Ένεση

μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου στους ιστούς ή στο αίμα με σύριγγα και βελόνα

Ένεση αποτελεί μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου στους ιστούς ή στο αίμα με τη χρήση κατάλληλου οργάνου.

Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι:

  • η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση
  • η ταχύτητα στο θεραπευτικό αποτέλεσμα
  • η δυνατότητα χορήγησης φαρμάκων, που αν χορηγούνταν από το στόμα θα αδρανοποιούνταν από τα πεπτικά υγρά, θα έβλαπταν τον πεπτικό βλεννογόνο ή θα αποβάλλονταν με εμετό
  • η δυνατότητα συγκέντρωσης της δράσης ενός φαρμάκου σε μια ορισμένη περιοχή

Αντίθετα, υπάρχουν και μειονεκτήματα, που οφείλονται σε ενδεχόμενα τεχνικά σφάλματα και σε παρενέργειες ορισμένων από τις χορηγούμενες ουσίες.

Η ένεση μπορεί να γίνει μεταξύ άλλων:

  • στο δέρμα (ενδοδερμική ένεση)
  • στον υποδόριο ιστό (υποδόρια ένεση)
  • στους μύες (ενδομυϊκή ένεση)
  • στις φλέβες (ενδοφλέβια ένεση)
  • στις αρτηρίες (ενδοαρτηριακή ένεση)

Το όργανο για την εκτέλεση μιας ένεσης είναι η σύριγγα, η οποία αποτελείται από έναν κοίλο κύλινδρο και ένα έμβολο, που κινείται μέσα στον κύλινδρο. Στο ένα άκρο της σύριγγας υπάρχει η κατάλληλη υποδοχή για την εφαρμογή της ειδικής βελόνας. Η βελόνα αυτή είναι στην πραγματικότητα ένας λεπτός σωλήνας από ανοξείδωτο χάλυβα, διαφόρου μήκους και διαμέτρου, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται.

Όλα τα όργανα που χρησιμοποιούνται για να γίνει μια ένεση πρέπει να είναι αποστειρωμένα, ενώ πρέπει να απολυμαίνονται με ιδιαίτερη φροντίδα τα χέρια εκείνου που θα εκτελέσει την ένεση και η περιοχή όπου θα γίνει.

Οι ενέσεις πρέπει να γίνονται αποκλειστικά και μόνο από εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, δηλαδή μόνο από ιατρό ή νοσηλευτή. Εξαίρεση μπορούν να αποτελέσουν κάποιοι χρόνιοι ασθενείς, όπου απαιτείται καθημερινή ενεσοθεραπεία (π.χ σακχαρώδης διαβήτης), όπου το άτομο εκπαιδεύεται από νοσηλευτή στην όλη διαδικασία.

Δικτυακοί τόποι

Επεξεργασία