Κουρσάρος
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Κουρσάρος ονομαζόταν κατά τον Μεσαίωνα και τους πρώτους αιώνες της σύγχρονης εποχής, ο ιδιώτης που σε περίοδο πολέμου λάμβανε από τις νόμιμες αρχές ενός κράτους το δικαίωμα να λαφυραγωγεί εμπορικά πλοία που έφεραν εχθρική σημαία. Η πράξη της λαφυραγώγησης υπ' αυτές τις συνθήκες ονομαζόταν κούρσα, όπως και τα λάφυρα.
Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό corsaire που σε ελεύθερη μετάφραση σήμαινε «αυτός που διαθέτει άδεια καταδρομής» (lettre de course) - στα αγγλικά οι αντίστοιχοι όροι ήταν privateer και letter of marque. Η άδεια δινόταν μόνο από επίσημο κρατικό φορέα και συνήθως όριζε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια ισχύος της, τις περιοχές όπου επιτρεπόταν η δράση, την εθνικότητα των πλοίων που μπορούσαν να «κουρσευθούν» και - το σημαντικότερο - το ποσοστό της λείας που θα έπρεπε να αποδοθεί από τον κουρσάρο στο κράτος, τον βασιλιά ή το φορέα που την εξέδωσε.
Με τη σημερινή ματιά ο κουρσάρος ήταν πειρατής με κρατική υποστήριξη, όμως κατά το παρελθόν η κούρσα αποτέλεσε μια πολύ διαδεδομένη και νόμιμη πρακτική. Αξιοποιώντας την, ένα κράτος μπορούσε να προκαλεί προβλήματα στο εμπόριο και τον ανεφοδιασμό του εχθρού χωρίς να απασχολεί το πολεμικό ναυτικό του, καθώς και να αποκομίζει λάφυρα (πλοία, πολύτιμα μέταλλα, εμπορεύματα) ως ποσοστό. Εάν πάλι κάποια προσπάθεια αποτύγχανε, το οικονομικό και ανθρώπινο κόστος δεν θα το επωμιζόταν ο στρατός, αλλά ο ιδιώτης που τη χρηματοδότησε.
Ιδιαίτερα στον ανταγωνισμό των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων για την Καραϊβική μεταξύ 16ου-18ου αιώνα, η κούρσα αποτέλεσε σημαντικό ρυθμιστικό παράγοντα των ισορροπιών. Δεδομένου ότι ισχυρό στόλο διέθετε μόνο η Ισπανία, οι υπόλοιποι στράφηκαν σε ιδιώτες για να ανακόψουν την κυριαρχία της - έτσι έχουν μείνει στην ιστορία διαβόητοι κουρσάροι όπως οι Άγγλοι Σερ Φράνσις Ντρέικ, Τζων και Ρίτσαρντ Χώκινς, ο Ουαλός Χένρι Μόργκαν, ο Γάλλος Ζαν Μπαρτ ή ο Φεροέζος Μάγκνους Χάινασον. Επίσης κατά την Αμερικανική Επανάσταση (1775 έως 1783), πολλές εξεγερμένες πολιτείες επέτρεψαν σε ιδιώτες να κουρσεύουν πλοία των Βρετανών ή άλλων πολιτειών που υποστήριζαν τη βρετανική εξουσία - ο αριθμός τους υπολογίζεται κοντά στους 55.000 άνδρες.
Οι κουρσάροι τέθηκαν εκτός νόμου κατά το Διεθνές Δίκαιο με τη Διακήρυξη των Παρισίων (1856), με την οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής θέσπισαν νέους κανόνες στη Ναυσιπλοΐα και στο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Εκεί συμφωνήθηκε η αμοιβαία κατάργηση της κούρσας ως θεσμού απόσπασης λείας στο διηνεκές.