Το σωφεράκι

ελληνική κωμική ταινία του 1953

Το σωφεράκι είναι ασπρόμαυρη ελληνική κωμική ταινία του 1953, σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβέλλα. Η παραγωγή ανήκει στη Φίνος Φιλμ, και πρωταγωνιστούν οι Μίμης Φωτόπουλος και Σμαρούλα Γιούλη.

Το σωφεράκι
ΣκηνοθεσίαΓιώργος Τζαβέλλας
ΠαραγωγήΦίνος Φιλμ
ΣενάριοΓιώργος Τζαβέλλας
ΠρωταγωνιστέςΜίμης Φωτόπουλος
Σμαρούλα Γιούλη
Σπεράντζα Βρανά
Τζένυ Σταυροπούλου
Λέλα Πατρικίου
Λόλα Φιλιππίδου
Έλσα Λαμπροπούλου
Νίκος Ρίζος
Γιάννης Ιωαννίδης
Κώστας Παπαχρήστος
ΜουσικήΜιχάλης Σουγιούλ
ΤραγούδιΜανώλης Χιώτης
ΦωτογραφίαΑριστείδης Καρύδης-Φουκς
ΜοντάζΝτίνος Κατσουρίδης
ΔιανομήFinos Film
Πρώτη προβολή2 Φεβρουαρίου 1953 (Ελλάδα)
Κυκλοφορία10 Οκτωβρίου 2006 (DVD)
Διάρκεια96΄
ΠροέλευσηΕλλάδα
ΓλώσσαΕλληνική

Κεντρικό μοτίβο της ταινίας είναι, πώς ο άνθρωπος από το "μια ζωή την έχουμε" και τις πρόσκαιρες χαρές που προσφέρει η άστατη ζωή, αναθεωρεί πλήρως τα πιστεύω του ύστερα ένα αναπάντεχο γεγονός. Και πως στην συνέχεια, για χατήρι του έρωτα, ανακαλύπτει τον καλό του εαυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσε και τα δίνει όλα για την ευτυχία με μόνο οδηγό την καρδιά του χωρίς να υπολογίζει κανένα εμπόδιο.

Η ταινία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 2 Φεβρουαρίου 1953 και, κόβοντας 190.589 εισιτήρια, κατατάχθηκε στην πρώτη θέση ανάμεσα σε 22 ταινίες της ίδιας σεζόν. [1] Κυκλοφόρησε και με τη μορφή ντιβιντί στις 10 Οκτωβρίου 2006. [2]

Ο Βάγγος Τσιρίκος (Μίμης Φωτόπουλος) είναι ένας αλητάκος ταξιτζής που οδηγεί ένα παλαιού τύπου σαραβαλάκι, ιδιοκτησίας του κυρ Νέστορα. Περνά τον ελεύθερο του χρόνο σπαταλώντας την είσπραξη της ημέρας, πίνοντας και ξενυχτώντας υπό τη συνοδεία διαφόρων και εκλεκτών γυναικών. Το σουξέ της εποχής "μια ζωή την έχουμε" είναι το μότο της ζωής του, ενώ δεν λείπει η αυστηρή επιτήρηση του αφεντικού του που προσπαθεί να τον βάλει στον ίσιο δρόμο, συχνά με φωνές και καυγάδες. Αλλά ο Βάγγος παραμένει αμετακίνητος κ.

Μετά από μια αγχωτική κούρσα προς τον Σταθμό Λαρίσης για να προλάβει ένας πελάτης το τρένο, ο Βάγγος κάνει καμάκι σε μια καλλίγραμμη κοπέλα (Σπεράντζα Βρανά) η οποία αφού υποκύπτει στην τσαχπινιά του,μπαίνει στο σαραβαλάκι για πάνε, όπως λέει, μια βολτίτσα μόνο και να γυρίσουν πριν το μεσημέρι. Το μεσημέρι όμως αυτό θα κρατήσει αρκετά παραπάνω, μέχρι αργά το βράδυ με κατάληξη σε νυχτερινό κέντρο στις Τζιτζιφιές. Εκεί γλεντούν με την ψυχή τους και απολαμβάνουν τις πενιές και την φωνή του μαέστρου της ορχήστρας (Μανώλης ΧΙώτης) μέχρι να εμφανιστεί ως "Φάντης μπαστούνι" ο κυρ Νέστορας και τους χαλάει το κέφι με τις φωνές του. Η παρέα το σκάει από το μαγαζί αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού χωρίς κάποιο μέσο επιστροφής φανερά εκνευρισμένο.

Ο Βάγγος όντας ο γόης της παλιοπαρέας στην πιάτσα των ταξί της περιοχής και αθεράπευτα εργένης έρχεται η ώρα που η μοίρα τα φέρνει έτσι ώστε μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα να ερωτευτεί κεραυνοβόλα το παρολίγον θύμα του, την όμορφη Λέλα (Σμαρούλα Γιούλη). Πολύ γρήγορα και παρά την επιμονή της μητέρας της να εκμεταλλευτεί το ατύχημα με οικονομικά ανταλλάγματα, η επίδραση της Λέλας επάνω στον Βάγγο είναι καταλυτική. Ως δια μαγείας γίνεται άλλος άνθρωπος και προς μεγάλη έκπληξη όλων αποφασίζει να εγκαταλείψει την μέχρι χθες εργένικη ζωή. Σιγά σιγά αρχίζει να κάνει τα πρώτα του βήματα, με αυστηρή οικονομία για να αγοράσει ένα καινούργιο ταξί για να πραγματοποιήσει τα όνειρα του με την αγαπημένη της καρδιάς του.

Κάποια στιγμή ο Βάγγος αποφασίζει να πάει με την Λέλα και μια φίλη της (Έλσα Ρίζου) για μπάνιο στην θάλασσα με το σαραβαλάκι, κρυφά από την μητέρα της αλλά δυστυχώς γι αυτούς κάποιος γνωστός της Λέλας θα τους δει. Το ταξίδι της επιστροφής εξελίσσεται σε επεισοδιακό και αρκετά επίπονο για το σαραβαλάκι με αποτέλεσμα η Λέλα να φτάσει αργά το βράδυ καθυστερημένη στο σπίτι της παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του Βάγγου.

Η μητέρα της Λέλας εξαγριώνεται όταν μαθαίνει το ειδύλλιο της με τον Βάγγο και την κλειδώνει μέσα στο σπίτι μέχρι να αλλάξει γνώμη επειδή έχει αντιρρήσεις να τον παντρευτεί καθότι έχει υπόψιν της κάποιον άλλον αρκετά πιο πλούσιο κύριο και ας είναι και μεσήλικας. Επίσης διαμηνύει με επιθετικό τρόπο στον Βάγγο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να χαραμίσει την κόρη της με την αφεντιά του. Μετά και την άρνηση να του πουλήσει το σαραβαλάκι, ο Βάγγος μαλώνει και με το αφεντικό του και παρατάει την δουλειά του γυρνώντας πίσω στον παλιό κακό του εαυτό.

Στην δύσκολη αυτή στιγμή του Βάγγου, επεμβαίνουν οι φίλοι του και τον πείθουν να κλέψει την Λέλα, λίγο πριν την στείλει η μητέρα της πίσω στο χωριό. Για να το πετύχει αυτό, παίρνει το αυτοκίνητο του αφεντικού του, χωρίς εκείνος να το γνωρίζει και σε συνεργασία με τους φίλους του καταφέρνει να την κλέψει. Δυστυχώς γι αυτούς η απαγωγή τελικά αποτυχαίνει και συλλαμβάνονται από την αστυνομία με τις κατηγορίες της κλοπής και απαγωγής να βαραίνουν τον Βάγγο.

Ενώπιον όλων στο αστυνομικό τμήμα, η Λέλα κατευνάζει το εξαγριωμένο αφεντικό του Βάγγου που επιμένει να τον κλείσει στην φυλακή για 50 χρόνια. Εξηγώντας του τον λόγο για τον οποίο ο υπάλληλός του δανείστηκε το αυτοκίνητό του και αρνούμενη την κατηγορία της κλοπής, ο κυρ Νέστορας συγκινείται και δίνει τόπο στην οργή. Αποφασίζει να τους παντρέψει και τους χαρίζει επίσης το σαραβαλάκι για να κάνουν το νέο τους ξεκίνημα. με την υποχώρηση και της μητέρας της Λέλας, το ζευγάρι καταλήγει να παντρευτεί και βγαίνοντας από την εκκλησία μια τελευταία έκπληξη περιμένει τον Βάγγο. Μετά από 15 χρόνια ως υπάλληλος γίνεται επιτέλους και αυτός αφεντικό, αποκτώντας τον δικό του "σοφέρ" στην δούλεψή του. Λίγο πριν τους τίτλους τέλους το σαραβαλάκι χάνεται στον ορίζοντα με το ζευγάρι να δίνει ένα παθιασμένο φιλί στο πίσω κάθισμα.[3]

Διανομή ρόλων

Επεξεργασία

Πληροφορίες

Επεξεργασία

Πρόκειται για την πρώτη εμφάνιση της Έλσας Ρίζου στον κινηματογράφο, με το όνομα "Έλσα Λαμπροπούλου". [4]

Περιλαμβάνεται η πρώτη ηχογράφηση της επιτυχίας "Μια ζωή την έχουμε" σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ και στίχους Γιώργου Τζαβέλλα, το οποίο έδωσε τον τίτλο στην ομότιτλη ταινία του Τζαβέλλα με τον Δημήτρη Χορν και την Υβόν Σανσόν πέντε χρόνια αργότερα. [5]

Η επιτυχία της ταινίας εκτίναξε την δημοφιλία του Μίμη Φωτόπουλου και του κατοχύρωσε τον τίτλο του πρώτου μεγάλου σταρ στην χώρα μετά και την συμφωνία υπογραφής συμβολαίου αποκλειστικής συνεργασίας με ελληνική εταιρεία παραγωγής.[1] Ήταν αποτέλεσμα της δίψας του κόσμου σε αναζήτηση θετικών προτύπων μακριά από τις δυσκολίες της μεταπολεμικής Ελλάδας που έμπαινε σε μια νέα εποχή παράλληλα με την αναδυόμενη κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας που αποτυπώνει το κλίμα της εποχής, με μια αισιόδοξη και φρέσκια ματιά.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 «Το σωφεράκι (1952-1953) - Ελληνικός κινηματογράφος». 26 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2021. 
  2. «Το Σωφεράκι (1953)». cine.gr. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2021. 
  3. Παντελή, Άννη (2013). Το λαϊκό τραγούδι στον ελληνικό κινηματογράφο από το 1950 μέχρι το 1960. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. σελ. 25. 
  4. «Το σωφεράκι - retroDB». www.retrodb.gr. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2021. 
  5. Finos Film - 'Το Σωφεράκι' (1953), http://finosfilm.com/movies/view/16, ανακτήθηκε στις 2021-08-29 

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Ιάσων Τριανταφυλλίδης, Ταινίες για φίλημα: ένα αφιέρωμα στον Φιλοποίμενα Φίνο και τις ταινίες του, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, σελ.65

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία