Κλινδαμυκίνη
Η κλινδαμυκίνη είναι ένα αντιβιοτικό φάρμακο λινκοζαμιδίου που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων βακτηριακών λοιμώξεων, όπως οστεομυελίτιδα (οστικές) ή λοιμώξεις των αρθρώσεων, φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα, πνευμονία, οξεία μέση ωτίτιδα (λοιμώξεις του μέσου ωτός) και ενδοκαρδίτιδα. [3] Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της ακμής, [3] [4] και σε ορισμένες περιπτώσεις ανθεκτικού στη μεθικιλλίνη σταφυλόκοκκου (MRSA). [5] Σε συνδυασμό με κινίνη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της ελονοσίας. [3] [4] Χορηγείται είτε από το στόμα, είτε ως ενέσιμο ενδοφλεβίως είτε εφαρμόζεται στο δέρμα ή στον κόλπο ως κρέμα ή γέλη. [3][4][5][6][7]
Η χημική δομή της κλινδαμυκίνης. | |
Ονομασία IUPAC | |
---|---|
methyl 7-chloro-6,7,8-trideoxy-6-{[(4R)-1-methyl-4-propyl-L-prolyl]amino}-1-thio-L-threo-α-D-galacto-octopyranoside | |
Κλινικά δεδομένα | |
Εμπορικές ονομασίες | Cleocin, Clinacin, Dalacin, others |
AHFS/Drugs.com | monograph |
MedlinePlus | a682399 |
Δεδομένα άδειας |
|
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |
Οδοί χορήγησης | Από το στόμα, τοπικώς, ενδοφλεβίως, ενδοκολπικώς |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Βιοδιαθεσιμότητα | 90% (από το στόμα) 4–5% (τοπικώς) |
Πρωτεϊνική σύνδεση | 95% |
Μεταβολισμός | Ηπατικός |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 2–3 ώρες |
Απέκκριση | χολή και νεφρά (γύρω στα 20%) |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 18323-44-9 |
Κωδικός ATC | J01FF01 D10AF01 G01AA10 D10AF51 |
PubChem | CID 446598 |
DrugBank | DB01190 |
ChemSpider | 393915 |
UNII | 3U02EL437C |
KEGG | D00277 D02132 |
ChEBI | CHEBI:3745 |
ChEMBL | CHEMBL1753 |
Συνώνυμα | 7-chloro-lincomycin 7-chloro-7-deoxylincomycin, DARE-BV1 |
PDB ID | CLY (PDBe, RCSB PDB) |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C18H33ClN2O5S |
Μοριακή μάζα | 424,98 g·mol−1 |
Cl[C@@H](C)[C@@H](NC(=O)[C@H]1N(C)C[C@H](CCC)C1)[C@H]2O[C@H](SC)[C@H](O)[C@@H](O)[C@H]2O | |
InChI=1S/C18H33ClN2O5S/c1-5-6-10-7-11(21(3)8-10)17(25)20-12(9(2)19)16-14(23)13(22)15(24)18(26-16)27-4/h9-16,18,22-24H,5-8H2,1-4H3,(H,20,25)/t9-,10+,11-,12+,13-,14+,15+,16+,18+/m0/s1 Key:KDLRVYVGXIQJDK-AWPVFWJPSA-N |
Συχνές παρενέργειες της κλινδαμυκίνης είναι η ναυτία και έμετος, η διάρροια, τα εξανθήματα και ο πόνος στο σημείο της ένεσης. [3] Αυξάνει επίσης τον κίνδυνο Clostridium difficile colitis περίπου στο τετραπλάσιο και ως εκ τούτου συνιστάται μόνο όταν άλλα αντιβιοτικά δεν είναι κατάλληλα.[3] [8] Ως εκ τούτου συνιστώνται εναλλακτικά αντιβιοτικά.[3] Φαίνεται να είναι γενικά ασφαλές στην εγκυμοσύνη.[3] Ανήκει στην κατηγορία των λινκοσαμιδίων και δρα εμποδίζοντας τα βακτήρια να παράγουν πρωτεΐνες.[3]
