Καστρί Σερρών

Εγκαταλελειμμένος οικισμός της Ελλάδας

Συντεταγμένες: 40°50′5.17″N 23°47′1.28″E / 40.8347694°N 23.7836889°E / 40.8347694; 23.7836889

Το Καστρί είναι πρώην οικισμός στον σημερινό Δήμο Βισαλτίας της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Βρισκόταν σε υψόμετρο 60 μέτρων στις βορειοανατολικές παρυφές του Κερδυλίου όρους, σε απόσταση 3 χλμ. νότια από την Ευκαρπία Σερρών και 5 χλμ. ανατολικά από το Αηδονοχώρι Σερρών.[1]

Καστρί
Καστρί is located in Greece
Καστρί
Καστρί
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΚεντρικής Μακεδονίας
Περιφερειακή ΕνότηταΣερρών
ΔήμοςΒισαλτίας
Δημοτική ΕνότηταΤραγίλου
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΜακεδονίας
ΝομόςΣερρών
Υψόμετρο60 μέτρα
Πληθυσμός
Πραγματικός211
Έτος απογραφής1940
Πληροφορίες
Ονομασία κατοίκωνΚαστριώτες

Αρχαίοι χρόνοι

Επεξεργασία

Η ονομασία Καστρί οφείλεται στον απόκρημνο βραχώδη λοφίσκο που υπάρχει εκεί και εικάζεται ότι χρησίμευε σαν οχυρό κατά την αρχαιότητα.[2] Υψώνεται ανάμεσα στις κοίτες δύο ρεμάτων, οι οποίοι τον προστατεύουν ως φυσικοί τάφροι. Στις ανατολικές υπώρειες του λόφου, έχει εντοπιστεί το στόμιο αρχαίου μαρμάρινου φρεατίου.[3] Άλλες αρχαιότητες, όπως απλοί λακκοειδείς τάφοι, κιβωτιόσχημοι και μακεδονικού τύπου τάφοι, καθώς και ταφικοί τύμβοι, εντοπίζονται σε μεγάλη έκταση στη γύρω περιοχή.[4][5][6][7] Αυτά τα ευρήματα, δίνουν την εντύπωση μιας μεγάλης νεκρόπολης, που λειτουργούσε από τα τέλη του 4ου έως το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. Για το λόγο αυτό, η περιοχή έχει χαρακτηριστεί ως το νεκροταφείο της αρχαίας Αμφίπολης.[3]

Βυζαντινή περίοδος

Επεξεργασία

Το 1085, ο πρεσβύτερος του χωριού Νικόλαος, υπέγραψε σε έγγραφο του επισκόπου Εζεβών και Στεφανιανών Θεόδουλου, μαρτυρώντας την ύπαρξη του οικισμού. Η περιοχή επηρεάστηκε από την εξάπλωση του Χριστιανισμού και την ίδρυση μοναστηριών κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Το Καστρί έγινε μετόχι της μονής Χελανδαρίου το 1271, όταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος επικύρωσε τη δωρεά του χωριού στη σερβική μονή. Ωστόσο, το 1299 δεν αναφέρεται μεταξύ των κτήσεων της μονής, υποδηλώνοντας πιθανώς την απώλειά του πριν από αυτή την ημερομηνία. Το 1300, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες Ανδρόνικος Β΄ και Μιχαήλ Θ΄ το παραχώρησαν στον Στέφανο Δουσάν, βασιλιά της Σερβίας, ο οποίος το επανεκχώρησε στη μονή Χελανδαρίου. Το 1314 αναφέρεται αμπελώνας στην περιοχή του Καστρίου, ενώ το 1348, σύμφωνα με χρυσόβουλο του Δουσάν, το χωριό περιλαμβάνεται στις κτήσεις της μονής.[3] Στη βόρεια και βορειοανατολική άκρη του λόφου, σώζεται βυζαντινός περίβολος μήκους 35 μέτρων, ο οποίος πιθανόν σχημάτιζε έναν τετράπλευρο πύργο. Στην κορυφή του λόφου βρισκόταν το καθολικό του μετοχίου, πάνω στο οποίο αργότερα ανοικοδομήθηκε νεότερος ναός.[3]

 
Ιστορική φωτογραφία από το Καστρί Σερρών.

