Βόνη Ηρακλείου

οικισμός της Ελλάδας

Συντεταγμένες: 35°11′42″N 25°14′48″E / 35.19500°N 25.24667°E / 35.19500; 25.24667

Η Βόνη είναι χωριό και έδρα ομώνυμης κοινότητας του Δήμου Μινώα Πεδιάδος στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου της Κρήτης. Ανήκε στην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Η απόστασή της από το Ηράκλειο είναι 27 χιλιόμετρα και οι κάτοικοι είναι οι περισσότεροι γεωργοί (παράγουν κυρίως οινοστάφυλα, σιτηρά, σταφίδες και λάδι). Ακόμα υπάρχει ένας τοπικός αλευρόμυλος του κ. Στεφανάκη, με το όνομα "Μύλοι Αγίας Μαρίνας", που αλέθει σιταρά και κριθάρια στον Πετρόμυλο. Είναι ένας από τους πρωτοπόρους αλευρόμυλους στην παραγωγή και διακίνηση αλεύρων Ολικής Άλεσης στην Ελλάδα, από το 1926. Το όνομα του είναι εμπνευσμένο, από τη γυναικεία μονή της Αγίας Μαρίνας, η οποία βρίσκεται νότια του χωριού και σε μικρή απόσταση πάνω σε ύψωμα, με 2 μοναχές σήμερα. Στον οικισμό βρίσκεται επίσης ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Υπάρχει Δημοτικό Σχολείο (δε λειτουργεί) και Παιδικός Σταθμός.

Βόνη
Βόνη is located in Greece
Βόνη
Βόνη
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΚρήτης
Περιφερειακή ΕνότηταΗρακλείου
ΔήμοςΜινώα Πεδιάδος
Δημοτική ΕνότηταΘραψανού
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΚρήτη
ΝομόςΗρακλείου
Υψόμετρο330 μέτρα
Πληθυσμός
Μόνιμος285
Έτος απογραφής2021

Ιστορικά στοιχεία

Επεξεργασία

Έξω από το χωριό έχει βρεθεί το 1957 λουτηροειδής σαρκοφάγος, που χρονολογείται [1] στα Υστερομινωικά χρόνια.

Το χωριό αναφέρεται με το όνομα Vogni και με 278 κατοίκους το 1583. Το 1834 είχε 30 οικογένειες Τούρκων. Δεν κατοικούσαν Χριστιανοί τότε (Pashley, I, 319). Το 1881 είχε 314 Τούρκους κατοίκους και μόνον 35 Χριστιανούς (Σταυράκης, σελ. 123). Οι σημερινοί κάτοικοι κατάγονται από το Λασίθι.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Βόνη (Dedeler Küyü = χωριό των Δερβίσηδων του τάγματος των Μπεκτασήδων) δωρήθηκε από το Σουλτάνο για τη συντήρηση του ομώνυμου τεκέ, στο σημερινό προάστιο του Ηρακλείου, Αμπελόκηποι.

Ο οικισμός Γαλατάς στα τέλη του 16ου αιώνα αναφέρεται με το όνομα Galattá με 122 κατοίκους. Το 1881 είχε 143 κατοίκους μόνο Τούρκους. Το όνομα προέρχεται από το βυζαντινό επώνυμο τού πρώτου οικιστή, Γαλατά. Ο Γαλατάς αναφέρεται[2] για πρώτη φορά σε έγγραφο τού 1376, του Δουκικού Αρχείου τού Χάντακα Calata (El. Santschi, Regestes dcs arrets civils etc. σελ. 194).

Παραπομπές

Επεξεργασία