Η κλινδαμυκίνη παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1966 από τη λινκομυκίνη.[9][10] Βρίσκεται στον κατάλογο των βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.[11] Διατίθεται ως γενόσημο φάρμακο.[12][13] Το 2020, ήταν το 125ο πιο συχνά συνταγογραφούμενο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από 5 εκατομμύρια συνταγές.[14][15]
Ιατρικές χρήσεις
ΕπεξεργασίαΗ κλινδαμυκίνη χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία αναερόβιων λοιμώξεων που προκαλούνται από ευαίσθητα αναερόβια βακτήρια, συμπεριλαμβανομένων των οδοντικών λοιμώξεων [16] και των λοιμώξεων της αναπνευστικής οδού, του δέρματος και των μαλακών μορίων, καθώς και της περιτονίτιδας.[17] Σε άτομα με υπερευαισθησία στις πενικιλλίνες, η κλινδαμυκίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από ευαίσθητα αερόβια βακτήρια. Χρησιμοποιείται επίσης για τη θεραπεία λοιμώξεων των οστών και των αρθρώσεων, ιδίως εκείνων που προκαλούνται από τον Χρυσίζων σταφυλόκοκκο.[17][18] Η τοπική εφαρμογή της φωσφορικής κλινδαμυκίνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της ήπιας έως μέτριας ακμής.[19][20]
Ακμή
ΕπεξεργασίαΓια τη θεραπεία της ακμής, μακροπρόθεσμα, η συνδυασμένη χρήση τοπικής κλινδαμυκίνης και υπεροξειδίου του βενζοϋλίου ήταν παρόμοια με το σαλικυλικό οξύ συν του υπεροξειδίου του βενζοϋλίου.[20][21] Η τοπική εφαρμογή της κλινδαμυκίνης μαζί με το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου είναι πιο αποτελεσματική από την τοπική κλινδαμυκίνη μόνη της.[20][21]
Ευαίσθητα βακτήρια
ΕπεξεργασίαΕίναι πιο αποτελεσματική κατά των λοιμώξεων που αφορούν τους ακόλουθους τύπους οργανισμών:
- Αερόβιους θετικούς κατά Gram κόκκους, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων μελών των γενών Σταφυλόκοκκο και Στρεπτόκοκκο (π.χ. πνευμονιόκοκκος), αλλά όχι τους εντερόκοκκους.[22]
- Αναερόβια, αρνητικά κατά Gram ραβδοειδή βακτήρια, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων Bacteroides, Fusobacterium και Prevotella, αν και η αντοχή αυξάνεται στο Bacteroides fragilis.[23]
Τα περισσότερα αερόβια αρνητικά κατά Gram βακτήρια (όπως η Ψευδομονάδα, η Legionella, ο Αιμόφιλος της γρίπης και η Moraxella) είναι ανθεκτικά στην κλινδαμυκίνη,[22][24] όπως και τα προαιρετικά αναερόβια Εντεροβακτηριοειδή.[25] Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί το Capnocytophaga canimorsus, για το οποίο η κλινδαμυκίνη αποτελεί φάρμακο πρώτης επιλογής.[26]
Τα ακόλουθα αντιπροσωπεύουν δεδομένα ευαισθησίας MIC για μερικά ιατρικά σημαντικά παθογόνα.[27]
- Staphylococcus aureus: 0,016 μg/mL - >256 μg/mL
- Streptococcus pneumoniae: 0,002 μg/mL - >256 μg/mL
- Streptococcus pyogenes: <0,015 μg/mL - >64 μg/mL
D-test
ΕπεξεργασίαΌταν εξετάζεται μια θετική κατά Gram καλλιέργεια για ευαισθησία στην κλινδαμυκίνη, είναι σύνηθες να εκτελείται ένα "D-test" για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει ένας υποπληθυσμός βακτηρίων με τον φαινότυπο που είναι γνωστός ως iMLSB. Αυτός ο φαινότυπος βακτηρίων είναι ανθεκτικός στην ομάδα αντιβιοτικών μακρολιδίων-λινκοσαμιδίων-στρεπτογραμίνης Β, ωστόσο ο μηχανισμός αντοχής προκαλείται μόνο από την παρουσία μακρολιδίων με 14μελή δακτύλιο, όπως η ερυθρομυκίνη. Κατά τη διάρκεια μιας δοκιμής D, τα βακτήρια του φαινότυπου iMLSB επιδεικνύουν in vitro αντίσταση στην κλινδαμυκίνη που προκαλείται από την ερυθρομυκίνη in vitro. Αυτό οφείλεται στη δραστηριότητα του επαγώγιμου από μακρολίδια γονιδίου erm που κωδικοποιείται από το πλασμίδιο.[28]
Για τη διενέργεια της δοκιμής D, εμβολιάζεται μια πλάκα άγαρ με τα εν λόγω βακτήρια και τοποθετούνται στην πλάκα δύο εμποτισμένοι με φάρμακα δίσκοι (ένας με ερυθρομυκίνη, ένας με κλινδαμυκίνη) σε απόσταση 15-20 mm μεταξύ τους. Εάν η περιοχή αναστολής γύρω από τον δίσκο της κλινδαμυκίνης έχει σχήμα D, το αποτέλεσμα της δοκιμής είναι θετικό. Παρά την προφανή ευαισθησία στην κλινδαμυκίνη σε απουσία ερυθρομυκίνης, η θετική δοκιμή D αποκλείει τη θεραπευτική χρήση της κλινδαμυκίνης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το επαγώγιμο από την ερυθρομυκίνη γονίδιο erm είναι επιρρεπές σε μεταλλάξεις που προκαλούν τη μετατροπή της επαγώγιμης δραστηριότητας σε καταστατική (μόνιμα ενεργοποιημένη). [29] Αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε θεραπευτική αποτυχία της κλινδαμυκίνης.
Εάν η περιοχή αναστολής γύρω από το δίσκο της κλινδαμυκίνης είναι κυκλική, το αποτέλεσμα της δοκιμής είναι αρνητικό και η κλινδαμυκίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί.[29]
Ελονοσία
ΕπεξεργασίαΧορηγούμενη με χλωροκίνη ή κινίνη, η κλινδαμυκίνη είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή στη θεραπεία της ελονοσίας Plasmodium falciparum- ο τελευταίος συνδυασμός είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για τα παιδιά και αποτελεί τη θεραπεία εκλογής για τις έγκυες γυναίκες που μολύνονται σε περιοχές όπου η αντοχή στη χλωροκίνη είναι συχνή.[30][31][32] Η κλινδαμυκίνη δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται από μόνη της ως αντιελονοσιακό φάρμακο, αν και φαίνεται να είναι πολύ αποτελεσματική, λόγω της βραδείας δράσης της. [30][31][32]
Άλλα
ΕπεξεργασίαΗ κλινδαμυκίνη μπορεί να είναι χρήσιμη σε λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων που προκαλούνται από ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη Staphylococcus aureus (MRSA).[5] Πολλά στελέχη του MRSA εξακολουθούν να είναι ευαίσθητα στην κλινδαμυκίνη- ωστόσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες που εξαπλώνεται από τη δυτική ακτή προς τα ανατολικά, ο MRSA γίνεται όλο και πιο ανθεκτικός.
Αν και έχει χρησιμοποιηθεί σε ενδοκοιλιακές λοιμώξεις, η χρήση αυτή δεν συνιστάται γενικά λόγω της ανθεκτικότητας της.[3]
Η κλινδαμυκίνη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ύποπτου συνδρόμου τοξικού σοκ,[33] συχνά σε συνδυασμό με έναν βακτηριοκτόνο παράγοντα όπως η βανκομυκίνη. Το σκεπτικό αυτής της προσέγγισης είναι η υποτιθέμενη συνέργεια μεταξύ της βανκομυκίνης, η οποία προκαλεί το θάνατο των βακτηρίων μέσω της διάσπασης του κυτταρικού τοιχώματος, και της κλινδαμυκίνης, η οποία είναι ένας ισχυρός αναστολέας της σύνθεσης τοξινών. Τόσο in vitro όσο και in vivo μελέτες έχουν δείξει ότι η κλινδαμυκίνη μειώνει την παραγωγή εξωτοξινών από τους σταφυλόκοκκους,[34] μπορεί επίσης να προκαλέσει αλλαγές στην επιφανειακή δομή των βακτηρίων που τα καθιστούν πιο ευαίσθητα στην επίθεση του ανοσοποιητικού συστήματος (οψωνοποίηση και φαγοκυττάρωση).[35][36]
Η κλινδαμυκίνη έχει αποδειχθεί ότι μειώνει περίπου στο ένα τρίτο, τον κίνδυνο πρόωρων γεννήσεων σε γυναίκες που διαγνώστηκαν με Βακτηριακή κόλπωση κατά την πρώιμη εγκυμοσύνη, σε σχέση με εκείνες που δεν έλαβαν θεραπεία.[37]
Ο συνδυασμός κλινδαμυκίνης και κινίνης είναι η συνήθης θεραπεία για τη σοβαρή βαβεσίωση.[38]
Η κλινδαμυκίνη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της τοξοπλάσμωσης,[22][39][40] και σε συνδυασμό με πριμακίνη, είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της ήπιας έως μέτριας πνευμονίας από Pneumocystis jirovecii.[41]
Η κλινδαμυκίνη, είτε εφαρμοζόμενη στο δέρμα είτε λαμβανόμενη από το στόμα, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στη hidradenitis suppurativa.[42]
Παρενέργειες
ΕπεξεργασίαΟι συνήθεις ανεπιθύμητες αντιδράσεις που σχετίζονται με τη συστηματική θεραπεία με κλινδαμυκίνη - οι οποίες απαντώνται σε ποσοστό άνω του 1% των ατόμων - περιλαμβάνουν: διάρροια, ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, ναυτία, έμετο, κοιλιακό άλγος ή κράμπες και/ή εξάνθημα. Υψηλές δόσεις (τόσο ενδοφλεβίως όσο και από το στόμα) μπορεί να προκαλέσουν μεταλλική γεύση. Οι συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου που σχετίζονται με τα τοπικά σκευάσματα - εντοπίζονται σε πάνω από το 10% των ατόμων - περιλαμβάνουν: ξηρότητα, κάψιμο, κνησμό, απολέπιση ή απολέπιση του δέρματος (λοσιόν, διάλυμα), ερύθημα (αφρός, λοσιόν, διάλυμα), λιπαρότητα (γέλη, λοσιόν). Πρόσθετες παρενέργειες περιλαμβάνουν δερματίτιδα εξ επαφής.[43][44] Συχνές παρενέργειες - που διαπιστώνονται σε πάνω από το 10% των ανθρώπων - στις κολπικές εφαρμογές περιλαμβάνουν μυκητιασική λοίμωξη.
