Νανογέρακο
Το νανογέρακο είναι είδος γνήσιου[3] γερακιού (γένος Falco), που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Falco columbarius, και περιλαμβάνει 9 υποείδη[4]. Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος F. c. aesalon (Tunstall, 1771)[4].
Νανογέρακο | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικο αρσενικό νανογέρακο
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Falco columbarius (Νανογέρακο) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Falco columbarius aesalon |
Ονοματολογία
ΕπεξεργασίαΗ λατινική ονομασία του είδους columbarius φαίνεται ότι σχετίζεται άμεσα με τις κυνηγετικές προτιμήσεις του: (columba=περιστέρι).[5]
Η ελληνική του ονομασία σχετίζεται με το μικρό του μέγεθος, διότι είναι από τα μικρότερα ευρωπαϊκά αρπακτικά.
Γεωγραφική κατανομή
ΕπεξεργασίαΤο νανογέρακο είναι ένα αποκλειστικά μεταναστευτικό είδος του Βορείου Ημισφαιρίου. Σπάνια παρατηρείται να είναι επιδημητικό, (Καναδάς, Ιρλανδία, Ισλανδία), ενώ στο μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου είναι χειμερινός επισκέπτης.
Έτσι και στην Ελλάδα, το νανογέρακο έρχεται αποκλειστικά για να ξεχειμωνιάσει (ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα), αλλά έχει παρατηρηθεί και κατά τις μεταναστεύσεις (ανοιξιάτικες και φθινοπωρινές)[6]. Πάντως, οι αριθμοί του είναι πολύ περιορισμένοι, ενώ στις βορειότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι αρκετά συνηθισμένο. Τα καλοκαίρια μπορεί να βρεθεί σε πολύ μεγάλα γεωγραφικά πλάτη (υποαρκτικές περιοχές), σε όλο τον Παλαιό Κόσμο.
Συστηματική ταξινομική
ΕπεξεργασίαΤο είδος Falco columbarius έχει αρκετά ταξινομικά προβλήματα. Το μέγεθος, το σχήμα και το χρώμα του, είναι αρκετά διαφορετικά από τα σημερινά γεράκια. Υποστηρίζεται ότι ο κοντινότερος συγγενής του είναι το Falco chicquera, αλλά αυτό φαίνεται να είναι μια σύμπτωση που οφείλεται σε παρόμοιες συνήθειες στο κυνήγι και, δεν μπόρεσε να επιβεβαιωθεί σε πιο πρόσφατες μελέτες. Πράγματι, το νανογέρακο φαίνεται να αντιπροσωπεύει μια διαφορετική «γραμμή» καταγωγής από άλλα σημερινά γεράκια, από την Πρώιμη Πλειστόκαινο, περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια πριν. Όπως προτείνεται από την βιογεωγραφία και δεδομένα αλληλουχίας DNA, θα μπορούσε να είναι μέρος μίας παλαιότατης επέκτασης (evolutionary radiation) του μη-μονοφυλετικού κλάδου του γένους Falco, από την Ευρώπη στη Βόρεια Αμερική. Επομένως, η σχέση με το F. chicquera, που κάποτε βασίστηκε σε φαινοτυπικά δεδομένα, δεν θεωρείται πιθανή σήμερα[7][8][9].
Αυτός είναι και ο λόγος που, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το υποείδος Falco columbarius aesalon (το νανογέρακο που απαντάται και στην Ελλάδα) πρέπει να θεωρηθεί ως ξεχωριστό είδος (Falco aesalon)[9][10]. Μέχρι να τεκμηριωθούν τα ανωτέρω, εξακολουθεί να ισχύει η ταξινόμηση στο επίπεδο του υποείδους, σύμφωνα με τους Howard & Moore (2005)[4].
Βιότοπος
ΕπεξεργασίαΤο νανογέρακο προτιμάει αρκετά ανοικτές περιοχές, όπως θαμνώδη μέρη με διάσπαρτες ιτιές, χορτολιβαδικές εκτάσεις, αλλά — στις βόρειες χώρες — και στην τάιγκα, σε στέπες, ή σε έλη, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα δασοόρια.
Σε γενικές γραμμές, προτιμάει ένα μίγμα βλάστησης χαμηλού και μέσου ύψους με λίγα δέντρα, και αποφεύγει τα πυκνά δάση, καθώς και άδενδρες άνυδρες περιοχές. Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης, ωστόσο, θα χρησιμοποιήσει σχεδόν κάθε ενδιαίτημα[11].
Μορφολογία
ΕπεξεργασίαΤο νανογέρακο, όπως και τα περισσότερα γεράκια είναι διμορφικό. Οι μέσες διαστάσεις είναι: μέγεθος 24-33 εκατοστά, άνοιγμα πτερύγων 50-73 εκατοστά, βάρος 165-230 γραμμάρια[12]. Όμως, παρατηρούνται τις περισσότερες φορές — ιδίως κατά τη μετανάστευση — μεγάλες διαφορές στο βάρος: αρσενικό 125-210 γραμμάρια, θηλυκό 820-1250 γραμμάρια.
Επίσης, είναι εμφανής η διαφορά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των δύο φύλων: Το αρσενικό έχει μπλε-γκρίζα ράχη, που κυμαίνεται από σχεδόν μαύρο μέχρι ασημί-γκρι στα διάφορα υποείδη. Η κάτω επιφάνεια έχει ωχρόξανθη έως πορτοκαλί απόχρωση και περισσότερο ή λιγότερο έντονες ραβδώσεις μαύρες έως κοκκινωπές-καφέ.
Τα θηλυκά και τα νεαρά είναι καφέ-γκρι έως σκούρα καφέ στη ράχη, και υπόλευκα, με καφέ κηλίδες στο κάτω μέρος.
Εκτός από το αχνό υπόλευκο φρύδι και την σκοτεινόχρωμη λωρίδα στις παρειές — που μόλις διακρίνονται — το πρόσωπο του νανογέρακου έχει λιγότερο έντονα χαρακτηριστικά από ό,τι τα περισσότερα άλλα γεράκια[13].
Η ουρά διαθέτει 3-4 υπομέλανες ζώνες, ενώ η άκρη της είναι μαύρη μία στενή λευκή λωρίδα στο τέλος, ένα σχέδιο που εμφανίζουν τα περισσότερα γεράκια.
Τα μάτια και το ράμφος είναι σκούρα, το τελευταίο με κίτρινο κήρωμα. Τα πόδια είναι επίσης κίτρινα, με μαύρα νύχια.
Κυνηγετική συμπεριφορά
ΕπεξεργασίαΤο νανογέρακο, παρά το μικρό του μέγεθος, είναι εξαιρετικός κυνηγός που βασίζεται στην ταχύτητα και την ευκινησία του. Συχνά κυνηγάει πετώντας γρήγορα και χαμηλά, συνήθως λιγότερο από 1 μέτρο πάνω από το έδαφος, χρησιμοποιώντας δέντρα και μεγάλους θάμνους για κάλυψη, ώστε να αιφνιδιάσει το θήραμα. Τις περισσότερες φορές ακολουθεί την ουρά του θηράματος και το συλλαμβάνει στον αέρα.
Θεωρείται το πλέον επιθετικό και άφοβο γεράκι, ικανό να επιτεθεί σε θηράματα μεγαλύτερου μεγέθους από το ίδιο. Τα ζεύγη αναπαραγωγής, συχνά κυνηγούν συνεργαζόμενα, με το ένα πουλί να αιφνιδιάζει το θήραμα και να το κατευθύνει προς το ταίρι του[11]. Επίσης, είναι εξαιρετικά έξυπνο και πολλές φορές εκμεταλλεύεται τον αιφνιδιασμό του θηράματος από άλλα αρπακτικά, τα οποία ακολουθεί διακριτικά και την κατάλληλη στιγμή αρπάζει πρώτο τη λεία.
Επιτίθεται σε «ό,τι κινείται» ύποπτα και, έχει παρατηρηθεί να προσπαθεί να «πιάσει» αυτοκίνητα και τρένα! Επίσης, επιτίθεται και σε πτηνά σε αιχμαλωσία, όπως αυτά που παγιδεύονται στα δίχτυα που χρησιμοποιούνται από τους ορνιθολόγους. Κάτω από αντίξοες συνθήκες, θα πετύχει 1 στους 20 στόχους, ενώ υπό καλές συνθήκες σχεδόν κάθε επίθεση είναι επιτυχής[14].
Τροφή
ΕπεξεργασίαΤο νανογέρακο τρέφεται με πτηνά όλων των ειδών. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, τα περισσότερα από τα θηράματα είναι σχετικά μικρά, όπως κορυδαλλοί (Alaudidae), κελάδες (Anthus), σπουργίτια (Passer domesticus) ή νεαρά που μαθαίνουν να πετάνε.
Μεγαλύτερα πτηνά όπως οχθοτούρλια και περιστέρια, έντομα (ιδιαίτερα λιβελούλες και πεταλούδες), μικρά θηλαστικά (κυρίως τρωκτικά και νυχτερίδες) και ερπετά συμπληρώνουν τη διατροφή του, ιδιαίτερα εκτός της περιόδου αναπαραγωγής.
Τα κορακοειδή, το διπλοσάινο και οι κουκουβάγιες είναι η κύρια απειλή για τα αυγά και τους νεοσσούς του. Πάντως, ακόμη και τα μεγάλα αρπακτικά αποφεύγουν την επίθεση στα ενήλικα νανογέρακα, λόγω της επιθετικότητας και ευκινησίας τους.
Αναπαραγωγή
ΕπεξεργασίαΗ περίοδος αναπαραγωγής αρχίζει συνήθως το Μάιο με Ιούνιο. Οι περισσότερες φωλιές έχουν πυκνή φυτική ή βραχώδη κάλυψη. Συνήθως, χρησιμοποιούνται εγκαταλειμμένες φωλιές κορακοειδών (κουρούνες, καρακάξες) ή φωλιές άλλων γερακιών που βρίσκονται σε κωνοφόρα. Σπανιότερα φωλιάζουν στις σχισμές γκρεμών, στο έδαφος, καθώς και σε κτήρια[11].
Η γέννα αποτελείται από 3 έως 6 αυγά. Η περίοδος επώασης είναι 28 έως 32 ημέρες και επιτελείται από το θηλυκό σε ποσοστό 90%, ενώ το αρσενικό κυνηγά για να τροφοδοτήσει την οικογένεια. Οι νεοσσοί είναι σε θέση να πετάξουν μετά από 30 ημέρες και εξαρτώνται από τους γονείς τους για έως και 4 εβδομάδες. Το νανογέρακο γίνεται σεξουαλικά ώριμο σε ένα έτος και, συνήθως, προσπαθεί να αναπαραχθεί αμέσως.
Κατάσταση πληθυσμού
ΕπεξεργασίαΟι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του είδους βρίσκονται, γενικά, σε καλή κατάσταση. Μέχρι στιγμής η πιο σοβαρή μακροπρόθεσμη απειλή για αυτά τα πουλιά είναι η καταστροφή των ενδιαιτημάτων τους, ιδίως στις περιοχές αναπαραγωγής τους. Η υπερθέρμανση του πλανήτη από την άλλη πλευρά δεν μπορεί να απορριφθεί ως απειλή, δεδομένου ότι το νανογέρακο είναι ουσιαστικά ένα υποαρκτικό είδος που συχνάζει μόλις και μετά βίας, ακόμη και σε εύκρατα κλίματα.
Επίσης, το νανογέρακο αποτελεί μία από τις πρωτεύουσες επιλογές στην ιερακοθηρία, λόγω των εξαιρετικών κυνηγετικών του ικανοτήτων.
Στην Ελλάδα, επειδή δεν φωλιάζει, αποτελεί περαστικό επισκέπτη κατά τις μεταναστεύσεις. Παρόλο που είναι σπάνιο ακόμη και να παρατηρηθεί, η λαθροθηρία από ασυνείδητα άτομα αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα[15].
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ BirdLife International (2012). Falco columbarius στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 12 Μαρτίου 2014.
- ↑ Howard & Moore, p. 94
- ↑ Σύμφωνα με τον Β. Κιόρτση, τέως καθηγητή Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, («Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα», τόμος 16, λήμμα Γεράκι).
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Howard and Moore, p. 96
- ↑ http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=columbarius
- ↑ Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 124
- ↑ Helbig, A.J.; Seibold, I.; Bednarek, W.; Brüning, H.; Gaucher, P.; Ristow, D.; Scharlau, W.; Schmidl, D. & Wink, Michael (1994): Phylogenetic relationships among falcon species (genus Falco) according to DNA sequence variation of the cytochrome b gene. In: Meyburg, B.-U. & Chancellor, R.D. (eds.): Raptor conservation today, pp. 593-599
- ↑ Groombridge, Jim J.; Jones, Carl G.; Bayes, Michelle K.; van Zyl, Anthony J.; Carrillo, José; Nichols, Richard A. & Bruford, Michael W. (2002). "A molecular phylogeny of African kestrels with reference to divergence across the Indian Ocean". Molecular Phylogenetics and Evolution 25 (2): 267–277. doi:10.1016/S1055-7903(02)00254-3. http://www.kestreling.com/files/Groombridge_etal_MPE_paper.pdf Αρχειοθετήθηκε 2007-09-14 στο Wayback Machine..
- ↑ 9,0 9,1 Wink, Michael; Seibold, I.; Lotfikhah, F. & Bednarek, W. (1998): Molecular systematics of holarctic raptors (Order Falconiformes). In: Chancellor, R.D., Meyburg, B.-U. & Ferrero, J.J. (eds.): Holarctic Birds of Prey: 29-48. Adenex & WWGBP
- ↑ White, Clayton M. (1994): 44. Merlin. In: del Hoyo, Josep; Elliott, Andrew & Sargatal, Jordi (eds.): Handbook of Birds of the World (Volume 2: New World vultures to Guineafowl): 267, plate 27. Lynx Edicions, Barcelona. ISBN 84-87334-15-6.
- ↑ 11,0 11,1 11,2 White, Clayton M. (1994): 44. Merlin. In: del Hoyo, Josep; Elliott, Andrew & Sargatal, Jordi (eds.): Handbook of Birds of the World (Volume 2: New World vultures to Guineafowl): 267, plate 27. Lynx Edicions, Barcelona. ISBN 84-87334-15-6
- ↑ Raptors of the World by Ferguson-Lees, Christie, Franklin, Mead & Burton. Houghton Mifflin (2001), ISBN 0-618-12762-3
- ↑ White, Clayton M.; Olsen, Penny D. & Kiff, Lloyd F. (1994): Family Falconidae. In: del Hoyo, Josep; Elliott, Andrew & Sargatal, Jordi (eds.): Handbook of Birds of the World (Volume 2: New World vultures to Guineafowl): 216-275, plates 24-28. Lynx Edicions, Barcelona. ISBN 84-87334-15-6.
- ↑ Olson, Storrs L.; James, Helen F. & Meister, Charles A. (1981). "Winter field notes and specimen weights of Cayman Island Birds". Bulletin of the British Ornithologists' Club 101 (3): 339–346. http://si-pddr.si.edu/dspace/bitstream/10088/6535/1/VZ_119_Cayman_bird_weights.pdf Αρχειοθετήθηκε 2012-02-27 στο Wayback Machine..
- ↑ http://ekpazpeloponnisou.blogspot.gr/2010/01/blog-post_06.html
Πηγές
Επεξεργασία- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Johnsgard, P. 1990. Hawks, Eagles, & Falcons of North America. Washington: Smithsonian Institution Press
- Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι
- Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.