Η Κεφαλή ήταν βυζαντινή προσφώνηση που εμφανίστηκε στα τέλη της αυτοκρατορίας, τον τίτλο-προσφώνηση έφεραν τοπικοί και κυβερνητικοί διοικητές.

Τέθηκε σε χρήση στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, και η ονομασία προέρχεται από την καθομιλουμένη. Ως εκ τούτου, ποτέ δεν έγινε ένας καθιερωμένος τίτλος ή βαθμός της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιεραρχίας, αλλά παρέμεινε ένας περιγραφικός όρος[1]. Στην ουσία, η Κεφαλή αντικατέστησε τον δούκα της εποχής των Κομνηνών ως πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή της εδαφικής διοικητικής μονάδας, γνωστή ως κατεπανίκιον, που επίσης ονομάζεται και κεφαλατίκιον. Σε μέγεθος, αυτές οι επαρχίες ήταν μικρές σε σύγκριση με τις προηγούμενες των Θεμάτων, και μπορούσε να περιλαμβάνει από λίγα χωριά που που διοικούνται από την Κεφαλή, ένα κάστρο, ή ένα ολόκληρο νησί[1]. Αυτή η προσφώνηση χρησιμοποιήθηκε επίσης από τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία και τη Σερβική Αυτοκρατορία.

Τον 14ο αιώνα δημιουργήθηκε ο "Καθολική κεφαλή" που επιβλέπει κάποιους διοικητές, Κεφαλές. Οι κεφαλές ήταν συνήθως συγγενείς του αυτοκράτορα ή μέλη των ανώτερων αριστοκρατικών γενεών. Μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα, με την αυξανόμενη αποκέντρωση της αυτοκρατορίας η προσφώνηση-τίτλος Κεφαλή εξαφανίστηκε[1].

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 Kazhdan 1991, σελ. 1122