Διπλοσάινο

είδος μη γνήσιου γερακιού

Το Διπλοσάινο είναι είδος μη γνήσιου [2] γερακιού (γένος Accipiter), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Accipiter gentilis και περιλαμβάνει 10 υποείδη.

Διπλοσάινο
Ενήλικο αρσενικό διπλοσάινο (υποείδος A. g. gentilis)
Ενήλικο αρσενικό διπλοσάινο (υποείδος A. g. gentilis)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) (Vieillot, 1816)
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [1]
Γένος: Αστούριος (Accipiter) (Brisson, 1760)
Είδος: A. gentilis
Διώνυμο
Accipiter gentilis (Αστούριος ο ευγενής)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Accipiter gentilis albidus
Accipiter gentilis apache
Accipiter gentilis arrigonii
Accipiter gentilis atricapillus
Accipiter gentilis buteoides
Accipiter gentilis fujiyamae
Accipiter gentilis gentilis
Accipiter gentilis laingi
Accipiter gentilis marginatus
Accipiter gentilis schvedowi

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος A.g.marginatus (Piller & Mitterpacher, 1783).[3][4]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

Επεξεργασία
  • Σταθερή → [5]

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Accipiter (Hawk), σημαίνει «γεράκι», αλλά με διαφορετική σημασία από την ομώνυμη λέξη με την οποία αποδίδεται η, επίσης, λατινική λέξη Falco (Falcon). Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποιος όρος που να αποδίδει τη διαφορά μεταξύ αυτών των «γερακιών» (βλ. και Σημειώσεις).

Ο λατινικός όρος gentilis στην επιστημονική ονομασία του είδους, σημαίνει «ευγενής, ευγενικός» και προέρχεται από το gens, -tis «ευγενής (κοινωνική) τάξη», «ο κόσμος των ευγενών», αλλά παραμένει άγνωστος ο λόγος ονοματοδοσίας του είδους

Η ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού παραπέμπει στο -μεγάλο- μέγεθός του, σε σχέση με το συγγενικό σαΐνι.

  • Στα πορτογαλικά, το είδος ονομάζεται açor. Όταν οι πρώτοι Πορτογάλοι εξερευνητές έφθασαν στα νησιά του Ατλαντικού, μεταξύ Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, είδαν κάποια αρπακτικά πτηνά και νόμισαν ότι ήταν διπλοσάινα. Έτσι, ονόμασαν τα νησιά Αζόρες και το πτηνό απεικονίζεται στη σημαία τους. Ωστόσο, αργότερα διαπιστώθηκε ότι τα πουλιά που είχαν δει οι πρώτοι θαλασσοπόροι δεν ήταν διπλοσάινα αλλά, πιθανότατα, γερακίνες ή ψαλιδιάρηδες.

Συστηματική ταξινομική

Επεξεργασία

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Falco Nisus (Σουηδία, 1758). Η μεταφορά του στο γένος Accipiter, έγινε το 1760 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ.Ζ.Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806). Συγγενεύει φυλογενετικά με τα αφρικανικά είδη A. henstii και A. melanoleucus, πιθανόν και με το A. meyerianus, με τα οποία σχηματίζει διακριτό γκρουπ.[6]

Γεωγραφική εξάπλωση

Επεξεργασία
 
Χάρτης εξάπλωσης του Α.gentilis
Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό)
Κίτρινο = Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής
Μπλε = Περιοχές διαχείμασης

Το διπλοσάινο απαντά σε ευρείες εύκρατες περιοχές του Βορείου ημισφαιρίου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Ινδομαλαϊκή και Νεοαρκτική). Είναι το μόνο είδος του γένους Accipiter, που απαντά τόσο στην Ευρασία όσο και στη Βόρεια Αμερική.

Στην Ευρώπη, το είδος απαντά σε όλη την ήπειρο εκτός από την Ισλανδία και κάποιες επί μέρους περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Β. Σκανδιναβίας, ως επιδημητικό πτηνό, πλην των βορείων επικρατειών (Σκανδιναβίας και Ρωσίας), όπου έρχεται μόνο για να αναπαραχθεί τα καλοκαίρια.

Η Ασία αποτελεί, επίσης, μεγάλη μόνιμη επικράτεια του είδους, από την τούνδρα και νοτιότερα, από την Ευρώπη στα δυτικά μέχρι την Καμτσάτκα, τη Σαχαλίνη και την Ιαπωνία στα ανατολικά. Απουσιάζει από όλες τις υποαρκτικές περιοχές, τη ΒΑ. Σιβηρία και από το μεγαλύτερο μέρος της Κ. Ασίας, εμφανιζόμενο στα υψίπεδα ανατολικά των Ιμαλαΐων και στην Κίνα. Νότια, η εξάπλωση φθάνει μέχρι τη Ν. Κίνα και την Κορέα, που χρησιμοποιούνται κυρίως ως περιοχές διαχείμασης.

