Τορκουάτο Τάσσο (Γκαίτε)
Τορκουάτο Τάσσο (γερμανικά: Torquato Tasso ) είναι θεατρικό έργο σε πέντε πράξεις του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε στο οποίο ο συγγραφέας απεικονίζει ένα κρίσιμο σημείο της ζωής του Ιταλού ποιητή της Αναγέννησης Τορκουάτο Τάσσο, όταν εμφανίστηκε η πνευματική του αστάθεια και εξορίστηκε από την αυλή του προστάτη του. Το έργο δημοσιεύθηκε το 1790, αλλά παρουσιάστηκε το 1807 στη Βαϊμάρη.[1]
![]() Η Λεονώρα ντ΄Έστε και ο Τορκουάτο Τάσσο, πίνακας του 1892 | |
Συγγραφέας | Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε |
---|---|
Τίτλος | Torquato Tasso |
Γλώσσα | Γερμανικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1780 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1790 |
Πολιτιστικό κίνημα | Κλασικισμός της Βαϊμάρης |
Μορφή | θεατρικό έργο |
Εμπνευσμένο από | Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ |
![]() | |
δεδομένα ( ) |
Το θέμα - εκτός από τον έρωτα του νεαρού Τάσσο για την πριγκίπισσα Λεονώρα ντ' Έστε, την αδερφή του δούκα - είναι ο ρόλος του ποιητή στην αυλική κοινωνία και η σύγκρουση του καλλιτέχνη με το αυλικό περιβάλλον.[2]
Συγγραφή
ΕπεξεργασίαΗ πρώτη έκδοση του έργου δημιουργήθηκε το 1780-1781 και δεν έχει διασωθεί. Σύμφωνα με σύγχρονες μαρτυρίες, γράφτηκε σε πεζογραφία και διέφερε ουσιαστικά από την τελική εκδοχή, στην οποία ο Γκαίτε άρχισε να εργάζεται κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία (1786-1788). Το έργο είναι γραμμένο σε ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό στίχο και ακολουθεί αυστηρά τον κλασικό κανόνα των τριών ενοτήτων τόπου, χρόνου και δράσης. Ωστόσο, αποκλίνει από τη θεωρία του κλασικού δράματος, ο ήρωας δεν βιώνει την κάθαρση, τα προβλήματά του παραμένουν άλυτα. Ο Γκαίτε ολοκλήρωσε το έργο το 1789 στη Βαϊμάρη και το δημοσίευσε τον επόμενο χρόνο. Έκανε πρεμιέρα στο θέατρο της Βαϊμάρης το 1807.[3]
Χαρακτήρες
Επεξεργασία- Αλφόνσο Β', δούκας της Φεράρα
- Η Λεονόρα ντ' Έστε, η αδερφή του δούκα
- Η κόμισσα Λεονόρα Σανβιτάλε, φίλη της Λεονόρα ντ' Έστε
- Τορκουάτο Τάσσο, ποιητής
- Αντόνιο Μοντεκατίνο, διπλωμάτης του δούκα
Υπόθεση
ΕπεξεργασίαΤο έργο διαδραματίζεται μια ανοιξιάτικη μέρα γύρω στο 1577 στο κάστρο Μπελριγκουάρντο, το θερινό ανάκτορο του δούκα της Φεράρα, Αλφόνσο Β'. Στην αρχή του έργου, ο αυλικός ποιητής Τορκουάτο Τάσσο παρουσιάζει στον προστάτη του το έπος του Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ που μόλις ολοκλήρωσε. Η πριγκίπισσα Λεονώρα, η αδερφή του δούκα που συνοδεύεται από την κόμισσα Λεονόρα Σανβιτάλε, στεφανώνει τον ποιητή με δάφνινο στεφάνι. Ο Τάσσο παρουσιάζεται ως ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης κλεισμένος στον εαυτό του, που πιστεύει «Ό,τι θέλεις, επιτρέπεται!», στο οποίο η Λεονώρα απαντά «Επιτρέπεται ό,τι είναι κατάλληλο», παροτρύνοντάς τον σε αυτοσυγκράτηση. Η πριγκίπισσα θεωρεί τον εγωκεντρισμό του ποιητή ως την αιτία της απομόνωσής του και τον συμβουλεύει να γίνει φίλος με τον έμπιστο πολιτικό και διπλωμάτη του δούκα, Αντόνιο Μοντεκατίνο, έναν άνθρωπο με σοφή και ώριμη κρίση.