Σπάνια - σε λιγότερο από το 0,1% των ανθρώπων - η θεραπεία με κλινδαμυκίνη έχει συσχετιστεί με αναφυλαξία, δυσκρασίες του αίματος, πολυαρθρίτιδα, ίκτερο, αυξημένα επίπεδα ηπατικών ενζύμων, νεφρική δυσλειτουργία, καρδιακή ανακοπή και/ή ηπατοτοξικότητα.[43]
Clostridioides difficile
ΕπεξεργασίαΗ ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα είναι μια δυνητικά θανατηφόρα κατάσταση που συνήθως σχετίζεται με την κλινδαμυκίνη, αλλά η οποία εμφανίζεται επίσης με άλλα αντιβιοτικά.[8][45] Η υπερανάπτυξη του Clostridioides difficile, το οποίο είναι εγγενώς ανθεκτικό στην κλινδαμυκίνη, έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μιας τοξίνης που προκαλεί μια σειρά ανεπιθύμητων ενεργειών, από διάρροια έως κολίτιδα και τοξικό μεγάκολο.[43][46]
Εγκυμοσύνη και θηλασμός
ΕπεξεργασίαΗ χρήση της κλινδαμυκίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης θεωρείται γενικά ασφαλής.[47]
Η κλινδαμυκίνη κατατάσσεται ως συμβατή με το θηλασμό από την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής,[48] ωστόσο, ο ΠΟΥ την κατατάσσει στην κατηγορία "αποφύγετε εάν είναι δυνατόν"[49] και κατατάσσεται ως L2 πιθανώς συμβατή με το θηλασμό σύμφωνα με το Medications and Mothers' Milk.[50] Μια ανασκόπηση του 2009 διαπίστωσε ότι είναι πιθανώς ασφαλές σε μητέρες που θηλάζουν, αλλά βρήκε μια επιπλοκή (αιματοχεσία) σε ένα βρέφος που θήλαζε, η οποία μπορεί να οφείλεται στην κλινδαμυκίνη.[51] Η LactMed παραθέτει δυνητικά αρνητικές γαστρεντερικές επιδράσεις σε βρέφη των οποίων οι μητέρες λαμβάνουν κλινδαμυκίνη κατά την περίοδο της γαλουχίας, αλλά δεν το θεώρησε αυτό ως δικαιολογία για τη διακοπή του θηλασμού.[52]
Αλληλεπιδράσεις
ΕπεξεργασίαΗ κλινδαμυκίνη μπορεί να παρατείνει τις επιδράσεις των νευρομυϊκών αναστολέων, όπως της σουκκινυλοχολίνη και του βεκουρόνιο.[53][54][55] Η ομοιότητά της με τον μηχανισμό δράσης των μακρολιδίων και της χλωραμφενικόλης σημαίνει ότι δεν πρέπει να χορηγούνται ταυτόχρονα, καθώς αυτό προκαλεί ανταγωνισμό[24] και πιθανή διασταυρούμενη αντίσταση.
Χημεία
ΕπεξεργασίαΗ κλινδαμυκίνη είναι ένα ημισυνθετικό παράγωγο της λινκομυκίνης, ενός φυσικού αντιβιοτικού που παράγεται από το ακτινοβακτήριο Streptomyces lincolnensis. Λαμβάνεται με την 7(S)-χλωρο-αντικατάσταση της 7(R)-υδροξυλομάδας της λινκομυκίνης.[56][57] Η σύνθεση της κλινδαμυκίνης ανακοινώθηκε για πρώτη φορά από τους BJ Magerlein, RD Birkenmeyer και F Kagan στο πέμπτο συνέδριο Interscience Conference on Antimicrobial Agents and Chemotherapy (ICAAC) το 1966.[58]
Η κλινδαμυκίνη έχει λευκό ή κίτρινο χρώμα [59] και είναι πολύ διαλυτή στο νερό.[59] Η φωσφορική κλινδαμυκίνη που χρησιμοποιείται τοπικά είναι φωσφορικός-εστέρας, προφάρμακο της κλινδαμυκίνης.