Στην Αφρική, το διπλοσάινο απαντά μόνο σε μικρούς θύλακες στα βορειοδυτικά (Μαρόκο) ως καθιστικό, κυρίως, είδος.

Η Αμερική είναι, όπως η Ευρασία, μεγάλη αναπαραγωγική επικράτεια επιδημητικών πληθυσμών, με κατανομή από την Αλάσκα και τον υποαρκτικό Καναδά, προς τις ΗΠΑ και το Κ. Μεξικό, όπου βρίσκονται τα νότια όρια εξάπλωσης του είδους. [7]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Accipiter gentilis albidus ΒΑ Σιβηρία (λεκάνη του ποταμού Λένα ανατολικά προς Καμτσάτκα
2 Accipiter gentilis apache ΝΔ ΗΠΑ (Αριζόνα, ΝΔ Νέο Μεξικό) και Δ, ΝΔ Μεξικό (Χαλίσκο, Γκερρέρο) Το μεγαλύτερο υποείδος με μήκος χορδής πτέρυγας 37 εκατοστά, περίπου [8]
3 Accipiter gentilis arrigonii Κορσική Σαρδηνία Ενδημικό στα νησιά Υπάρχει διαφωνία για το εάν πρόκειται για το υποείδος του Μαρόκου, ή ταυτίζεται με το 7
4 Accipiter gentilis atricapillus Αλάσκα, ανατολικά προς Κ Καναδά μέχρι το Β Κεμπέκ, Λαμπραντόρ και Νέα Γη, νότια προς ΝΔ ΗΠΑ Αριζόνα, Β Νέο Μεξικό, ανατολικά προς Ουισκόνσιν, Δυτική Βιρτζίνια και Μέριλαντ
5 Accipiter gentilis buteoides ΒΑ Ευρώπη, ΒΔ και ΚΒ Σιβηρία ανατολικά προς λεκάνη του ποταμού Λένα Κ Ευρώπη, Κ Ασία Πιο μεγάλο και πιο ανοικτόχρωμο από το 7, με αριότερες ραβδώσεις στο στήθος και την κοιλιά και λευκωπά σημάδια στις πτέρυγες και στη βάση της ουράς [9]
6 Accipiter gentilis fujiyamae Ιαπωνία Ενδημικό στη χώρα Το μικρότερο υποείδος με μήκος χορδής πτέρυγας 31 εκατοστά, περίπου [8]
7 Accipiter gentilis gentilis Κ και Β Ευρώπη, ανατολικά προς Ν και Κ Ευρωπαϊκή Ρωσία, Β Μαρόκο Το κύριο ευρωπαϊκό υποείδος (nominate). Υπάρχει διαφωνία για το εάν πρόκειται για το υποείδος του Μαρόκου, ή ταυτίζεται με το 3
8 Accipiter gentilis laingi Δ Καναδάς νησιά Haida Gwaii, και Βανκούβερ Ενδημικό στα νησιά
9 Accipiter gentilis marginatus Ιταλία και Βαλκάνια, ανατολικά προς Τρανσκαυκασία και Β Ιράν
10 Accipiter gentilis schvedowi Ν Ουράλια και ΝΔ Σιβηρία ανατολικά προς Κουρίλες, Σαχαλίνη, νότια προς Ιμαλάια και Β Κίνα Κ και ΝΑ, Α Ασία

(Πηγές:[7][10][11])

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Επεξεργασία

Κυρίως καθιστικό είδος, μερικώς μεταναστευτικό στους βορειότερους πληθυσμούς της Βόρειας Αμερικής, Φινοσκανδιναβίας και Ρωσίας. Η κατανομή και το εύρος των μετακινήσεων υπαγορεύονται από τους «κύκλους» των θηραμάτων στις αρκτικές περιοχές. Μεταναστευτικές «εισβολές», ωστόσο, συμβαίνουν σχεδόν κάθε δεκαετία στη Βόρεια Αμερική, με τα πουλιά να φθάνουν μέχρι τις Ν ΗΠΑ και το Μεξικό. Στη Φινοσκανδιναβία, οι μετακινήσεις είναι λιγότερο εκτεταμένες, συνήθως όχι περισσότερα από μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα. ΟΙ πληθυσμοί αφήνουν τις βόρειες επικράτειες, κυρίως τον Οκτώβριο-Νοέμβριο, και επιστρέφουν στις περιοχές αναπαραγωγής τον Μάρτιο-Απρίλιο.[12] Στην περιοχή του Νεπάλ, το διπλοσάινο κινείται από τα 1.370 έως τα 4.880 μ., αλλά έχει παρατηρηθεί μέχρι τα 6.100 μ.[13]

  • Στο διπλοσάινο, παρατηρείται το φαινόμενο της αποκαλουμένης μετανάστευσης με άλμα-βατράχου (frog-jump migration), δηλαδή οι βορειότεροι μεταναστευτικοί πληθυσμοί διαχειμάζουν σε περιοχές που βρίσκονται νοτιότερα από εκείνες στις οποίες διαχειμάζουν οι νοτιότεροι μεταναστευτικοί πληθυσμοί.[14]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Αλγερία, την Τυνησία και τη Λιβύη, το Ομάν, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, την Ταϊβάν και τις Βερμούδες.[5]

  • Στην Ελλάδα -όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες-, το διπλοσάινο είναι στη μεγάλη πλειονότητα επιδημητικό πτηνό, δηλαδή ζει και αναπαράγεται καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, αλλά υπάρχουν και άτομα που έρχονται για να διαχειμάσουν στη χώρα από τον βορρά (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[14][15][16][17]

Από την Κρήτη αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης, κυρίως στα δυτικά.[18] Στην Κύπρο είναι σπάνιο πτηνό και, πιθανόν, να υπάρχουν λίγα ζευγάρια που φωλιάζουν και παραμένουν όλο το έτος στα δάση του Τροόδους.[19]

Βιότοπος

Επεξεργασία

Το διπλοσάινο συχνάζει τόσο σε δάση κωνοφόρων, όσο και πλατύφυλλων, κυρίως στα πρώτα με μικρά ξέφωτα. Φαίνονται ότι ευδοκιμεί μόνο σε περιοχές με ώριμα, παλαιά δάση, όπου συνήθως η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι σχετικά χαμηλή. Ωστόσο, μπορεί να βρεθεί και σε δάση μικρότερης ηλικίας -ειδικά, κατά τη διάρκεια της περιόδου ωοτοκίας-, αρκεί να υπάρχουν αρκετά ψηλά δένδρα, με μέτρια κάλυψη θόλου και μικρά ανοίγματα στο κάτω μέρος για να ευνοείται το κυνήγι.[9] Στις Κ. ΗΠΑ, συχνάζει σε δάση Pinus ponderosa και Pinus contorta.[20]

Τα διπλοσάινα μπορεί να κινούνται σε οποιοδήποτε υψόμετρο, αλλά συνήθως προτιμούν τα μεγάλα, λόγω της έλλειψης εκτεταμένων δασών στις πεδινές περιοχές.[21].

  • Στην Ελλάδα, το διπλοσάινο μπορεί να βρεθεί και στα όρια του δάσους ή ακόμη και σε χωράφια, όπου κυνηγάει πολύ διακριτικά, διότι δεν ανέχεται την ανθρώπινη παρουσία (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[17] Προτιμάει τα δάση κωνοφόρων και λιγότερο εκείνα των πλατύφυλλων δένδρων, από τα 300 μ. και ψηλότερα, συνήθως μέχρι τα 2.000μ. Ωστόσο, στην περιοχή του Ολύμπου έχει παρατηρηθεί στα 2.500 μ.[22]

Μορφολογία

Επεξεργασία
 
Πορτρέτο ενήλικου διπλοσάινου

Το διπλοσάινο, όπως συμβαίνει με το ξεφτέρι και το σαΐνι, παρουσιάζει ισχυρό φυλετικό διμορφισμό όσον αφορά στο μέγεθος και το βάρος (τα αρσενικά είναι 10%-25% μικρότερα και ελαφρύτερα) ενώ, κατά τα άλλα, τα δύο φύλα είναι όμοια. Είναι το μεγαλύτερο από τα τρία ευρωπαϊκά είδη του γένους Accipiter αλλά, συνολικά, ένα μετρίου μεγέθους αρπακτικό, με κοντές αλλά πλατιές πτέρυγες και μακριά ουρά, σε γενικές γραμμές, παρόμοιο με το ξεφτέρι, -αν και αρκετά μεγαλύτερο από αυτό.

  • Η ουρά του διπλοσάινου είναι μικρότερη από εκείνη του ξεφτεριού σε σχέση με το ολικό μήκος σώματος.[23]

Το χρώμα της ράχης είναι σκούρο κυανόγκριζο στα αρσενικά και γκρίζο στο χρώμα του σχιστόλιθου στα θηλυκά, στοιχείο που αποτελεί τη βασική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Κατά τα άλλα, η κάτω επιφάνεια είναι ανοικτόχρωμη λευκωπή με πολλές λεπτές, οριζόντιες μαυριδερές ρίγες και με χαρακτηριστικά αναμαλλιασμένα (fluffy). λευκά φτερά στην περιοχή του υπογαστρίου.[24] Διαθέτει πλατιά, λευκή υπεροφθάλμια λωρίδα, από το πίσω μέρος του ματιού μέχρι τον τράχηλο. Η ίριδα των ενηλίκων είναι σκούρα πορτοκαλί, ιδιαίτερα στα αρσενικά. Η ουρά είναι καφεγκρίζα και διαθέτει 4-5 σκούρες, κατά πλάτος λωρίδες. Το κήρωμα, οι ταρσοί και τα πόδια είναι κίτρινα.[17]

Στα νεαρά άτομα η άνω επιφάνεια σώματος είναι καφέ, με λευκωπό-κιτρινομπέζ κάτω μέρος, με ακανόνιστες ραβδώσεις παρά μπάρες, πιο διακριτές στα αρσενικά. Η υπεροφθάλμια λωρίδα είναι κιτρινομπέζ. Η ίριδα είναι αρχικά ανοικτοκίτρινη και αλλάζει χρώμα αργότερα, με το πέρασμα της ηλικίας.

Στα ασιατικά υποείδη, η περιοχή της ράχης ποικίλλει από, σχεδόν λευκή έως σχεδόν μαύρη. Στη Βόρεια Αμερική, τα ανήλικα άτομα έχουν χλωμή-κίτρινη ίριδα, ενώ οι ενήλικες αποκτούν τη σκούρα κόκκινη ίριδα συνήθως μετά το δεύτερο έτος της ηλικίας τους, αν και η διατροφή και η γενετική μπορεί να επηρεάσουν το χρώμα των ματιών.

  • Στα ξεφτέρια, η διάμετρος του ταρσού είναι μεγαλύτερη από τη διάμετρο του οφθαλμού (το αντίθετο συμβαίνει στο ξεφτέρι). Μάλιστα, σε γενικές γραμμές, τα πόδια του διπλοσάινου είναι 3πλάσια σε πάχος από εκείνα του ξεφτεριού, κάτι που δικαιολογεί απόλυτα τη διαφορά στο μέγεθος των θηραμάτων μεταξύ των δύο ειδών.[9]

Τα αναφερόμενα μεγέθη αναφέρονται στον μέσο όρο των μετρήσεων, καθώς έχουν καταγραφεί θηλυκά με βάρος 2.200 γραμμάρια.[8] Γενικά, ισχύει ο Κανόνας του Μπέργκμαν (Bergmann's rule), σύμφωνα με τον οποίο, τα άτομα των βορείων περιοχών (μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, τείνουν να είναι ογκωδέστερα από εκείνα των νότιων περιοχών (για το Βόρειο ημισφαίριο). Τα μεγαλύτερα διπλοσάινα, επομένως, απαντούν στην ευρύτερη περιοχή της Φινλανδίας (υποείδος A. g. buteoides).

Βιομετρικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μήκος σώματος : ♂ (46-) 48 έως 57 (-63) εκατοστά, ♀ (53-) 58 έως 64 (-69) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: ♂ 89 έως 105 εκατοστά, ♀ 108 έως 127 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: 28,6 έως 39 εκατοστά, κατά μέσον όρο
  • Μέση ραχιαία γραμμή ρινοθήκης: 2 έως 2,6 εκατοστά, κατά μέσον όρο
  • Μήκος ταρσού: 6,8 έως 9 εκατοστά, κατά μέσον όρο
  • Μήκος ουράς: 20 έως 28 εκατοστά, κατά μέσον όρο
  • Βάρος: ♂ (500-) 655 έως 780 (1.200) γραμμάρια, ♀ 820 έως 1.220 (-2.200) γραμμάρια.