Όταν εμφανίζεται ο Αντόνιο, ο ποιητής του απευθύνεται με υπεβολικά συναισθηματικό πάθος αλλά η νηφάλια και λιγότερο αυθόρμητη απάντηση του Αντόνιο τον ταπεινώνει και τον προσβάλει. Σε μια νοσηρή έκφραση της ευαισθησίας του, ο ποιητής κλιμακώνει την παρεξήγηση σε τέτοιο βαθμό που τελικά τραβάει το σπαθί του. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο δούκας και τιμωρεί την αυθάδεια του Τάσσο με κατ' οίκον περιορισμό, μια αδιαμφισβήτητα ήπια απόφαση. Ο ποιητής όμως τη θεωρεί «αιχμαλωσία» και πιστεύει ότι η απαγόρευση εμφάνισής του είναι σκευωρία των εχθρών του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγει και την πριγκίπισσα, με την οποία είναι βαθιά ερωτευμένος.
Όλοι προσπαθούν να τον βοηθήσουν και καταλήγουν στην άποψη ότι μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα η προσωρινή παραμονή του στη Φλωρεντία θα αποσπάσει την προσοχή του από τις ζοφερές σκέψεις. Αλλά ο Τάσσο προτιμά να πάει στη Ρώμη για να συναντήσει τους φίλους του, ο δούκας συμφωνεί και έρχεται να τον αποχαιρετήσει και να του δώσει συστατικές επιστολές σε γνωστούς του στη Ρώμη. Μόλις αναρρώσει, του λέει, ήταν ευπρόσδεκτος να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή. Ο Τάσσο του ζητά το χειρόγραφο του ποιήματος αλλά ο δούκας αρνείται φοβούμενος ότι υπό την επιρροή άλλων καλλιτεχνών θα το άλλαζε. Αυτό εδραιώνει την πεποίθηση του Τάσσο ότι ο δούκας επηρεάζεται από τη μοχθηρία του Αντόνιο.[4]
Όταν η πριγκίπισσα τον βλέπει ξανά για να τον αποχαιρετήσει, προσπαθεί να ηρεμήσει τον βαθιά πληγωμένο ποιητή και τον προειδοποιεί για τον κίνδυνο που συνεπάγεται η φύση του γι' αυτόν. Παρεξηγώντας τη συμπάθειά της, ο Τάσο δεν μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά του και την αγκαλιάζει σφιχτά με παθιασμένες δηλώσεις αγάπης. Ο δούκας και ο Αντόνιο γίνονται μάρτυρες αυτής της απαράδεκτης και ντροπιαστικής σκηνής. Σε απόγνωση, ο Τάσσο προσβάλλει και τους δύο. Για άλλη μια φορά βλέπει τον εαυτό του ως θύμα συνωμοσίας, αρχηγός της οποίας υποτίθεται ότι είναι ο Αντόνιο. Ο δούκας είναι πεπεισμένος ότι ο ποιητής έχει τρελαθεί και φεύγει με τη συγκλονισμένη και τρομοκρατημένη αδερφή του και την κόμισσα χωρίς να τον χαιρετήσει. Ο Τάσσο απελπίζεται και βασανίζεται από τύψεις. Διχασμένος και νιώθοντας την απόρριψη, εμπιστεύεται τον Αντόνιο, ο οποίος με τα καταπραϋντικά λόγια του απαλύνει τον θυμό του ποιητή, που μετατρέπεται σε βαθιά πικρία και εξάντληση. Πιστεύει ότι έχει χάσει όχι μόνο τους φίλους του αλλά και τον εαυτό του. Θα ήθελε τουλάχιστον να αποχαιρετήσει και να ζητήσει συγγνώμη από την αγαπημένη του και τον προστάτη του, αλλά είναι πολύ αργά, έχουν ήδη εγκαταλείψει το εξοχικό κτήμα για τη Φεράρα. Ο μόνος που του μένει είναι ο Αντόνιο, του οποίου η δύναμη και η ηρεμία είναι πλέον το μοναδικό του στήριγμα.[4]
Σχόλια
Επεξεργασία- Το έργο βασίζεται ελεύθερα σε ένα πραγματικό ιστορικό περιστατικό: το 1577 ο Τορκουάτο Τάσσο, πάσχοντας από νευρικές κρίσεις και μανία καταδιώξεως, τραυμάτισε με το μαχαίρι του έναν αυλικό επειδή πίστευε ότι τον κατασκόπευε και ο Αλφόνσο Β΄ τον έθεσε για ένα διάστημα σε κατ' οίκον περιορισμό. Όταν αργότερα η ψυχική ασθένεια του ποιητή υποτροπίασε, ο Αλφόνσο έκλεισε τον ποιητή στο ψυχιατρείο της Αγίας Άννας για επτά χρόνια, από το 1579-1586.
