Δεσπότης της Ηπείρου (τίτλος)

Ο Δεσπότης της Ηπείρου ήταν ο κυβερνήτης στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, σε ένα από τα Σταυροφορικά κράτη που προήλθαν μετά την Δ΄ Σταυροφορία. Τα ονόματα "Δεσποτάτο της Ηπείρου" και ο τίτλος "Δεσπότης της Ηπείρου" χρησιμοποιήθηκαν για να προσδιορίσουν τους ίδιους τους Δεσπότες. Ο τίτλος του Δεσπότη στην Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ένας ηγεμονικός τίτλος που δεν προσδιόριζε την εξουσία σε μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά την ιεραρχική θέση του στην Βυζαντινή κυριαρχία. Σε πολλές περιοχές ο κυβερνήτης που ανήκε σε ξένη δυναστεία κατείχε τον τίτλο του Δεσπότη αλλά ειδικά στην Ήπειρο ο τοπικός πληθυσμός τους είδε με δυσπιστία. Σε άλλες εκδόσεις εμφανίστηκαν οι τίτλοι "Δεσπότης της Άρτας" και "Δεσπότης των Ιωαννίνων" που ήταν οι δύο μεγαλύτερες πόλεις στην περιοχή, μερικοί ιστορικοί χρησιμοποίησαν τους τίτλους "Δεσπότης της Ρώμης" ή "Δεσπότης των Ρωμαίων". Ο τελευταίος Δεσπότης της Ηπείρου Λεονάρδος Γ΄ Τόκκος (1448-1479) εξορίστηκε όταν το Δεσποτάτο του κατακτήθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι απόγονοι του εξακολουθούσαν να διεκδικούν τον τίτλο του Δεσπότη μέχρι την εποχή που ο Αντώνιος Τόκκος τον εγκατέλειψε για να διεκδικήσει τον τίτλο του πρίγκηπα της Αχαίας (1642). Στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ο τίτλος του "Δεσπότη" χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει κάποιον αυτοκρατορικό τίτλο και δεν συνδέθηκε με τα εδάφη στα οποία κυβερνούσε.

Ο τίτλος "Δεσπότης της Ηπείρου" σε σχέση με τους κυβερνήτες στο "Δεσποτάτο της Ηπείρου" ήταν στην πραγματικότητα ανακριβής.[1] Ο τίτλος σχετίστηκε μόνο με τις περιοχές στις οποίες οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες έδιναν στα μέλη της οικογένειας τους δώρα για να τα κυβερνήσουν σαν ανεξάρτητοι ηγεμόνες.[2][3][4] Ο ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον τίτλο ούτε ο διάδοχος του Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας παρά το γεγονός ότι στέφτηκε αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης (1225). Ο πρώτος κυβερνήτης της Ηπείρου που κατείχε τον τίτλο του Δεσπότη ήταν την δεκαετία του 1230 ο Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας από τον θείο του Μανουήλ σαν ένδειξη υποταγής στον Αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη.[5][6] Τον τίτλο του Δεσπότη της Ηπείρου ασπάστηκε και η Ιταλική Οικογένεια Ορσίνι που διαδέχθηκε στην ηγεσία του Δεσποτάτου την Ελληνική δυναστεία των Κομνηνών Δουκών κλάδου της Οικογένειας των Αγγέλων. Οι Ορσίνι διεκδίκησαν τον τίτλο του "Δεσπότη της Ρωμανίας" αφού η Ήπειρος ανήκε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.[7] Ο Θωμάς Β΄ Πρελιούμποβιτς που πήρε τον τίτλο από τον προηγούμενο κυβερνήτη Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο ανακήρυξε τον εαυτό του "Δεσπότη των Ιωαννίνων" σαν ένδειξη ότι κυβερνάει ολόκληρη την Ήπειρο.[8] Με την κατάληψη των Ιωαννίνων (1411) ο Κάρολος Α΄ Τόκκος κληρονόμησε τον τίτλο του Δεσπότη με τον ίδιο τρόπο που τον κατείχαν οι Οικογένειες Κομνηνού Δούκα, Ορσίνι και ο Θωμάς Β΄ Πρελιούμποβιτς. Οι κάτοικοι του έδωσαν συμβουλή να πάει στην Κωνσταντινούπολη, ο Κάρολος Τόκκος έστειλε τον αδελφό του Λεονάρδο στον οποίο ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος αναγνώρισε τον τίτλο του Δεσπότη.[8]

Ο τίτλος του Δεσπότη της Ηπείρου ήταν στην πραγματικότητα εξουσία σε ολόκληρη την Ήπειρο όχι μόνο στα Ιωάννινα, ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της Άρτας που κατείχε η Οικογένεια Σπάτα (1416). Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας παραχωρούσε τον τίτλο σαν ένδειξη αδυναμίας ότι δεν μπορούσε να ασκήσει την εξουσία στις παραμεθόριες περιοχές, την κατείχε πάντα ο αντίστοιχος Δεσπότης.[9] Ο Κάρολος Α΄ Τόκκο αντικατέστησε τον τίτλο σε "Δεσπότης των Ρωμαίων" (1418) τον οποίο κατείχαν τα προηγούμενα μέλη της Οικογένειας Ορσίνι.[7] Τον ίδιο τίτλο χρησιμοποίησε ο Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας, ο Κάρολος τον αντέγραψε (1418) σαν σφετερισμό του τίτλου του Κεντυρίων που είχε την ίδια χρονιά λεηλατηθεί από τους Βυζαντινούς. Οι πηγές της Ηπείρου γράφουν ότι επιβεβαίωσε τον τίτλο ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ αλλά οι Βυζαντινές δεν το αναφέρουν πουθενά.[10] Τα έγγραφα από τα Ιωάννινα και την Άρτα τον καταγράφουν ως "Λόρδος Κάρολος, με την χάρη του Θεού Δεσπότης της Ρωμανίας".[11] Η κατοχή του τίτλου χωρίς την έγκριση του αυτοκράτορα ήταν επικίνδυνη για τους Βυζαντινούς επειδή θεωρούσαν την Ήπειρο τμήμα της αυτοκρατορίας τους.[12] Ο διάδοχος του Καρόλου Α΄ Κάρολος Β΄ Τόκκος μετέτρεψε τον τίτλο σε "Δεσπότης της Άρτας" που συσχετιζόταν με την παλιά πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι Βυζαντινοί έβλεπαν με την ίδια καχυποψία τον τίτλο αυτόν επειδή συσχετιζόταν με κατοχή της περιοχής χωρίς υποταγή στον αυτοκράτορα.[13] Ο διάδοχος του Καρόλου Β΄ Λεονάρδος Γ΄ Τόκκος χρησιμοποίησε επίσης τον ίδιο τίτλο.[14] Τα μετέπειτα μέλη της Οικογένειας Τόκκο διεκδικούσαν τους τίτλους "Δεσπότης της Ρωμανίας" και "Δεσπότης της Άρτας", σε κείμενο της Οικογένειας Τόκκο (1697) καταγράφονται σαν διεκδικητές του τίτλου "Δεσπότης της Ρωμανίας και της Άρτας".[15]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Fine 1994, σ. 69
  2. Soustal & Koder 1981, σσ. 38–39
  3. ODB, σσ. 614, 716
  4. Stiernon 1959, σσ. 122–126
  5. Fine 1994, σσ. 68–69
  6. ODB, σ. 716
  7. 7,0 7,1 Zečević 2014, σ. 91
  8. 8,0 8,1 Zečević 2014, σ. 81
  9. Zečević 2014, σ. 82
  10. Zečević 2014, σ. 92
  11. Zečević 2014, σ. 100
  12. Zečević 2014, σ. 97
  13. Zečević 2014, σ. 116
  14. Zečević 2014, σ. 126
  15. Gizzi 1697, σ. 53
  • Fine, John Van Antwerp (1994) [1987]. The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ann Arbor, Michigan: University of Michigan Press.
  • Gizzi, Andrea Giuseppe (1697). Lo scettro del despota o vero Del titolo. Nella stamperia di Giacomo Raillard.
  • Kazhdan, Alexander, ed. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press.
  • Miller, William (1908). The Latins in the Levant: A History of Frankish Greece (1204–1566). London: John Murray.
  • Miller, William (1921). "Balkan Exiles in Rome". Essays on the Latin Orient. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Nicol, Donald M. (1968). The Byzantine family of Kantakouzenos (Cantacuzenus) ca. 1100-1460: A Genealogical and Prosopographical Study. Dumbarton Oaks studies 11. Washington, DC: Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies.
  • Nicol, Donald M. (1984). The Despotate of Epiros, 1267-1479: A Contribution to the History of Greece in the Middle Ages. Cambridge University Press.
  • Nicol, Donald M. (1992). The Immortal Emperor: The Life and Legend of Constantine Palaiologos, Last Emperor of the Romans. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Shamà, Davide (2013). "I di Tocco, Sovrani dell'Epiro e di Leucade: Studio storico-genealogico". Notiziario dell'Associazione Nobiliare Regionale Veneta (in Italian).
  • Soustal, Peter; Koder, Johannes (1981). Tabula Imperii Byzantini, Band 3: Nikopolis und Kephallēnia (in German). Vienna: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften.
  • Stiernon, Lucien (1959). "Les origines du despotat d'Épire. À propos d'un livre récent". Revue des études byzantines (in French). 17: 90–126.
  • Talbot, Alice-Mary (2004). "Revival and Decline: Voices from the Byzantine Capital". In Evans, Helen C. (ed.). Byzantium: Faith and Power (1261-1557). Metropolitan Museum of Art.
  • Zečević, Nada (2014) [1968]. The Tocco of the Greek Realm: Nobility, Power and Migration in Latin Greece (14th – 15th Centuries). Makart.