(Πηγές:[6][9][12][13][20][23][24][25][26][27][28][29][30][31][32][33][34][35][36])

 
Αρσενικό διπλοσάινο με τη λεία του μια φάσσα

Τα διπλοσάινα είναι, συνήθως, ευκαιριακοί θηρευτές, όπως και τα περισσότερα αρπακτικά πτηνά. Τα πιο σημαντικά είδη που θηρεύονται είναι μικρά θηλαστικά και πουλιά που βρίσκονται σε δασικούς οικοτόπους. Στη Βόρεια Αμερική, συμπεριλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό λαγόποδες, η αμερικανική κουρούνα, ο αμερικανικός λαγός και ο κόκκινος σκίουρος. Σε σύγκριση με πολλά μικρότερα είδη Accipiter, τα διπλοσάινα είναι λιγότερο εξειδικευμένα ως αποκλειστικοί θηρευτές πτηνών ανάλογα με την τοποθεσία.[37][38]

Στην Ευρασία, τα θηράματα μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικά όπως, περιστέρια φασιανοί, πέρδικες, τσαλαπετεινοί, γλάροι, διάφορα παρυδάτια, δρυοκολάπτες, κορακοειδή, υδρόβια πτηνά (κυρίως εκείνα που φωλιάζουν σε δένδρα του γένους Aythya spp.), και διάφορα στρουθιόμορφα, ανάλογα με την περιοχή. Από θηλαστικά, περιλαμβάνονται κουνέλια, λαγοί, σκίουροι, αρουραίοι, ποντίκια, νυφίτσες και μυγαλές. Επίσης, πτώματα άλλων ζώων, όταν υπάρχουν δύσκολες καιρικές συνθήκες.[39]

Η λεία είναι, τις περισσότερες φορές, μικρότερη από το ίδιο το γεράκι, με μέση μάζα τα 275 γραμμάρια, από μελέτη που διενεργήθηκε στη Μινεσότα.[37] Στις Κάτω Χώρες, τα αρσενικά σκότωναν θηράματα με μέσο όρο βάρους 277 γρ., ενώ τα θηλυκά, με μέσο βάρος 505 γρ.[8] Ωστόσο, τα ευμεγέθη διπλοσάινα των βορείων επικρατειών, θανατώνουν κατά καιρούς πολύ μεγαλύτερα ζώα, μέχρι χήνες, ρακούν και αλεπούδες, που μπορεί να ζυγίζουν περισσότερο από δύο φορές το δικό τους βάρος. Επίσης, το διπλοσάινο είναι σημαντικός θηρευτής άλλων αρπακτικών πτηνών, όπως ο σφηκιάρης, το ξεφτέρι και διάφορες κουκουβάγιες.[8]

  • Στην περιοχή της Δαδιάς Έβρου, το διπλοσάινο τρέφεται κυρίως με πτηνά, ειδικότερα με αγριοπερίστερα, φάσσες, δεκαοχτούρες και τρυγόνια, αλλά και με σαύρες του είδους Lacerta viridis.[22]

Το διπλοσάινο θεωρείται από τους πλέον προικισμένους θηρευτές ανάμεσα στα αρπακτικά πτηνά. Κυνηγάει πουλιά και θηλαστικά σε ποικιλία δασικών οικοτόπων, συχνά χρησιμοποιώντας συνδυασμό ταχύτητας και παρεμπόδιση κάλυψης κατά την ενέδρα. Συχνά, χρησιμοποιεί συνορεύοντες τύπους οικοτόπων, όπως την άκρη ενός δάσους και ενός λιβαδιού.

Είναι εξαιρετικός κυνηγός, με κύρια χαρακτηριστικά την αστραπιαία ταχύτητα που επιτίθεται και το ότι δεν παραιτείται εύκολα, εάν πρόκειται να δώσει μάχη. Μπορεί να επιτεθεί σε θηράματα με πολύ μεγαλύτερο μέγεθος από το δικό του.[17][40]. Στην καταδίωξη του θηράματος, μπορεί να πετύχει «οριζόντιες» ταχύτητες της τάξης των 60 χλμ./ώρα.[41]

Ηθολογία

Επεξεργασία

Παρόλο που το διπλοσάινο είναι, γενικά, διακριτικό και «ντροπαλό» στη συμπεριφορά του σε σχέση με τον άνθρωπο, σε κάποιες περιοχές μπορεί να εισέρχεται στον αστικό ιστό και να κάθεται ακόμη και στις στέγες των σπιτιών, επισκοπώντας τον χώρο.[9]

 
Διπλοσάινο εν πτήσει (κοιλιακή όψη, υποείδος A. g. buteoides)

Η πτήση του διπλοσάινου είναι πολύ χαρακτηριστική και έχει την πατέντα «φτεροκόπημα-φτεροκόπημα-αερολίσθηση». Μοιάζει με εκείνη του ξεφτεριού, αλλά τα φτεροκοπήματα είναι πιο αργά, ενώ σπάνια γυροπετάει (soaring),[24] εκτός, ίσως, κατά τη μετανάστευση. Η συνολική πτητική πορεία του πτηνού δεν είναι τόσο «κυματιστή» (undulating) και σαφώς, πιο σταθερή από ό, τι στο ξεφτέρι. Επίσης, αντίθετα με το ξεφτέρι, το διπλοσάινο πετάει αρκετά ψηλά, στην περιοχή του δασικού θόλου, όχι κοντά στο έδαφος.[9]