- Δεν υπάρχει σχεδόν καμία εξωτερική δράση στο έργο. Το πραγματικό δράμα -και αυτό είναι που κάνει το έργο σύγχρονο μέχρι την εποχή μας- διαδραματίζεται στις σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωα. Οι παθιασμένοι μονόλογοι του Τάσσο δίνουν στο έργο έναν χαρακτήρα μονόλογου, ο οποίος, διακόπτεται από τις πάντα προσεκτικές και ευγενικές αλλά σκληρές επεμβάσεις των άλλων χαρακτήρων. Τα γεμάτα πάθος ελεγειακά και λυρικά αποσπάσματα εναλλάσσονται με νηφάλιους προβληματισμούς και παρεμβολές, στις οποίες αποκαλύπτονται οι απόψεις του Γκαίτε.
- Το έργο περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο Γκαίτε βασίστηκε στις δικές του εμπειρίες ως αυλικός ποιητής για τον χαρακτήρα του Τάσσο (όταν πρωτοπήγε στην αυλή της Βαϊμάρης υπέφερε από την εχθρότητα της αυλικής κοινωνίας) και στη δράση του ως ανώτατος αυλικός αξιωματούχος (προφανώς η κοινωνική θέση του, καθώς ανέλαβε διάφορα πολιτικά αξιώματα και έλαβε τίτλο ευγενείας το 1782, είχε πλέον γίνει πιο σταθερή) για να σκιαγραφήσει τον Αντόνιο. Αλλά ο Γκαίτε, σε αντίθεση με τον Τάσσο, δεν ήταν αντικοινωνικός και ουδέποτε δηλώθηκε παράφρων. Υπό αυτή την άποψη, ο Τάσσο φαίνεται πιο κοντά στον πρώην φίλο του Γκαίτε Γιάκομπ Μίκαελ Ράινχολντ Λεντς, ο οποίος εκδιώχθηκε από την αυλή της Βαϊμάρης αφού «συμπεριφέρθηκε σαν γάιδαρος», όπως έγραψε ο Γκαίτε στο ημερολόγιό του.
- Ο έρωτας του Τάσσο για τη Λεονώρα φέρνει το μοτίβο του ανεκπλήρωτου έρωτα στο προσκήνιο και δημιουργεί εύκολα αναγνωρίσιμους παραλληλισμούς με την πολυετή σχέση του Γκαίτε με τη Σαρλότε φον Στάιν.[5]
Μετάφραση στα ελληνικά
Επεξεργασία- Τορκουάτο Τάσσο, μτφ. Άρης Δικταίος, εκδ. Γ.Παπαδημητρίου, 1953 [6]
- Τορκουάτο Τάσσο, μτφ. Στέλλα Νικολούδη, εκδ. Άγρα, 1999 [7]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ . «sites.google.com/site/germanliterature/18thcentury/goethe/torquato-tasso».
- ↑ . «blog.litteratur.ch/Johann Wolfgang Goethe: Torquato Tasso».
- ↑ . «xlibris.de/Autoren/Goethe/Kurzinhalt/TorquatoTasso».
- ↑ Άλμα πάνω, στο: 4,0 4,1 . «getabstract.com/de/zusammenfassung/torquato-tasso».
- ↑ . «inhaltsangabe.de/goethe/torquato-tasso/interpretation/».
- ↑ . «protoporia.gr/gkaite-gioxan-volfgkangk-torkouato-tasso».
- ↑ . «politeianet.gr/books/goethe-johann-wolfgang-von-agra-torkouato-tasso».