Κούρος

αρχαίο ελληνικό γλυπτό που απεικονίζει έναν νεαρό άνδρα

Οι Κούροι (ενικός ο Κούρος), -οι γυναικείες μορφές ονομάζονται αντίστοιχα Κόρες- είναι η ονομασία των μεγάλων διαστάσεων μαρμάρινων αγαλμάτων ανδρικής μορφής, τα οποία μετά την μέση αρχαϊκή περίοδο 580 π.Χ. δεσπόζουν στην ελληνική τέχνη. Οι Κούροι είναι γυμνοί, ενώ οι Κόρες είναι ντυμένες, όπως η Πεπλοφόρος κόρη. Τους Κούρους μπορεί κανείς να τους γνωρίσει και να τους μελετήσει κυρίως στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και τις Κόρες στο Μουσείο Ακρόπολης.

Κούρος
ΟνομασίαΚούρος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα
Ο Κούρος της AναβύσσουΚροίσος»), Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, 540 - 515 π.Χ. με αναθηματικ ή αφιέρωση στη βάση του αγάλματος:
ΣΤΗΘΙ·ΚΑΙ· ΟΙΚΤΙΡΟΝ· ΚΡΟΙΣΟΥ· ΠΑΡΑ· ΣΗΜΑ· ΘΑΝΟΝΤΟΣ· ΟΝ· ΠΟΤ· ΕΝΙ ΠΡΟΜΑΧΟΙΣ· ΩΛΕΣΕ·ΘΟΥΡΟΣ·ΑΡΗΣ
Στάσου και αναστέναξε στον τάφο του Κροίσου που έχασε τη ζωή του στην πρώτη σειρά των μαχητών (προμάχοις), τον οποίον αφάνισε ο φοβερός Άρης.

Ετυμολογία

Επεξεργασία

Η ονομασία προέρχεται από τη δωρική λέξη Κώρος που σημαίνει παιδί, ανδρόπαις, αρχαϊκός Απόλλων, νέος έφηβος, παλικάρι. Στην Ιωνική διάλεκτο ονομάζονταν Κούρος.

Οι Κούροι είναι εμπνευσμένοι από αιγυπτιακά πρότυπα, καθώς επαναλαμβάνουν την μνημειακότητα, την στάση του προτεταμένου αριστερού ποδιού και των κλεισμένων σε γροθιά χεριών που ακουμπούν στους μηρούς, διαφέρουν όμως σημαντικά από αυτά. Τα πέτρινα αγάλματα των Φαραώ έχουν καλυμμένα τα γεννητικά όργανα, ενώ τα αντίστοιχα μαρμάρινα του ελλαδικού χώρου είναι γυμνά. Είναι αγάλματα που στήνονταν στα ιερά για τον θεό. Είναι είτε η εικόνα του ίδιου του θεού είτε η εικόνα του ανθρώπου που προσφέρεται στον θεό. Επίσης στήνονταν σε τάφους ανδρών με τους οποίους όμως δεν έμοιαζαν· απλά θύμιζαν τη νεότητα, τη δύναμη και την ομορφιά τους. Γενικά, οι Κούροι έχουν αυστηρή μετωπικότητα, δηλαδή είναι φτιαγμένοι να αντικρίζουν τον θεατή κατά μέτωπον (κατ΄ενώπιον), έχουν πλατείς ώμους και λεπτή μέση. Τα χέρια, με σφιγμένες γροθιές, είναι τεντωμένα και συνήθως κολλημένα στους μηρούς (σπάνια κάμπτονται οι αγκώνες). Το αριστερό πόδι φέρεται ελαφρά προς τα εμπρός, σε μια απόπειρα κίνησης. Τα μαλλιά είναι μακριά, τραβηγμένα πίσω στην πλάτη και πολλές φορές δεμένα με ταινία προς τα πίσω. Αποτελούνται από κατακόρυφους πλόκαμους (βοστρύχους), οι οποίοι δημιουργούνται από κατακόρυφες σειρές ανάγλυφων σφαιριδίων. Κύριο χαρακτηριστικό της μορφής των Κούρων είναι το "αρχαϊκό μειδίαμα", ένα ανεπαίσθητο δηλ. και για αυτό αινιγματικό χαμόγελο που σχηματίζεται από το τραβηγμένο στις άκρες στόμα. Τα μεγάλα μάτια τους έχουν αμυγδαλοειδές σχήμα (θυμίζουν δηλ. αμύγδαλο) και τα επίσης μεγάλα αυτιά τους θυμίζουν την έλικα του κιονόκρανου και για αυτό λέγονται ελικοειδή. Αντίθετα με τους αιγυπτιακούς Κούρους, που ακολουθούν μια μακρόχρονη και συντηρητική πορεία απόδοσης του ανθρωπίνου σώματος σε πέτρα, οι ελληνικοί Κούροι κατά τα 150 και πλέον χρόνια της παραγωγής τους διαρκώς εξελίσσονται παράλληλα με την καλύτερη γνώση του ανθρώπινου σώματος. Σ΄αυτό συνετέλεσε και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι, γιατί ενώ οι Αιγύπτιοι δούλευαν δύσκολα σκληρές έγχρωμες πέτρες, οι Έλληνες με διαρκώς αυξανόμενη επιτηδειότητα επεξεργάζονταν τα μαλακότερα άσπρα ελληνικά μάρμαρα.[1]