  • Το αρσενικό διπλοσάινο μπορεί να συγχέεται με το θηλυκό ξεφτέρι κατά την πτήση, δεδομένου ότι έχουν παρόμοιο μέγεθος. Ωστόσο, πέρα από την «κυματιστή» πτήση, το ξεφτέρι εμφανίζει διαφορετική σιλουέτα, με στενότερη ουρά στη βάση της, οξύτερες γωνίες σε πιο τετραγωνισμένη ουρά, κοντύτερο λαιμό και λεπτότερο σώμα.[9]

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία

Σχηματισμός ζευγαριών και ζωτικός χώρος

Επεξεργασία

Την άνοιξη, τα διπλοσάινα επιδίδονται σε θεαματικές πτήσεις επίδειξης, ίσως από τις λίγες φορές που, αυτό το κρυπτικό είδος, υιοθετεί συμπεριφορά εμφανή στην ανθρώπινη παρατήρηση. Τότε είναι που ακούγεται, μερικές φορές, ένα χαρακτηριστικό κάλεσμα σαν του γλάρου. Όπως σε όλα τα μέλη της οικογένειας Accipitridae, η επικοινωνία είναι κυρίως ακουστική, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να παρατηρούνται τα πουλιά μεταξύ τους, μέσα στην πυκνή βλάστηση των οικοτόπων τους.[42] Οι ενήλικες υπερασπίζονται σκληρά τον ζωτικό τους χώρο από όλους τους εισβολείς, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που διέρχονται από την περιοχή. Θεωρείται ότι, αυτή η ασυνήθιστα επιθετική συμπεριφορά είναι αμυντική προσαρμογή κατά των ειδών εκείνων που είναι δυνητικοί θηρευτές της φωλιάς (βλ. Φυσικοί θηρευτές). Ο ζωτικός χώρος που υπερασπίζονται τα ζευγάρια είναι μεγάλος, καθώς οι φωλιές απέχουν συνήθως αρκετά χιλιόμετρα μεταξύ τους, σπάνια κάτω από 1 χιλιόμετρο.[6]

Φώλιασμα

Επεξεργασία

Τα διπλοσάινα φωλιάζουν από τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο, αλλά μπορεί και πολύ αργότερα, μέχρι τα μέσα Ιουνίου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος). Συνήθως, από τη στιγμή που ξεκινάει μαζί, ένα ζευγάρι αναπαραγωγής ζευγαρώνει για μια ζωή. Οι φωλιές είναι ογκώδεις και, συνήθως, κατασκευάζονται πάνω σε δένδρα από το αρσενικό, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται κάποια φωλιά άλλου είδους, είτε να επαναχρησιμοποιείται η ίδια φωλιά για πολλά χρόνια. Η κατασκευή είναι ογκώδης με διάμετρο περίπου 1 μ., αλλά μικρό βάθος. Δομείται από χοντρά κλαδιά και επιστρώνεται με φυλλώδη πράσινα κλαδάκια ή δέσμες από βελόνες κωνοφόρων και κομμάτια φλοιού δέντρων, που ανανεώνονται τακτικά.[43]

 
Νεαρά διπλοσάινα, 30 ημερών περίπου, στη φωλιά τους
 
Accipiter gentilis

Η γέννα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος και περιλαμβάνει συνήθως (1-) 3 έως 4 (-5) ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 57,4 Χ 44, 2 χιλιοστών [43] και βάρους 67 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 9% είναι κέλυφος.[44] Τα αβγά εναποτίθενται σε διαστήματα 2 έως 3 ημερών, μεταξύ τους. Το θηλυκό είναι ο πρωταρχικός επωαστής, αν και το αρσενικό μερικές φορές θα χρειαστεί να δώσει στο θηλυκό μια ευκαιρία για να κυνηγήσει. Το αρσενικό κάνει το μεγαλύτερο μέρος του κυνηγιού τόσο για το θηλυκό όσο και τους νεοσσούς. Η περίοδος επώασης μπορεί να κυμαίνεται 36 έως 41 ημέρες.[43]

  • Στην Ελλάδα, η επώαση διαρκεί 35-37 ημέρες.[17]

Οι νεοσσοί είναι ισχυρά φωλεόφιλοι και εγκαταλείπουν τη φωλιά μετά από 35 έως 46 ημέρες, ενώ προσπαθούν να πετάξουν 10 ημέρες αργότερα. Ανεξαρτητοποιούνται στις 70 ημέρες περίπου, και μπορούν να παραμείνουν στην επικράτεια των γονιών τους για διάστημα έως ένα (1) έτος, μετά από το οποίο επιτυγχάνεται σεξουαλική ωριμότητα.[42]

 
Νεαρό διπλοσάινο (υποείδος A. g. gentilis)

Φυσικοί θηρευτές

Επεξεργασία

Στους φυσικούς θηρευτές του είδους συμπεριλαμβάνονται εκείνοι που λυμαίνονται τη φωλιά, κυρίως οι αρκούδες που αναρριχώνται στα δένδρα, όπως η αμερικανική μαύρη αρκούδα και η ασιατική μαύρη αρκούδα. Άλλα αρπακτικά της φωλιάς είναι τα κουνάβια, οι αδηφάγοι, διάφοροι αετοί, κουκουβάγιες και μπούφοι. Επίσης, ο γκρίζος λύκος έχει καταγραφεί να καταδιώκει και να σκοτώνει νεαρά διπλοσάινα, ιδίως όταν τα μεγάλα θηράματα είναι ελάχιστα.[42]

Κατάσταση πληθυσμού

Επεξεργασία

Γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[45] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτουν η Ρωσία (χώρα-«κλειδί»), η Γερμανία, η Ουκρανία, η Πολωνία και η Ρουμανία.[46]

Κατάσταση στην Ελλάδα

Επεξεργασία

Το διπλοσάινο είναι αρκετά διαδεδομένο στα ηπειρωτικά, κυρίως όμως στα βόρεια και κεντρικά και λιγότερο στην Πελοπόννησο, όπου φαίνεται να υπάρχει σημαντική μείωση των πληθυσμών του. Απουσιάζει, ωστόσο, από τα περισσότερα νησιά ως αναπαραγόμενο είδος, εκτός από ελάχιστα νησιά στο Αιγαίο και το Ιόνιο, όπου είναι απαράιτητη η παρουσία δένδρων. Πάντως, λόγω της γενικότερης κρυπτικής συμπεριφοράς του, είναι λίγο μελετημένο.[22]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, επειδή στους ήδη υπάρχοντες πληθυσμούς προστίθενται και οι διαχειμάζοντες από τον βορρά είναι πιο κοινό είδος. Υπάρχουν, επίσης, αποκλειστικά διαβατικοί πληθυσμοί, κυρίως κατά την άνοιξη, οπότε παρατηρείται και στην Κρήτη και σε κάποια ακόμη νησιά, αλλά λίγα στοιχεία υπάρχουν για τη μεταναστευτική συμπεριφορά του διπλοσάινου στη χώρα.[22][47]

Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει, είναι εκείνοι που αφορούν σε όλα τα αρπακτικά πτηνά, κυρίως δηλητηριάσεις από φυτοφάρμακα και δολώματα, καταστροφή βιοτόπων και λαθροθηρία με σκοπό την ταρίχευση.[48] Υπάρχουν ελπίδες ότι οι πληθυσμοί του είναι μεγαλύτεροι από τους καταμετρηθέντες, επειδή είναι πολύ δύσκολο να παρατηρηθεί ακόμη και όταν κυνηγάει, διότι αποφεύγει επιμελώς την ανθρώπινη παρουσία.

Άλλες ονομασίες

Επεξεργασία

Στον ελλαδικό χώρο, το Διπλοσάινο απαντά και με τις ονομασίες Μεγάλο Σαΐνι, Περδικογέρακο, Περιστερογέρακας [49] και Διπλοσιάχινο (Κύπρος).[50]

Σημειώσεις

Επεξεργασία

Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, αντίθετα με το γένος Falco = Γεράκι (Ιέραξ), (αγγλ. Falcon), δεν υπάρχει λέξη, η οποία να αντιστοιχεί στο γένος Accipiter. Στην αντίστοιχη αγγλική γλώσσα το πρόβλημα έχει λυθεί με τον όρο Hawk που, λανθασμένα, αποδίδεται πάλι ως Γεράκι στα αγγλοελληνικά λεξικά. Οι εναλλακτικές που προτάθηκαν είναι οι εξής:

  1. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Όντρια, τέως καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πατρών, η απόδοση των 3 ειδών του γένους Accipiter που απαντούν στον ελλαδικό χώρο, γίνεται με τη γενική λέξη Σαΐνι [51]. Το πρόβλημα είναι ότι στον όρο αυτό, συμπεριλαμβάνεται και η ομώνυμη λέξη που αντιστοιχεί σε ένα (1) από τα τρία ελληνικά είδη, το Accipiter brevipes που -ορθά- αποδίδεται με την ίδια λέξη. Το ίδιο ισχύει και για τον όρο Κίρκος, που αναφέρεται στο γένος Circus.
  2. Σύμφωνα με τους έμπειρους γνώστες των αρπακτικών πτηνών της Ελλάδας Γιώργο Χανδρινό και Αχιλλέα Δημητρόπουλο, υπάρχει αναφορά για το γένος Accipiter με την ελληνική απόδοση Αστούριος[52]. Το πρόβλημα είναι ότι ο όρος δεν έχει «περάσει» στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι και σωστός.
  3. Σύμφωνα, τέλος με τον Βασίλη Κιόρτση, τέως καθηγητή Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το γένος Accipiter αποδίδεται γενικευμένα με τον όρο «μή γνήσια γεράκια», σε αντιπαράθεση με τα «γνήσια γεράκια» του γένους Falco[53].

Στο λήμμα αυτό ακολουθείται συμβατικά η τρίτη εκδοχή, χωρίς αυτό να μην επιδέχεται συζήτησης.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Howard & Moore, p. 98
  2. Β.Κιόρτσης, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι
  3. Howard and Moore. p. 108
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175300
  5. 5,0 5,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22695683/0
  6. 6,0 6,1 6,2 http://www.hbw.com/species/northern-goshawk-accipiter-gentilis
  7. 7,0 7,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22695683
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 Ferguson-Lees & Christie
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 9,6 Mullarney et al, p. 112
  10. Howard and Moore, p. 108
  11. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2015. 
  12. 12,0 12,1 planetofbirds.com
  13. 13,0 13,1 Grimmett et al, p. 128
  14. 14,0 14,1 Όντρια (Ι), σ. 84
  15. Handrinos & Akriotis, p. 135-6
  16. RDB, p. 152
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 90
  18. Σφήκας, σ. 31
  19. Σφήκας, σ. 27
  20. 20,0 20,1 Gray, p. 64
  21. Johnsgard
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 Handrinos & Akriotis, p. 135
  23. 23,0 23,1 Scott & Forrest, p. 62
  24. 24,0 24,1 24,2 Bruun, p. 80
  25. Harrison & Greensmith, p. 95
  26. Flegg, p. 88
  27. Heinzel et al, p. 92
  28. Perrins, p. 96
  29. Όντρια (Ι), σ. 74
  30. Singer, p. 134
  31. http://www.ibercajalav.net
  32. ΠΛΜ, 16:316
  33. Robinson
  34. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 92, 182
  35. Allaboutbirds.org.
  36. del Hoyo et al, p.56
  37. 37,0 37,1 Smithers et al
  38. Lewis et al
  39. Γ. Χανδρινός-Α. Δημητρόπουλος, σ. 90
  40. Accipiter gentilis – northern goshawk. Animal Diversity Web. University of Michigan
  41. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2015. 
  42. 42,0 42,1 42,2 Squires & Reynolds
  43. 43,0 43,1 43,2 Harrison, p. 99
  44. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob2670.htm
  45. http://www.iucnredlist.org/details/[νεκρός σύνδεσμος] full/22695683/0
  46. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2015. 
  47. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 326
  48. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 45-49
  49. Απαλοδήμος, σ. 49
  50. http://avibase.bsc-eoc.org/
  51. Πτηνά, σ. 84
  52. Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, σ. 92 και σ. 94
  53. («Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι)
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Forsman, Dick (1999). The Raptors of Europe and The Middle East: a Handbook of Field Identification. London: Christopher Helm. pp. 244–255. ISBN 0-7136-6515
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
  • Jonsson, Lars (1996). Birds of Europe. London: Helm. pp. 134–135. ISBN 0-7136-4422-2.
  • Lewis, Stephen B.; Titus, Kimberly; Fuller, Mark R. (2006). Northern Goshawk Diet During the Nesting Season in Southeast Alaska (PDF). Journal of Wildlife Management 70 (4): 1151. doi:10.2193/0022-541X(2006)70[1151:NGDDTN]2.0.CO;2.
  • Smithers, B.L.; Boal, C.W.; Andersen, D.E. (2005). Northern Goshawk diet in Minnesota: An analysis using video recording systems (PDF). Journal of Raptor Research 39 (3): 264–273.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Squires, J.; Reynolds, R. (1997). Northern Goshawk. Birds of North America 298. pp. 2–27.
  • Strix, 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»