Οθωμανική περίοδος

Επεξεργασία

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Καστρί ανήκε διοικητικά στον Καζά των Σερρών του Σαντζακίου των Σερρών του Βιλαετίου της Θεσσαλονίκης. Σε οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα καταγράφεται ως Καστρί με πληθυσμό 180 περίπου κατοίκων.[3] Το 1854 ανεγέρθηκε ο ναός Μεγάλων Ταξιαρχών σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής, εγκιβωτίζοντας τον προγενέστερο υστεροβυζαντινό ναό.[8][9] Το 1872 χτίστηκε το εξάπλευρο τριώροφο κωδωνοστάσιο. Στη δημογραφική μελέτη «Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, εκτιμάται ότι το 1873 αποτελούνταν από 23 σπίτια με 75 Έλληνες κατοίκους.[10] Ο οικισμός αναφέρεται στις οδοιπορικές σημειώσεις του Νικολάου Σχινά, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1880 περιόδευσε ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια της Μακεδονίας. Σε πορεία του από τις Σέρρες προς τη Δράμα, σημείωσε το Καστρί ως ένα χωριό με 40 οικογένειες χριστιανών.[11] Σύμφωνα με το άρθρο «Η επαρχία Σερρών κατά την εκκλησιαστικήν διαίρεσιν και την εκπαιδευτικήν κίνησιν» που δημοσιεύθηκε στο «Ημερολόγιο της Ανατολής» του 1886, το Καστρίον είχε εκείνη την εποχή 165 κατοίκους και ελληνικό σχολείο με 10 μαθητές.[12] Το έτος 1891, ο Γκεόργκι Στρέζοφ έγραψε σχετικά: «Καστρί, χωριό βορειοδυτικά του Άνω Κρουσόβου, 1 ώρα. Δίπλα στο χωριό βρίσκεται η περίφημη εκκλησία του Αγίου Αρχαγγέλου, που φημίζεται για τη θαυματουργή εικόνα της. 20 σπίτια».[13]

Ο Πέτρος Παπαγεωργίου, στη μελέτη «Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου» που εκδόθηκε το 1894, αριθμεί πληθυσμό 165 χριστιανών κατοίκων, σημειώνοντας, επίσης, την παρουσία αρχαίων ελληνικών επιγραφών.[14] Ο Γάλλος αρχαιολόγος Πολ Περτριζέ, κατά την επίσκεψη του το 1894, ανέφερε για τον οικισμό: «Ελληνικό χωριό με 30 περίπου σπίτια, 10 χλμ. ΒΔ του Γενίκιοϊ και 7 χλμ. από τον Ταχινό, στη δεξιά όχθη. Είναι τοποθετημένο σε μια σκιερή χαράδρα όπου κυλάει το ποτάμι [...] Στη μέση της χαράδρας δεσπόζει ένας απομονωμένος, απότομος τύμβος, μια πραγματική μικρή ακρόπολη που πρέπει να χρησίμευε ως οχυρό στην αρχαιότητα. Η κορυφή περιβάλλεται από αρκετά πρόσφατα τείχη, στη μέση των οποίων βρίσκεται η εκκλησία. Το καμπαναριό, που είναι ολοκαίνουργιο, φέρει τη χρονολογία 1872».[2] Στη στατιστική μελέτη του Βούλγαρου γεωγράφου Βασίλ Κάντσωφ, «Μακεδονία, Εθνογραφία και Στατιστική», εκτιμάται ότι το 1900 υπήρχαν 150 Έλληνες κάτοικοι,[15] ενώ σύμφωνα και με τη μελέτη «La Macédoine et sa Population Chrétienne» του Βούλγαρου Ντίμιταρ Μπρανκόφ, το 1904 ζούσαν εκεί 150 κάτοικοι.[16] Στην «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, ο πληθυσμός του οικισμού εκτιμάται σε 150 Έλληνες.[17] Τέλος, σε υπολογισμούς που εξέδωσε το 1919 η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912 αναφέρονται 114 Έλληνες κάτοικοι.[18]

 
Το Καστρί σε χάρτη του 1914.

Σύγχρονη ιστορία

Επεξεργασία

Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και κατά την ελληνική απογραφή του 1913 είχε πληθυσμό 114 κατοίκων.[19] Κάτοψη του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής αποτυπώθηκε σε βρετανικούς στρατιωτικούς χάρτες χαρακωμάτων κατά την περίοδο του Μακεδονικού Μετώπου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[20][21][22] Το 1920 προσαρτήθηκε στη νεοσυσταθείσα κοινότητα Κουτσίου (Ευκαρπία) της Υποδιοίκησης Νιγρίτης του Νομού Σερρών.[23][24]

Την περίοδο των μεγάλων εγγειοβελτιωτικά έργων της πεδιάδας των Σερρών, τη δεκαετία του 1930, κατασκευάστηκαν στο Καστρί δύο αντιπλημμυρικά φράγματα, στις κοίτες των χειμάρρων Γιαννιλί και Μεζίνιτσας. Βορειοανατολικά του οικισμού βρισκόταν η λίμνη Αχινού, η οποία αποξηράνθηκε την ίδια περίοδο.[25][26]

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 17 Οκτωβρίου 1941, όσα γυναικόπαιδα και γέροντες διασώθηκαν της σφαγής στο Άνω και το Κάτω Κερδύλιο, περιθάλφτηκαν και στεγάστηκαν προσωρινώς στο Καστρί και την Ευκαρπία.[27][28]

Την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1946-1949) οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό. Πολλές οικογένειες Καστριωτών εγκαταστάθηκαν στην Ευκαρπία, οπότε το Καστρί άρχισε να ερημώνεται.[29] Αν και ο οικισμός καταργήθηκε τυπικά το 1951, καθώς έπαψε να καταγράφεται στην ελληνική απογραφή, μερικές οικογένειες επέστρεψαν και συνέχισαν να κατοικούν εκεί έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960.[30][31] Κάτοψη του οικισμού πριν την καταστροφή του, είναι ορατή σε αεροφωτογραφίες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού από την περίοδο 1945-1960.[32]

Σήμερα, στη θέση του πρώην οικισμού εντοπίζονται σε λιθοσωρούς τα ερείπια των σπιτιών που υπήρχαν κάποτε εκεί, όπως και τα ερείπια του δημοτικού σχολείου. Υπάρχουν, επίσης, ένα πηγάδι, μια κρήνη για ζώα, ένα εκκλησάκι, κτηνοτροφικές μονάδες, καθώς και ο ναός των Μεγάλων Ταξιαρχών. Στο Καστρί συμβάλουν έως σήμερα τα ρέματα Καμένο (Γιαννιλί) και Ψάλτου (Μεζίνιτσας), σχηματίζοντας το ρέμα Καστρί ή Καστρόλακκας που εκβάλει στον ποταμό Στρυμόνα.[33][34]

Ι.Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών

Επεξεργασία

Στο χωριό υπάρχει μέχρι σήμερα ο Ιερός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών, ο οποίος συχνά αναφέρεται και ως μοναστήρι. Ο ναός πανηγυρίζει δυο φορές τον χρόνο, στις 8 Νοεμβρίου, ανήμερα της σύναξης των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, και στις 6 Σεπτεμβρίου, ανήμερα της ανάμνησης του εν Χώναις θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Κτισμένος σε ύψωμα, είναι ορατός από την είσοδο του χωριού. Είναι πέτρινος, ενώ διαθέτει και καμπαναριό, στο οποίο μάλιστα βρίσκεται εντοιχισμένη μια αρχαία ελληνική επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή. Κατά το βράδυ από την παραμονή προς την ημέρα της εορτής, πιστοί κοιμούνται στον ναό, ενώ τελείται Θεία Λειτουργία ανήμερα της εορτής.[εκκρεμεί παραπομπή]

Από το 1990, ο ναός είναι χαρακτηρισμένος ως κτίριο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία, με ζώνη προστασίας ολόκληρο τον λόφο επί του οποίου είναι κτισμένος, επειδή αποτελεί ενδιαφέρον δείγμα μοναστηριακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα και σημείο αναφοράς του ερειπωμένου οικισμού Καστρί.[35]

Στο Καστρί κινηματογραφήθηκαν σκηνές από την ταινία «Χώμα και Νερό» (1999) του σκηνοθέτη Πάνου Καρκανεβάτου. Η ταινία προβλήθηκε στο 40ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1999, αποσπώντας το βραβείο Β΄ Γυναικείου Ρόλου (Δήμητρα Χατούπη).[36][37]

Πληθυσμός

Επεξεργασία
Απογραφή Ονομασία Κάτοικοι Αναφ.
Άνδρες Γυναίκες Σύνολο
1913 Καστρί 59 55 114 [19]
1915 Καστρί 76 74 150 [18]
1920 Καστρί 56 46 102 [38]
1928 Καστρί 107 90 197 [39]
1940 Καστρίον 104 107 211 [40]
 
Η θέση του πρώην οικισμού Καστρί.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Gov.gr - Θέαση». gov.gr. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2024. 
  2. 2,0 2,1 Περτριζέ, Πολ. Voyage dans la Macédoine première, Bulletin de Correspondance Hellénique (στα Γαλλικά). 18. σελ. 416-445. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2024. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Σαμσάρης, Πέτρος (2004). Βυζαντινοί τόποι και μνημεία της κάτω κοιλάδας του Στρυμόνα. Ο σημερινός νομός Σερρών: συμβολή στη μελέτη της ιστορικής γεωγραφίας και μνημειακής τοπογραφίας της περιοχής. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. σελ. 328-331. 
  4. Σαμαρτζίδου, Σταυρούλα (1988). Νέα ευρήματα από τις νεκροπόλεις της αρχαίας Αμφίπολης - Το Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και Θράκη (Τόμος 1. 1987). Θεσσαλονίκη: Υπουργείο Πολιτισμού, Υπουργείο Μακεδονίας και Θράκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. σελ. 327-341. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2024. 
  5. Νικολαΐδου-Πατέρα, Μαρία (1993). Έρευνα νεκροταφείου στην περιοχή της αρχαίας Αμφίπολης - Το Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και Θράκη (Τόμος 7, 1993). Θεσσαλονίκη: Υπουργείο Πολιτισμού, Υπουργείο Μακεδονίας και Θράκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. σελ. 477-484. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2024. 
  6. Μπόνιας, Ζήσης (2000). Τάφοι Αμφιπόλεως - Μύρτος: Μνήμη Ιουλίας Βοκοτοπούλου. Θεσσαλονίκη: Υπουργείο Πολιτισμού, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. σελ. 199-217. ISBN 9608661005. 
  7. Πούλιος, Βασίλης (1995). Αρχαιολογικόν Δελτίον, Τόμος 50 (1995) Χρονικά Β'2. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού. σελ. 634, Πιν. 194 (α-γ). Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2024. 
  8. «Ιερός Ναός Μεγάλων Ταξιαρχών Καστρίου». Ιερά Μητρόπολις Σερρών και Νιγρίτης. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2024. 
  9. «Το Καστρί». Πετεφρής. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2024. 
  10. Ethnographic des Vilayets d'Andrinople, de Monastir, et de Salonique (στα Γαλλικά). Κωνσταντινούπολη: Courrier d`Orient. 1878. σελ. 28. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2024. Kastri 
  11. Σχινάς, Νικόλαος (1886). Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας. Αθήνα: Τύποις "Messager d' Athènes". σελ. 404-405. 
  12. Ημερολόγιον της Ανατολής: Πολιτειογραφικόν, Φιλολογικόν και Επιστημονικόν του έτους 1986. 5. Κωνσταντινούπολη: Αθ. Παλαιολόγος, Τυπογραφείο Ι. Παλαμάρης. 1885. σελ. 161. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2024. 9 Καστρίον 
  13. Στρέζοφ, Γκεόργκι (1891). Два санджака отъ Источна Македония (Δυο σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας) (PDF) (στα Βουλγαρικά). σελ. 847. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2024. 
  14. Παπαγεωργίου, Πέτρος (1987) [1894]. Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου (PDF). Θεσσαλονίκη: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών. σελ. 83. 59) Καστρί 
  15. Κάντσωφ, Βασίλ (1900). Македония. Етнография и статистика (στα Βουλγαρικά). Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. 165. Кастри 
  16. Μπρανκόφ, Ντίμιταρ (1905). La Macédoine et sa Population Chrétienne (στα Γαλλικά). Παρίσι: Librairie Plon. σελ. 200-201. 94. Kastri 
  17. Χαλκιόπουλος, Αθανάσιος (1910). Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου. Αθήνα: Τυπογραφείου "Νομικής". σελ. 52. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2024. Καστρί 
  18. 18,0 18,1 Στατιστικοί πίνακες του πληθυσμού κατ' εθνικότητας των νομών Σερρών και Δράμας. Αθήνα: Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού. 1919. σελ. 7. 22. Καστρί 
  19. 19,0 19,1 Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1915). Απαρίθμησις των Κατοίκων των Νέων Επαρχιών της Ελλάδος του Έτους 1913 (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 47. 
  20. Neohori (Edition 1, Scale 1:20.000), British First World War Trench Maps. Survey Co., Royal Engineers, British Salonika Force. 1 Μαρτίου 1918. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2024. Kastri 
  21. Tahinos (Scale 1:50.000), British First World War Trench Maps. The Royal Engineers Association. 30 Σεπτεμβρίου 1916. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2024. Kastri 
  22. Vrasta (Edition 1, Scale 1:50.000), British First World War Trench Maps. Survey Co., Royal Engineers, British Salonika Force. 16 Απριλίου 1918. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2024. Kastri 
  23. Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) 2Α΄/4-1-1920. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 7. 
  24. «Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών - Καστρί (Σερρών)». Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ). Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2024. 
  25. «Συναρμολόγηση εκσκαφέως Δράγκλαϊν "Βυρώνεια" στο εργοτάξιο Αμφίπολης. Στο βάθος ο χείμαρρος Καστρί (1932)». Ψηφιακό αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος». Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2023. 
  26. Υδραυλικά Έργα Πεδιάδων Σερρών και Δράμας - Κύρια Έργα (5-905, κλίμακα 1:100.000) (PDF) (στα Ελληνικά και Αγγλικά). John Monks & Sons-Ulen & Co., Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. 1928. 
  27. Παπασυμεών, Ιωάννης (2011). Η Θύμηση των Επιζώντων. Νέα Κερδύλια: Τυπ. Μέλισσα. 
  28. Κυρμελής, Γεώργιος (2007). Η Ιστορία των Κερδυλλίων. Σέρρες: Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης. 
  29. «Αυτούσια αφήγηση του Αριστοτέλη Αναγνώστου». Η Φωνή του Ευκαρπιώτη (Ευκαρπία Σερρών: Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Ευκαρπιωτών) (3): 3-4. Οκτώβριος 2010. https://efkarpia.wordpress.com/wp-content/uploads/2010/10/periodiko-3.pdf. Ανακτήθηκε στις 2024-11-28. 
  30. «Αυτούσια αφήγηση του Γιώργου Τυχάλα». Η Φωνή του Ευκαρπιώτη (Ευκαρπία Σερρών: Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Ευκαρπιωτών) (1): 3. Νοέμβριος 2009. https://efkarpia.wordpress.com/wp-content/uploads/2009/12/cf80ceb5cf81ceb9cebfceb4ceb9cebacebf-1.pdf. Ανακτήθηκε στις 2024-11-28. 
  31. «Αυτούσια αφήγηση του Χρήστου Σιούρλα». Η Φωνή του Ευκαρπιώτη (Ευκαρπία Σερρών: Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος Ευκαρπιωτών) (3): 7-8. Μάρτιος 2010. https://efkarpia.wordpress.com/wp-content/uploads/2009/12/periodiko-2.doc. Ανακτήθηκε στις 2024-11-28. 
  32. «Gov.gr - Θέαση (υπόβαθρο 1945-1960)». gov.gr. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2024. 
  33. Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) 146Α΄/6-7-1968. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 1041. 
  34. Επιτελικός Χάρτης της Ελλάδος - Ροδολίβος - Προσωρινή Έκδοσις (Κλίμακα 1:100.000). Ελλάδα: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (United Nations Library & Archives). 1928. 
  35. Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) 303Β΄/8-5-1990. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 4628-4629. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ37/12254/284/29-3-1990 
  36. «Χώμα και Νερό - 40o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (12-21 Νοεμβρίου 1999)». Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2024. 
  37. «Homa & nero (1999)». Internet Movie Database (IMDb). Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2024. 
  38. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1921). Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 19 Δεκεμβρίου 1920 - Πραγματικός πληθυσμός (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 278. 
  39. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1935). Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 15-16 Μαΐου 1928 - Πραγματικός πληθυσμός (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 316. 
  40. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (1950). Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 16 Οκτωβρίου 1940 - Πραγματικός πληθυσμός (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 347.