Η γυμνότητα των Κούρων

Επεξεργασία

Η γυμνότητα των Κούρων δεν προσέκρουε στις συνήθειες της εποχής. Οι Κούροι έδωσαν αφορμή να διαδοθεί η γυμνότητα ευρύτερα στην τέχνη. Έτσι, ακόμη και για τους θεούς, τους ήρωες, τους μαχητές κτλ. η γυμνότητα αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής γενικά τέχνης. Η γυμνότητά τους δεν οφείλεται σε αδυναμία της πρωτόγονης τέχνης. ΟΙ Έλληνες αγωνίζονταν γυμνοί από τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες 776 π.Χ. και ίσως νωρίτερα. Επίσης, η γυμνότητα συνδέεται με την προσπάθεια απόδοσης στο μάρμαρο του νεανικού ανδρικού σώματος, στην καλύτερη ηλικιακή φάση του, όταν δηλαδή έχει ενηλικιωθεί και έχει φτάσει το απόγειο της ομορφιάς (κάλλος) και της δύναμης (ρώμης).

 
Ο Αριστόδικος περ. 500 π.Χ. είναι ο δεύτερος Κούρος που βρέθηκε στην Ανάβυσσο. Η επιγραφή που έχει στη βάση του δίνει και το όνομά του. Είναι ο τελευταίος στην σειρά κούρος, όσον αφορά στην εξέλιξη και ωρίμανση του αγαλματικού τύπου. Είναι ένα ορόσημο που κλείνει μια περίοδο και ανοίγει μια άλλη.[2]

Η πορεία της εξέλιξης

Επεξεργασία
 
Ο Κούρος του Σουνίου (χρονολογείται 590-580 π.Χ.) Βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.

Συνοψίζοντας την πορεία της εξέλιξης των Κούρων μπορούμε να τονίσουμε ότι οι πρώτοι Κούροι αποδίδονται γεωμετρικά, όπως ο Κούρος του Μάντικλου που βρίσκεται στο Μουσείο Βοστώνης (Museum of Fines Arts of Boston) και είναι χάλκινος (ύψος 0,20 μ.) που συν τω χρόνω ξεφεύγουν από τα γεωμετρικά πλαίσια, αποκτούν πλαστικότητα, αλλά έχουν μια έκφραση δαιμονική (θεϊκή), υπεράνθρωπη. Ακολουθεί το αρχαϊκό μειδίαμα και καταλήγει στα τελευταία αρχαϊκά χρόνια με τη σοβαρή έκφραση της πνευματικότητας και της ανθρώπινης ευθύνης. Έτσι η αρχαϊκή εποχή, περνώντας από τον αυστηρό ρυθμό, μας οδηγεί στην κλασική περίοδο.[3]

Πρώιμη αρχαϊκή περίοδος 660 580 π.Χ.

Επεξεργασία

Στην αρχή της εποχής των Κούρων στο τέλος του 7ου αι. π.Χ. οι Έλληνες γοητεύονται από το μέγεθος του έργου. Έφτιαχναν Κούρους υπερφυσικού ύψους. Στα λατομεία της Νάξου ο ατέλειωτος Πωγονοφόρος Θεός έχει ύψος 11 μ. Ο κολοσσιαίος Κούρος της Δήλου έχει μέγεθος τετραπλάσιο του κανονικού. Ο κριοφόρος της Θάσου έχει ύψος 3,50 μ. Ο Κούρος από τη Νάξο ca. 570-560 (Μουσείο Βερολίνου). Ο μεγαλύτερος, σωζόμενος Κούρος, είναι ο Κούρος που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σάμου, ο οποίος έχει ύψος 5μ. Επίσης υπερφυσικό μέγεθος έχουν και οι δύο Κούροι που βρέθηκαν στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο.

Ο Κούρος του Σουνίου είναι από τα αρχαιότερα δείγματα αρχαϊκών Κούρων. Το αριστερό πόδι φέρεται λίγο προς τα εμπρός, όπως σε όλους σχεδόν τους Κούρους, οι ανατομικές λεπτομέρειες διαγράφονται με αυλάκια, αιχμές κτλ δηλαδή είναι εντελώς διακοσμητικές, ενώ τα χέρια είναι τεντωμένα και κολλημένα στα πλευρά καταλήγουν σε γροθιές. Η μορφή έχει όψη δαιμονική υπενθυμίζοντας αιγυπτιακή προέλευση[4].

Ώριμη (μέση) αρχαϊκή περίοδος 580 - 540 π.Χ.

Επεξεργασία

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της μέσης ώριμης αρχαϊκής περιόδου είναι και το περίφημο αρχαϊκό μειδίαμα που εκφράζει με λεπτότητα και διακριτικότητα την άφατη αγαλλίαση του ανθρώπου προς το θαύμα του κόσμου που αντικρίζει.

Στην περίοδο αυτή εξέχουσα θέση κατέχουν οι παρακάτω Κούροι από το ιερό του Απόλλωνος στο Πτώο στη Βοιωτία: Ο Κούρος Ι 580 π.Χ. που εκτίθεται στο Μουσείο Ακρόπολης και ο Κούρος του Πτώου ΙΙ που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, αρ. 10, 570-560 π.Χ., ο Κούρος της Βολομάντρας (Μεσόγεια Αττικής), ο Κούρος της Τενέας, όπου οι όγκοι έχουν περισσότερη ελευθερία, το βλέμμα είναι πιο συγκεντρωμένο, τα μαλλιά απλώνονται πίσω και το χώρισμα των βοστρύχων δείχνει την κορυφή του μετώπου.

Ύστερη αρχαϊκή περίοδος 540-480 π.Χ.

Επεξεργασία

Στις αρχές του 5ου αιώνα οι Κούροι δεν μοιράζουν πια το βάρος τους στα δύο σκέλη, αλλά λυγίζοντας ελαφρά το ένα, αφήνουν το βάρος στο άλλο. Αυτό το διαπιστώνουμε στο παιδί του Κριτίου 490- 480 π.Χ. Παρατηρείται μια μετάβαση από την στάση στην κίνηση. Το παιδί του Κριτίου ορίζει το τέρμα μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης, της κλασικής. Είναι ο υπεύθυνος πολίτης της νεογέννητης δημοκρατίας που έχει το στοχασμό του άνδρα που κατέχεται από την τραγική ευθύνη της ελευθερίας του σημειώνει ο Μανώλης Ανδρόνικος. Είναι μια τεντωμένη χορδή έτοιμη να τιναχτεί.[5] Στην περίοδο αυτή συμπεριλαμβάνονται οι παρακάτω Κούροι: Ο Κούρος του Μονάχου αττικής προέλευσης 540 - 530 π.Χ., ο Κούρος της Τζιάς (Κέα) 530 π.Χ., ο Παις του Κριτίου, ο Κροίσος της Αναβύσσου και ο Αριστόδικος πάλι της Αναβύσσου.

Κούροι σε Μουσεία του Κόσμου

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Στερίκας Κούλης, Κούροι, Φλώρινα, 1989
  2. Ernst Buschor Frühgriechische jünglinge, München 1950
  3. Λίλα Ασπιώτη, Κούροι και Κόρες, αυτοέκδοση, 1977
  4. Στερίκας Κούλης, ό.π.
  5. Μανώλης Ανδρόνικος, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1975
  • Richter, G.M.A. (Richter, Gisela Marie Augusta (1882 -1972):Kouroi, archaic greek youths, 3η έκδοση., Phaidon και Νέα Υόρκη, 1970
  • Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών 1972, Τόμος V, Τεύχος 2
  • Μανώλης Ανδρόνικος, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1975
  • Χρήστος Καρούζος, Αριστόδικος «Ιστορία της αττικής πλαστικής των υστεροαρχαϊκών χρόνων», Αθήναι 1961

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία