν το μανιφέστο-συμφωνία τους με το λαό, το οποίο συνηγορούσε υπέρ της —δια εκτεταμένης ψηφοφορίας— εκπροσωπούμενης λαϊκής κυριαρχίας, της θρησκευτικής ανεκτικότητας και της ισότητας ενώπιον του νόμου. Πολλές από τις φιλελεύθερες ιδέες του Λοκ προδιέγραψαν τις ελεύθερα προβαλλόμενες ριζοσπαστικές ιδέες εκείνης της περιόδου[19].

Ο Algernon Sidney υπήρξε ο δεύτερος σημαντικότερος διανοητής μετά τον Τζον Λοκ, όσον αφορά την επιρροή στη φιλελεύθερη πολιτική σκέψη το δέκατο όγδοο αιώνα στη Βρετανία[20]. Συγκεκριμένα, πίστευε ότι η απόλυτη μοναρχία ήταν ένα μεγάλο πολιτικό κακό και στο σημαντικό έργο του «Διάλογοι σχετικά με την διακυβέρνηση» (Discourses Concerning Government), υποστήριξε ότι οι υποτελείς του βασιλιά είχαν δικαίωμα σε μερίδιο εξουσίας, μέσω συμβουλευτικού σώματος.

 
Ο Τζον Λοκ ήταν ο πρώτος που ανέπτυξε μια φιλελεύθερη φιλοσοφία, η οποία συμπεριλάμβανε τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας και της συναίνεσης των κυβερνωμένων.

Αυτές οι ιδέες συντάχθηκαν και συστηματοποιήθηκαν ως μια ξεχωριστή ιδεολογία, από τον Άγγλο φιλόσοφο Τζον Λοκ, ο οποίος γενικά θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου φιλελευθερισμού[21][22]. Ο Λοκ ανέπτυξε την τότε ριζοσπαστική ιδέα ότι η κυβέρνηση απαιτεί τη συγκατάθεση των κυβερνωμένων η οποία απαιτείται να είναι συνεχώς παρούσα, για να παραμένει νόμιμη[23]. Οι δύο πραγματείες του (1690) υπήρξαν κείμενα με μεγάλη επιρροή, αποτελούν το θεμελιώδες κείμενο της φιλελεύθερης ιδεολογίας και περιγράφουν τις κύριες ιδέες του[24]. Το γεγονός ότι με επιμονή υποστήριξε ότι η όποια νόμιμη κυβέρνηση δεν έχει υπερφυσική βάση, υπήρξε μια απότομη ρήξη με τις τότε κυρίαρχες θεωρίες διακυβέρνησης[25][26].

Ο Λοκ όρισε επίσης την έννοια του διαχωρισμού Εκκλησίας και κράτους[27]. Βασιζόμενος στην αρχή του κοινωνικού συμβολαίου, ο Λοκ υποστήριξε ότι υπάρχει ένα φυσικό δικαίωμα στην ελευθερία της συνείδησης, η οποία υποστήριξε ότι πρέπει να προστατεύεται από την οποιαδήποτε κρατική αρχή[28]. Επιπροσθέτως, διατύπωσε μια γενική υπερασπιστική θέση για τη θρησκευτική ανοχή στις «Επιστολές σχετικά με την ανοχή» (Letters Concerning Toleration)[29]. Ο Λοκ επηρεάστηκε από τις φιλελεύθερες ιδέες του Τζον Μίλτον, ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ελευθερίας σε όλες τις μορφές της[30]. Ο Μίλτον υποστήριξε την καθαίρεση των προνομίων της Εκκλησίας ως τον μόνο αποτελεσματικό τρόπο για την επίτευξη ευρείας ανοχής[31]. Στο έργο του «Areopagitica», ο Μίλτον παρέχει τα πρώτα επιχειρήματα για τη σημασία της ελευθερίας του λόγου: «η ελευθερία του να γνωρίζεις, να εκφράζεις άποψη και να επιχειρηματολογείς ελεύθερα και με συνείδηση, είναι η σημαντικότερη από όλες τις ελευθερίες».

Ένδοξη Επανάσταση

Επεξεργασία
 
Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων (1689) υπήρξε πρότυπο φιλελεύθερου νομοθετήματος.

Η απήχηση αυτών των ιδεών αυξήθηκε σταθερά κατά το 17ο αιώνα στην Αγγλία, με αποκορύφωμα την Ένδοξη Επανάσταση του 1688 η οποία κατοχύρωσε την κοινοβουλευτική κυριαρχία και το δικαίωμα στην επανάσταση και οδήγησε στην εγκαθίδρυση αυτού το οποίο πολλοί θεωρούν ως το πρώτο σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος[32]. Στα σημαντικά νομοθετικά ορόσημα της περιόδου αυτής θεωρούνται η Πράξη Habeas Corpus του 1679, η οποία ενίσχυσε τη συνθήκη η οποία απαγόρευε την κράτηση χωρίς επαρκή αίτια ή ενδείξεις. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων (Bill of Rights) καθιέρωσε επισήμως την υπεροχή του νόμου και του κοινοβουλίου έναντι του μονάρχη και καθόρισε βασικά δικαιώματα για όλους τους Άγγλους υπηκόους. Η Διακήρυξη κατέστησε παράνομη τη βασιλική ανάμιξη στο νόμο και στις κοινοβουλευτικές εκλογές, απαίτησε τη σύμφωνη γνώμη του κοινοβουλίου για τη θέσπιση νέων φόρων και θεώρησε ως παράνομη τη διατήρηση μόνιμου στρατού σε περίοδο ειρήνης χωρίς την άδεια του κοινοβουλίου. Το δικαίωμα υποβολής αναφοράς κατά του μονάρχη εκχωρήθηκε σε όλους και «βάρβαρες και ασυνήθιστες» ποινές απαγορεύθηκαν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες[33][34].

Ένα χρόνο μετά, ακολούθησε η «Πράξη της Ανοχής» (Act of Toleration), της οποίας το ιδεολογικό περιεχόμενο αντλήθηκε από τις τέσσερις επιστολές του Τζον Λοκ, με τις οποίες διακήρυσσε τη θρησκευτική ανοχή[35]. Η πράξη παρέσχε την ελευθερία της λατρείας στους μη Κονφορμιστές, οι οποίοι δεσμεύτηκαν με όρκους Υποταγής και Υπεροχής στην Αγγλικανική Εκκλησία. Το 1695 η Βουλή των Κοινοτήτων αρνήθηκε να ανανεώσει την Πράξη Αδειοδότησης του Τύπου του 1662 (Licensing of the Press Act)[36], γεγονός το οποίο οδήγησε σε μία συνεχή περίοδο άνευ προηγουμένου ελευθερίας του τύπου.

Περίοδος του Διαφωτισμού

Επεξεργασία

Η ανάπτυξη του φιλελευθερισμού συνεχίστηκε και το 18ο αιώνα με τα εκρηκτικά ιδεώδη του Διαφωτισμού της εποχής αυτής. Ήταν μια περίοδος βαθιάς πνευματικής ζωντάνιας κατά την οποία τέθηκαν σε αμφισβήτηση οι παλαιές παραδόσεις και η οποία επηρέασε διάφορες ευρωπαϊκές μοναρχίες καθ' όλο το 18ο αιώνα.

Σε αντίθεση με την Αγγλία, η κατάσταση στη Γαλλία κατά το 18ο αιώνα χαρακτηρίστηκε από τη συνέχιση του φεουδαλισμού και της απολυταρχίας. Ιδέες που προκαλούσαν το status quo συχνά υφίσταντο βίαιη καταστολή. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι του Γαλλικού Διαφωτισμού ήταν προοδευτικοί, κατά τη φιλελεύθερη έννοια, και πρέσβευαν την αναμόρφωση του γαλλικού συστήματος διακυβέρνησης προς περισσότερο συνταγματικές και φιλελεύθερες κατευθύνσεις.

 
Ο Βαρόνος Μοντεσκιέ υποστήριξε τη διάκριση των εξουσιών.

Ο Βαρόνος Μοντεσκιέ συνέγραψε σειρά εργασιών με μεγάλη απήχηση στις αρχές του 18ου αιώνα, στις οποίες περιλαμβάνονται «Οι Περσικές Επιστολές» (1717) και «Το Πνεύμα των Νόμων» (1748). Η τελευταία είχε τρομακτική επιρροή τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό. Ο Μοντεσκιέ τοποθετήθηκε υπέρ ενός συστήματος συνταγματικής διακυβέρνησης, της διατήρησης των πολιτικών ελευθεριών και του νόμου, και της ιδέας ότι οι πολιτικοί θεσμοί όφειλαν να απηχούν τις κοινωνικές και γεωγραφικές πτυχές κάθε κοινότητας. Ειδικότερα υποστήριξε ότι η πολιτική ελευθερία απαιτούσε το διαχωρισμό των εξουσιών της κυβέρνησης. Βασιζόμενος στη Δεύτερη Πραγματεία της Διακυβέρνησης του Τζον Λοκ, υποστήριζε ότι οι εκτελεστικές, νομοθετικές και δικαστικές λειτουργίες της κυβέρνησης πρέπει να ανατίθενται σε διαφορετικούς φορείς. Έδωσε επίσης έμφαση στη σημασία μιας εύρωστης διαδικασίας του νόμου, η οποία θα περιλαμβάνει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, το τεκμήριο της αθωότητας και την αναλογικότητα στην αυστηρότητα της ποινής.

Άλλη σημαντική προσωπικότητα του Γαλλικού διαφωτισμού ήταν ο Βολταίρος. Ενώ πίστευε αρχικώς στον εποικοδομητικό ρόλο ενός πεφωτισμένου μονάρχη στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του λαού, τελικά κατέληξε σε ένα νέο συμπέρασμα: «Είναι στο χέρι μας να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας». Οι πιο μαχητικές και άγριες επιθέσεις του κατά της μισαλλοδοξίας και των θρησκευτικών διωγμών άρχισαν πραγματικά να εμφανίζονται μερικά χρόνια αργότερα[37]. Παρά τις διώξεις που υπέστη, ο Βολταίρος παρέμεινε ένας θαρραλέος μαχητής ο οποίος πάλεψε ακούραστα για τα πολιτικά δικαιώματα —το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και στη θρησκευτική ελευθερία— και ο οποίος κατήγγειλε την υποκρισία και τις αδικίες του Παλαιού Καθεστώτος.

Αμερικανική Επανάσταση

Επεξεργασία
 
Η Διάσκεψη της Φιλαδέλφεια (1787) υιοθέτησε το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Αυτό εγκαθίδρυε Ομοσπονδιακή Δημοκρατία με τρεις κλάδους διακυβέρνησης.

Εντάσεις ανάμεσα στις αγγλικές και τις αμερικανικές αποικίες αναπτύχθηκαν μετά τον Επταετή Πόλεμο για το θέμα «φορολόγηση χωρίς εκπροσώπηση», οδηγώντας τους Αμερικάνους στην απόφαση να διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους και να υποστούν τις συνέπειες.

Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η οποία γράφτηκε από τον Τόμας Τζέφερσον, απηχούσε ξεκάθαρα απόψεις του Τζον Λοκ:

Θεωρούμε αυτές τις αλήθειες αυτονόητες: Ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, ότι έχουν προικιστεί από το δημιουργό τους με αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα και ανάμεσα σε αυτά είναι η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας.[38]

Η Αμερικανική Επανάσταση επισήμως ολοκληρώθηκε το 1783 με τη Συνθήκη του Παρισιού, με την οποία οι Βρετανοί αναγνώρισαν την ανεξαρτησία των Αμερικάνων. Μετά τον πόλεμο, οι αποικίες συζητούσαν για το μέλλον τους. Η πρώτη προσπάθεια συνεργασίας τους έγινε με τα Άρθρα της Συνομοσπονδίας, η οποία τελικά θεωρήθηκε αρκετά ανεπαρκής για να προσφέρει ασφάλεια ή ακόμα και μία λειτουργική κυβέρνηση. Οι αποικίες έκαναν μία Συνταγματική Συνέλευση για να επιλύσουν τα προβλήματα που προέρχονταν από τα Άρθρα της Συνομοσπονδίας. Το τελικό Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ένα μνημειώδες έγγραφο για την αμερικανική, αλλά και την παγκόσμια ιστορία.

Για τις συνθήκες εκείνης της εποχής, το Σύνταγμα ήταν ένα επαναστατικό και φιλελεύθερο έγγραφο. Εγκαθίδρυσε ένα δημοκρατικό πολίτευμα με ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας[39]. Οι δέκα πρώτες τροπολογίες του Συντάγματος, γνωστές ως η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών, εξασφάλιζαν μερικά από τα φυσικά δικαιώματα, τα οποία φιλελεύθεροι διανοητές χρησιμοποίησαν για να αιτιολογήσουν την Επανάσταση[40][41].

Γαλλική Επανάσταση

Επεξεργασία
 
Η πορεία των γυναικών προς τις Βερσαλλίες τον Οκτώβριο του 1789, ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα μαζικής πολιτικής συμμετοχής κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οδήγησε τη βασιλική αυλή πίσω στο Παρίσι. Θα έμενε εκεί μέχρι την ανακήρυξη της Α' Γαλλικής Δημοκρατίας το 1792.

Έχοντας ζήσει επί τρία χρόνια τη Γαλλική Επανάσταση, ο Γερμανός συγγραφέας Γιόχαν Γκαίτε λέγεται ότι είπε στους ηττημένους Πρώσους στρατιώτες μετά τη μάχη του Βαλμύ, ότι «από δω και στο εξής, αρχίζει μία νέα εποχή για την παγκόσμια ιστορία, και όλοι εσείς θα μπορείτε να πείτε πως υπήρξατε παρόντες στη γέννησή της»[42]. Οι ιστορικοί θεωρούν τη Γαλλική Επανάσταση ως ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας[43]. Η Επανάσταση εμφανίζεται ως «η αυγή της μοντέρνας εποχής»[44] και οι αναταραχές της είναι ευρέως συνδεδεμένες με το «θρίαμβο του φιλελευθερισμού»[45].

Η Γαλλική Επανάσταση ξεκίνησε το 1789 με τη σύγκληση της Συνέλευσης των Τάξεων, το Μάιο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της Επανάστασης, τα μέλη της Τρίτης Συνέλευσης έδωσαν τον «όρκο του γηπέδου τένις» (Tennis Court Oath) τον Ιούνιο, ακολούθησε η Άλωση της Βαστίλης τον Ιούλιο, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη τον Αύγουστο και μία επική διαδήλωση στις Βερσαλίες, η οποία ανάγκασε τη βασιλική οικογένεια να επιστρέψει στο Παρίσι τον Οκτώβριο.

Η άνοδος του Ναπολέοντα το 1799 προανήγγειλε αντιστροφή πολλών κατακτήσεων της Επανάστασης, μιας και ο πρώην στρατηγός επανέφερε αρκετά στοιχεία του προηγούμενου καθεστώτος και ανέλαβε δικτατορική ισχύ. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, η «Μεγάλη Στρατιά» προκάλεσε στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή ήπειρο τη διάλυση του φεουδαρχικού συστήματος, τη φιλελευθεροποίηση των ιδιοκτησιακών νόμων, το τέλος των φεουδαρχικών φόρων, την κατάργηση των συντεχνιών, τη νομιμοποίηση του διαζυγίου, τη διάλυση των εβραϊκών γκέτο, την κατάρρευση της Ιεράς Εξέτασης, τη μόνιμη καταστροφή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την εξάλειψη των ιεροδικείων και του θρησκευτικού αυταρχισμού, την εγκαθίδρυση του μετρικού συστήματος και την ισονομία για όλους τους ανθρώπους ενώπιον του νόμου[46].

Ριζοσπαστισμός

Επεξεργασία
 
Το έργο «Τα ανθρώπινα Δικαιώματα» (The Rights of Man) του Τόμας Πέιν ήταν ένα μανιφέστο πολιτικού ριζοσπαστισμού.

Το ριζοσπαστικό φιλελεύθερο κίνημα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1790 στην Αγγλία και επικεντρώθηκε στην κοινοβουλευτική και εκλογική μεταρρύθμιση, δίνοντας έμφαση στα φυσικά δικαιώματα και τη λαϊκή κυριαρχία[47]. Το έργο Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (The Rights of Man, 1791) του Τόμας Πέιν προκάλεσε την απάντηση του Μπερκ, με το συντηρητικό του δοκίμιο «Σκέψεις για τη Γαλλική Επανάσταση». Στην επακόλουθη διαμάχη για την επανάσταση συμμετείχε, μεταξύ άλλων, η Μαίρη Γουόλστονκραφτ, που τη συνέχισε σε εναν πρώιμο φεμινιστικό χώρο με τη «Δικαίωση των δικαιωμάτων της γυναίκας». Οι Ριζοσπάστες ενθάρρυναν την μαζική υποστήριξη των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με την απόρριψη της μοναρχίας, της αριστοκρατίας, καθώς και κάθε μορφής προνομίων.

Η «Μεταρρύθμιστική Πράξη» (Reform Act) του 1832 προωθήθηκε με την υποστήριξη της δημόσιας κατακραυγής, μαζικές συγκεντρώσεις των «πολιτικών ενώσεων» και ταραχές σε ορισμένες πόλεις. Αυτό χειραφέτησε τη μεσαία τάξη, αλλά απέτυχε να ανταποκριθεί στα ριζοσπαστικά αιτήματα. Μετά τη Μεταρρύθμιστική Πράξη οι κυρίως αριστοκράτες Ουίγοι της (αγγλικής) Βουλής των Κοινοτήτων ενώθηκαν με ένα μικρό αριθμό κοινοβουλευτικών ριζοσπαστών, καθώς και έναν αυξημένο αριθμό Ουίγων μεσαίας τάξης. Μέχρι το 1839 είχαν ανεπίσημα αρχίσει να αποκαλούνται «Το Φιλελεύθερο Κόμμα». Οι Φιλελεύθεροι έβγαλαν έναν από τους μεγαλύτερους βρετανούς πρωθυπουργούς, τον Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, ο οποίος ήταν επίσης γνωστός ως «Grand Old Man» και ήταν η κορυφαία πολιτική φυσιογνωμία του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα[48]. Υπό την πρωθυπουργία του Γκλάντστοουν, οι Φιλελεύθεροι προχώρησαν τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, την αποσύνδεση από την Εκκλησία της Ιρλανδίας και εισήγαγαν τη μυστική ψηφοφορία για τις τοπικές και βουλευτικές εκλογές.

Φιλελεύθερη οικονομική θεωρία

Επεξεργασία

Ο κλασικός φιλελευθερισμός ωρίμασε πριν και μετά τη Γαλλική Επανάσταση στη Βρετανία και ήταν βασισμένος στις ακόλουθες βασικές αρχές: κλασικά οικονομικά, ελεύθερο εμπόριο, κυβέρνηση με ελάχιστες δυνατές παρεμβάσεις (laissez-faire[49][50][51]), ελάχιστη δυνατή φορολόγηση και ισοσκελισμένος προϋπολογισμός. Η φιλοσοφία αυτή εμφανίστηκε ως απάντηση στη βιομηχανική επανάσταση και την αστικοποίηση του 19ου αιώνα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ[52]. Οι κλασικοί φιλελεύθεροι ήταν αφοσιωμένοι στον ατομικισμό, την ελευθερία και τα ίσα δικαιώματα. Οι κύριες φιλελεύθερες επιρροές του 19ου αιώνα ήταν ο Άνταμ Σμιθ και οι κλασικοί οικονομολόγοι, ο Τζέρεμι Μπένθαμ και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ.

Το βιβλίο του Άνταμ Σμιθ «Ο Πλούτος των Εθνών», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1776, παρείχε τις περισσότερες οικονομικές ιδέες, τουλάχιστον μέχρι την δημοσίευση του βιβλίου του Τζον Στιούαρτ Μιλ «Αρχές», το 1848[53]. Ο Σμιθ ανέλυσε την υποκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, τα αίτια των τιμών και την διανομής του πλούτου, καθώς και τις πολιτικές που θα έπρεπε το κράτος να ακολουθήσει για να μεγιστοποιηθεί ο πλούτος[54].

Ο Σμιθ έγραψε ότι όσο η προσφορά, η ζήτηση, οι τιμές και ο ανταγωνισμός παρέμεναν ελεύθερα από κυβερνητικές παρεμβάσεις, η επιδίωξη των προσωπικών υλικών συμφερόντων θα ήταν αυτή που, μέσω της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών με σκοπό το κέρδος, θα μεγιστοποιούσε τον πλούτο μιας κοινωνίας, και όχι ο αλτρουισμός. Ένα «αόρατο χέρι» καθοδηγεί τα άτομα και τις εταιρείες να εργαστούν προς το καλό του έθνους ως ακούσια συνέπεια των προσπαθειών τους να μεγιστοποιήσουν το προσωπικό τους όφελος. Αυτό παρείχε μία ηθική δικαιολόγηση για τη συσσώρευση πλούτου, η οποία νωρίτερα θεωρούνταν αμαρτωλή από μερικούς[54].

Η κύρια έμφασή του ήταν στο όφελος του ελεύθερου εσωτερικού και διεθνούς εμπορίου, το οποίο υποστήριζε ότι μπορούσε να αυξήσει τον πλούτο μέσω της εξειδίκευσης της παραγωγής[55]. Επίσης, αντιτάχθηκε στους εμπορικούς περιορισμούς, στην παραχώρηση μονοπωλίων από το κράτος, στις εργατικές ενώσεις και τα εμπορικά σωματεία[56]. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι περιορισμένη στην (εθνική) άμυνα, στα δημόσια έργα και στη διαχείριση της δικαιοσύνης, χρηματοδοτούμενη από φόρους βασισμένους στο εισόδημα[57].

 
Συνέλευση της Anti-Corn Law League στο Exeter Hall το 1846.

Ο ωφελιμισμός παρείχε την πολιτική δικαίωση για την εφαρμογή του οικονομικού φιλελευθερισμού από τις βρετανικές κυβερνήσεις, ο οποίος κυριάρχησε ως οικονομική πολιτική από τη δεκαετία του 1830. Παρόλο που ο ωφελιμισμός παρακίνησε τη νομοθετική και διοικητική μεταρρύθμιση καθώς και τα μεταγενέστερα γραπτά του Τζον Στιούαρτ Μιλ πάνω στο ίδιο αντικείμενο προανήγγειλαν το κράτος πρόνοιας, ο ωφελιμισμός κυρίως χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολόγηση του laissez-faire[58]. Η κεντρική ιδέα του ωφελιμισμού, η οποία αναπτύχθηκε από τον Τζέρεμι Μπένθαμ, ήταν ότι οι δημόσιες πολιτικές έπρεπε να στοχεύουν στην επίτευξη «της περισσότερης δυνατής ευτυχίας για τον περισσότερο δυνατό αριθμό ανθρώπων». Ενώ αυτό θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως δικαιολόγηση της κρατικής παρέμβασης για μείωση της φτώχειας, χρησιμοποιήθηκε από τους κλασικούς φιλελεύθερους για να δικαιολογήσουν τη μη κρατική παρέμβαση, με το επιχείρημα πως το γενικό όφελος για όλα τα άτομα θα ήταν μεγαλύτερο[59]. Η φιλοσοφία του αποδείχθηκε εξαιρετικά σημαντική για την κυβερνητική πολιτική και οδήγησε στην αύξηση των κατά Μπένθαμ πρακτικών για κοινωνικό έλεγχο από την κυβέρνηση, συμπεριλαμβάνοντας τη Μητροπολιτική Αστυνομία του Ρόμπερτ Πιλ, τις σωφρονιστικές μεταρρυθμίσεις, τα πτωχοκομεία και τα άσυλα για διανοητικά ασθενείς.

Η ανάκληση των «Νόμων του Καλαμποκιού» το 1846 ήταν μία τεράστια αλλαγή και εμπεριείχε το θρίαμβο του ελεύθερου εμπορίου και του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η Anti-Corn Law League δημιούργησε μία συμμαχία μεταξύ φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών ομάδων με σκοπό την υποστήριξη του ελεύθερου εμπορίου υπό την ηγεσία του Ρίτσαρντ Κόμπεν και του Τζον Μπράιτ, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στο μιλιταρισμό και στις δημόσιες δαπάνες. Οι πολιτικές τους για χαμηλές δημόσιες δαπάνες και χαμηλή φορολογία υιοθετήθηκαν αργότερα από το φιλελεύθερο «Υπουργό Οικονομικών» και μεταγενέστερα πρωθυπουργό, Γουίλιαμ Γκλάντστοουν[60]. Παρότι οι φιλελεύθεροι επεδίωκαν την ελάχιστη κρατική δραστηριότητα, τελικά αποδέχθηκαν την κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία από τις αρχές του 19ου αιώνα με την υιοθέτηση των Factory Acts.

Διάδοση του φιλελευθερισμού

Επεξεργασία
 
Ο περίφημος πίνακας του Ντελακρουά «Η ελευθερία καθοδηγεί το λαό», εμπνευσμένος από την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830.

Κινήματα για την κατάργηση της θανατικής ποινής και το δικαίωμα ψήφου εξαπλώθηκαν, μαζί με αντιπροσωπευτικά και δημοκρατικά ιδεώδη. Η Γαλλία καθιέρωσε μια διαρκή δημοκρατία στη δεκαετία του 1870, ενώ ένας άγριος πόλεμος στις Ηνωμένες Πολιτείες εξασφάλισε την ακεραιότητα του έθνους και την κατάργηση της δουλείας στο Νότο. Εντωμεταξύ, ένα μείγμα φιλελεύθερων και εθνικιστικών αισθημάτων στην Ιταλία και τη Γερμανία επέφερε την ενοποίηση των δύο χωρών στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο φιλελεύθερος αγώνας στη Λατινική Αμερική οδήγησε στην ανεξαρτησία από την αυτοκρατορική δύναμη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

Στη Γαλλία, η Ιουλιανή Επανάσταση του 1830, που οργανώθηκε από τους φιλελεύθερους πολιτικούς και δημοσιογράφους, κατήργησε τη μοναρχία των Βουρβόνων και ενέπνευσε παρόμοιες εξεγέρσεις σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Η απογοήτευση από το ρυθμό της πολιτικής προόδου στις αρχές του 19ου αιώνα, πυροδότησε ακόμα μεγαλύτερες επαναστάσεις το 1848. Οι επαναστάσεις εξαπλώθηκαν σε όλη την Αυστριακή Αυτοκρατορία και τα γερμανικά και ιταλικά κρατίδια. Οι κυβερνήσεις έπεσαν γρήγορα. Οι φιλελεύθεροι εθνικιστές απαίτησαν γραπτά συντάγματα, αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις, περισσότερα δικαιώματα ψήφου και ελευθερία του Τύπου[61]. Η Δεύτερη Δημοκρατία ανακηρύχθηκε στη Γαλλία. Η δουλεία καταργήθηκε στην Πρωσία, τη Γαλικία, τη Βοημία και την Ουγγαρία[61]. Ο δήθεν ακατάβλητος Μέττερνιχ, ο αυστριακός δημιουργός της βασιλεύουσας συντηρητικής τάξης, συγκλόνισε την Ευρώπη, όταν παραιτήθηκε και κατέφυγε στη Βρετανία, σε κατάσταση πανικού και μεταμφιεσμένος[62].

Τελικά όμως η επιτυχία των επαναστατών άρχισε να φθίνει. Χωρίς τη γαλλική βοήθεια, οι Ιταλοί νικήθηκαν εύκολα από τους Αυστριακούς. Με λίγη τύχη και ικανότητα, η Αυστρία, επίσης, κατάφερε να συγκρατήσει τα εθνικιστικά αισθήματα στη Γερμανία και την Ουγγαρία, βοηθούμενη και από την αποτυχία του Κοινοβουλίου της Φρανκφούρτης για την ενοποίηση των γερμανικών κρατών σε ένα ενιαίο έθνος. Δύο δεκαετίες αργότερα, όμως, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί πραγματοποίησαν τα όνειρά τους για ενοποίηση και ανεξαρτησία. Ο Πρωθυπουργός της Σαρδηνίας, Camillo di Cavour, ήταν ένας έξυπνος φιλελεύθερος που κατάλαβε ότι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να αποκτήσουν ανεξαρτησία οι Ιταλοί ήταν αν είχαν τους Γάλλους με το μέρος τους[63]. Ο Ναπολέων Γ΄ συμφώνησε στο αίτημα του Cavour για βοήθεια και η Γαλλία νίκησε την Αυστρία στο γαλλο-αυστριακό πόλεμο του 1859, θέτοντας τις βάσεις για την ιταλική ανεξαρτησία. Η γερμανική ενοποίηση έγινε υπό την ηγεσία του Όττο φον Μπίσμαρκ, ο οποίος αποδεκάτισε τους εχθρούς της Πρωσίας σε συνεχείς πολέμους, θριαμβεύοντας τελικά κατά της Γαλλίας το 1871 και ανακηρύσσοντας τη Γερμανική Αυτοκρατορία στην Αίθουσα των Κατόπτρων στις Βερσαλλίες, δίνοντας τέλος σε ένα άλλο έπος στην προσπάθεια για εθνικοποίηση. Οι Γάλλοι ανακήρυξαν την Τρίτη Δημοκρατία τους μετά την ήττα τους στον πόλεμο.

Κοινωνικός φιλελευθερισμός

Επεξεργασία
 
Το έργο του Τζον Στιούαρτ Μιλ «Για την Ελευθερία» (On Liberty) επηρέασε σημαντικά την πορεία του φιλελευθερισμού το 19ο αιώνα.

Έως το τέλος του 19ου αιώνα, οι αρχές του κλασικού φιλελευθερισμού αμφισβητoύνταν ολοένα και περισσότερο λόγω της ύφεσης, της αυξανόμενης αντίληψης των δεινών της φτώχειας, της ανεργίας και της σχετικής στέρησης που εντοπίζεται εντός των σύγχρονων βιομηχανικών πόλεων, και της αναταραχής της οργανωμένης εργασίας. Το ιδανικό του αυτοδημιούργητου άτομου, που μέσω σκληρής δουλειάς και ταλέντου θα μπορούσε να φτιάξει τη θέση του στον κόσμο, φαινόταν αυξανόμενα ανέφικτο. Μια σημαντική πολιτική αντίδραση ενάντια στις αλλαγές που εισήγαγε η εκβιομηχάνιση και καπιταλισμός του laissez-faire προήλθε από συντηρητικούς που ανησυχούσαν για την κοινωνική ισορροπία, παρόλο που ο σοσιαλισμός αργότερα έγινε μια πιο σημαντική δύναμη για αλλαγή και μεταρρύθμιση. Κάποιοι Βικτωριανοί συγγραφείς —όπως ο Κάρολος Ντίκενς, ο Thomas Carlyle, και ο Matthew Arnold— υπήρξαν πρώιμοι και με επιρροή επικριτές της κοινωνικής αδικίας[64].

Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ συνέβαλε σημαντικά στη φιλελεύθερη σκέψη, συνδυάζοντας στοιχεία του κλασικού φιλελευθερισμού με αυτό που τελικά έγινε γνωστό ως Νεοφιλελευθερισμός. Το On Liberty (1859) του Μιλ πραγματεύεται τη φύση και τα όρια της εξουσίας που μπορεί να ασκείται νομίμως από την κοινωνία πάνω στο άτομο[65]. Υπερασπίστηκε με πάθος την ελευθερία του λόγου, υποστηρίζοντας ότι ο ελεύθερος διάλογος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πνευματική και κοινωνική πρόοδο. Ο Μιλ όρισε την «κοινωνική ελευθερία» ως προστασία από «την τυραννία των πολιτικών αρχόντων». Εισήγαγε μια σειρά από διαφορετικές έννοιες των μορφών που μπορεί να πάρει η τυραννία, αναφερόμενες ως κοινωνική τυραννία και τυραννία της πλειοψηφίας αντίστοιχα. Κοινωνική ελευθερία σήμαινε όρια στην εξουσία του ηγεμόνα μέσα από την αναγνώριση των πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και με τη δημιουργία ενός συστήματος «συνταγματικών επιταγών»[66].

Ωστόσο, αν και αρχικά η οικονομική φιλοσοφία του Μιλ υποστήριζε τις ελεύθερες αγορές και πρέσβευε ότι η προοδευτική φορολογία ήταν τιμωρητική απέναντι σε όσους εργάζονταν σκληρότερα[67], αργότερα μετέβαλε τις απόψεις του προς μια πιο σοσιαλιστική μίξη, προσθέτοντας κεφάλαια στις Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας που υπερασπίζονταν τη σοσιαλιστική προοπτική, και υπερασπιζόμενος κάποιους σοσιαλιστικούς σκοπούς[68], συμπεριλαμβανομένης της ριζοσπαστικής πρότασης ότι όλο το μισθολογικό σύστημα πρέπει να καταργηθεί υπέρ ενός συνεταιριστικού συστήματος μισθών.

 
Ο Λόιντ Τζωρτζ και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ πέρασαν το 1909 τον «Λαϊκό Προϋπολογισμό», που σκοπό είχε την αναδιανομή του πλούτου.

Ένας ακόμα απο τους πρώτους φιλελεύθερους που αλλαξοπίστησε υπέρ της μεγαλύτερης κρατικής παρέμβασης ήταν ο Thomas Hill Green. Πίστευε ότι το κράτος πρέπει να προωθεί και να προστατεύει τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά περιβάλλοντα μέσα στα οποία τα άτομα θα έχουν την καλύτερη ευκαιρία να ενεργήσουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους. Το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει μόνο όπου υπάρχει σαφής, αποδεδειγμένη και ισχυρή τάση (ελευθερίας) προς υποδούλωση του ατόμου[69]. Ο Green θεωρούσε το εθνικό κράτος ως νόμιμο μόνο στο βαθμό που υποστηρίζει ένα σύστημα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που είναι πιθανότερο να ενθαρρύνουν την ατομική αυτοπραγμάτωση.

Αυτό το νήμα άρχισε να ενώνεται στο κίνημα σοσιαλφιλελευθερισμού στο γύρισμα του εικοστού αιώνα στη Μεγάλη Βρετανία. Το κίνημα των Νέων Φιλελεύθερων, που περιελάμβανε διανοούμενους όπως ο L.T. Hobhouse και ο Τζον Χόμπσον, έβλεπε την ατομική ελευθερία ως επιτεύξιμη μόνο κάτω από ευνοϊκές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες[70]. Κατά την άποψή τους, η φτώχεια, η εξαθλίωση και η άγνοια στην οποία πολλοί άνθρωποι ζούσαν καθιστούσε αδύνατη την άνθηση της ελευθερίας και ατομικότητας. Οι Νέοι Φιλελεύθεροι πίστευαν ότι οι όροι αυτοί θα μπορούσαν να βελτιωθούν μόνο μέσω συλλογικής δράσης συντονιζόμενης από ένα ισχυρό, προνοιακά προσανατολισμένο και παρεμβατικό κράτος[71]. Ο «Λαϊκός Προϋπολογισμός» του 1909, υπερασπιζόμενος από τον Λόιντ Τζωρτζ και τον επίσης φιλελεύθερο Ουίνστον Τσώρτσιλ, εισήγαγε πρωτοφανείς φόρους στους πλούσιους στη Βρετανία και ριζοσπαστικά προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας στις πολιτικές της χώρας[72]. Ήταν ο πρώτος προϋπολογισμός με την εκφρασμένη πρόθεση της αναδιανομής του πλούτου μεταξύ των πολιτών[73][74].

Αναταράξεις

Επεξεργασία
 
Η «Μεγάλη Ύφεση» με τις περιόδους παγκόσμιας οικονομικής δυσπραγίας δημιούργησε το περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε η «επανάσταση» του Κέυνς. Η φωτογραφία της Dorothea Lange «Migrant Mother», που απεικονίζει την φτώχεια του αγροτικού πληθυσμού της Καλιφόρνια, τραβήχτηκε το Μάρτιο του 1936.

Στο γύρισμα του 20ού αιώνα, ο φιλελευθερισμός ήταν σε ανοδική πορεία. Ο προμαχώνας της απολυταρχίας, ο Ρώσος τσάρος, ανατράπηκε στη φιλελεύθερη επανάσταση του 1917 και η νίκη των Συμμάχων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών, φαινόταν να σηματοδοτεί το θρίαμβο του φιλελευθερισμού σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, όχι μόνο μεταξύ των νικηφόρων συμμάχων, αλλά και στη Γερμανία και τα νεοσύστατα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Ο μιλιταρισμός, χαρακτηριστικό της Γερμανίας, είχε ηττηθεί και απαξιωθεί. Όπως υποστηρίζει ο Blinkhorn, οι φιλελεύθερες ιδέες ήταν σε άνοδο όσο αφορά τον πολιτιστικό πλουραλισμό, τη θρησκευτική και εθνική ανοχή, την εθνική αυτοδιάθεση, την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, την αντιπροσωπευτική και υπεύθυνη κυβέρνηση, το ελεύθερο εμπόριο, τον συνδικαλισμό, και την ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών μέσω ενός νέου οργάνου, της Κοινωνίας των Εθνών.

Ωστόσο, στη Ρωσία, η Προσωρινή Κυβέρνηση σύντομα ανατράπηκε βίαια από τους Μπολσεβίκους, μια κομμουνιστική ομάδα με επικεφαλής τον Βλαντιμίρ Λένιν, οδηγώντας σε αρκετά χρόνια εμφυλίου πολέμου μεταξύ των κομμουνιστών και των συντηρητικών. Η παγκόσμια Μεγάλη Ύφεση, που ξεκίνησε το 1929, επιτάχυνε την απαξίωση των φιλελεύθερων οικονομικών και ενίσχυσε τις φωνές για κρατικό έλεγχο των οικονομικών υποθέσεων. Τα οικονομικά δεινά προκάλεσαν εκτεταμένες ταραχές στον ευρωπαϊκό πολιτικό κόσμο, με αποτέλεσμα την άνοδο του φασισμού ως μια ιδεολογία και ένα κίνημα που παρατάσσεται ενάντια τόσο στο φιλελευθερισμό όσο και στον κομμουνισμό, ιδιαίτερα στη Ναζιστική Γερμανία και την Ιταλία. Η άνοδος του φασισμού στη δεκαετία του 1930 τελικά κορυφώνεται με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την πιο θανατηφόρα σύγκρουση της ανθρώπινης ιστορίας. Οι Σύμμαχοι επικράτησαν στον πόλεμο από το 1945, και η νίκη τους έστησε το σκηνικό για τον «Ψυχρό Πόλεμο» μεταξύ του κομμουνιστικού Ανατολικού Μπλοκ και της φιλελεύθερης Δυτικής Συμμαχίας.

Κεϋνσιανά οικονομικά

Επεξεργασία

Εντωμεταξύ, η οριστική φιλελεύθερη απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση δόθηκε από τον Τζων Μέυναρντ Κέυνς, ο οποίος είχε αρχίσει μια θεωρητική εργασία που εξέταζε τη σχέση μεταξύ ανεργίας, χρήματος και τιμών στη δεκαετία του 1920[75]. Ο Κέυνς ήταν εξαιρετικά επικριτικός απέναντι στα μέτρα λιτότητας της βρετανικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Πίστευε ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα ήταν ένα καλό πράγμα, ένα προϊόν της ύφεσης[76]. Η εργασία του «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, Τόκου και Χρήματος» δημοσιεύτηκε το 1936[77] και χρησιμοποιήθηκε ως θεωρητική αιτιολόγηση για τις παρεμβατικές πολιτικές που ο Κέυνς προέκρινε για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Η «Γενική Θεωρία» αμφισβητούσε το προηγούμενο νεοκλασικό παράδειγμα, το οποίο πρέσβευε ότι, ανεπηρέαστη από κυβερνητικές παρεμβάσεις, η αγορά θα αποκαθιστούσε φυσικά την πλήρη ισορροπία της απασχόλησης.

 
Ανειδίκευτοι εργάτες δουλεύουν για την Works Progress Administration, μια Υπηρεσία του New Deal που απασχολούσε εκατομμύρια ανθρώπους κατά τη Μεγάλη Ύφεση. Η επιστροφή ανέργων στην εργασία μέσω δημοσίων προγραμμάτων είναι βασικό δόγμα του σοσιαλφιλελευθερισμού.

Το βιβλίο υποστήριξε μια δραστήρια οικονομική πολιτική από την κυβέρνηση, ώστε να τονωθεί η ζήτηση σε καιρούς με υψηλή ανεργία, όπως για παράδειγμα την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. «Ας χρησιμοποιήσουμε τους αδρανείς πόρους μας για να αυξήσουμε τον πλούτο μας» έγραψε το 1928. «Με τόσους ανθρώπους άνεργους και τόσα εργοστάσια ανενεργά, είναι γελοίο να λέμε ότι δεν μπορούμε να αντέξουμε αυτές τις νέες εξελίξεις. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι κι αυτά τα εργοστάσια θα μας κάνουν να τις αντέξουμε»[76]. Εκεί όπου η αγορά απέτυχε να κατανείμει ορθά τους πόρους, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να τονώσει την οικονομία έως ότου τα ιδιωτικά κεφάλαια αρχίσουν να κινούνται ξανά— σαν «πλήρωση της βαλβίδας», μια στρατηγική που αποσκοπεί στην προώθηση της βιομηχανικής παραγωγής[78].

Το κοινωνικό φιλελεύθερο πρόγραμμα που ξεκίνησε ο πρόεδρος Ρούζβελτ στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1933, μείωσε το ποσοστό ανεργίας από περίπου 25% περίπου στο 15% μέχρι το 1940[79]. Πρόσθετες κρατικές δαπάνες και το γιγαντιαίο πρόγραμμα δημοσίων έργων που πυροδοτήθηκε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τελικά έβγαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Μεγάλη Ύφεση. Από το 1940 ώς το 1941, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 59%, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν εκτινάχθηκε κατά 17%, και η ανεργία μειώθηκε κάτω του 10%, για πρώτη φορά από το 1929[80].

Το κοινωνικό κράτος δημιουργήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και, ενώ ολοκληρώθηκε από τους Εργατικούς, σχεδιάστηκε κυρίως από δυο φιλελεύθερους, τον Κέυνς που έβαλε τις οικονομικές του βάσεις και τον William Beveridge, που σχεδίασε το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας[70]. Μετά από διάφορα παγκόσμια και καταστροφικά γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων πολέμων και οικονομικών καταρρεύσεων, αυτό το νέο είδος του φιλελευθερισμού θα σαρώσει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου τον 20ό αιώνα.

Νεοφιλελευθερισμός

Επεξεργασία


Νεοφιλελευθερισμός είναι ένας Γερμανικός όρος ("Neoliberalismus") που πρωτοεμφανίστηκε το 1922[81] ως μία υποτιμητική περιγραφή των όσων πραγματευόταν ο Λούντβιχ φον Μίζες στο βιβλίο του Έθνος, Κράτος, Οικονομία το 1919[82], και χρησιμοποιήθηκε αρχικά μόνο από κομμουνιστές και πρωτο-φασίστες διανοητές με αρνητική χροιά, εναντίον των φιλελευθέρων.

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά θετικά από τους φιλελεύθερους διανοητές Λουί Ρουζιέ και Αλεξάντερ Ρουστόβ το 1938 στο συνέδριο "Colloque Walter Lippmann" των Παρισίων, οι οποίοι προσπαθούσαν να προτείνουν μία μέση οδό μεταξύ του κλασικού φιλελευθερισμού και του κολλεκτιβιστικού κεντρικού σχεδιασμού[83], προωθώντας έναν πιο ενεργό ρόλο του κράτους στις αγορές. Κατά την αρχική του αυτή θετική διατύπωση, στον νεοφιλελευθερισμό "προείχε η ελεύθερη λειτουργία του μηχανισμού τιμών της ανοικτής αγοράς, η ελεύθερη επιχειρηματικότητα, ο ελεύθερος ανταγωνισμός, και ένα ισχυρό και άτεγκτο Κράτος Δικαίου"[84]. Ο όρος δεν υιοθετήθηκε ποτέ από την Αυστριακή σχολή και παρέμεινε σε χρήση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμομόνον από τους Γερμανούς και Γάλλους Ορντολιμπεραλιστές.

Έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αυτό που οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν ως "νεοφιλελευθερισμό" προσιδιάζει σε αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως "σοσιαλδημοκρατία", και εκφράστηκε από τον Γάλλο διανοητή Μισέλ Φουκώ ο οποίος έγραφε το 1978 πως ο "νέο-φιλελευθερισμός" ήταν "η Γερμανική κοινωνική οικονομία της αγοράς: […] η αγορά, αν και αποτελεί τον μόνο ορθολογικό τρόπο εκτίμησης αξιών, είναι πολύ ασταθής από μόνη της και έτσι απαιτεί στήριξη, διαχείριση, και «ευταξία» που επιβάλλεται από το κράτος πρόνοιας (π.χ. βοήθημα ανεργίας, ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, στεγαστική πολιτική, κλπ.) [85], "ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι Άνταμ Σμιθ, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κοινωνία της αγοράς",[86] και "Ο νεο-φιλελευθερισμός δεν πρέπει να συγχέεται με το laissez-faire, αλλά με την ανάγκη για συνεχή [κρατική] εποπτεία, δραστηριότητα, και ρύθμιση" [87].

Κατά τη δεκαετία του 1980, κι ενώ οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν τον όρο "νέο-φιλελευθερισμό" σε σχέση με τη Γερμανική κοινωνική οικονομία της αγοράς, στις ΗΠΑ εμφανίστηκε ένα άλλο κίνημα που συσχετίστηκε με τον όρο "νεοφιλελευθερισμός": ήταν εκείνο της Αμερικανικής Αριστεράς του 1981[88], το οποίο οργανώθηκε γύρω από δύο περιοδικά: το "New Republic" και το "Washington Monthly". Ο "πατέρας" αυτού του κινήματος ήταν ο δημοσιογράφος Τσαρλς Πίτερς,[89] ο οποίος δημοσίευσε το 1983 το "Μανιφέστο ενός Νεοφιλελεύθερου".[90]. Δύο εξέχοντες εκπρόσωποι του κινήματος των "νεοφιλελευθέρων" του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον και ο πρώην αντιπρόεδρος Αλ Γκορ.

Ήδη από τη δεκαετία του 1980, η χρήση του όρου εγκαταλείφθηκε ως αυτοπροσδιορισμός πολιτικών ομάδων και χρησιμοποιείται μόνον ως ετεροπροσδιορισμός από τρίτους, ως "σκιάχτρο"[91], όπως ήταν και η αρχική του χρήση τη δεκαετία του 1920. Δεν υπάρχει, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990, κανένα πολιτικό κόμμα που να χρησιμοποιεί τον όρο "νεοφιλελευθερισμός" ως αυτοπροσδιορισμό.

Φιλοσοφία

Επεξεργασία

Ο φιλελευθερισμός —τόσο ως πολιτικό ρεύμα όσο και ως πνευματική παράδοση— είναι, κυρίως, ένα σύγχρονο φαινόμενο που ξεκίνησε το 17ο αιώνα, αν και ορισμένες φιλελεύθερες φιλοσοφικές ιδέες είχαν προδρόμους στην κλασική αρχαιότητα. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος εξήρε «την ιδέα μιας πολιτείας που διοικείται με ισονομία και ισηγορία, και την ιδέα μιας βασιλικής κυβέρνησης που σέβεται πάνω απ' όλα την ελευθερία των πολιτών»[92]. Οι επιστήμονες έχουν, επίσης, αναγνωρίσει μια σειρά από αρχές, γνωστές στους σύγχρονους φιλελεύθερους, στα έργα πολλών Σοφιστών και στον Επιτάφιο του Περικλή[93]. Η φιλελεύθερη φιλοσοφία συμβολίζει μια μεγάλη πνευματική παράδοση, που έχει εξετάσει και διαδώσει μερικές από τις πιο σημαντικές και αμφιλεγόμενες αρχές του σύγχρονου κόσμου. Το τεράστιο επιστημονικό και ακαδημαϊκό προϊόν της έχει χαρακτηριστεί ως περιέχον «πλούτο και ποικιλομορφία», αλλά αυτή η ποικιλομορφία συχνά σημαίνει ότι ο φιλελευθερισμός αποκτά διαφορετικές μορφές και αποτελεί μια πρόκληση για όποιον αναζητά έναν σαφή ορισμό[94].

Σημαντικά ρεύματα

Επεξεργασία

Αν και όλες οι φιλελεύθερες θεωρίες έχουν κοινή κληρονομιά, επιστήμονες συχνά υποθέτουν ότι αυτές οι θεωρίες περιέχουν «ξεχωριστά και, συχνά, αντιφατικά ρεύματα σκέψης»[94]. Οι στόχοι των φιλελεύθερων θεωρητικών και φιλοσόφων διέφεραν σε διάφορες περιόδους, πολιτισμούς και ηπείρους. Η ποικιλομορφία του φιλελευθερισμού μπορεί να φανεί από τα πολλά επίθετα που φιλελεύθεροι στοχαστές και κινήματα συνέδεσαν με την ίδια τη λέξη φιλελευθερισμός, συμπεριλαμβανομένων των «κλασικός», «εξισωτικός», «οικονομικός», «κοινωνικός», «κράτους πρόνοιας», «ηθικός», «ανθρωπιστικός», «δεοντολογικός», «τελειομανής», «δημοκρατικός» και «θεσμικός», για να αναφέρουμε μερικά[95]. Παρά τις παραλλαγές αυτές, η φιλελεύθερη σκέψη παρουσιάζει μερικές σαφείς και θεμελιώδεις έννοιες. Στην ουσία, ο φιλελευθερισμός είναι μια φιλοσοφία για την έννοια της ανθρωπότητας και της κοινωνίας. Ο πολιτικός φιλόσοφος Τζον Γκρέι προσδιόρισε τα κοινά στοιχεία στη φιλελεύθερη σκέψη ως: το ατομικιστικό, το εξισωτικό, το προοδευτικό και το παγκόσμιο. Το ατομικιστικό στοιχείο υποστηρίζει την ηθική υπεροχή του ανθρώπου απέναντι στις πιέσεις του κοινωνικού κολεκτιβισμού, το εξισωτικό στοιχείο αποδίδει την ίδια ηθική αξία και το ίδιο καθεστώς σε όλα τα άτομα, το προοδευτικό στοιχείο ισχυρίζεται ότι οι διαδοχικές γενεές μπορούν να βελτιώσουν τις κοινωνικοπολιτικές ρυθμίσεις τους, και το παγκόσμιο στοιχείο επιβεβαιώνει την ηθική ενότητα του ανθρώπινου είδους και περιθωριοποιεί τις τοπικές πολιτισμικές διαφορές[96].

Το προοδευτικό στοιχείο έχει αποτελέσει αντικείμενο μεγάλης αντιπαράθεσης, που υπερασπίστηκαν στοχαστές όπως ο Ιμμάνουελ Καντ, ο οποίος πίστευε στην ανθρώπινη πρόοδο, ενώ υπέφερε από επιθέσεις στοχαστών, όπως του Ρουσσώ, που πίστευε ότι οι ανθρώπινες προσπάθειες για αυτοβελτίωση μέσω της κοινωνικής συνεργασίας, θα αποτύχουν.[97]. Περιγράφοντας τη φιλελεύθερη ιδιοσυγκρασία, ο Γκρέι ισχυρίστηκε ότι «είναι εμπνευσμένη από τον σκεπτικισμό και από μια φιντεϊστική βεβαιότητα της θείας αποκαλύψεως... έχει εξυμνήσει την εξουσία του λόγου καθώς και, σε άλλες περιπτώσεις, είχε προσπαθήσει να ταπεινώσει τους ισχυρισμούς της λογικής». Η φιλελεύθερη φιλοσοφική παράδοση έχει αναζητήσει την τεκμηρίωση και την αιτιολόγηση μέσω διαφόρων πνευματικών έργων. Οι ηθικές και πολιτικές εικασίες του φιλελευθερισμού έχουν βασιστεί σε παραδόσεις, όπως τα φυσικά δικαιώματα και την ωφελιμιστική θεωρία, αν και μερικές φορές οι φιλελεύθεροι ζήτησαν υποστήριξη μέχρι και από επιστημονικούς και θρησκευτικούς κύκλους[96]. Μέσα από όλα αυτά τα στοιχεία και τις παραδόσεις, οι επιστήμονες έχουν προσδιορίσει τις ακόλουθες σημαντικές κοινές όψεις της φιλελεύθερης σκέψης: πίστη στην ισότητα και την ατομική ελευθερία, υπεράσπιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και των ατομικών δικαιωμάτων, υπεράσπιση της ιδέας της περιορισμένης συνταγματικής κυβέρνησης, και αναγνώριση της σημασίας των σχετικών αξιών, όπως αυτή του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας, της αυτονομίας, της σωματικής ακεραιότητας και της συναίνεσης[98].

Οικονομικός φιλελευθερισμός

Επεξεργασία

Οικονομικός φιλελευθερισμός σημαίνει ότι στην οικονομική σφαίρα δραστηριοτήτων προστατεύεται ή και ενθαρρύνεται η ατομική πρωτοβουλία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχει ταυτιστεί με μείωση του κρατισμού, περιορισμό των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία και απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τη γραφειοκρατία και τις διοικητικές ρυθμίσεις. Συνοψίζεται συνήθως στη φράση «laissez faire – laissez passer», που θεωρείται το βασικό σύνθημα του ελεύθερου εμπορίου.

Συντηρητικός φιλελευθερισμός

Επεξεργασία

Ο συντηρητικός φιλελευθερισμός είναι μια εκδοχή του φιλελευθερισμού που συνδυάζει φιλελεύθερες αξίες και πολιτικές με συντηρητικές στάσεις ή που, πιο απλά, αντιπροσωπεύει τη δεξιά πλευρά του φιλελεύθερου κινήματος. Τα συντηρητικά φιλελεύθερα κόμματα συνδυάζουν φιλελεύθερες πολιτικές (π.χ. διαχωρισμός κράτους – εκκλησίας) με πιο παραδοσιακές στάσεις σε κοινωνικά και ηθικά θέματα. Είναι γενικά υποστηρικτές του οικονομικού φιλελευθερισμού και ακολουθούν μια αυστηρότερη στάση απέναντι στο έγκλημα και την παρανομία. Ιστορικά, τα συντηρητικά φιλελεύθερα κόμματα είχαν την τάση να αναπτύσσονται σε εκείνες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα μεγάλα συντηρητικά κόμματα ήταν χριστιανοδημοκρατικά και δεν έθεταν πολιτικά το ζήτημα του διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας.

Η φιλελεύθερη αρχή

Επεξεργασία
Κύριο λήμμα: Φιλελεύθερη αρχή

Η «φιλελεύθερη αρχή» στο συνταγματικό δίκαιο συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την αρχή του κράτους δικαίου[99]. Κατοχυρώνει ένα πλαίσιο ατομικών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα αυτά της ισότητας, της ανεξιθρησκίας και της ιδιοκτησίας, και προστατεύει το άτομο περιορίζοντας την ισχύ της εκτελεστικής εξουσίας που πηγάζει από τη «δημοκρατική αρχή», δηλαδή την αρχή της πλειοψηφίας.

Κλασικός και μοντέρνος

Επεξεργασία

Οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού πιστώνονται τη διαμόρφωση των φιλελεύθερων ιδεών. Ο Τόμας Χομπς προσπάθησε να προσδιορίσει το σκοπό και την αιτιολόγηση της κυβερνητικής εξουσίας στη μετεμφυλιακή Αγγλία. Χρησιμοποιώντας τη θεωρία της φυσικής κατάστασης —ενός υποθετικού σεναρίου πολεμικής κατάστασης που προηγείται του κράτους— δημιούργησε την ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου, στο οποίο εισέρχονται τα άτομα προκειμένου να διασφαλίσουν την ασφάλειά τους και με τον τρόπο αυτό σχηματίζουν το κράτος, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι μόνο ένας απόλυτος μονάρχης θα είναι απολύτως ικανός να διατηρήσει μια τέτοια ειρήνη.

Ο Τζων Λοκ, ενώ υιοθετεί τη θεωρία του Χομπς για τη φυσική κατάσταση και το κοινωνικό συμβόλαιο, ωστόσο υποστηρίζει ότι όταν ο μονάρχης μετατρέπεται σε τύραννο, αυτό συνιστά παραβίαση του κοινωνικού συμβολαίου, που θεωρεί τη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία ως φυσικά δικαιώματα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να ανατρέψουν έναν τύραννο. Θεωρώντας τη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία ως υπέρτατες αξίες του νόμου και της εξουσίας, ο Λοκ διατύπωσε τη βάση του φιλελευθερισμού στηριζόμενος στη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου. Για αυτούς τους πρώιμους στοχαστές του διαφωτισμού, η εξασφάλιση των πιο βασικών αγαθών της ζωής —της ελευθερίας και της ατομικής ιδιοκτησίας μεταξύ αυτών— απαιτεί τη δημιουργία μίας «κυρίαρχης» αρχής με οικουμενική δικαιοδοσία[100]. Στη φυσική τους κατάσταση, υποστήριξαν οι φιλελεύθεροι, οι άνθρωποι οδηγούνται από τα ένστικτα της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης, και ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουν από μια τέτοια επικίνδυνη ύπαρξη ήταν να σχηματίσουν μια κοινή και υπέρτατη δύναμη, ικανή να συμβιβάσει ανταγωνιζόμενες ανθρώπινες επιθυμίες[101]. Αυτή η δύναμη θα μπορούσε να σχηματιστεί στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών, που επιτρέπει στα άτομα να συνάψουν ένα εθελοντικό κοινωνικό συμβόλαιο με την κυρίαρχη αρχή, μεταφέροντας τα φυσικά τους δικαιώματα στην εν λόγω αρχή με αντάλλαγμα την προστασία της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας[101].

Αυτοί οι πρώτοι φιλελεύθεροι συχνά διαφωνούσαν σχετικά με την πιο κατάλληλη μορφή διακυβέρνησης, αλλά όλοι μοιράζονταν την πεποίθηση ότι η ελευθερία είναι φυσική και ο περιορισμός της χρειάζεται ισχυρή δικαιολόγηση[101]. Οι φιλελεύθεροι γενικά πίστευαν στην περιορισμένη κυβέρνηση, αν και αρκετοί φιλελεύθεροι φιλόσοφοι απαξίωναν ολοκληρωτικά την κυβέρνηση, με τον Τόμας Πέιν να γράφει ότι «η κυβέρνηση, ακόμη και στην καλύτερη μορφή της, είναι ένα αναγκαίο κακό»[102].

Ως μέρος του σχεδίου για τον περιορισμό των εξουσιών της κυβέρνησης, διάφοροι φιλελεύθεροι θεωρητικοί, όπως ο Τζέιμς Μάντισον και ο Μοντεσκιέ, συνέλαβαν την ιδέα του διαχωρισμού των εξουσιών— ένα σύστημα σχεδιασμένο να διανέμει εξίσου την κυβερνητική αρχή μεταξύ της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας[102]. Οι κυβερνήσεις έπρεπε να συνειδητοποιήσουν, σύμφωνα με τους φιλελεύθερους, ότι η κακή και ακατάλληλη διακυβέρνηση δίνει στους πολίτες το δικαίωμα να ανατρέψουν την άρχουσα τάξη με οποιαδήποτε και όλα τα δυνατά μέσα, ακόμα και με την απόλυτη βία και επανάσταση, αν χρειάζεται[103].

Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι, σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένοι από τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, συνεχίζουν να υποστηρίζουν μία περιορισμένη συνταγματική κυβέρνηση, αλλά παράλληλα υποστηρίζουν τις κρατικές υπηρεσίες, καθώς και διατάξεις για την εξασφάλιση ίσων δικαιωμάτων. Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι οι τυπικές ή επίσημες εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων είναι άνευ σημασίας, όταν τα άτομα δεν διαθέτουν τα υλικά μέσα για να επωφεληθούν από τα δικαιώματα αυτά, και ζητούν ένα μεγαλύτερο ρόλο από την κυβέρνηση στη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων[104].

Οι πρώτοι φιλελεύθεροι έθεσαν επίσης τις βάσεις για το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους. Ως κληρονόμοι του Διαφωτισμού, οι φιλελεύθεροι πίστευαν ότι κάθε δεδομένη κοινωνική και πολιτική τάξη προήλθε από τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, όχι από τη θεία βούληση[105]. Πολλοί φιλελεύθεροι ήταν ανοιχτά εχθρικοί προς την ίδια τη θρησκευτική πίστη, αλλά οι περισσότεροι συγκέντρωναν την αντίθεσή τους στην ένωση της θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας, υποστηρίζοντας ότι η πίστη θα μπορούσε να ευημερήσει από μόνη της, χωρίς επίσημη χορηγία ή διαχείριση από το κράτος[105].

Πέρα από τον εντοπισμό ενός σαφούς ρόλου για την κυβέρνηση στη σύγχρονη κοινωνία, οι φιλελεύθεροι έχουν επίσης εμμονή με τη σημασία και τη φύση της σημαντικότερης αρχής της φιλελεύθερης φιλοσοφίας: της ελευθερίας. Από το 17ο μέχρι το 19ο αιώνα, φιλελεύθεροι —από τον Άνταμ Σμιθ μέχρι τον Τζον Στιούαρτ Μιλ— αντιλαμβάνονται την ελευθερία ως απουσία παρέμβασης από την κυβέρνηση και από άλλα άτομα, υποστηρίζοντας ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν την ελευθερία να αναπτύξουν τις δικές τους μοναδικές ικανότητες και δυνατότητες, χωρίς να σαμποτάρονται από τους άλλους[106].

Το έργο «Περί Ελευθερίας» (1859) του Μιλ, ένα από τα κλασικά κείμενα της φιλελεύθερης φιλοσοφίας, διακήρυξε ότι «η μόνη ελευθερία που αξίζει το όνομα, είναι η επιδίωξη του προσωπικού μας οφέλους με το δικό μας τρόπο»[106]. Η υποστήριξη του laissez-faire καπιταλισμού συχνά συνδέεται με αυτήν την αρχή, με τον Φρίντριχ Χάγιεκ να υποστηρίζει στο «Δρόμο προς την Δουλεία» (1944), ότι η εμπιστοσύνη στις ελεύθερες αγορές θα απέκλειε τον ολοκληρωτικό έλεγχο από το κράτος[107].

 
Ο Τόμας Χιλ Γκρην ήταν ένας φιλελεύθερος φιλόσοφος με μεγάλη επιρροή. Στο έργο του «Προλεγόμενα στα Ηθικά» (Prolegomena to Ethics, 1884), εγκαθίδρυσε τα πρώτα μεγάλα θεμέλια αυτού που αργότερα έγινε γνωστό ως «θετική ελευθερία». Σε λίγα χρόνια, οι ιδέες του έγιναν επίσημη πολιτική του κόμματος των Φιλελευθέρων στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισπεύδοντας την ανάδυση του σοσιαλφιλελευθερισμού και του κράτους πρόνοιας.

Στο τέλος του 19ου αιώνα, όμως, μια νέα αντίληψη για την ελευθερία μπήκε στον φιλελεύθερο διανοητικό στίβο. Αυτό το νέο είδος ελευθερίας έγινε γνωστό ως θετική ελευθερία για να διακρίνεται από την προηγούμενη αρνητική εκδοχή και πρωτοαναπτύχθηκε από τον Άγγλο φιλόσοφο Τόμας Χιλ Γκρην (18361882). Ο Γκρην απέρριψε την ιδέα ότι οι άνθρωποι παρακινούνται αποκλειστικά από ιδιοτέλεια, δίνοντας έμφαση, αντίθετα, στις πολύπλοκες συνθήκες που επιδρούν στην εξέλιξη του ηθικού μας χαρακτήρα[108]. Επίσης, σε ένα βαθιά εδραιωμένο βήμα για το μέλλον του μοντέρνου φιλελευθερισμού, έθεσε ως απώτατο στόχο για την πολιτεία, την κοινωνία και τα πολιτικά ιδρύματα την ανάπτυξη του χαρακτήρα, της θέλησης και της λογικής των πολιτών της, ώστε να αυτοολοκληρωθούν ως ανθρώπινα όντα και να έχουν την ευκαιρία στην επιλογή[108]. Προμηνύοντας τη νέα ελευθερία ως την ελευθερία στη δράση, παρά ως την αποφυγή της δυστυχίας από τις πράξεις των άλλων, ο Γκρην έγραψε[109]:

Αν είχε ποτέ νόημα να ευχηθούμε ότι η χρήση των λέξεων θα ήταν διαφορετική από αυτή που υπήρξε... κάποιος μπορεί να έτεινε να ευχηθεί ότι ο όρος «ελευθερία» θα είχε περιοριστεί στη... δύναμη να πράττει κανείς όπως επιθυμεί.

Παρά προηγούμενες φιλελεύθερες θεωρίες ότι η κοινωνία αποτελείται από ιδιοτελή άτομα, ο Γκρην έβλεπε την κοινωνία σαν ένα οργανικό όλον, στο οποίο όλα τα άτομα έχουν καθήκον να προάγουν το κοινό καλό[110]. Οι ιδέες του διαδόθηκαν γρήγορα και εξελίχθηκαν από άλλους διανοητές, όπως τους Λέοναρντ Χόμπχαουζ (18641929) και Τζον Χόμπσον (18581940). Σε λίγα χρόνια, αυτός ο Κοινωνικός Φιλελευθερισμός είχε γίνει το βασικό κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα του Φιλελεύθερου Κόμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο[111] και θα κατέκλυε τον κόσμο στον 20ό αιώνα. Τον 21ο αιώνα, επιχειρηματολογείται ότι αναδύεται ένας Νέος Φιλελευθερισμός[112], που επικεντρώνεται στην αρχή της αιώνιας ελευθερίας, που θα εκτείνει την αρνητική και τη θετική ελευθερία στις μελλοντικές γενιές διά της πρόληψης από σήμερα[113].

Εκτός της εξέτασης της αρνητικής, θετικής και αιώνιας ελευθερίας, οι φιλελεύθεροι έχουν προσπαθήσει να κατανοήσουν την ακριβή σχέση μεταξύ ελευθερίας και δημοκρατίας. Καθώς αγωνίζονταν να επεκτείνουν το δικαίωμα ψήφου, οι φιλελεύθεροι καταλάβαιναν όλο και περισσότερο ότι αυτοί που έμεναν έξω από τη δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων υπόκεινταν στην τυρανία της πλειοψηφίας, μια αρχή που εξηγείται στα βιβλία «Περί Ελευθερίας» (1859) του Τζον Στιούαρτ Μιλ και «Η Δημοκρατία στην Αμερική»[114] του Αλέξις ντε Τοκβίλ[115]. Για να αντιδράσουν σ' αυτό, οι φιλελεύθεροι άρχισαν να διεκδικούν ασφαλιστικές δικλείδες που να εμποδίζουν τις απόπειρες των πλειοψηφιών να παραβιάζουν τα δικαιώματα των μειοψηφιών[115].

Εκτός από την ελευθερία, οι φιλελεύθεροι έχουν συνεισφέρει στην ανάπτυξη και άλλων αρχών, σημαντικών για την οικοδόμηση της φιλοσοφικής τους δομής, όπως της ισότητας, του πλουραλισμού και της ανεκτικότητας. Τονίζοντας τη σύγχυση στην πρώτη αρχή, ο Βολταίρος σχολίασε ότι «η ισότητα είναι ταυτόχρονα η πιο φυσική κατάσταση και, κατά καιρούς, η μεγαλύτερη χίμαιρα»[116]. Όλες οι μορφές φιλελευθερισμού αξιώνουν θεμελιακά ότι τα άτομα είναι ίσα[117]. Υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι είναι φυσικά ίσοι, οι φιλελεύθεροι αξιώνουν ότι όλοι κατέχουν το ίδιο δικαίωμα στην ελευθερία[118]. Με άλλα λόγια, κανείς δεν δικαιούται εγγενώς να χαίρει των προνομίων της φιλελεύθερης κοινωνίας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον και όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου[119].

Πέρα από αυτή τη βασική αρχή, οι φιλελεύθεροι θεωρητικοί αποκλίνουν στην αντίληψή τους περί ισότητας. Ο Αμερικανός φιλόσοφος Τζον Ρολς τόνισε την ανάγκη να διασφαλιστεί όχι μόνο η ισότητα ενώπιον του νόμου, αλλά και η ίση διανομή των φυσικών πόρων που χρειάζονται τα άτομα για να αναπτύξουν τις φιλοδοξίες τους στη ζωή[119]. Ο ελευθεριακός διανοητής Ρόμπερτ Νόζικ διαφώνησε με τον Ρωλς και προάσπισε την προηγούμενη εκδοχή της ισότητας του Λοκ[119]. Για να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της ελευθερίας, οι φιλελεύθεροι προήγαγαν επίσης τις έννοιες του πλουραλισμού και της ανεκτικότητας. Με τον πλουραλισμό αναφέρονται στον πολλαπλασιασμό των ιδεών και των πεποιθήσεων που χαρακτηρίζουν ένα σταθερό κοινωνικό σύστημα[120].

Σε αντίθεση με πολλούς ανταγωνιστές και προηγούμενούς τους, οι φιλελεύθεροι δεν αναζητούν συμφωνία και ομοιογένεια στον τρόπο που σκέπτονται οι άνθρωποι· για την ακρίβεια, οι προσπάθειές τους προσανατολίζονται στην εγκαθίδρυση ενός πλαισίου διακυβέρνησης που εναρμονίζει και ελαχιστοποιεί συγκρουόμενες απόψεις, ενώ τους επιτρέπει να υπάρχουν και να ακμάζουν[121].

Για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία, ο πλουραλισμός οδηγεί εύκολα στην ανεκτικότητα. Εφόσον τα πρόσωπα διατηρούν διιστάμενες απόψεις, επιχειρηματολογούν οι φιλελεύθεροι, οφείλουν να υπερασπίζουν και να σέβονται το δικαίωμα του καθενός να διαφωνεί[122]. Από τη φιλελεύθερη σκοπιά, η ανεκτικότητα αρχικά συνδέθηκε με τη θρησκευτική ανοχή, με τον Μπαρούχ Σπινόζα να καταδικάζει την «ανοησία της θρησκευτικής δίωξης και των ιδεολογικών πολέμων»[122]. Η ανεκτικότητα έπαιξε επίσης κεντρικό ρόλο στις ιδέες του Ιμμάνουελ Καντ και του Τζον Στιούαρτ Μιλ. Και οι δύο φιλόσοφοι πίστευαν ότι η κοινωνία θα περιέχει διαφορετικές αντιλήψεις περί καλής, ηθικής ζωής και πως χρειάζεται να επιτρέπεται στους ανθρώπους να κάνουν τις επιλογές τους χωρίς παρεμβολές από το κράτος ή άλλα πρόσωπα[122].

Επικριτές και υποστηρικτές

Επεξεργασία

Τόσο οι επικριτές όσο και οι υποστηρικτές του φιλελευθερισμού προέρχονται από διάφορα ιδεολογικά στρατόπεδα. Για παράδειγμα, κάποιοι μελετητές ισχυρίζονται ότι ο φιλελευθερισμός προκάλεσε την άνοδο του φεμινισμού, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ανεπαρκής για την πραγμάτωση των στόχων των φεμινιστών[123]. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός, που αποτελεί την κυρίαρχη παράδοση στην ιστορία του φεμινισμού, ευελπιστεί να εξαλείψει όλα τα φράγματα στην ισότητα των φύλων, ισχυριζόμενος ότι η διαιώνιση τέτοιων φραγμάτων ευνουχίζει τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες που υποτίθεται ότι εγγυάται μια φιλελεύθερη κοινωνική τάξη[124]. Η Βρετανίδα φιλόσοφος Μαίρη Γουόλστονκραφτ θεωρείται ευρέως ως η πρωτοπόρος του φιλελεύθερου φεμινισμού, ενώ το έργο της «A Vindication of the Rights of Woman» (Δικαίωση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, 1792) επεξέτεινε τα όρια του φιλελευθερισμού για να συμπεριλάβει και τις γυναίκες στην πολιτική δομή της φιλελεύθερης κοινωνίας[125]. Από την άλλη, ο συντηρητισμός έχει υπάρξει πιο εχθρικός στους στόχους του φιλελευθερισμού. Ο Έντμουντ Μπερκ, που θεωρείται από αρκετούς ως ο πρώτος σημαντικός απολογητής της σύγχρονης συντηρητικής σκέψης, άσκησε δριμεία κριτική στη Γαλλική Επανάσταση, επιτιθέμενος στις φιλελεύθερες αξιώσεις της δύναμης της λογικής και της φυσικής ισότητας των ανθρώπων[126]. Οι συντηρητικοί επίσης ασκούν κριτική σε αυτό που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως μια απερίσκεπτη και παράτολμη αναζήτηση της προόδου και του υλικού κέρδους από μεριάς του φιλελευθερισμού, ισχυριζόμενοι ότι τέτοιες εμμονές υπονομεύουν τις παραδοσιακές κοινωνικές αξίες που εδράζονται στην κοινότητα και τη διάρκεια[127]. Ωστόσο, κάποιες παραλλαγές του συντηρητισμού, όπως ο φιλελεύθερος συντηρητισμός, αναπτύσσουν μερικές από τις ιδέες του κλασικού φιλελευθερισμού, όπως «το μικρό κράτος και ο ακμάζων καπιταλισμός»[126].

Επικρατεί ακόμη κάποια σύγχυση σε ό,τι αφορά τη σχέση κοινωνικού φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού, παρά το γεγονός ότι πολλές εκδοχές του σοσιαλισμού διαχωρίζουν έντονα τη θέση τους από το φιλελευθερισμό, καθώς αντιτίθενται στον καπιταλισμό, την ιεραρχία και την ιδιωτική περιουσία. Ο σοσιαλισμός διαμορφώθηκε ως μια ομάδα από συγγενείς αλλά αποκλίνουσες μεταξύ τους ιδεολογίες του 19ου αιώνα, όπως ο χριστιανικός σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός (με τα γραπτά του Καρλ Μαρξ), και ο κοινωνικός αναρχισμός (με τα γραπτά του Μιχαήλ Μπακούνιν). Οι δυο τελευταίοι είχαν επηρεαστεί από την Παρισινή Κομμούνα. Αυτές οι ιδεολογίες —όπως άλλωστε συνέβη και με το φιλελευθερισμό και το συντηρητισμό— διασπάστηκαν σε πολλά κινήματα, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο σημαντικά, στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών[128]. Ο Μαρξ απέρριψε τις ιδρυτικές απόψεις της φιλελεύθερης θεωρίας, ελπίζοντας να καταστρέψει τόσο το κράτος, όσο και τη φιλελεύθερη διάκριση μεταξύ κοινωνίας και ατόμου, ενώνοντας αυτά τα δύο σε ένα συλλογικό σύνολο με στόχο την ανατροπή της αναπτυσσόμενης καπιταλιστικής τάξης του 19ου αιώνα.[129]

Η σοσιαλδημοκρατία, μια ιδεολογία που υποστηρίζει τη προοδευτική αναμόρφωση του καπιταλισμού, αναδύθηκε τον 20ό αιώνα επηρεασμένη από το σοσιαλισμό. Ωστόσο, αντίθετα με το σοσιαλισμό, δεν ήταν ούτε κολεκτιβιστική ούτε αντικαπιταλιστική. Η σοσιαλδημοκρατία μπορεί με την ευρύτερη έννοια να οριστεί ως ένα εγχείρημα με στόχο τη διόρθωση αυτών που η ίδια θεωρεί ως εγγενείς παθογένειες του καπιταλισμού, πράγμα που θέλει να επιτύχει με τη μείωση των ανισοτήτων μέσω του κυβερνητικού ρεφορμισμού[130]. Φαίνεται λοιπόν ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν τοποθετείται ούτε και ενάντια στο κράτος. Πολλοί σχολιαστές έχουν σημειώσει την ύπαρξη αρκετών ομοιοτήτων μεταξύ του κοινωνικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Ένας μάλιστα πολιτικός επιστήμονας έχει χαρακτηρίσει τον αμερικανικό φιλελευθερισμό ως «λαθραία σοσιαλδημοκρατία», λόγω της απουσίας σημαντικής σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, απουσία την οποία οι φιλελεύθεροι έχουν προσπαθήσει να διορθώσουν[131]. Ένα άλλο κίνημα που σχετίζεται με τη σύγχρονη δημοκρατία είναι η χριστιανοδημοκρατία, που προσπαθεί να διασπείρει καθολικές κοινωνικές ιδέες και έχει αποκτήσει πολλούς οπαδούς σε κάποια Ευρωπαϊκά κράτη[132]. Οι ρίζες της χριστιανοδημοκρατίας βρίσκονται σε μια αντίδραση απέναντι στην εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση που σχετίζονται με το laissez-faire φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα[133]. Παρ’ όλες αυτές τις περίπλοκες σχέσεις, κάποιοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι ο φιλελευθερισμός στην πραγματικότητα «απορρίπτει τον ιδεολογικό τρόπο σκέψης» γενικότερα, κυρίως επειδή αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να οδηγήσει σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες για την ανθρώπινη κοινωνία[134]

Ο φιλελευθερισμός στον κόσμο

Επεξεργασία
Οι φιλελεύθεροι είναι προσηλωμένοι στο κτίσιμο και την περιφρούρηση ελεύθερων, δίκαιων και ανοικτών κοινωνιών, στις οποίες επιζητούν την ισορροπία των πρωταρχικών αξιών της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινότητας, και στις οποίες κανείς δεν είναι αιχμάλωτος της φτώχειας, της άγνοιας ή της ομοιογένειας... Ο φιλελευθερισμός έχει ως στόχο να διαλύσει την εξουσία, να ενθαρρύνει τη διαφορετικότητα και να γαλουχήσει τη δημιουργικότητα.[135]

Ο φιλελευθερισμός συχνά αναφέρεται ως η πλέον κυρίαρχη ιδεολογία των καιρών μας[136][137]. Οι φιλελεύθεροι έχουν οργανωθεί ευρέως, ανά τον κόσμο, στον πολιτικό τομέα. Φιλελεύθερα κόμματα, δεξαμενές σκέψης, και άλλοι οργανισμοί είναι αρκετά διαδεδομένοι σε πολλά κράτη, παρόλο που σχηματίζονται για διαφορετικό σκοπό, ανάλογα με τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους. Τα φιλελεύθερα κόμματα μπορεί να είναι από κεντροαριστερά έως κεντροδεξιά, ανάλογα με την περιοχή.

Σε δεύτερο επίπεδο κατηγοριοποιούνται με βάση την κλίση τους στον κοινωνικό φιλελευθερισμό ή τον κλασικό φιλελευθερισμό, παρά το γεγονός ότι τα φιλελεύθερα κόμματα έχουν πολλά κοινά, μεταξύ των οποίων και η υποστήριξη των κοινωνικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών διαδικασιών. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι φιλελεύθεροι εκπροσωπούνται από τη «Liberal International» (Φιλελεύθερη Διεθνή), που περιλαμβάνει πάνω από 100 φιλελεύθερα κόμματα και οργανισμούς από όλο το ιδεολογικό εύρος.

Στη Liberal International συμμετέχουν μερικά από τα πιο διάσημα κόμματα στον κόσμο, όπως το Liberal Party of Canada, αλλά και κάποια από τα μικρότερα, όπως το Gibraltar Liberal Party. Γεωγραφικά, οι φιλελεύθεροι οργανώνονται σε διάφορους οργανισμούς, ανάλογα με την εκάστοτε γεωπολιτική σκηνή. Το European Liberal Democrat and Reform Party (ELDR), για παράδειγμα, εκπροσωπεί τα συμφέροντα των φιλελεύθερων στην Ευρώπη, ενώ η Alliance of Liberals and Democrats for Europe (ALDE) είναι το κυρίαρχο φιλελεύθερο κόμμα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ο όρος «φιλελεύθερος» έχει διαφορετική έννοια στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Στις ΗΠΑ ο όρος «φιλελευθερισμός» είναι πιο κοντά στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Οι οπαδοί του αμερικανικού φιλελευθερισμού θεωρούν αναντικατάστατες τις μεγάλες κρατικές δαπάνες, διατεινόμενοι ότι παίζουν αναδιανεμητικό ρόλο υπέρ των πιο αδύναμων οικονομικά ομάδων και μειονοτήτων. Με αυτήν την έννοια ο αμερικανικός φιλελευθερισμός είναι πιο κοντά στις απόψεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ενώ ο ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός είναι καθαρός οπαδός της ελεύθερης αγοράς και κοινωνίας. Ο κοινωνικός προσανατολισμός των δύο αυτών σχολών είναι σχεδόν αντιδιαμετρικός: από τη μία η στήριξη της δημιουργικότητας και η άρνηση της παρέμβασης όταν δεν παραβιάζεται ο νόμος (ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός), ενώ από την άλλη η στήριξη των πιο «αδύναμων» μέσω της κρατικής δαπάνης (αμερικανικός φιλελευθερισμός). Η διαφορά αυτή οφείλεται στις αιτίες που, για κάθε ρεύμα, περιορίζουν την ελευθερία του ατόμου. Για τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό εχθρός της ελευθερίας είναι το κράτος, το οποίο περιορίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα. Για τον αμερικανικό φιλελευθερισμό η ελευθερία του ατόμου δεν απειλείται από το κράτος, αλλά από τα μονοπώλια και την οικονομική ανισότητα.

 
Ο πυρσός στην πολιτική συμβολίζει το διαφωτισμό και την ελευθερία, γι' αυτό χρησιμοποιείται συχνά από φιλελεύθερους ως πολιτικό σύμβολο.

Στην Ευρώπη ο φιλελευθερισμός έχει μακρά παράδοση που ξεκινάει από τον 17ο αιώνα[138]. Οι οπαδοί του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού επιθυμούν την όσο το δυνατόν μικρότερη έκταση του κράτους και παρέμβασή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή, μικρότερη φορολογία, χαμηλότερες κρατικές δαπάνες, μικρότερες επιδοτήσεις, αλλά και την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων οικονομικής ή μη φύσης (ποινικό και οικονομικό έγκλημα, ανεξιθρησκία, σεξουαλικά δικαιώματα κ.λπ.). Θεωρούν ότι οι μεγάλες κρατικές δαπάνες συνεπάγονται κατασπατάληση πόρων, διαφθορά, συναλλαγή πολιτικού με πολίτη και δημιουργία διογκωμένης κρατικοδίαιτης κομματοκρατίας (δεν πιστεύουν στη λογική του «άγγελου που θα μας κυβερνήσει»), και κατά συνέπεια σταδιακή καθίζηση της παραγωγικότητας, του ανταγωνισμού και τελικά της ίδιας της οικονομίας, με αποτέλεσμα τη σμίκρυνση της «πίτας» και τη μείωση του εισοδήματος όλων. Στο ίδιο πνεύμα, αντιτίθενται στην απευθείας κρατική οικονομική ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών (όπως π.χ. κατά την οικονομική κρίση του 2008/9— την οποία θεωρούν απότοκο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία), που πιστεύουν ότι στρεβλώνει την πραγματική οικονομία. Στην αντίληψη των οπαδών του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού κεντρική θέση κατέχει η ανάγκη απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας από τις υποχρεωτικές και ανελαστικές προστατευτικές δομές και η εξ αυτού ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων (ελεύθερα ωράρια, ελεύθερες εργάσιμες ημέρες, ελεύθερες διαπραγματεύσεις σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης των εργατικών και εργοδοτικών ομάδων, καθιέρωση θεσμού μαθητείας για νέους και ανειδίκευτους, απελευθέρωση των μετακινήσεων μεταξύ θέσεων εργασίας) ώστε να καθίσταται πιο κινητική η αγορά και να μην προστατεύονται από το νόμο όσοι έχουν εργασία εις βάρος εκείνων που δεν έχουν. Επίσης, οι Ευρωπαίοι φιλελεύθεροι πιστεύουν πως ο συνδικαλισμός (νοούμενος ως διεκδίκηση εργασιακών βελτιώσεων εκ μέρους του συνόλου των εργαζομένων) αποτελεί υπερβολική στρέβλωση για την οικονομία[εκκρεμεί παραπομπή].

Οι επιστήμονες χωρίζουν τις φιλελεύθερες ευρωπαϊκές παραδόσεις σε αγγλικές και γαλλικές εκδοχές, με την πρώτη να δίνει έμφαση στην εξάπλωση των δημοκρατικών αξιών και τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και τη δεύτερη να απορρίπτει τις εξουσιαστικές (αυταρχικές) πολιτικές και κοινωνικές δομές, καθώς και να εμπλέκεται στην οικοδόμηση της εθνικής συνείδησης[139]. Η ηπειρωτική γαλλική εκδοχή είναι βαθιά διαχωρισμένη σε συντηρητικούς και προοδευτικούς, με τους συντηρητικούς να τείνουν στον ελιτισμό και τους προοδευτικούς να υποστηρίζουν την ενοποίηση των θεμελιωδών οργανισμών, όπως καθολικό δικαίωμα ψήφου, καθολική εκπαίδευση, και την επέκταση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας[139]. Με τον καιρό, οι συντηρητικοί εκθρόνισαν τους προοδευτικούς ως κύριοι προστάτες του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού. Ένα εξέχον παράδειγμα αυτών των διαχωρισμών είναι το γερμανικό FDP, το οποίο ιστορικά ήταν διαχωρισμένο μεταξύ κοινωνικών και εθνικών φιλελεύθερων ομάδων[140].

Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα φιλελεύθερα κόμματα κυριαρχούσαν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, αλλά σταδιακά παραμερίστηκαν από τους σοσιαλιστές και τους σοσιαλδημοκράτες στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποια φιλελεύθερα κόμματα κέρδιζαν ισχύ, ενώ άλλα υπέφεραν από συνεχόμενες απορρίψεις[141]. Παρ' όλα αυτά, η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας στα τέλη του 20ού αιώνα ευνόησε την δημιουργία πολλών φιλελεύθερων σχηματισμών σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Αυτοί οι σχηματισμοί ανέπτυξαν διάφορα ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Μερικοί, όπως οι Σλοβένοι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» ή οι Λιθουανοί «Κοινωνικοί Φιλελεύθεροι» χαρακτηρίστηκαν ως κεντροαριστεροί[142][143]. Άλλοι, όπως το ρουμανικό «Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα», χαρακτηρίστηκαν ως κεντροδεξιοί[144].

Στη Δυτική Ευρώπη, μερικά φιλελεύθερα κόμματα έκαναν ανανεωτικές αλλαγές και μετασχηματισμούς, επιστρέφοντας στην πολιτική σκηνή μετά από ιστορικές απογοητεύσεις. Το πλέον αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι οι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» (Liberal Democrats) στη Βρετανία. Οι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» είναι οι διάδοχοι ενός πάλαι πότε ισχυρού φιλελεύθερου σχηματισμού, που υπέφερε από τεράστια διαρροή υποστηρικτών προς το «Εργατικό Κόμμα» (Liberal Party) στις αρχές του 20ού αιώνα. Αφού σχεδόν εξαφανίστηκαν από τη βρετανική πολιτική σκηνή, οι φιλελεύθεροι τελικά ενώθηκαν με το «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα» (Social Democrat Party), μια φράξια του εργατικού κινήματος, το 1988, σχηματίζοντας έτσι τους «Φιλελεύθερους Δημοκράτες», ένα κοινωνικά φιλελεύθερο κόμμα.

Οι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» κέρδισαν σημαντική λαϊκή υποστήριξη στις γενικές εκλογές του 2005 και στις εκλογές για τα τοπικά συμβούλια, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά σε δεκαετίες που ένα βρετανικό κόμμα με φιλελεύθερη ιδεολογία είχε τέτοια εκλογική επιτυχία. Μετά τις γενικές εκλογές του 2010, οι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» σχημάτισαν κυβέρνηση συνεργασίας με τους Συντηρητικούς, με αποτέλεσμα ο αρχηγός του κόμματος, Νικ Κλεγκ, να γίνει Αναπληρωτής Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου και πολλά άλλα μέλη υπουργοί.

Στη Βρετανία και σε άλλα μέρη της Δυτικής Ευρώπης, τα φιλελεύθερα κόμματα έχουν συνεργαστεί συχνά με σοσιαλιστικά και κοινωνικά δημοκρατικά κόμματα, όπως αποδεικνύεται από τη «Μωβ Συμμαχία» στην Ολλανδία στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 21ου αιώνα. Η «Μωβ Συμμαχία», μία από τις σημαντικότερες στην Ολλανδική ιστορία, σύζευξε τους προοδευτικούς αριστερούς φιλελεύθερους του κόμματος «D66»[145], τους οικονομικά φιλελεύθερους κεντροδεξιούς του κόμματος «VVD»[146] και το κοινωνικό δημοκρατικό «Εργατικό Κόμμα» (Partij van de Arbeid), δημιουργώντας έναν ασυνήθιστο συνδυασμό που εν τέλει νομιμοποίησε τον ομοφυλοφιλικό γάμο, την ευθανασία και την πορνεία, ενώ παράλληλα εισήγαγε μια μη αποθαρρυντική πολιτική ως προς τη μαριχουάνα.

 
Φωτογραφία του Ρούζβελτ ως «ανθρώπου της χρονιάς» στο περιοδικό ΤIME, Ιανουάριος 1933.

Στη Βόρεια Αμερική, αντίθετα από την Ευρώπη, ο όρος φιλελευθερισμός αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στον κοινωνικό φιλελευθερισμό στη σύγχρονη πολιτική. Τα μεγάλα καναδικά και αμερικανικά κόμματα, το Κόμμα των Φιλελεύθερων και το Δημοκρατικό Κόμμα, συχνά ορίζονται ως σύγχρονοι φιλελεύθεροι ή κεντρο-αριστεροί οργανισμοί[147][148][149]. Στον Καναδά, το επί μακρόν κυρίαρχο Φιλελεύθερο Κόμμα, που χαϊδευτικά αποκαλείται Grits, κυβέρνησε τη χώρα επί σχεδόν 70 έτη κατά τον 20ό αιώνα. Από αυτό το κόμμα προήλθαν μερικοί από τους πιο ισχυρούς πρωθυπουργούς στην καναδική ιστορία, όπως ο Πιέρ Τρυντώ, ο Λέστερ Μ. Πέρισον κι ο Ζαν Κρετιέν, ενώ αυτό υπήρξε κυρίως υπεύθυνο για την ανάπτυξη του καναδικού κράτους πρόνοιας. Η τεράστια επιτυχία των Φιλελεύθερων —απαράμιλλη σε οποιαδήποτε άλλη φιλελεύθερη δημοκρατία— ώθησε πολλούς πολιτικούς σχολιαστές στην πάροδο των ετών να το χαρακτηρίσουν ως το φυσικό κυβερνών κόμμα του έθνους[150][151]. Ωστόσο, στις πρόσφατες εκλογές τα ποσοστά του κόμματος ήταν χαμηλά και επί του παρόντος έχει επισκιαστεί από το Προοδευτικό Συντηρητικό Κόμμα και το σοσιαλδημοκρατικό Νέο Δημοκρατικό Κόμμα[152][153].

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο σύγχρονος φιλελευθερισμός έλκει τις ρίζες του στη δημοφιλή προεδρία του Φραγκλίνου Ντελάνο Ρούζβελτ, ο οποίος εισήγαγε το New Deal ως απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση, κερδιζοντας έτσι τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Ο συνασπισμός New Deal υπό τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ άφησε μία καθοριστική κληρονομιά κι επηρέασε πολλούς μελλοντικούς Αμερικανούς ηγέτες, όπως τον Τζον Φ. Κένεντι, που αυτοαποκαλούνταν φιλελεύθερος και προσδιόριζε τον όρο ως «κάποιος που κοιτά μπροστά κι όχι πίσω, κάποιος που καλωσορίζει τις νέες ιδέες χωρίς άκαμπτες αντιδράσεις... κάποιος που νοιάζεται για την ευημερία του λαού»[154].

Στα τέλη του 20ού αιώνα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εισήγαγε συντηρητική αντίδραση εναντίον του είδους του φιλελευθερισμού που πρέσβευαν οι Ρούζβελτ και Κένεντι[155]. Αυτός ο νέος συντηρητισμός κυρίως στρεφόταν εναντίον της κοινωνικής αναταραχής και των πολιτισμικών αλλαγών που συνέβησαν κατά τη δεκαετία του 1960[155]. Έτσι ανήλθαν στην εξουσία ηγέτες όπως ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος και ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος[156]. Η οικονομική δυσπραγία στις αρχές του 21ου αιώνα οδήγησε στην εκ νέου ανάδειξη του κοινωνικού φιλελευθερισμού με την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στις προεδρικές εκλογές του 2008[157].

Στη Λατινική Αμερική, οι φιλελεύθερες ταραχές χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα, όταν φιλελεύθερες ομάδες συχνά μάχονταν και βίαια ανέτρεπαν συντηρητικά καθεστώτα σε διάφορα κράτη της περιοχής. Οι φιλελεύθερες επαναστάσεις σε χώρες όπως το Μεξικό και το Εκουαδόρ εισήγαγε στον σύγχρονο κόσμο και μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Λατινικής Αμερικής. Οι Λατινοαμερικάνοι φιλελεύθεροι γενικώς πρεσβεύουν το ελεύθερο εμπόριο, την ιδιωτική ιδιοκτησία και είναι κατά της εξουσίας του κλήρου[158]. Σήμερα, οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς στη Λατινική Αμερική οργανώνονται στο Red Liberal de América Latina (RELIAL), ένα κεντροδεξιό δίκτυο που ενώνει δεκάδες φιλελεύθερα κόμματα και οργανισμούς.

Στο RELIAL συμμετέχουν κόμματα γεωγραφικά αντίθετα, όπως η Νέα Συμμαχία Μεξικού κι η Ένωση Φιλελευθέρων Κούβας, η οποία στόχο έχει να εξασφαλίσει την εξουσία στην Κούβα. Μεγάλα φιλελεύθερα κόμματα στην περιοχή συνεχίζουν, ωστόσο, να ενστερνίζονται κοινωνικά φιλελεύθερες ιδέες και πολιτικές— αξιοσημείωτη περίπτωση είναι εκείνη του Φιλελεύθερου Κόμματος της Κολομβίας, το οποίο συμμετέχει στη Σοσιαλιστική Διεθνή. Ένα άλλο γνωστό παράδειγμα είναι το Ριζοσπαστικό Φιλελεύθερο Κόμμα της Παραγουάης, ένα από τα πιο ισχυρά κόμματα της χώρας, το οποίο επίσης χαρακτηρίζεται κεντροαριστερό[159].

Άλλες περιοχές

Επεξεργασία

Στην Ασία, ο φιλελευθερισμός είναι ένα πολύ πιο πρόσφατο πολιτικό ρεύμα σε σχέση με την Ευρώπη ή την Αμερική. Σε ηπειρωτικό επίπεδο, οι φιλελεύθεροι οργανώνονται μέσω του Συμβουλίου Φιλελευθέρων και Δημοκρατών της Ασίας, το οποίο περιλαμβάνει ισχυρά κόμματα, όπως το Φιλελεύθερο Κόμμα των Φιλιππίνων, το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα της Ταϊβάν και το κόμμα Pheu Thai της Ταϊλάνδης. Δύο αξιοσημείωτα παραδείγματα φιλελεύθερης επιρροής υπάρχουν στην Ινδία και την Αυστραλία, αν και αρκετές ασιατικές χώρες έχουν απορρίψει βασικές φιλελεύθερες αρχές .

Στην Αυστραλία, ο φιλελευθερισμός εκπροσωπείται κατά κύριο λόγο από το κεντροδεξιό Φιλελεύθερο Κόμμα[160]. Οι φιλελεύθεροι στην Αυστραλία υποστηρίζουν την ελεύθερη αγορά και έχουν κοινωνικά συντηρητικές καθώς και κοινωνικά φιλελεύθερες συνιστώσες[160][161][162][163].

Στην Ινδία, την πολυπληθέστερη δημοκρατία στον κόσμο, το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο κυριαρχεί εδώ και καιρό στις πολιτικές υποθέσεις. Το ΙΕΚ ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από φιλελεύθερους εθνικιστές που απαιτούσαν τη δημιουργία μιας πιο φιλελεύθερης και αυτόνομης Ινδίας.[164]. Ο φιλελευθερισμός εξακολούθησε να είναι το κύριο ιδεολογικό ρεύμα της ομάδας στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά ο σοσιαλισμός σταδιακά επικράτησε στην πολιτική σκέψη εντός του κόμματος στις επόμενες δεκαετίες. Ένας διάσημος αγώνας που διεξήχθη με επικεφαλής το ΙΕΚ πέτυχε τελικά την ανεξαρτησία της Ινδίας από τη Βρετανία. Τον τελευταίο καιρό, το κόμμα έχει υιοθετήσει σειρά φιλελεύθερων προτάσεων, υπερασπιζόμενο τις ανοικτές αγορές, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει την κοινωνική δικαιοσύνη. Στο «Μανιφέστο του 2009», το ΙΕΚ υποστήριξε έναν «κοσμικό και φιλελεύθερο» ινδικό εθνικισμό έναντι των πρωτογονιστών, κοινοτιστών και των λοιπών συντηρητικών ιδεολογικών τάσεων που ισχυρίζεται ότι υιοθετήθηκαν από τα δεξιά[165].

Σε γενικές γραμμές, το κύριο ζήτημα του ασιατικού φιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η άνοδος του εκδημοκρατισμού ως μέθοδος που θα διευκολύνει τον ταχύτερο οικονομικό εκσυγχρονισμό της ηπείρου[166]. Σε χώρες όπως η Μιανμάρ, ωστόσο, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει αντικατασταθεί από στρατιωτική δικτατορία[167].

Στην Αφρική, ο φιλελευθερισμός είναι συγκριτικά αδύναμος. Το Κόμμα Wafd («Αντιπροσωπευτικό Κόμμα») ήταν ένα εθνικιστικό φιλελεύθερο πολιτικό κόμμα στην Αίγυπτο. Λεγόταν ότι ήταν το πιο δημοφιλές και ισχυρό πολιτικό κόμμα της Αιγύπτου στις δεκαετίες του 1920 και του '30. Πρόσφατα, ωστόσο, τα φιλελεύθερα κόμματα και ιδρύματα έχουν επιδείξει σημαντική ώθηση προς την πολιτική εξουσία. Σε ηπειρωτικό επίπεδο, οι φιλελεύθεροι οργανώνονται στο Αφρικανικό Φιλελεύθερο Δίκτυο, το οποίο περιλαμβάνει κόμματα που ασκούν επιρροή, όπως το Λαϊκό Κίνημα του Μαρόκου, το Δημοκρατικό Κόμμα της Σενεγάλης και τον Ρεπουμπλικανικό Συναγερμό της Ακτής Ελεφαντοστού.

Μεταξύ των αφρικανικών εθνών, η Νότια Αφρική ξεχωρίζει για το γεγονός ότι διαθέτει μια αξιοσημείωτη φιλελεύθερη παράδοση την οποία στερούνται οι άλλες χώρες. Στα μέσα του 20ού αιώνα, το Φιλελεύθερο και το Προοδευτικό Κόμμα είχαν σχηματιστεί για να αντιταχθούν στις πολιτικές απαρτχάιντ της κυβέρνησης. Οι Φιλελεύθεροι σχημάτισαν ένα πολυφυλετικό κόμμα το οποίο κέρδισε αρχικά σημαντική υποστήριξη από τους μαύρους αστούς και τους μορφωμένους λευκούς[168]. Είχε επίσης αποκτήσει υποστηρικτές από τις «εξευρωπαϊσμένες αγροτικές περιοχές», και οι δημόσιες συναθροίσεις του είχαν μεγάλη συμμετοχή μαύρων. Το κόμμα είχε 7.000 μέλη στο αποκορύφωμά του, αν και η απήχησή του στον λευκό πληθυσμό στο σύνολό του ήταν πολύ μικρή για να καταφέρει να κάνει οποιεσδήποτε σημαντικές πολιτικές αλλαγές[168]. Οι Φιλελεύθεροι διαλύθηκαν το 1968, αφού η κυβέρνηση ψήφισε ένα νόμο που απαγόρευε στα κόμματα να έχουν μέλη από περισσότερες από μία φυλές. Σήμερα, ο φιλελευθερισμός στη Νότια Αφρική εκπροσωπείται από τη Δημοκρατική Συμμαχία, το επίσημο κόμμα της αντιπολίτευσης στο κυβερνών Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο. Η Δημοκρατική Συμμαχία είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην Εθνική Συνέλευση και σήμερα ηγείται της επαρχιακής κυβέρνησης του Δυτικού Ακρωτηρίου.

Επίδραση και επιρροή

Επεξεργασία

Τα βασικά στοιχεία της σύγχρονης κοινωνίας έχουν ρίζες στο φιλελευθερισμό. Τα πρώτα κύματα φιλελευθερισμού κατέστησαν δημοφιλή τον οικονομικό ατομισμό, ενώ εξάπλωσαν τη συνταγματική διακυβέρνηση και την κοινοβουλευτική εξουσία[169]. Η αντικατάσταση της ιδιότροπης φύσης της μοναρχικής ή απολυταρχικής εξουσίας με μια διαδικασία λήψης αποφάσεων κωδικοποιημένη σε γραπτούς νόμους αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του φιλελευθερισμού[169]. Οι φιλελεύθεροι επιδίωξαν και καθιέρωσαν μια συνταγματική τάξη που καταξίωσε σημαντικές ατομικές ελευθερίες, όπως την ελευθερία του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι, ένα ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα και δημόσιο ορκωτό δικαστήριο, και την κατάργηση αριστοκρατικών προνομιών[169].

Αυτές οι σαρωτικές αλλαγές στην πολιτική εξουσία σηματοδότησαν τη σύγχρονη μετάβαση από την απολυταρχία στη συνταγματική τάξη[169]. Η επέκταση και προώθηση των ελεύθερων αγορών ήταν ένα άλλο σημαντικό φιλελεύθερο επίτευγμα. Προτού να καθιερώσουν αγορές, ωστόσο, οι φιλελεύθεροι έπρεπε να συντρίψουν τις παλιές οικονομικές δομές του κόσμου. Σε αυτό το πνεύμα, οι φιλελεύθεροι έληξαν τις μερκαντιλιστικές πολιτικές, τα βασιλικά μονοπώλια, και ποικίλους άλλους περιορισμούς στις οικονομικές δραστηριότητες[169]. Επιδίωξαν, επίσης, την κατάργηση των εσωτερικών φραγμών στο εμπόριο— εξαλείφοντας στην πορεία συντεχνίες, τοπικούς δασμούς, τα κοινά (αγαθά) και τις απαγορεύσεις σχετικά με την πώληση της γης[169].

Η ανάγκη εξάπλωσης πολιτικών δικαιωμάτων άσκησε σημαντική επιρροή σε μεταγενέστερα κύματα σύγχρονων φιλελεύθερων στοχασμών και αγώνων. Στις δεκαετίες 1960 και 1970, ο φεμινισμός δεύτερου κύματος στις Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε φιλελεύθερες φεμινιστικές οργανώσεις όπως ο Εθνικός Οργανισμός Γυναικών[170]. Πέραν της στήριξης της ισότητας των δύο φύλων, οι φιλελεύθεροι υπερασπίστηκαν τη φυλετική ισότητα στην προσπάθειά τους να προωθήσουν πολιτικά δικαιώματα, και ένα παγκόσμιο κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων στον 20ό αιώνα σημείωσε επιτυχία στην επίτευξη πολλών από αυτούς τους σκοπούς. Ανάμεσα στα πολλαπλά κινήματα, τοπικά και εθνικά, το κίνημα για πολιτικά δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 τόνισε σημαντικά τις φιλελεύθερες προσπάθειες για ίσα δικαιώματα. Περιγράφοντας τις πολιτικές προσπάθειες της περιόδου, oρισμένοι ιστορικοί έχουν ισχυριστεί ότι «η εκστρατεία για τα δικαιώματα ψήφου σημείωσε... τη σύγκλιση των δύο πολιτικών δυνάμεων στο ζενίθ τους: η εκστρατεία των μαύρων για ισότητα και το κίνημα για φιλελεύθερη μεταρρύθμιση» παρατηρώντας επιπλέον πως «ο αγώνας για την εξασφάλιση ψήφου στους μαύρους συνέπεσε με τη φιλελεύθερη έκκληση για ενισχυμένη ομοσπονδιακή δράση για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών»[171]. Το πρόγραμμα Great Society που ξεκίνησε υπό τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον επιμελήθηκε τη δημιουργία του Medicare και Medicaid, την ίδρυση του Head Start και το Job Corps, στο πλαίσιο του Πολέμου κατά της Φτώχειας, και το πέρασμα του Νόμου-ορόσημο περί Πολιτικών Δικαιωμάτων (Civil Rights Act) του 1964— μια ταχεία σειρά γεγονότων που ορισμένοι ιστορικοί έχουν ονομάσει «φιλελεύθερη ώρα»[172].

Μια άλλη σημαντική φιλελεύθερη επιτυχία περιλαμβάνει την άνοδο του φιλελεύθερου διεθνισμού, ο οποίος έχει πιστωθεί με τη δημιουργία παγκόσμιων οργανισμών, όπως η Κοινωνία των Εθνών και, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Ηνωμένα Έθνη[173]. Από τον 18ο αιώνα, η ιδέα της εξαγωγής φιλελευθερισμού σε όλο τον κόσμο και η δόμηση μιας αρμονικής και φιλελεύθερης διεθνιστικής τάξης έχει κυριαρχήσει στη σκέψη των φιλελευθέρων[174]. Ένας ιστορικός γράφει: «Όπου ο φιλελευθερισμός άνθισε εγχώρια, συνοδεύτηκε από τα οράματα του φιλελεύθερου διεθνισμού»[174]. Αλλά η αντίσταση στο φιλελεύθερο διεθνισμό υπήρξε πικρή και ευρεία, με τους κριτικούς να υποστηρίζουν ότι η αυξανόμενη παγκόσμια αλληλεξάρτηση θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και ότι οι δημοκρατίες αντιπροσώπευαν μια διεφθαρμένη τάξη ανεπίδεκτη διακυβέρνησης, εγχώριας ή διεθνούς[175].

Άλλοι μελετητές έχουν επαινέσει την επιρροή του φιλελεύθερου διεθνισμού, υποστηρίζοντας ότι η άνοδος της παγκοσμιοποίησης «αποτελεί θρίαμβο της φιλελεύθερης αντίληψης, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 18ο αιώνα», γράφοντας επίσης ότι ο φιλελευθερισμός είναι «το μοναδικό ολοκληρωμένο και ελπιδοφόρο όραμα στη διεθνή πολιτική»[176]. Τα οφέλη του φιλελευθερισμού υπήρξαν σημαντικά. Το 1975, περίπου 40 χώρες σε όλο τον κόσμο χαρακτηρίζονταν φιλελεύθερες δημοκρατίες, αλλά ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε πάνω από 80 ώς το 2008[177]. Οι περισσότερες από τις πλουσιότερες και πιο ισχυρές χώρες του κόσμου είναι φιλελεύθερες δημοκρατίες με εκτενή προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας[178].

Παραπομπές και Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Russell 2000, σελ. 577–8; Young 2002, σελ. 39.
  2. Kathleen G. Donohue. Freedom from Want: American Liberalism and the Idea of the Consumer (New Studies in American Intellectual and Cultural History). Johns Hopkins University Press. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2007. Three of them - freedom from fear, freedom of speech, and freedom of religion - have long been fundamental to liberalism. 
  3. The Economist, Volume 341, Issues 7995-7997. The Economist. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2007. For all three share a belief in the liberal society as defined above: a society that provides constitutional government (rule by laws, not by men) and freedom of religion, thought, expression and economic interaction; a society in which ... 
  4. Sehldon S. Wolin. Politics and Vision: Continuity and Innovation in Western Political Thought. Princeton University Press. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2007. While liberalism practically disappeared as a publicly professed ideology, it retained a virtual monopoly in the ... The most frequently cited rights included freedom of speech, press, assembly, religion, property, and procedural rights 
  5. Edwin Brown Firmage, Bernard G. Weiss, John Woodland Welch. Religion and Law: Biblical-Judaic and Islamic Perspectives. Eisenbrauns. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2007. There is no need to expound here the foundations and principles of modern liberalism, which emphasises the values of freedom of conscience and freedom of religion 
  6. John Joseph Lalor. Cyclopædia of Political Science, Political Economy, and of the Political History of the United States. Nabu Press. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2007. Democracy attaches itself to a form of government: liberalism, to liberty and guarantees of liberty. The two may agree; they are not contradictory, but they are neither identical, nor necessarily connected. In the moral order, liberalism is the liberty to think, recognised and practiced. This is primordial liberalism, as the liberty to think is itself the first and noblest of liberties. Man would not be free in any degree or in any sphere of action, if he were not a thinking being endowed with consciousness. The freedom of worship, the freedom of education, and the freedom of the press are derived the most directly from the freedom to think. 
  7. Cuy Sorman,, L'Etat minimum (Το ελάχιστο Κράτος) σ. 24,edit.Albin Michel S.A., 1985,
  8. Guy Sorman «La solution liberale» (Η φιλελεύθερη λύση) σ. 11, Libraire Artheme Fayard, 1984
  9. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 29, σ. 777 ISBN 960-8177-81-2
  10. "All mankind...being all equal and independent, no one ought to harm another in his life, health, liberty, or possessions", John Locke, Second Treatise of Government.
  11. Matthew Kalkman, New Liberalism, Granville Island. ISBN 9781926991047.
  12. Συχνά αναφέρεται στις ΗΠΑ απλά ως «φιλελευθερισμός» (liberalism).
  13. Liberalism in America: A Note for Europeans του Arthur Schlesinger, Jr. (1956) από: The Politics of Hope (Boston: Riverside Press, 1962).

    Liberalism in the U.S. usage has little in common with the word as used in the politics of any other country, save possibly Britain.

  14. Liberalism, Encyclopædia Britannica.
  15. Rothbard, The Libertarian Heritage: The American Revolution and Classical Liberalism Αρχειοθετήθηκε 2013-02-11 στο Wayback Machine..
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 Gross, σελ. 5.
  17. Kirchner, σελ. 2–3.
  18. Emil J. Kirchner, Liberal Parties in Western Europe, «Τα φιλελεύθερα κόμματα είναι από τα πρώτα που σχηματίστηκαν και η παράδοση μακροχρόνιων επιδράσεών τους, ως μέλη κοινοβουλίων και κυβερνήσεων, εγείρουν σημαντικά ερωτήματα...» (Liberal parties were among the first political parties to form, and their long-serving and influential records, as participants in parliaments and governments, raise important questions ...), Cambridge University Press, 1988. ISBN 978-0521323949.
  19. «The Rise, Decline, and Reemergence of Classical Liberalism». Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2012. 
  20. West 1996, σελ. xv.
  21. Delaney, σελ. 18.
  22. Godwin et al., σελ. 12.
  23. Copleston, σελ. 39–41.
  24. Locke, σελ. 170.
  25. Forster, σελ. 219.
  26. Zvesper, σελ. 93.
  27. Feldman, Noah (2005). Divided by God. Farrar, Straus and Giroux, σελ. 29. ("It took John Locke to translate the demand for liberty of conscience into a systematic argument for distinguishing the realm of government from the realm of religion.")
  28. Feldman, Noah (2005). Divided by God. Farrar, Straus and Giroux, σελ. 29.
  29. McGrath, Alistair. 1998. Historical Theology, An Introduction to the History of Christian Thought. Oxford: Blackwell Publishers. σελ. 214–5.
  30. Bornkamm, Heinrich (1962), «Toleranz. In der Geschichte des Christentums», Die Religion in Geschichte und Gegenwart , 3. Auflage, Band VI, col. 942.
  31. Hunter, William Bridges. A Milton Encyclopedia, Volume 8 (East Brunswick, NJ: Associated University Presses, 1980). σελ. 71, 72. ISBN 0-8387-1841-8.
  32. Steven Pincus (2009). 1688: The First Modern Revolution. Yale University Press. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2013. 
  33. «England's revolution». Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2012. 
  34. Windeyer, W. J. Victor (1938). «Essays». Στο: Windeyer, William John Victor. Lectures on Legal History. Law Book Co. of Australasia. 
  35. John J. Patrick, Gerald P. Long (1999). Constitutional Debates on Freedom of Religion: A Documentary History. Westport, CT: Greenwood Press. 
  36. Professor Lyman Ray Patterson, Copyright And `The Exclusive Right' Of Authors Journal of Intellectual Property, Vol. 1, No.1 Fall 1993. http://digitalcommons.law.uga.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1342&context=fac_artchop
  37. «Letter on the subject of Candide, to the Journal encyclopédique July 15, 1759». University of Chicago. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Οκτωβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2008. 
  38. Bernstein, σελ. 48.
  39. Colton and Palmer, σελ. 320.
  40. Roberts, σελ. 701.
  41. Milan Zafirovski (2007). Liberal Modernity and Its Adversaries: Freedom, Liberalism and Anti-Liberalism in the 21st Century. BRILL. σελίδες 237–38. 
  42. Coker, σελ. 3.
  43. Frey, Foreword.
  44. Frey, Preface.
  45. Ros, σελ. 11.
  46. Colton and Palmer, σελ. 428–9.
  47. Turner, σελ. 86.
  48. Cook, σελ. 31.
  49. Modern Political Philosophy (1999), Richard Hudelson, σελ. 37–38.
  50. M. O. Dickerson et al., An Introduction to Government and Politics: A Conceptual Approach (2009) σελ. 129.
  51. Bronfenbrenner, Martin (1955). «Two Concepts of Economic Freedom». Ethics 65 (3): 157–170. doi:10.1086/290998. ISSN 0014-1704. 
  52. Hamowy, σελ. xxix.
  53. Mills, σελ. 63, 68.
  54. 54,0 54,1 Mills, σελ. 64.
  55. Mills, σελ. 66.
  56. Mills, σελ. 67.
  57. Mills, σελ. 68.
  58. Richardson, σελ. 32.
  59. Mills, σελ. 76.
  60. Gray, σελ. 26–27.
  61. 61,0 61,1 Colton and Palmer, σελ. 510.
  62. Colton and Palmer, σελ. 509.
  63. Colton and Palmer, σελ. 546–7.
  64. Richardson, σελ. 36–37.
  65. Mill, John Stuart "On Liberty" Penguin Classics, 2006, σελ. 90–91. ISBN 978-0-14-144147-4.
  66. Mill, John Stuart "On Liberty" Penguin Classics, 2006, σελ. 10–11. ISBN 978-0-14-144147-4.
  67. «IREF | Pour la liberte economique et la concurrence fiscale (PDF)» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2014. 
  68. Mill, John Stuart and Bentham, Jeremy edited by Ryan, Alan. (2004). Utilitarianism and other essays . Λονδίνο: Penguin Books. σελ. 11. ISBN 0-14-043272-8. 
  69. Nicholson, P. P., “T. H. Green and State Action: Liquor Legislation’, History of Political Thought, 6 (1985), σελ. 517–50. Ανατύπωση A. Vincent, ed., The Philosophy of T. H. Green (Aldershot: Gower, 1986), σελ. 76–103.
  70. 70,0 70,1 Adams, Ian (2001). Political Ideology Today (Politics Today). Manchester: Manchester University Press. ISBN 0719060206. 
  71. The Routledge encyclopaedia of philosophy, σελ.599.
  72. «Geoffrey Lee, The People's Budget: An Edwardian Tragedy» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2014. 
  73. Whigs, Radicals, and Liberals, 1815–1914, του Duncan Watts.
  74. Gilbert, "David Lloyd George: Land, The Budget, and Social Reform," The American Historical Review, τόμ. 81, αρ. 5 (Δεκ. 1976), σελ. 1058–1066.
  75. Pressman, Steven (1999). Fifty Great Economists. Λονδίνο: London: routledge. σελίδες 96–100. ISBN 0-415-13481-1. 
  76. 76,0 76,1 Cassidy, John (10 Οκτωβρίου 2011). «The Demand Doctor». The New Yorker. 
  77. Keith Tribe, Economic careers: economics and economists in Britain, 1930–1970 (1997), σελ. 61.
  78. Colton and Palmer, σελ. 808.
  79. Auerbach and Kotlikoff, σελ. 299.
  80. Knoop, σελ. 151.
  81. Adler, Max (1922). Die Staatsauffassung des Marxismus. Αυστρία. ISBN 9783944690407. 
  82. φον Μίζες, Λούντβιχ (1922). Nation, State, and Economy. Βιέννη. ISBN 0865976414. 
  83. Mirowski, Philip, & Plehwe, Dieter The road from Mont Pèlerin: the making of the neoliberal thought collective, Harvard University Press 2009, ISBN 0-674-03318-3, p. 14-15
  84. Philip Mirowski, Dieter Plehwe, The road from Mont Pèlerin: the making of the neoliberal thought collective, 2009, p. 13–14
  85. Foucault, Michel. The Birth of Biopolitics Lectures at the College de France, 1978–1979. London: Palgrave, 2008. σελ.323
  86. Foucault, Michel. The Birth of Biopolitics Lectures at the College de France, 1978–1979. London: Palgrave, 2008. σελ.131
  87. Foucault, Michel. The Birth of Biopolitics Lectures at the College de France, 1978–1979. London: Palgrave, 2008. σελ.132
  88. David Brooks, The Vanishing Neoliberal, The New York Times, 2007
  89. Matt Welch, The Death of Contrarianism. The New Republic returns to its Progressive roots as a cheerleader for state power, Reason Magazine, May 2013
  90. Charles Peters, A Neoliberal's Manifesto, The Washington Monthly, May 1983
  91. Χατζής, Αριστείδης Φιλελευθερισμός, Εκδ.Παπαδόπουλος 2016, ISBN 978-960-569-623-8
  92. Antoninus, σελ. 3.
  93. Young 2002, σελίδες 25–6.
  94. 94,0 94,1 Young 2002, σελ. 24.
  95. Young 2002, σελ. 25.
  96. 96,0 96,1 Gray, σελ. xii.
  97. Wolfe, σελ. 33–6.
  98. Young 2002, σελ. 45.
  99. Ποιος δικαιούται να κυβερνά άρθρο του Αριστείδη Χατζή, αναπλ. καθηγητή Τμήματος Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (Μ.Ι.Θ.Ε.), Τα Νέα 08/10/2011.
  100. Young 2002, σελ. 30–1.
  101. 101,0 101,1 101,2 Young 2002, σελ. 30.
  102. 102,0 102,1 Young 2002, σελ. 31.
  103. Young 2002, σελ. 32.
  104. Young 2002, σελ. 32–3.
  105. 105,0 105,1 Gould, σελ. 4.
  106. 106,0 106,1 Young 2002, σελ. 33.
  107. Wolfe, σελ. 74.
  108. 108,0 108,1 Άνταμς, σελ. 54–5.
  109. Wempe, σελ. 123.
  110. Άνταμς, σελ. 55.
  111. Άνταμς, σελ. 58.
  112. New Liberalism (book).
  113. Matthew Kalkman, New Liberalism, Vancouver : Granville Island Pub., 2011. ISBN 978-1-926991-04-7.
  114. Η Δημοκρατία στην Αμερική, 1835, εκδ. Στόχος. ISBN 960-303-054-6.
  115. 115,0 115,1 Young 2002, σελ. 36.
  116. Wolfe, σελ. 63.
  117. Young 2002, σελ. 39.
  118. Young 2002, σελ. 39–40.
  119. 119,0 119,1 119,2 Young 2002, σελ. 40.
  120. Young 2002, σελίδες 42–3.
  121. Young 2002, σελ. 43.
  122. 122,0 122,1 122,2 Young 2002, σελ. 44.
  123. Jensen, σελ. 1.
  124. Jensen, σελ. 2.
  125. Falco, σελ. 47–8.
  126. 126,0 126,1 Grigsby, σελ. 108.
  127. Koerner, σελ. 14.
  128. Grigsby, σελ. 119–22.
  129. Koerner, σελ. 9–12.
  130. Lightfoot, σελ. 17.
  131. Susser, σελ. 110.
  132. Riff, σελ. 34–6.
  133. Riff, σελ. 34.
  134. Wolfe, σελ. 116.
  135. «The International - Liberalism, Φιλελεύθερη Διεθνής». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2014. 
  136. Wolfe, σελ. 23.
  137. Adams, σελ. 11.
  138. Γερμανικά τραγούδια όπως «οι σκέψεις είναι ελεύθερες» (Die Gedanken sind frei) χρονολογούνται αιώνες πιο πριν.
  139. 139,0 139,1 Kirchner, σελ. 3.
  140. Kirchner, σελ. 4.
  141. Kirchner, σελ. 10.
  142. Karatnycky και λοιποί, σελ. 247.
  143. Hafner και Ramet, σελ. 104.
  144. Διάφοροι συγγραφείς, σελ. 1615.
  145. Schie and Voermann, σελ. 121.
  146. Gallagher και άλλοι, σελ. 226.
  147. Puddington, σελ. 142. After a dozen years of centre-left Liberal Party rule, the Conservative Party emerged from the 2006 parliamentary elections with a plurality and established a fragile minority government.
  148. Grigsby, σελ. 106-7. [Μιλώντας για το Δημοκρατικό Κόμμα] Its liberalism is for the most part the later version of liberalism—modern liberalism.
  149. Arnold, σελ. 3. Modern liberalism occupies the left-of-center in the traditional political spectrum and is represented by the Democratic Party in the United States.
  150. Penniman, σελ. 72.
  151. Chodos και άλλοι, σελ. 9.
  152. Lawrence Martin (22 Νοεμβρίου 2011). «The great Liberal fall started long before Iggy». The Globe and Mail. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2012. 
  153. Chantal Hébert (17 Οκτωβρίου 2011). «The decline of Liberal brand in Canada continues unabated this fall». The Globe and Mail. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2012. 
  154. Alterman, σελ. 32.
  155. 155,0 155,1 Flamm and Steigerwald, σελ. 156–8.
  156. Patrick Allitt, "The Conservatives", Yale University Press, 2009, σελ. 253. ISBN 978-0-300-16418-3.
  157. Wolfe, σελ. xiv.
  158. Dore and Molyneux, σελ. 9.
  159. Ameringer, σελ. 489.
  160. 160,0 160,1 Monsma and Soper, σελ. 95.
  161. Glenn Milne (26 Οκτωβρίου 2009). «A new battleline for Liberal ideas». The Australian. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2014. 
  162. «Vote 1 Baillieu to save small-l liberalism». The Age. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2014. 
  163. Karatnycky, σελ. 59.
  164. Hodge, σελ. 346.
  165. 2009 Manifesto Αρχειοθετήθηκε 2010-08-01 στο Wayback Machine. Indian National Congress. Ανακτήθηκε στις 21/02/2010.
  166. Routledge et al., σελ. 111.
  167. Steinberg, σελ. 1–2.
  168. 168,0 168,1 Van den Berghe, σελ. 56.
  169. 169,0 169,1 169,2 169,3 169,4 169,5 Gould, σελ. 3.
  170. Worell, σελ. 470.
  171. Mackenzie and Weisbrot, σελ. 178.
  172. Mackenzie and Weisbrot, σελ. 5.
  173. Sinclair, σελ. 145.
  174. 174,0 174,1 Schell, σελ. 266.
  175. Schell, σελ. 273–80.
  176. Venturelli, σελ. 247.
  177. Farr, σελ. 81.
  178. Pierson, σελ. 110.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Adams, Ian. Ideology and politics in Britain today. Manchester: Manchester University Press, 1998. ISBN 0-7190-5056-1.
  • Alterman, Eric. Why We're Liberals. New York: Viking Adult, 2008. ISBN 0-670-01860-0.
  • Ameringer, Charles. Political parties of the Americas, 1980s to 1990s. Westport: Greenwood Publishing Group, 1992. ISBN 0-313-27418-5.
  • Amin, Samir. The liberal virus: permanent war and the americanization of the world. New York: Monthly Review Press, 2004.
  • Antoninus, Marcus Aurelius. The Meditations of Marcus Aurelius Antoninus. New York: Oxford University Press, 2008. ISBN 0-19-954059-4.
  • Arnold, N. Scott. Imposing values: an essay on liberalism and regulation. New York: Oxford University Press, 2009. ISBN 0-495-50112-3.
  • Auerbach, Alan and Kotlikoff, Laurence. Macroeconomics Cambridge: MIT Press, 1998. ISBN 0-262-01170-0.
  • Barzilai, Gad, Communities and Law: Politics and Cultures of Legal Identities University of Michigan Press, 2003. ISBN 978-0-472-03079-8.
  • Chodos, Robert et al. The unmaking of Canada: the hidden theme in Canadian history since 1945. Halifax: James Lorimer & Company, 1991. ISBN 1-55028-337-5.
  • Coker, Christopher. Twilight of the West. Boulder: Westview Press, 1998. ISBN 0-8133-3368-7.
  • Colomer, Josep Maria. Great Empires, Small Nations. New York: Routledge, 2007. ISBN 0-415-43775-X.
  • Colton, Joel and Palmer, R.R. A History of the Modern World. New York: McGraw Hill, Inc., 1995. ISBN 0-07-040826-2.
  • Cook, Richard. The Grand Old Man. Whitefish: Kessinger Publishing, 2004. ISBN 1-4191-6449-X.
  • Delaney, Tim. The march of unreason: science, democracy, and the new fundamentalism. New York: Oxford University Press, 2005. ISBN 0-19-280485-5.
  • Diamond, Larry. The Spirit of Democracy. New York: Macmillan, 2008. ISBN 0-8050-7869-X.
  • Dobson, John. Bulls, Bears, Boom, and Bust. Santa Barbara: ABC-CLIO, 2006. ISBN 1-85109-553-5.
  • Dorrien, Gary. The making of American liberal theology. Louisville: Westminster John Knox Press, 2001. ISBN 0-664-22354-0.
  • Falco, Maria. Feminist interpretations of Mary Wollstonecraft. State College: Penn State Press, 1996. ISBN 0-271-01493-8.
  • Farr, Thomas. World of Faith and Freedom. New York: Oxford University Press US, 2008. ISBN 0-19-517995-1.
  • Fawcett, Edmund. Liberalism: The Life of an Idea. Princeton, NJ: Princeton University Press, 2014. ISBN 978-0-691-15689-7.
  • Flamm, Michael and Steigerwald, David. Debating the 1960s: liberal, conservative, and radical perspectives. Lanham: Rowman & Littlefield, 2008. ISBN 0-7425-2212-1.
  • Frey, Linda and Frey, Marsha. The French Revolution. Westport: Greenwood Press, 2004. ISBN 0-313-32193-0.
  • Gallagher, Michael et al. Representative government in modern Europe. New York: McGraw Hill, 2001. ISBN 0-07-232267-5.
  • Gifford, Rob. China Road: A Journey into the Future of a Rising Power. Random House, 2008. ISBN 0-8129-7524-3.
  • Godwin, Kenneth et al. School choice tradeoffs: liberty, equity, and diversity. Austin: University of Texas Press, 2002. ISBN 0-292-72842-5.
  • Gould, Andrew. Origins of liberal dominance. Ann Arbor: University of Michigan Press, 1999. ISBN 0-472-11015-2.
  • Gray, John. Liberalism. Minneapolis: University of Minnesota Press, 1995. ISBN 0-8166-2801-7.
  • Grigsby, Ellen. Analyzing Politics: An Introduction to Political Science. Florence: Cengage Learning, 2008. ISBN 0-495-50112-3.
  • Gross, Jonathan. Byron: the erotic liberal. Lanham: Rowman & Littlefield Publishers, Inc., 2001. ISBN 0-7425-1162-6.
  • Hafner, Danica and Ramet, Sabrina. Democratic transition in Slovenia: value transformation, education, and media. College Station: Texas A&M University Press, 2006. ISBN 1-58544-525-8.
  • Handelsman, Michael. Culture and Customs of Ecuador. Westport: Greenwood Press, 2000. ISBN 0-313-30244-8.
  • Hartz, Louis. The liberal tradition in America. New York: Houghton Mifflin Harcourt, 1955. ISBN 0-15-651269-6.
  • Heywood, Andrew (2003). Political Ideologies: An Introduction. New York, NY: Palgrave Macmillan. ISBN 0-333-96177-3. 
  • Hodge, Carl. Encyclopedia of the Age of Imperialism, 1800–1944. Westport: Greenwood Publishing Group, 2008. ISBN 0-313-33406-4.
  • Jensen, Pamela Grande. Finding a new feminism: rethinking the woman question for liberal democracy. Lanham: Rowman & Littlefield, 1996. ISBN 0-8476-8189-0.
  • Johnson, Paul. The Renaissance: A Short History. New York: Modern Library, 2002. ISBN 0-8129-6619-8.
  • Kanazawa, Satoshi (2010). «Why Liberals and Atheists Are More Intelligent». Social Psychology Quarterly 73 (1): 33–57. https://archive.org/details/sim_social-psychology-quarterly_2010-03_73_1/page/33. 
  • Karatnycky, Adrian. Freedom in the World. Piscataway: Transaction Publishers, 2000. ISBN 0-7658-0760-2.
  • Karatnycky, Adrian et al. Nations in transit, 2001. Piscataway: Transaction Publishers, 2001. ISBN 0-7658-0897-8.
  • Kirchner, Emil. Liberal parties in Western Europe. Cambridge: Cambridge University Press, 1988. ISBN 0-521-32394-0.
  • Knoop, Todd. Recessions and Depressions Westport: Greenwood Press, 2004. ISBN 0-313-38163-1.
  • Koerner, Kirk. Liberalism and its critics. Oxford: Taylor & Francis, 1985. ISBN 0-7099-1551-9.
  • Leroux, Robert, Political Economy and Liberalism in France: The Contributions of Frédéric Bastiat, London and New York, 2011.
  • Leroux, Robert, Davi M. Hart (eds), French Liberalism in the 19th Century, London and New York: London, 2012.
  • Lightfoot, Simon. Europeanizing social democracy?: the rise of the Party of European Socialists. New York: Routledge, 2005. ISBN 0-415-34803-X.
  • Losurdo, Domenico. Liberalism: a counter-history. London: Verso. 2011.
  • Lyons, Martyn. Napoleon Bonaparte and the Legacy of the French Revolution. New York: St. Martin's Press, Inc., 1994. ISBN 0-312-12123-7.
  • Mackenzie, G. Calvin and Weisbrot, Robert. The liberal hour: Washington and the politics of change in the 1960s. New York: Penguin Group, 2008. ISBN 1-59420-170-6.
  • Manent, Pierre and Seigel, Jerrold. An Intellectual History of Liberalism. Princeton: Princeton University Press, 1996. ISBN 0-691-02911-3.
  • Mazower, Mark. Dark Continent. New York: Vintage Books, 1998. ISBN 0-679-75704-X.
  • Monsma, Stephen and Soper, J. Christopher. The Challenge of Pluralism: Church and State in Five Democracies. Lanham: Rowman & Littlefield, 2008. ISBN 0-7425-5417-1.
  • Penniman, Howard. Canada at the polls, 1984: a study of the federal general elections. Durham: Duke University Press, 1988. ISBN 0-8223-0821-5.
  • Perry, Marvin et al. Western Civilization: Ideas, Politics, and Society. Florence, KY: Cengage Learning, 2008. ISBN 0-547-14742-2.
  • Pierson, Paul. The New Politics of the Welfare State. New York: Oxford University Press, 2001. ISBN 0-19-829756-4.
  • Puddington, Arch. Freedom in the World: The Annual Survey of Political Rights and Civil Liberties. Lanham: Rowman & Littlefield, 2007. ISBN 0-7425-5897-5.
  • Riff, Michael. Dictionary of modern political ideologies. Manchester: Manchester University Press, 1990. ISBN 0-7190-3289-X.
  • Rivlin, Alice. Reviving the American Dream Washington D.C.: Brookings Institution Press, 1992. ISBN 0-8157-7476-1.
  • Ros, Agustin. Profits for all?: the cost and benefits of employee ownership. New York: Nova Publishers, 2001. ISBN 1-59033-061-7.
  • Routledge, Paul et al. The geopolitics reader. New York: Routledge, 2006. ISBN 0-415-34148-5.
  • Russell, Bertrand (2000) [1945]. History of Western Philosophy. London: Routledge. ISBN 0-415-22854-9. 
  • Ryan, Alan. The Making of Modern Liberalism (Princeton UP, 2012).
  • Schell, Jonathan. The Unconquerable World: Power, Nonviolence, and the Will of the People. New York: Macmillan, 2004. ISBN 0-8050-4457-4.
  • Shaw, G. K. Keynesian Economics: The Permanent Revolution. Aldershot, England: Edward Elgar Publishing Company, 1988. ISBN 1-85278-099-1.
  • Sinclair, Timothy. Global governance: critical concepts in political science. Oxford: Taylor & Francis, 2004. ISBN 0-415-27662-4.
  • Song, Robert. Christianity and Liberal Society. Oxford: Oxford University Press, 2006. ISBN 0-19-826933-1.
  • Stacy, Lee. Mexico and the United States. New York: Marshall Cavendish Corporation, 2002. ISBN 0-7614-7402-1.
  • Steinberg, David I. Burma: the State of Myanmar. Georgetown University Press, 2001. ISBN 0-87840-893-2.
  • Steindl, Frank. Understanding Economic Recovery in the 1930s. Ann Arbor: University of Michigan Press, 2004. ISBN 0-472-11348-8.
  • Susser, Bernard. Political ideology in the modern world. Upper Saddle River: Allyn and Bacon, 1995. ISBN 0-02-418442-X.
  • Van den Berghe, Pierre. The Liberal dilemma in South Africa. Oxford: Taylor & Francis, 1979. ISBN 0-7099-0136-4.
  • Van Schie, P. G. C. and Voermann, Gerrit. The dividing line between success and failure: a comparison of Liberalism in the Netherlands and Germany in the 19th and 20th Centuries. Berlin: LIT Verlag Berlin-Hamburg-Münster, 2006. ISBN 3-8258-7668-3.
  • Various authors. Countries of the World & Their Leaders Yearbook 08, Volume 2. Detroit: Thomson Gale, 2007. ISBN 0-7876-8108-3.
  • Venturelli, Shalini. Liberalizing the European media: politics, regulation, and the public sphere. New York: Oxford University Press, 1998. ISBN 0-19-823379-5.
  • Wallerstein, Immanuel. The Modern World-System IV: Centrist Liberalism trimphant 1789-1914. Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 2011.
  • Wempe, Ben. T. H. Green's theory of positive freedom: from metaphysics to political theory. Exeter: Imprint Academic, 2004. ISBN 0-907845-58-4.
  • Whitfield, Stephen. Companion to twentieth-century America. Hoboken: Wiley-Blackwell, 2004. ISBN 0-631-21100-4.
  • Wolfe, Alan. The Future of Liberalism. New York: Random House, Inc., 2009. ISBN 0-307-38625-2.
  • Worell, Judith. Encyclopedia of women and gender, Volume I. Amsterdam: Elsevier, 2001. ISBN 0-12-227246-3.
  • Young, Shaun (2002). Beyond Rawls: An Analysis of the Concept of Political Liberalism. Lanham, MD: University Press of America. ISBN 0-7618-2240-2. 
  • Zvesper, John. Nature and liberty. New York: Routledge, 1993. ISBN 0-415-08923-9.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία