Ταορμίνα

δήμος της Ιταλίας
(Ανακατεύθυνση από Ταυρομένιο)

Συντεταγμένες: 37°51′8″N 15°17′31″E / 37.85222°N 15.29194°E / 37.85222; 15.29194

Η Ταορμίνα (ιταλικά: Taormina, σικελικά: Taurmina, αρχ. ελληνικά: Ταυρομένιον, λατινικά: Tauromenium, αραβικά: طبرمين‎‎ / Ταμπαρμίν) είναι κωμόπολη στη Μητροπολιτική πόλη της Μεσσίνας της βορειοανατολικής Σικελίας στην Ιταλία. Έχει πληθυσμό περίπου 11.000 κατοίκων και εκτείνεται σε 13 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ιδρύθηκε από τους αποίκους της Νάξου Σικελίας ως Ταυρομένιο και αποτέλεσε σημαντική πόλη των αποικιών της Μεγάλης Ελλάδας στην κάτω Ιταλία, και μετέπειτα σημαντικό εμπορικό κόμβο κατά τη ρωμαϊκή/βυζαντινή περίοδο. Κατόπιν αποτέλεσε διαδοχική κτήση διάφορων κατακτητών από Άραβες και Νορμανδούς κατά τον Μεσαίωνα, έως τα διάφορα ιταλικά κρατίδια και ισπανικές και γαλλικές ηγεμονίες κατά την ύστερη Αναγέννηση και Διαφωτισμό. Μετά την ενοποίηση της Ιταλίας και κατασκευή σιδηροδρόμου τον 19ο αιώνα, η πόλη αναπτύχθηκε ξανά και αποτέλεσε δημοφιλή τουριστικό προορισμό αποκτώντας κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, εξακολουθώντας να έχει υψηλό αριθμό επισκεπτών έως σήμερα.

Ταορμίνα
Taormina
Εικόνα
Άποψη της πόλης

(Έμβλημα)
Διοικητικές πληροφορίες
Χώρα    Ιταλία
Περιφέρεια   Σικελία
Επαρχία   Μεσσήνη (Ιταλία)
Περιοχή
Υψόμετρο   204 μ.
Έκταση   13 τ.χλμ χλμ²
Πληθυσμός   11.075 (2009)
Άλλες πληροφορίες
Ζώνη ώρας   UTC+1
Πολιούχος   {{{Πολιούχος}}}

Αρχαϊκή εποχή

Επεξεργασία

Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής φέρονται να ήταν οι Σικελοί, γηγενείς λαός της Σικελίας, πριν την έλευση των Ελλήνων αποίκων από τη Χαλκίδα το 734 π.Χ. οι οποίοι ίδρυσαν την πόλη της Νάξου της Σικελίας στην περιοχή. Οι κάτοικοι της Νάξου με τη σειρά τους, υπό τον Ανδρόμαχο το 358 π.Χ., ήταν αυτοί που ίδρυσαν την πόλη την οποία ονόμασαν Ταυρομένιο καθώς βρισκόταν δίπλα από τον λόφο Ταύρο.[1][2]

Κλασική και ελληνιστική περίοδος

Επεξεργασία

Δέχτηκε ανεπιτυχή πολιορκία από τις Συρακούσες το 394 π.Χ. του Διονυσίου Α´ καθώς το Ταυρομένιο -πόλη των γηγενών Σικελών την περίοδο εκείνη- είχε συμμαχήσει με τους Καρχηδόνιους. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ιδρύθηκε η ελληνική αποικία από τον Ανδρόμαχο, και ο νέος οικισμός γνώρισε γρήγορη ανάπτυξη και θεωρούνταν σημαντική πόλη της περιοχής. Αργότερα, ο Κορίνθιος στρατηγός Τιμολέων αποβιβάστηκε εκεί το 345 π.Χ. στην εκστρατεία του εναντίον των Καρχηδονίων ως σύμμαχος των ελληνικών αποικιών, και ως εχθρός των τυράννων των πόλεων. Την περίοδο εκείνη η πόλη εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό τον Ανδρόμαχο, του οποίου η διαχείριση της πόλης ήταν ήπια και αρμονική σε αντίθεση με τις τυραννίδες των υπολοίπων ελληνικών πόλεων της Σικελίας. Μετά την επικράτηση του Τιμολέοντα, επιτράπηκε στον Ανδρόμαχο να διατηρήσει το αξίωμα του έως τον θάνατο του.[1][2]

Κατά τις μετέπειτα δεκαετίες, αρχικά τέθηκε υπό τον έλεγχο του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών, και κατόπιν του τοπικού τυράννου Τινδαρίωνα, ο οποίος προσκάλεσε τον Πύρρο της Ηπείρου στην περιοχή το 278 π.Χ. ώστε να βοηθήσει στον πόλεμο των ελληνικών αποικιών εναντίον της αναδυόμενης δύναμης των Ρωμαίων.[2] Άλλοι τύραννοι της ίδιας περιόδου ήταν ο Ικέτας των Συρακουσών και ο Φιντίας του Αγκριτζέντο. Αργότερα η πόλη ξανατέθηκε υπό την επιρροή των Συρακουσών, υπό τον Ιέρωνα Β´, ο οποίος διατήρησε την πόλη κατά τη συνθηκολόγηση του με τους Ρωμαίους το 263 π.Χ.[1].

Ρωμαϊκή περίοδος

Επεξεργασία

Μετά τον θάνατο του Ιέρωνα το 215 π.Χ., προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή δημοκρατία, μαζί με την ευρύτερη περιοχή της Σικελίας. Δεν είναι βέβαιη η συμμετοχή της στον Β´ Καρχηδονιακό πόλεμο, ενώ ο ρήτορας Κικέρωνας (1ος αιώνας π.Χ.) ανέφερε πως η πόλη απολάμβανε κάποιον βαθμό αυτονομίας (civitas foederata) ως ομόσπονδη συμμαχική πόλη. Η πόλη ωστόσο είχε σημαντικές καταστροφές κατά τον Α´ πόλεμο των δούλων (134–132 π.Χ.) όταν έγινε ξεσηκωμός των σκλάβων στη Σικελία εναντίον των Ρωμαίων, και αποτέλεσε μια από τις κύριες έδρες τους στο νησί. Η πόλη πολιορκήθηκε από τον Ρωμαίο ύπατο Πόπλιο Ρουπίλιο, και αντιστάθηκε έως ότου οι Ρωμαίοι κατάφεραν να εισέλθουν στην πόλη και τους σκότωσαν όλους.[1]


Το Ταυρομένιο είχε ξανά προβεβλημένο ρόλο κατά τους εμφύλιους ρωμαϊκούς πολέμους του Σέξτου Πομπηίου στη Σικελία, και το 36 π.Χ. αποτέλεσε το κύριο οχυρό του στη διαμάχη του εναντίον των δυνάμεων του Οκταβιανού. Στην περιοχή ακολούθησε η ναυμαχία μεταξύ των 2 αντιπάλων, όπου ο Πομπήιος ηττήθηκε οριστικά. Μετά τη λήξη της σύγκρουσης, ο Οκταβιανός έδιωξε τους παλιούς κατοίκους της πόλης και την εποίκησε με νέο πληθυσμό.[1]

Μετέπειτα αναφορές για την πόλη γίνονται από τον Στράβωνα (1ος αιώνας π.Χ./μ.Χ.) ο οποίος αναφέρει πως η πόλη ευημερούσε, ωστόσο είχε μικρότερο πληθυσμό από τη Μεσσήνη και την Κατάνη. Κατά τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος την αναφέρουν ως ρωμαϊκή αποικία (colonia). Αναφέρεται επίσης πως η περιοχή ήταν γνωστή για το πολύ καλό κρασί της, καθώς και για την ποιότητα του μαρμάρου της.[1]

Με την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ., το Ταυρομένιο εξακολούθησε να αποτελεί σημαντική πόλη της Σικελίας, και η περιοχή εξακολούθησε να βρίσκεται υπό την κυριότητα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας/Βυζαντίου πλέον.

Μεσαίωνας

Επεξεργασία

Μετά από μια αρχική επιδρομή των Φατιμιδών Αράβων το 902 από τους Άραβες, κατακτήθηκε τελικά κατά τη δεύτερη προσπάθεια τους το 962 μετά από την 7μηνη πολιορκία του Ταυρομένιου. Μετονομάστηκε σε Αλ-Μουζίγια προς τιμή του Φατιμίδη χαλίφη Αλ-Μουίζ (953–75) και ήταν επίσης γνωστή και ως Ταμπαρμίν. Οι Άραβες διατήρησαν την πόλη έως το 1078, όταν καταλήφθηκε πλέον από τους Νορμανδούς του Ρογήρου Α´ της Σικελίας. Έως το σημείο αυτό η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης και της ευρύτερης περιοχής εξακολουθούσαν να είναι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας.[3]

Μετά τους Νορμανδούς, η Ταορμίνα πλέον γνώρισε μια σειρά από διαδοχικές καταλήψεις και επανακαταλήψεις από τους Γερμανούς Χοενστάουφεν της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τους Γάλλους των Καπετιδών-Ανζού, και κατόπιν του ισπανικού Αραγωνικού βασιλείου. Το 1410 ο βασιλιάς Μαρτίνος της Αραγωνίας εκλέχτηκε στον θρόνο του από το κοινοβούλιο της Σικελίας. Κατόπιν αποτέλεσε μέρος του ευρύτερου βασιλείου των δύο Σικελιών το 1442.

Νεότερη εποχή

Επεξεργασία

Η πόλη πολιορκήθηκε το 1675 και κατακτήθηκε από τους Γάλλους οι οποίοι είχαν επίσης καταλάβει τη Μεσσήνη. Υπό τον οίκο των Βουρβόνων-Ισπανίας πλέον η Ταορμίνα δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, πέρα από κάποιες βασικές υποδομές. Το 1860 έγινε μέρος της Ιταλίας με την ιταλική ενοποίηση.

Με την κατασκευή σιδηροδρόμου κατά τον 19ο αιώνα η πόλη εξελίχθηκε σε δημοφιλές τουριστικό θέρετρο. Στην πόλη εργάστηκαν διάσημοι καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο φωτογράφος γυμνών μοντέλων Βίλχελμ φον Γκλούντεν (Wilhelm von Gloeden), ο ζωγράφος Όττο Γκέλενγκ (Otto Geleng), καθώς και ο Βόλφγκανγκ Γκαίτε ο οποίος περιέγραψε την πόλη στο έργο του με τίτλο Ταξίδι στην Ιταλία.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα και έπειτα, η πόλη έγινε πνευματικό κέντρο και τόπος συνάντησης για πολλούς Ευρωπαίους καλλιτέχνες, συγγραφείς, και διανοουμένους.[4]

Αξιοθέατα

Επεξεργασία

Η σύγχρονη πόλη είναι κτισμένη επί της αρχαίας, έτσι υπάρχουν πολλά αξιοθέατα κτισμάτων από την αρχαία εποχή. Η παλαιά πόλη βρίσκεται περίπου 250 μέτρα από το ύψος της θάλασσας, και κοντά βρίσκονται και τα ερείπια του αραβικού κάστρου στην κορυφή του βράχου στα 150 μέτρα ψηλότερα.

Σημαντικό αρχαίο αξιοθέατο αποτελεί το αρχαίο θέατρο του Ταυρομενίου / Ταορμίνα (Teatro antico di Taormina), ή αλλιώς γνωστό ως το ελληνικό θέατρο (teatro greco). Τμήματα του είναι κατασκευασμένα από τούβλο, και έτσι πιθανώς μέρος του κατασκευάστηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο επί παλαιότερου θεάτρου κορινθιακού ρυθμού στην ίδια τοποθεσία. Με διάμετρο 109 μέτρων είναι το 2ο μεγαλύτερο αρχαίο θέατρο στη Σικελία μετά τα 150 μέτρα του θεάτρου των Συρακουσών, και χρησιμοποιείται και για σύγχρονες εκδηλώσεις και συναυλίες.[5]

Στην πόλη επίσης διοργανώνονται το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Ταορμίνα,[6] καθώς και το φεστιβάλ μουσικής Τζουζέπε Σινόπολι.[7] Νοτίως της πόλης υπάρχει το φυσικό καταφύγιο της Ίζολα Μπέλα (Isola Bela), και νοτιότερα η παραλία της Τζιαρντίνι Νάξος (Giardini Naxos, κήποι της Νάξου). Το ηφαίστειο της Αίτνας είναι ορατό από την πόλη, και βρίσκεται σε απόσταση περίπου 45 λεπτών μέσω του οδικού δικτύου.

Κλιματικά δεδομένα Ταορμίνα
Μήνας Ιαν Φεβ Μάρ Απρ Μάι Ιούν Ιούλ Αύγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Έτος
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) 14.2 15.0 16.5 19.0 23.4 28.0 30.9 31.2 27.8 23.1 19.2 15.9 31,2
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) 7.9 7.9 9.0 11.1 14.5 18.7 21.5 21.9 19.7 16.0 12.8 9.7 7,9
Πηγή: http://clisun.casaccia.enea.it/profili/tabelle/669%20%5BTaormina%5D%20Taormina.Txt

Διάσημοι κάτοικοι

Επεξεργασία

Αρχαιότητα

Επεξεργασία

Νεότερη εποχή

Επεξεργασία

Φωτογραφικό υλικό

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 «Dictionary of Greek and Roman Geography (1854), TAUROME´NIUM». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2017. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Ring, Trudy· Watson, Noelle (5 Νοεμβρίου 2013). Southern Europe: International Dictionary of Historic Places. Routledge. ISBN 9781134259656. 
  3. Loud, G. A. (2007). The Latin Church in Norman Italy. Cambridge University Press. σελ. 494. ISBN 978-0-521-25551-6. ISBN 0-521-25551-1" "At the end of the twelfth century ... While in Apulia Greeks were in a majority – and indeed present in any numbers at all – only in the Salento peninsula in the extreme south, at the time of the conquest they had an overwhelming preponderance in Lucaina and central and southern Calabria, as well as comprising anything up to a third of the population of Sicily, concentrated especially in the north-east of the island, the Val Demone. 
  4. The Evolution of the Grand Tour: Anglo-Italian Cultural Relations Since the ... - Edward Chaney - Google Books
  5. Art and History: Sicily. Casa Editrice Bonechi. 1 Ιανουαρίου 2003. ISBN 9788847607569. 
  6. «PrintArticle». www.tanea.gr. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2017. [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Lombardo, Fabio. «Taormina Arte». www.taormina-arte.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2017. 
  8. «A Dictionary of Greek and Roman biography and mythology, Ta'balus, Tigranes Iv., Timaeus». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία