Μεγάλη Βλαχία
Ως Μεγάλη Βλαχία ή απλά Βλαχία αναφέρεται μια επαρχία στην νοτιοανατολική Θεσσαλία κατά τον ΙΒ΄ αιώνα, ονομασία που επεκτάθηκε τον ΙΓ΄ και ΙΔ΄ αιώνα σε ολόκληρη την Θεσσαλία. Η ονομασία προέρχεται από τους Βλάχους που ζούσαν σε μεγάλα τμήματα της περιοχής.
Ονομασία
ΕπεξεργασίαΗ ονομασία προέρχεται από τους Αρμάνους (Βλάχους), μια κατά κύριο λόγο νομαδοκτηνοτροφική εθνοτική ομάδα που ζει σε αρκετές ορεινές περιοχές των Βαλκανίων, καταγόμενη από λατινόφωνους πληθυσμούς που αναμείχθηκαν με φυλές των βαρβαρικών εισβολών κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.[1] Στην ευρύτερή του σημασία, τόσο ελληνικές όσο και δυτικές πηγές του ύστερου Μεσαίωνα, λ.χ. η γαλλική, ιταλική, ή αραγωνική έκδοση του «Χρονικού του Μορέως», ή οι χρονικογράφοι Ραμόν Μουντανέρ και Μαρίνος Σανούδος, χρησιμοποίησαν τον όρο «Βλαχία» ή ανάλογους όρους (Blaquie, Blaquia, Val[l]achia) για ολόκληρη την Θεσσαλία, από την Πίνδο έως το Αιγαίο, και από την γραμμή Όλυμπος-Σέρβια στο βορρά ως τη Λαμία (Ζητούνιον) και την Υπάτη (Νέαι Πάτραι) στο νότο[2].
Η Θεσσαλική Βλαχία ήταν γνωστή και ως «εν Ελλάδι Βλαχία» από το Θέμα Ελλάδος, καθώς και ως «Μεγάλη Βλαχία», σε αντιδιαστολή με άλλες περιοχές με βλαχικό πληθυσμό, όπως η «Άνω Βλαχία» στην Ήπειρο, ή την «Μικρά Βλαχία» στην Αιτωλοακαρνανία[3][4]. Ο Βυζαντινός ιστορικός του ΙΓ΄ αιώνα Νικήτας Χωνιάτης πάντως θεωρεί την «Μεγάλη Βλαχία» ξεχωριστή περιοχή κοντά στα Μετέωρα[3]. Οι όροι «Βλαχία», «Μεγάλη Βλαχία», κλπ. άρχισαν να χάνουν έδαφος στις αρχές του ΙΔ΄ αιώνα, και με την εμφάνιση της πέραν του Δουνάβεως Βλαχίας ως αυτόνομης ηγεμονίας, από τον ΙΕ΄ αιώνα και ύστερα η ονομασία άρχισε να αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτή[3][4].
Οι Βλάχοι της Θεσσαλίας στο Μεσαίωνα
ΕπεξεργασίαΟι Βλάχοι της Θεσσαλίας πρωτοεμφανίζονται στις βυζαντινές πηγές τον ΙΑ΄ αιώνα, συγκεκριμένα στο «Στρατηγικόν του Κεκαυμένου» και στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής[1]. Ο Κεκαυμένος, που έγραψε στα τέλη της δεκαετίας του 1070, τονίζει τόσο την νομαδική τους φύση όσο και την απείθειά τους προς τις αυτοκρατορικές αρχές[5]. Αναφέρει δε μια αποτυχημένη εξέγερση των Βλάχων το 1066, υπό την απρόθυμη ηγεσία του συγγενή του Νικουλιτζά Δελφινά, εγγονού του ομώνυμου άρχοντα που ο Βασίλειος Β΄ (976-1025) είχε τοποθετήσει ως επικεφαλής των Θεσσαλών Βλάχων.[5][6] Η Άννα Κομνηνή αναφέρει Βλάχους εγκατεστημένους κοντά στην Όσσα το 1083, κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας του πατέρα της, Αλέξιου Α΄ (1081-1118), κατά των Νορμανδών[5].
Τον ΙΒ' αιώνα, ο Εβραίος ταξιδευτής Βενιαμίν της Τουντέλα, που επισκέφτηκε την περιοχή το 1166, κατέγραψε ότι η πόλη Ζητούνι «βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας». Ο όρος προφανώς δεν ήταν απλά ένας γεωγραφικός ή εθνοτικός προσδιορισμός, καθώς σε ένα χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ (1195-1203) το 1198 η Provincia Valachie συγκαταλέγεται μεταξύ των περιοχών της Θεσσαλίας όπου οι Βενετοί έμποροι απολάμβαναν φοροαπαλλαγών. Η ίδια επαρχία εμφανίζεται και στον κατάλογο των επαρχιών που περιήλθαν στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό σύμφωνα με την Partitio Romaniae το 1204. Σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Γεώργιο Σούλη, από αυτές τις πληροφορίες συνάγεται ότι η βυζαντινή επαρχία της Βλαχίας, στα τέλη του ΙΒ' αιώνα «βρισκόταν στην περιοχή του Όρους Όθρυ, περιλαμβάνοντας την περιοχή μεταξύ των πόλεων της Λαμίας, του Δομοκού, και του Αλμυρού[7]».
Παρά την σημαίνουσα θέση τους στην Θεσσαλία, πάντως, οι Βλάχοι ποτέ δεν έγιναν αυτόνομοι κύριοι της περιοχής, αλλά υποτάχθηκαν διαδοχικά στους διάφορους Έλληνες, Λατίνους, και αργότερα Σέρβους, ηγεμόνες.[8] Μετά την Δ΄ Σταυροφορία και την ανακατάληψη της Θεσσαλίας από το Δεσποτάτο της Ηπείρου, οι Βλάχοι χρησιμοποιήθηκαν από τους Ηπειρώτες ως επίλεκτοι στρατιώτες κατά των αντιπάλων τους.[8] Έτσι ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης κάνει ιδιαίτερη μνεία στην ανδρεία των «Μεγαλοβλαχιτών» που βρίσκονταν στις τάξεις του στρατού του δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Δούκα (1230-1268)[3]. Ο νόθος γιος του Μιχαήλ, Ιωάννης Δούκας, είχε παντρευτεί την κόρη του Βλάχου ηγεμόνα Ταρωνά, και οι Βλάχοι στρατιώτες του - άγνωστο αν αποτελούσαν τμήμα του τακτικού στρατού ή ήταν προσωπικός στρατός από τα κτήματά του - έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Μάχη της Πελαγονίας το 1259.[9] Όταν ο Μιχαήλ Β΄ πέθανε, περί το 1268, ο Ιωάννης έγινε ηγεμόνας της Θεσσαλίας, με την πρωτεύουσά του στην Υπάτη (Νέαι Πάτραι)[10]. Οι σύγχρονοι Δυτικοί ιστορικοί συχνά αναφέρονταν στην αυτόνομη ηγεμονία του Ιωάννη Δούκα και των διαδόχων του ως «Βλαχία».[7] Τμήμα της Θεσσαλίας όμως, γύρω από την Δημητριάδα, το Βελεστίνο, τον Αλμυρό, και τα Φάρσαλα, παρέμεινε στα χέρια της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (και μετά το 1261 της αποκατεστημένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) για αρκετά χρόνια μετά την Μάχη της Πελαγονίας. Αυτή η περιοχή διοικούνταν από αυτοκρατορικό αξιωματούχο με τον τίτλο «κεφαλή της Μεγάλης Βλαχίας», που το 1276 έφερε ο πιγκέρνης Ραούλ Κομνηνός[3][11].
Στα μέσα της δεκαετίας του 1340, μεγάλα τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατακτήθηκαν από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας το 1346, ιδρύοντας την Σερβική Αυτοκρατορία.[12] Το 1347-1348 ο Δουσάν και ο στρατηγός του Γρηγόριος Πρεάλιμπος επέκτειναν τη σερβική κυριαρχία στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία,[13] επιτρέποντας στον Δουσάν να επαυξήσει τους τίτλους του: στα λατινικά αναφέρεται πλέον ως imperator Raxie et Romanie, dispotus Lartae et Blachie comes («Αυτοκράτωρ της Ρασκίας και της Ρωμανίας, Δεσπότης της Άρτας [δηλ. της Ηπείρου] και Κόμης της Βλαχίας»)[2].
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ODB, "Vlachs" (A. Kazhdan), σελίδες 2183–2184.
- ↑ 2,0 2,1 Soulis 1963, σελίδες 272–273.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 ODB, "Vlachia" (A. Kazhdan), σελ. 2183.
- ↑ 4,0 4,1 Soulis 1963, σελ. 273.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Soulis 1963, σελ. 271.
- ↑ Fine 1991, σελ. 216.
- ↑ 7,0 7,1 Soulis 1963, σελ. 272.
- ↑ 8,0 8,1 Osswald 2007, σελ. 129.
- ↑ Fine 1994, σελίδες 162–164.
- ↑ Fine 1994, σελ. 169.
- ↑ Nicol 1962, σελίδες 5–6.
- ↑ Fine 1994, σελίδες 309–310.
- ↑ Fine 1994, σελίδες 320–321.
Πηγές
Επεξεργασία- Fine, John Van Antwerp (1991) [1983]. The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century (στα Αγγλικά). Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08149-7.
- (Αγγλικά) Fine, John Van Antwerp (1994) [1987]. The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08260-4.
- (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
- Nicol, D. M. (1962). «The Greeks and the Union of the Churches the Report of Ogerius, Protonotarius of Michael VIII Palaiologos, in 1280». Proceedings of the Royal Irish Academy. Section C: Archaeology, Celtic Studies, History, Linguistics, Literature 63: 1–16. http://www.jstor.org/stable/25505111.
- Osswald, Brendan (2007). «The Ethnic Composition of Medieval Epirus». Στο: Ellis, Steven G.· Klusáková, Lud'a. Imagining Frontiers, Contesting Identities. Pisa: Edizioni Plus – Pisa University Press. σελίδες 125–154. ISBN 88-8492-466-9.
- Σούλης, Γεώργιος Χ. (1953). «Βλαχία-Μεγάλη Βλαχία-Ἡ ἐν Ἑλλάδι Βλαχία. Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορικὴν γεωγραφίαν τῆς μεσαιωνικῆς Θεσσαλίας». Γέρας Αντωνίου Κεραμοπούλου. Αθήναι. σελίδες 489–497.
- Soulis, George C. (1963). «Thessalian Vlachia». Zbornik Radova Vizantološkog Instituta 8 (1): 271–273.
- Σταυρίδου-Ζαφρακά, Αλκμήνη (2000). «Μεγάλη και Μικρή Βλαχία». Τρικαλινά 20: 171–179.