Μελιδόνι Χανίων
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Το Μελιδόνι (επίσημο: το Μελιδόνιον) είναι χωριό και έδρα ομώνυμης κοινότητας του δήμου Αποκορώνου στην περιφερειακή ενότητα Χανίων της Κρήτης. Είναι κτισμένο στις ΒΑ παρυφές των Λευκών Ορέων σε υψόμετρο 450 μέτρων και έχει θέα μαγευτική, "μπαλκόνι τ' Αποκόρωνα" το χαρακτήριζαν οι παλιότεροι. Η περιοχή είχε κατοικηθεί από τα αρχαία χρόνια, αν και τα απομεινάρια της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή είναι σήμερα περιορισμένα (συγκεκριμένα έχει βρεθεί αρχαίος τάφος με οστά στη θέση "Αγιασμένου", αρχαία ερείπια στις τοποθεσίες Ελληνικό, Βίγλα, Παπάς, Χαλασμένα, λατρευτικό σπήλαιο και νομίσματα Μινωικής εποχής στο σπήλαιο Γουργούθια, αρχαία αντικείμενα στο σπήλαιο Λεντάκα κλπ.).
Μελιδόνι | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Κρήτης |
Περιφερειακή Ενότητα | Χανίων |
Δήμος | Αποκορώνου |
Δημοτική Ενότητα | Φρε |
Γεωγραφία | |
Νομός | Χανίων |
Υψόμετρο | 450 |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 117 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τους Βυζαντινούς και την εποίκηση της Κρήτης από από τα αναφερόμενα 12 Αρχοντόπουλα (1182μ.Χ.) καθώς και των Ενετών στη συνέχεια, κύριος μεγάλης κτηματικής έκτασης στην περιοχή του χωριού έγινε κάποιος με το επώνυμο "Μελιδόνης" (το επίθετο "Μελιδόνης" ήταν Βυζαντινό σύμφωνα με τον Στέφανο Ξανθουδίδη, Επαρχίαι & Πόλεις της Κρήτης, τομ.Γ', σελ.41), η προφορική παράδοση διέσωσε το τοπωνύμιο «στου Μελιδόνη τα χωράφια» και έτσι εν τέλη το χωριό απέκτησε το σύγχρονο όνομά του.
Η ευρύτερη περιοχή του χωριού παρουσιάζει έντονο σπηλαιολογικό ενδιαφέρον, τα σπήλαια που βρίσκονται στην ορεινή ζώνη πλησίον του χωριού αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας τα τελευταία 50 χρόνια από ελληνικές και ξένες αποστολές, μοναδικό στο είδος του το "Μαύρο Σκιάδι" το οποίο βρίσκεται ψηλά στη Μελιδονιανή Μαδάρα στην τοποθεσία "Ατζίνες" και αποτελεί το μεγαλύτερο κατακόρυφο σπηλαιοβάραθρο στην Ελλάδα (-342μ.) και ένα από τα μεγαλύτερα στο είδος του στον κόσμο, πλησίον του και λίγο ανατολικότερα της Μελιδονιανης Μαδάρας στην ίδια περιοχή ξεχωρίζουν τα παγκοσμίου φήμης πολυδαίδαλα σπηλαιοβάραθρα "Λιοντάρι" και "Γούργουθακας". Όμως και κοντά στον οικισμό υπάρχει η σπηλιά (του) "Λεντάκα" και τα "Γουργούθια" (η "Σπηλιάρα") στις οποίες μάλιστα έχουν ανευρεθεί στο παρελθόν σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα.
Πρώτοι κάτοικοι αλλά και ιδρυτές του χωριού στη σημερινή του θέση ήταν οι "Κοκκίνηδες" από την Ίμπρο Σφακίων, συγκεκριμένα ο Σήφης Βάφης (ή Κοκκίνης) του Κωσταντή & ο Γιώργης Κοκκίνης του Σήφη, οι οποίοι ήταν βοσκοί στα Λευκά Όρη, μεταξύ τους ήταν ανιψιός και θείος, το πραγματικό επίθετο της οικογένειά ς τους ήταν Πατακοί αλλά τους παρανόμιαζαν “Κοκκίνηδες” ή “Βάφηδες” λόγω του χρώματος του δέρματός τους. Ο Σήφης και ο Γιώργης γύρω στο 1740-1750 και κάθε καλοκαίρι έβοσκαν τα πρόβατά τους στη θέση "Χώσες" των Β.Α. Λευκών Ορέων του Αποκόρωνα, τους χειμώνες άρχισαν να κατεβαίνουν λόγω της κακοκαιρίας και να ξεχειμωνιάζουν πιο χαμηλά στην περιοχή που ονομαζόταν όπως αναφέραμε παραπάνω “στου Μελιδόνη τα χωράφια", σταδιακά δεν επέστρεφαν καθόλου στην Ίμπρο. Περίπου το 1760 ο Σήφης Βάφης εγκαταστάθηκε μόνιμα στην περιοχή με τα ήδη 8 γεννημένα τέκνα του (4 αγόρια & 4 κόρες) τα οποία δημιούργησαν οικισμό που ονομάσθηκε αργότερα "Μελιδόνι" στη σημερινή θέση (ανάμεσα στις σημερινές γειτονιές "Μεσοχωριά" και "Οπίσω Ρούγα"). Λίγο αργότερα ή ταυτόχρονα εγκαταστάθηκαν και έχτισαν σπίτια και τα παιδιά του Γιώργη θεμελιώνοντας τις γειτονιές “Πάνω και Κάτω Κεφάλα” (Νικηφόρος & Μανούσος αντίστοιχα) και την “Κοπανίστρα” (Σήφης). Το πρώτο κτίσμα της περιοχής ήταν ένα και μόνο ισόγειο δωμάτιο χωρίς παράθυρα και πόρτα, γύρω του κτίστηκαν μερικά άλλα δωμάτια με σκοπό να κατοικήσει ο Γιάννης (ο 2ος γιος του Σήφη Βάφη-Κοκκίνη) που επρόκειτο να παντρευτεί. Το δωμάτιο χωρίς πόρτα και παράθυρα ήταν μυστική κρύπτη που είχε πρόσβαση μόνο μέσω μίας υπόγειας στοάς. Λίγο αργότερα, κατά τις επαναστάσεις του 1769 και έπειτα, χρησίμευσε ως κρησφύγετο αρκετών Χριστιανών της επαρχίας Αποκορώνου, όποιος φόνευε Τούρκο πήγαινε "στου Μελιδόνη" να κρυφτεί στην αποκαλούμενη "κατζηλιερία" (ενετική λέξη που σημαίνει το απαραβίαστο δωμάτιο σε προξενείο) και μετά φυγαδεύονταν προς τις Σφακιανές Μαδάρες, ο οικοδεσπότης ονομαζόταν "Κατζηλιέρης" και στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο Γιάννης (Κοκκινάκις=γιός του Κοκκίνη) ο οποίος αργότερα έκανε γιο τον Νικολή τον οποίο παρανόμιαζαν “Νικολούδη” λόγω του θεόρατου σωματότυπού του ή “Κατζιλιέρη” λόγω του πατέρα του, γενάρχης της οικογένειας των Νικολουδάκηδων του Μελιδονίου.
Τα πρώτα σπίτια του χωριού λοιπόν δημιουργήθηκαν από τα 4 αγόρια του Σήφη Βάφη-Κοκκίνη (Κωστάντουλας, Κατζιλιέρης, Νεύρης & Κακούρης) και από τα 3 αγόρια του Γιώργη Κοκκίνη (Νικηφόρος, Σήφης, Μανούσος, σημειώνεται ότι τον Μανούσο τον είχε κάνει καμπούλι η οικογένεια, ήταν θετός αδερφός του Νικηφόρο και του Σήφη), από τους παραπάνω 7 προέκυψαν οι περισσότερες οικογένειες και τα αρχικά επίθετα του χωριού (Κωσταντουλάκηδες μετέπειτα Σήφακες, Νικολουδάδηκες, Νευράκηδες, Κακουρηδες, Νικηφοράκηδες, Κοκκινάκηδες μετέπειτα Σταμπεδάκηδες, Μανουσάκηδες). Την εποχή εκείνη υπήρχε έντονη πολεμική κινητικότητα εναντίον των Τούρκων και οι Κοκκίνηδες, φύση μαχητές και πολέμαρχοι (με καταγωγή από τους Πατακούς, τους “άρχοντες τσι Μαδάρας” όπως τους έλεγαν στα Σφακιά) ήταν μπροστάρηδες στους αγώνες αφού εφοδιάζονταν εύκολα με όπλα από τους συγγενείς τους στα Σφακιά. Ο Αντώνιος Σήφακας του Γεωργίου (1852-1910) στα χειρόγραφά του αναφέρει για το Μελιδόνι ότι: "εν ω ουδέποτε κατώκησε Τούρκος". Την περίοδο εκείνη οι οικισμοί Μελιδόνι, Ραμνή, Χιλιομουδού & Σαμωνάς ακουγότανε σε όλη την Κρήτη και ως "Μιτσά (μικρά) Σφακιά" εξαιτίας της έντονης μετοίκησης Σφακιανών στα χωριά αυτά και εξαιτίας της έντονης πολεμικής τους δραστηριότητας και ικανότητας.
Στο Μελιδόνι, στις 16 Ιουνίου 1821, μετά την πρώτη και νικηφόρα μάχη στο Λούλο Κεραμιών, υψώθηκε η πρώτη σημαία της ελευθερίας στην Κρήτη από τον Μελιδονιανό καπετάνιο Σήφακα & τον Γιώργη Δασκαλάκη "Τσελεπή" από την Ανώπολη. Κατά την ολική καταστροφή του Αποκόρωνα το 1821 (με 3000 νεκρούς), οι εκστρατεύοντες Πασάδες του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου (συνεπικουρούμενοι από χιλιάδες Αλβανούς μισθοφόρους), δεν επιτέθηκαν καθόλου στα χωριά που αποτελούσαν τα "Μιτσά Σφακιά", πιθανόν επειδή ήταν πολύ απομακρυσμένα αλλά και εικάζουμε κυρίως διότι αποτελούσαν τα εδάφη που είχαν ακροβολιστεί οι πολεμιστές του πρωτοκαπετάνιου Σήφακα, το σύνολο των υπόλοιπων χωριών του Αποκόρωνα λεηλατήθηκε και κάηκε. Το 1834 ο πληθυσμός του χωριού αποτελούνταν από 20 χριστιανικές οικογένειες (Αιγυπτιακή απογραφή, Pashley-Travels in Crete II), αφού οι απόγονοι των "Κόκκινων" έφεραν νύφες και γαμπρούς από άλλα χωριά. Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκαν και αρκετοί από άλλες περιοχές οι οποίοι βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στον ορεινό οικισμό, μετέπειτα εγκατεστηθέντες ήταν οι : αδερφοί Μαραγκοί (πραγματικό επίθετο Κουκούρηδες από Πεμόνια Αποκορώνου αλλά με απώτερη καταγωγή από Μουρί Σφακίων), Κανελής (Σμαραγδής από Πεμόνια αλλά με απώτερη καταγωγή από τους Μπερτσουλάκηδες της Ανώπολης) & Κοντεζής από τα Πεμόνια με καταγωγή από τους Κόντηδες που είχαν διασπαρθεί σε όλο τον Αποκόρωνα ήδη από τον 13ο αιώνα, Μπομπολής από τα Πεμόνια αλλά με απώτερη καταγωγή από τους Καστάνηδες της Γαύδου, Μπρεδολόγος από Ασκύφου Σφακίων (με απόγονους τους Χατζήδες & Κοτσυφούς του Μελιδονίου), Τζεγιάννης από τις Καρές Αποκορώνου αλλά με αρχικό επίθετο Πλάτσης και απώτερη καταγωγή από Μουρί Σφακίων και απόγονους τους Πλατσίδηδες, Κελαϊδής από το Μουρί Σφακίων, Ρήγας από τους Ζούληδες τ' Ασκύφου Σφακίων, Μανουσομανωλάκης (ή Μανούσακας) από Ίμπρο Σφακίων, Μπαλάς & Ηλιάκης από Νεροχώρι Αποκορώνου, Μπιρής από Μαδαρό Κεραμειών, Κόπανος από τον Μαρουλά Ρεθύμνου & Καρτέρης από άγνωστη περιοχή.
Το 1867 το Μελιδόνι ανήκει στο Νομό (Λιβά) Σφακίων και στην επαρχία (Καζά) Αποκορώνου, το 1881 έχει 259 κατοίκους και μαζί με 13 ακόμη χωριά συγκροτεί τον νεοσύστατο Δήμο Φρε, το 1894 έχει 50 οικογένειες στην τελευταία χρονικά Τούρκικη απογραφή, η πληθυσμιακή ακμή ήταν το 1940 όπου αριθμούσε 388 γηγενείς κατοίκους, το 1971 είχε 222 κατοίκους. Η ευρύτερη περιοχή Μελιδονίου και ανατολικότερα, πριν τον Κρητικό Πόλεμο (1645 -1669μ.Χ.) και την κυριαρχία εν τέλη από τους Τούρκους, άνηκε στον Ενετικό Οίκο των Zancarolo ή Zangarol (da Nobili Veneti), μέχρι και σήμερα υπάρχει τοποθεσία στο χωριό η οποία ονομάζεται "στου Τζαγκαρέλο". Επίσης υπάρχουν αποδείξεις για ύπαρξη οικισμού κατά την Ενετική περίοδο, αφού οι "παλιοί" Μελιδονιανοί έλεγαν ότι στην τοποθεσία "Καταλύμματα" (πλησίον του νεκροταφείου του Αγίου Αντωνίου) κατοικούσαν "Πεμονιανοί" εννοώντας προφανώς ότι υπήρχε οικισμός με το συνθετικό "Pomonia" το οποίο συναντάται σε όλες τις Ενετικές απογραφές της περιοχής. Η πληροφορία αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εν λόγω περιοχή ήταν φέουδο του Ενετού Αντωνίου Τζαγκαρόλα (όπως αναφέρει η απογραφή των ναών και των μονών του 1637μ.Χ.), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου πιθανότατα χτίστηκε από τον Αντώνιο Τζαγκαρόλα και προφανώς θα κτίστηκε πλησίον κατοικημένης περιοχής. Στις κατά καιρούς Ενετικές απογραφές αναφέρονται πάντα 3 ή 4 διαφορετικά "Πεμόνια" (Pomogna ή Pomonia που σημαίνει μηλόκηπος ή φέουδο), τα οποία αφορούν τα σημερινά Πεμόνια, Παϊδοχώρι, Νεροχώρι και Μελιδόνι, πιθανότατα λοιπόν στη θέση "Καταλύμματα", θα ήταν ο οικισμός με ονομασία "Pomogna de Mr Antonio Zangarol" με 162 κατοίκους (καταγράφεται κατά την απογραφή του Καστροφύλακα το 1583μ.Χ.), στην ίδια απογραφή αναφέρονται άλλα 3 Pomonia (Pollani et Callafati με 144 κατοίκους, Zuanna Barozzi με 389 κατοίκους, Francesco Pollani με 103 κατ.). Στην επόμενη απογραφή το 1630 από το Βασιλικάτα αναφέρονται μόνο 3 Pomonia (Zane, Pollani, Barrozi), δηλ. τα Pomonia Ant.Zangarol δεν μνημονεύονται. Από διάφορα κείμενα βεβαιώνεται ότι τα σημερινά Πεμόνια ήταν τα Pomonia Barozzi. Ενδεχομένως ο ενετικός οικισμός κοντά στο Μελιδόνι να καταστράφηκε και η περιοχή να έμεινε ακατοίκητη μέχρι την εποίκηση των Νιμπριωτών Κοκκίνηδων και την ίδρυση του Μελιδονίου στη σημερινή θέση. Πιθανότατο ενδεχόμενο όμως είναι ο υπάρχων οικισμός να συνέχιζε να υπήρχε πλήρως αποδεκατισμένος τον 18ο αιώνα και με την έλευση των εποικιστών να ενισχύθηκε πληθυσμιακά και απλά να μεταφέρθηκε ως νέος οικισμός στην σημερινή του θέση.
Στα χρόνια της σχετικά μικρής ιστορικής διαδρομής το Μελιδόνι ανέδειξε σημαντικούς αρχηγούς και οπλαρχηγούς που ηγήθηκαν των επαναστάσεων κατά των Τούρκων και καταξίωσαν το χωριό σε ένα από τα σπουδαιότερα καπετανοχώρια της Κρήτης.
Το Μελιδόνι υπήρξε θέατρο θρυλικών μαχών ιδιαίτερα κατά την επανάσταση του 1821 καθώς και την επανάσταση του 1866. Αξιομνημόνευτο επίσης είναι ότι κατά την επανάσταση του 1897 στο Μελιδόνι Αποκορώνου έγινε ίσως η σημαντικότερη Συνέλευση των επαναστατών, κατά την οποία εξελέγη ο πρόεδρος της Επαναστατικής Συνέλευσης, εξέδωσαν ψήφισμα με το οποίο αποδέχονταν την αυτονομία με την προϋπόθεση να μην αναμιχθεί η Τουρκία στη διοίκηση και ορίστηκε ο τελικός τύπος της σημαίας της Κρητικής Πολιτείας, τέλος στην ίδια συνέλευση επιλέχθηκε το Ακρωτήρι ως η μόνιμη έδρα της Συνέλευσης των Κρητών.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης, όλο το χωριό παρουσίασε αντιστασιακή δράση, οργανωμένο στην ΕΟΚ και στον ΕΛΑΣ, αυτό φυσικά είχε και τις ανάλογες συνέπειες σε χαμένες ανθρώπινες ζωές. Στο Μελιδόνι έδρευε ένας λόχος της Ε.Ο.Κ. και υπάρχει σχετικό μνημείο από το 2018.
Ο πρώτος Μελιδονιανός όλων των εποχών, ήταν ο ξακουστός και χιλιοτραγουδισμένος ΣΗΦΑΚΑΣ κατά κόσμον Σήφης Κωνσταντουλάκης (1770-1823), εγγονός του Σήφη Βάφη-Κόκκινου, που έμεινε στην ιστορία ως "Σήφακας" διότι ήταν υπερφυσικός σε όψη, δυνάμεις και κατορθώματα. Ο Σήφακας έδρασε δυναμικά κυρίως με ανταρτοπόλεμο εναντίον του τούρκικου ζυγού ήδη από το έτος 1811 σε Αποκόρωνα, Σφακιά, Κυδωνία και δεν θα μπορούσε εξάλλου να κάνει αλλιώς αφού ήταν ο πρωτότοκος γιός ενός εξίσου σημαντικού άντρα οπλαρχηγού του Κωστάντουλα Βάφη-Κοκκίνη-Πατακού (συνάθροιση Μπρόσγιαλου 1769, επανάσταση Δασκαλογιάννη 1770, μάχη Αράδαινας 1770, εξόντωση του Αγά του Μπρόνιερου Αληδάκη 1774 κλπ.). Ο Σήφακας μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία, ήταν για αρκετά χρόνια χαΐνης στις Μαδάρες, λειτουργούσε καταδρομικά ως τιμωρός και σφαγέας των γενίτσαρων του Αποκόρωνα πριν τα χρόνια της μεγάλης επανάστασης, ηγήθηκε των Ελληνικών δυνάμεων στην πρώτη μάχη στον Λούλο Κεραμιών το 1821 και μετά ακολούθησε ένας ατελείωτος μαραθώνιος μαχών σε όλα τα μήκη και πλάτη της Κρήτης μέχρι και τον άδοξο θάνατό του, ήταν ακούραστος, ήταν άκαμπτος και ήταν μπροστά σε όλες τις μάχες ενθαρρύνοντας τους μαχητές του όπως γράφουν οι ιστορικοί με την απίστευτα βροντερή φωνή του και το σθένος του. Οι ιστορικοί γράφουν ότι ήταν ο πλέον γενναίος κι ατρόμητος πολεμιστής που γέννησε διαχρονικά η Κρήτη. Έλαβε μέρος σε 100άδες μάχες, ήταν ο Γενικός Αρχηγός Αποκορώνου το 1821 και επίσημα χρισμένος 500ρχος από τον Αφεντούλιεφ. Αρρώστησε από πνευμονία στη Ρογδιά Κισσάμου μετά από μάχη και πέθανε στα Τοπόλια Κισσάμου, τάφηκε στη Μονή Γωνιάς μέσα σε εθνικό πένθος. Ο Σήφακας πρόλαβε και παντρεύτηκε την Αικατερίνη Κοκολογιάννη απ' τους Κάμπους το 1816 και έκανε 3 κόρες οι οποίες παντρεύτηκαν στο Γαβαλοχώρι, στο Παϊδοχώρι και στο Μελιδόνι. Ο βίος του και η δράση του Σήφακα είναι αντικείμενο εκατοντάδων σελίδων σε χιλιάδες ιστορικά συγγράμματα, ευτυχώς έχει καταγραφεί λεπτομερώς από τον επίγόνό του Γ.Α.Σήφακα (έκδ.1953, Θ. Ουλή, "Ο ήρως της Κρήτης").
Εξέχων οπλαρχηγός επίσης κατά το 1821 ήταν ο Μανουσάκης Σήφης του Μανούσου ή "Μανουσοσήφης" (1778-1825), γεννήθηκε στο Μελιδόνι το 1778, σύζυγός του ήταν η Καρτεράκη Μαργαρώ και απέκτησαν 5 τέκνα, ήταν θείος του Σήφακα παρόλο που ήταν λίγο μικρότερός του ηλικιακά, από την ίδια οικογένεια των πρώτων Σφακιανών που μετοίκησαν και ίδρυσαν το Μελιδόνι. Θεωρούνταν και έχει καταγραφεί ως ένας από τους πλέον σκληροτράχηλους πολεμάρχους της εποχής του. Έφυγε στην Μικρά Ασία για κάποια χρόνια με τον Μουτσογιάννη για να γλιτώσει του διωγμούς που ακολούθησαν με την αποχώρηση από την Κρήτη του Οσμάν Πασά του Πνιγάρη. Στη Μικρά Ασία μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία και στην ιδέα της Εθνεγερσίας, επίσης και εκεί συμμετείχε σε μάχες εναντίον των Τουρκών. Με την επιστροφή του στο Μελιδόνι το 1820 μύησε και τον Σήφακα στην ιδέα της Φιλικής Εταιρίας. Ο Μανουσοσήφης έδωσε το παρόν ως υπαρχηγός του Σήφακα σε όλες τις μάχες που ακολούθησαν σε όλη την Κρήτη αλλά και μετά τον θάνατο του Σήφακα μέχρι το 1824. Μετά την άσχημη εξέλιξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη καταφεύγει στην Πελοπόννησο ως αρχηγός σώματος άνω των 50 αντρών και πολεμά στην Τρίπολη, στο Ναυαρίνο, στην Πύλο και αλλού, εν τέλη πέφτει ηρωικά στην ατυχή για τις Ελληνικές δυνάμεις μάχη της Σφακτηρίας στην Μεσσηνία Πελοποννήσου τον Απρίλιο του 1825 που χάθηκαν 450 Ελληνικές ψυχές. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Μανουσοσήφης μαζί με άλλους 150 μπαρουτοκαπνισμένους Κρητικούς είχαν επωμιστεί την προσωπική προστασία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ο οποίος είχε εγκλωβιστεί στο νησί φρούριο της Σφακτηρίας. Μάλιστα καταγράφεται από τους εκεί ιστορικούς ότι ο Μαυροκορδάτος ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει με την μπιστόλα του ώστε να μην πέσει αιχμάλωτος στα χέρια των Αιγυπτίων που είχαν περικυκλώσει την νησίδα, αλλά την τελευταία στιγμή οι Κρητικοί ήταν αυτοί που τον πήραν κυριολεκτικά σηκωτό και τον φυγάδευσαν με βάρκα σε παρακείμενο Ελληνικό πλοίο και γλίτωσε.
Αδελφός του καπετάνιου Σήφακα και αχώριστος επίσης στις μάχες με τον αδερφό του ήταν ο Νικολής Κωσταντουλάκης ή "Πατερούλιος" (1772-1826), γεννήθηκε στο Μελιδόνι το 1772, ακολούθησε κι αυτός τον αδερφό του σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις. Είχε προλάβει να κάνει τέσσερις γιούς που όλοι θυσιάστηκαν σε νεαρή ηλικία για την πατρίδα, ο γιός του Μιχάλης σκοτώθηκε σε μάχη στις Αλιακές μεταξύ Θερίσου & Λάκκων το 1821, οι άλλοι 3 γιοι του (Σήφης, Μανώλης & Γιάννης, μαζί και ο θείος τους ο Μελιδονιανός Νικολούδης) απαγχονίστηκαν το 1818 από τους Τούρκους αυθημερόν σε μία μουρνιά στο Καλέ-Καπίση (πλατεία Κοτζάμπαση) στα Χανιά, ως αντεκδίκηση για την επαναστατική δράση της οικογένειά τους. Μετά την κάμψη της επανάστασης στην Κρήτη, ο Πατερούλιος ηγείται σε σώμα 70 αντρών και φεύγει για να πολεμήσει στην Πελοπόννησο, καταγράφεται σε μάχες στην Τρίπολη υπό τον Κολοκοτρώνη, στο Νεόκαστρο με τον Ιάκωβο Κουμή και Ιωάννη Χάλη και εν τέλη χάνονται τα ίχνη του το 1826 που συμμετέχει στις ενέργειες των Κρητικών να ανακαταλάβουν το φρούριο της Γραμπούσας. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Πατερούλιος δεν αναφέρεται στους νεκρούς της Γραμπούσας, αλλά η οικογένειά του ξέρει και καταγράφει μετά από λίγα χρόνια ότι συμμετείχε και χάθηκε σε αυτές τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Αδελφός του καπετάνιου Σήφακα επίσης ήταν ο πολύ γνωστός Αντώνης Σήφακας (1795-1897), ήταν ο μικρότερος αδερφός του Σήφακα και το 8ο και τελευταίο παιδί του Κωστάντουλα. Μετά τον θάνατο του αδερφού του το 1823, αυτός όπως και όλη η οικογένεια γράφονται πλέον ως Σήφακες προς τιμήν του ήρωα συγγενή τους. Σύζυγός του ήταν η Κατερίνα Μαριακάκη από τον Βάμο και άφησαν 8 τέκνα, ορισμένα εκ των οποίων διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην στρατιωτική και πολιτική ιστορία της Κρήτης μετέπειτα. Ο Αντώνης γαλουχήθηκε από πολύ μικρός στο πεδίο της μάχης ακολουθώντας τους αδερφούς του. Εκλέγεται Αρχηγός Αποκορώνου το 1828 και τον συναντούμε στην μάχη του Φραγκοκάστελλου να ηγείται 80 Αποκορωνιωτών και να λαβαίνει μέρος στην καταδίωξη του Μουσταφά. Συμμετέχει σε δεκάδες πολεμικές επιχειρήσεις και συνεργάζεται με τον Μανουσογιαννάκη, Βασίλη Χάλη, Παναγιωτάκη. Η φιλοπατρία και το πατριωτικό αίσθημα του Αντώνη Σήφακα ήταν απαράμιλλη, το 1841 ο Αντώνης Σήφακας πούλησε τις 4.000 πήχες γης που του είχε δωρίσει το Ελληνικό κράτος στην Αθήνα (περιοχή Χαυτεία, στην αρχή της οδού Πειραιώς) για την προσφορά του στην επανάσταση του 1821, με σκοπό να κατέβει στη Κρήτη και να ενισχύσει οικονομικά την επανάσταση του Χαιρέτη. Τότε μάλιστα έραψε και την σημαία του Σήφακα (που ανέγραφε "ΕΝΩΣΙΣ ή ΘΑΝΑΤΟΣ"), η οποία σήμερα βρίσκεται στο αποθετήριο της Εθνολογικής Εταιρίας. Το 1830 κατέφυγε διωκόμενος στην Πάρο, αργότερα στην Αθήνα μέχρι το 1866, αλλά επέστρεφε στην Κρήτη και στο Μελιδόνι ανελλιπώς σε όλες τις επαναστάσεις μέχρι το 1897 που πέθανε σε ηλικία 102 ετών. Στην πάνω Ελλάδα συμμετείχε ενεργά σε κινήματα και πολεμικές επιχειρήσεις, διετέλεσε Λοχαγός Φάλαγγας με 2 μετάλλια ανδρείας από το Ελληνικό Κράτος (το ένα το έλαβε για την συμμετοχή του στην επανάσταση του 1821 και το το 2ο για την συμμετοχή του στο κίνημα Καλλέργη σχετικά με την παραχώρηση Συντάγματος από τον βασιλιά Όθωνα). Ο Αντώνης έλαβε μέρος σε πάρα πολλές μάχες και στην ηπειρωτική Ελλάδα, μια εξ αυτών ήτανε στο Φάληρο το 1827 που πολέμησε δίπλα στον Γεώργιο Καραϊσκάκη εναντίον του Κιουταχή. Τέλος στην επανάσταση του 1866-1869 ο Αντώνης Σήφακας σε ηλικία 70 ετών εκλέγεται Γενικός Υπαρχηγός Αποκορώνου και λαβαίνει μέρος κανονικά στις μάχες μέχρι τα 80 του χρόνια!
Μια ακόμη σημαντική προσωπικότητα που γεννήθηκε στο Μελιδόνι ήταν ο επαναστάτης και πολιτικός Αντώνιος Σήφακας του Γεωργίου (1852-1910), ο οποίος σπούδασε στην Ιατρική και στη Νομική, παντρεύτηκε την Ελένη Μυλωνογιανάκη του Ματθαίου, ήταν ζωγράφος και συγγραφέας, Σχολάρχης Βάμου κατά το 1876, αντιπρόσωπος επαρχίας Αποκορώνου το 1878, δύο φορές βουλευτής Αποκορώνου (το 1881 & 1895), Αρχηγός Στρατοπεδου Ακρωτηρίου (επανάσταση 1897), Νομάρχης Ρεθύμνου & Λασιθίου, επαγγελματικά ασχολούνταν με εμπόριο λαδιού με κατάστημα στο Καλέ Καπίσι, απεβίωσε από έμφραγμα και ετάφη στον Άγιο Νικόλαο.
Άλλο σπουδαίο μέλος της οικογένειας των Σηφάκων ήταν ο Γεώργιος Σήφακας του Αντωνίου (1884-1953) ο οποίος αν και γεννήθηκε στον Βάμο, γράφτηκε στα μητρώα αρρένων του Μελιδονίου και αισθανόταν Μελιδονιανός, έζησε στα Χανιά, σπούδασε στη Νομική Αθήνας και έγινε Διδάκτωρ της Νομικής το 1906, ήταν λόγιος & ιστορικός, διατέλεσε βουλευτής Χανίων το 1926, Νομάρχης Ρεθύμνου το 1933 και απεβίωσε το 1953 στην Αθήνα.
Τέλος σε σπουδαία μορφή αναδείχτηκε και ο Ανδρέας Κακούρης (1849-1918) ο οποίος ήταν οπλαρχηγός και βουλευτής Αποκορώνου κατά το 1889, επίσης έλαβε μέρος στην επανάσταση του Θερίσου ως Αρχηγός Αποκορωνιωτών και θάφτηκε με τιμές στρατηγού το 1918 στο Μελιδόνι.
Κλείνοντας την ιστορική αναδρομή της συμβολής του Μελιδονίου Αποκορώνου στους αγώνες για την ελευθερία, πρέπει να αναφερθούν επίσης οι δεκάδες μη προβεβλημένοι ιστορικά αλλά σπουδαίοι αγωνιστές Μελιδονιανοί που έδρασαν και έδωσαν το αίμα τους, ιδιαίτερα πριν και κατά την επανάσταση του 1821 (Νικολούδης, Σηφογιώργης, Νικηφορογιώργης, Ρήγας Νικολής και αρκετοί άλλοι) πλαισιώνοντας τους παραπάνω καπετάνιους. Στο Μελιδόνι γεννήθηκαν και έδρασαν αδιάλειπτα άντρες από την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 έως και τη Μάχη της Κρήτης και την Εθνική Αντίσταση, πραγματικά είναι δύσκολο να μνημονευθούν όλοι και όλα τα πατριωτικά ανδραγαθήματά τους, οι νεότεροι Μελιδονιανοί ως ελάχιστο φόρο τιμής στους προγόνους τους έχουν φροντίσει να ανεγείρουν τα αντίστοιχα μνημεία που υπάρχουν στο χωριό σήμερα (μνημείο και προτομή Σήφακα, μνημείο διαχρονικά πεσόντων, μνημείο Εθνικής Αντίστασης).