Μηχανισμός δράσης
ΕπεξεργασίαΗ κλινδαμυκίνη έχει πρωτίστως βακτηριοστατική δράση. Σε υψηλότερες συγκεντρώσεις μπορεί να είναι βακτηριοκτόνος.[59] Είναι αναστολέας της βακτηριακής πρωτεϊνοσύνθεσης αναστέλλοντας τη ριβοσωμική μετατόπιση,[60] με παρόμοιο τρόπο με εκείνη των μακρολιδίων. Αυτό το επιτυγχάνει με τη δέσμευση στο rRNA της υπομονάδας του βακτηριακού ριβοσώματος 50S, που επικαλύπτεται με τις θέσεις δέσμευσης των οξαζολιδινονών, της πλευρομουτιλίνης και των μακρολιδικών αντιβιοτικών, μεταξύ άλλων. [22][61] Η δέσμευση είναι αντιστρεπτή.[62] Η κλινδαμυκίνη είναι πιο αποτελεσματική από τη λινκομυκίνη.[59]
Έχουν προσδιοριστεί με κρυσταλλογραφία ακτίνων-Χ οι κρυσταλλικές δομές της κλινδαμυκίνης που συνδέονται με ριβοσώματα (ή ριβοσωμικές υπομονάδες) που προέρχονται από Escherichia coli,[63] Deinococcus radiodurans,[64] και Haloarcura marismortui[65] - έχει επίσης αναφερθεί η δομή του στενά συγγενικού αντιβιοτικού λινκομυκίνη συνδεδεμένη με τη ριβοσωμική υπομονάδα 50S του Staphylococcus aureus.[66]
Κοινωνία και πολιτισμός
ΕπεξεργασίαΟικονομία
ΕπεξεργασίαΗ κλινδαμυκίνη διατίθεται ως γενόσημο φάρμακο και είναι σχετικά φθηνή.[12][67]
Διαθέσιμες μορφές
ΕπεξεργασίαΤα σκευάσματα κλινδαμυκίνης που λαμβάνονται από το στόμα είναι είτε σε κάψουλες (που περιέχουν υδροχλωρική κλινδαμυκίνη) είτε από του στόματος εναιωρήματα (που περιέχουν υδροχλωρική παλμιτική κλινδαμυκίνη).[30] Το από του στόματος εναιώρημα δεν προτιμάται για τη χορήγηση κλινδαμυκίνης σε παιδιά, λόγω της εξαιρετικά δυσάρεστης γεύσης και οσμής του. Η κλινδαμυκίνη είναι χορηγείται σε κολπική κρέμα για τη θεραπεία της βακτηριακής κολπίτιδας.[37] Διατίθεται επίσης για τοπική χορήγηση σε μορφή γέλης, ως λοσιόν και σε σύστημα χορήγησης αφρού (το καθένα περιέχει φωσφορική κλινδαμυκίνη) και σε διάλυμα σε αιθανόλη (που περιέχει υδροχλωρική κλινδαμυκίνη) και χρησιμοποιείται κυρίως ως συνταγογραφούμενη θεραπεία της ακμής.[68]
Διάφορες συνδυαστικές θεραπείες ακμής που περιέχουν κλινδαμυκίνη κυκλοφορούν επίσης στο εμπόριο, όπως σκευάσματα ενός προϊόντος κλινδαμυκίνης με υπεροξείδιο του βενζοϋλίου -που πωλούνται ως BenzaClin (Sanofi-Aventis), Duac (μια μορφή γέλης που παρασκευάζεται από την Stiefel) και Acanya, μεταξύ άλλων εμπορικών ονομασιών- και, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας συνδυασμός κλινδαμυκίνης και τρετινοΐνης, που πωλείται ως Ziana.[69] Στην Ινδία, κολπικά υπόθετα που περιέχουν κλινδαμυκίνη σε συνδυασμό με κλοτριμαζόλη παρασκευάζονται από την Olive Health Care και πωλούνται ως Clinsup-V. Στην Αίγυπτο, η κολπική κρέμα που περιέχει κλινδαμυκίνη παράγεται από την Biopharmgroup και πωλείται ως Vagiclind που ενδείκνυται για την κολπίτιδα .
Η κλινδαμυκίνη διατίθεται ως γενόσημο φάρμακο, τόσο για συστηματική (από το στόμα και ενδοφλέβια) όσο και για τοπική χρήση (εξαίρεση αποτελεί το κολπικό υπόθετο, το οποίο δεν διατίθεται ως γενόσημο στις ΗΠΑ ).[70]
Κτηνιατρική χρήση
ΕπεξεργασίαΟι κτηνιατρικές χρήσεις της κλινδαμυκίνης είναι αρκετά παρόμοιες με τις ενδείξεις της στον άνθρωπο και περιλαμβάνουν τη θεραπεία της οστεομυελίτιδας[71], των δερματικών λοιμώξεων και της τοξοπλάσμωσης, για την οποία είναι το προτιμώμενο φάρμακο σε σκύλους και γάτες.[72] Ένα μειονέκτημα είναι ότι η βακτηριακή αντίσταση μπορεί να αναπτυχθεί αρκετά γρήγορα.[59] Μπορεί επίσης να εμφανιστούν γαστρεντερικές διαταραχές Η τοξοπλάσμωση σπάνια προκαλεί συμπτώματα στις γάτες, αλλά μπορεί να το κάνει σε πολύ νεαρά ή ανοσοκατεσταλμένα γατάκια και γάτες.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Use During Pregnancy and Breastfeeding
- ↑ Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο
<ref>
. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομαXaciato FDA label
. - ↑ 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 «Clindamycin Monograph for Professionals». Drugs.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 «Hidradenitis Suppurativa - Google Books». web.archive.org. 8 Σεπτεμβρίου 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Daum, Robert S. (2007-07-26). «Clinical practice. Skin and soft-tissue infections caused by methicillin-resistant Staphylococcus aureus». The New England Journal of Medicine 357 (4): 380–390. doi: . ISSN 1533-4406. PMID 17652653. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/17652653/.
- ↑ «DailyMed - CLINDAMYCIN PHOSPHATE- clindamycin phosphate gel usp, 1% gel». dailymed.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ Bioscience, Daré (7 Δεκεμβρίου 2021). «Daré Announces FDA Approval of XACIATO™ (clindamycin phosphate) Vaginal Gel as a Treatment for Bacterial Vaginosis».
- ↑ 8,0 8,1 academic.oup.com https://academic.oup.com/jac/article/51/6/1339/837531?login=false. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024. Missing or empty
|title=
(βοήθεια) - ↑ Smieja, Marek (NaN/NaN/NaN). «Current Indications for the Use of Clindamycin: A Critical Review» (στα αγγλικά). Canadian Journal of Infectious Diseases and Medical Microbiology 9: 22–28. doi: . ISSN 1712-9532. https://www.hindawi.com/journals/cjidmm/1998/538090/.
- ↑ Ainsworth, Sean B. (3 Σεπτεμβρίου 2014). Neonatal Formulary: Drug Use in Pregnancy and the First Year of Life. John Wiley & Sons. ISBN 978-1-118-81951-7.
- ↑ «Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας». Βικιπαίδεια. 2024-02-03. https://el.wiki.x.io/w/index.php?title=%CE%A0%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9F%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82_%CE%A5%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82&oldid=10413192.
- ↑ 12,0 12,1 Hamilton, R. Tarascon Pocket Pharmacopoeia 2015 Deluxe Lab-Coat Edition. Jones & Bartlett Learning. σελ. 108. ISBN 9781284057560.
- ↑ Research, Center for Drug Evaluation and (2024-02-01). «Competitive Generic Therapy Approvals» (στα αγγλικά). FDA. https://www.fda.gov/drugs/generic-drugs/competitive-generic-therapy-approvals.
- ↑ «The Top 300 of 2021». clincalc.com. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «Clindamycin - Drug Usage Statistics, ClinCalc DrugStats Database». clincalc.com. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ Clindamycin in dentistry: more than just effective prophylaxis for endocarditis?. Oral Surg Oral Med Oral Pathol Oral Radiol Endod.
|first1=
missing|last1=
in Authors list (βοήθεια) - ↑ 17,0 17,1 «Cleocin I.V. (Clindamycin) drug indications and dosage - prescription drugs and medications at RxList». web.archive.org. 27 Νοεμβρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Νοεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ academic.oup.com https://academic.oup.com/jac/article/53/6/928/900751?login=false. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024. Missing or empty
|title=
(βοήθεια) - ↑ Feldman, Steven; Careccia, Rachel E.; Barham, Kelly L.; Hancox, John (2004-05-01). «Diagnosis and Treatment of Acne» (στα αγγλικά). American Family Physician 69 (9): 2123–2130. https://www.aafp.org/pubs/afp/issues/2004/0501/p2123.html.
- ↑ 20,0 20,1 20,2 Ogé, Linda K.; Broussard, Alan; Marshall, Marilyn D. (2019-10-15). «Acne Vulgaris: Diagnosis and Treatment» (στα αγγλικά). American Family Physician 100 (8): 475–484. https://www.aafp.org/pubs/afp/issues/2019/1015/p475.html.
- ↑ 21,0 21,1 «Lincosamides, Oxazolidinones, and Streptogramins - Infectious Diseases». Merck Manuals Professional Edition (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ 22,0 22,1 22,2 22,3 Di Bella, Stefano; Antonello, Roberta Maria; Sanson, Gianfranco; Maraolo, Alberto Enrico; Giacobbe, Daniele Roberto; Sepulcri, Chiara; Ambretti, Simone; Aschbacher, Richard και άλλοι. (2022-06-01). «Anaerobic bloodstream infections in Italy (ITANAEROBY): A 5-year retrospective nationwide survey». Anaerobe 75: 102583. doi: . ISSN 1075-9964. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1075996422000713.
- ↑ Ogé, Linda K.; Broussard, Alan; Marshall, Marilyn D. (2019-10-15). «Acne Vulgaris: Diagnosis and Treatment» (στα αγγλικά). American Family Physician 100 (8): 475–484. https://www.aafp.org/pubs/afp/issues/2019/1015/p475.html.
- ↑ 24,0 24,1 «Clindamycin: new look at an old drug». web.archive.org. 8 Οκτωβρίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «Clinical Infectious Diseases: A Practical Approach - Google Books». web.archive.org. 13 Μαΐου 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ Jolivet-Gougeon, Anne; Sixou, Jean-Louis; Tamanai-Shacoori, Zohreh; Bonnaure-Mallet, Martine (2007-04-01). «Antimicrobial treatment of Capnocytophaga infections». International Journal of Antimicrobial Agents 29 (4): 367–373. doi: . ISSN 0924-8579. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0924857906004614.
- ↑ https://www.toku-e.com/content/product-documents/MIC_Clindamycin%20Phosphate.pdf
- ↑ academic.oup.com https://academic.oup.com/cid/article/34/4/482/412492?login=false. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024. Missing or empty
|title=
(βοήθεια) - ↑ 29,0 29,1 Woods, Charles R. (2009-12). «Macrolide-Inducible Resistance to Clindamycin and the D-Test» (στα αγγλικά). The Pediatric Infectious Disease Journal 28 (12): 1115. doi: . ISSN 0891-3668. https://journals.lww.com/pidj/citation/2009/12000/macrolide_inducible_resistance_to_clindamycin_and.21.aspx.
- ↑ 30,0 30,1 30,2 Lell, Bertrand; Kremsner, Peter G. (2002-08). «Clindamycin as an Antimalarial Drug: Review of Clinical Trials» (στα αγγλικά). Antimicrobial Agents and Chemotherapy 46 (8): 2315–2320. doi: . ISSN 0066-4804. PMID 12121898. PMC PMC127356. https://journals.asm.org/doi/10.1128/AAC.46.8.2315-2320.2002.
- ↑ 31,0 31,1 Griffith, Kevin S.; Lewis, Linda S.; Mali, Sonja; Parise, Monica E. (2007-05-23). «Treatment of Malaria in the United StatesA Systematic Review». JAMA 297 (20): 2264–2277. doi: . ISSN 0098-7484. https://doi.org/10.1001/jama.297.20.2264.
- ↑ 32,0 32,1 Dharia, Neekesh V.; Plouffe, David; Bopp, Selina E.R.; González-Páez, Gonzalo E.; Lucas, Carmen; Salas, Carola; Soberon, Valeria; Bursulaya, Badry και άλλοι. (2010-11). «Genome scanning of Amazonian Plasmodium falciparum shows subtelomeric instability and clindamycin-resistant parasites». Genome Research 20 (11): 1534–1544. doi: . ISSN 1088-9051. PMID 20829224. PMC 2963817. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2963817/.
- ↑ Annane, Djillali; Clair, Bernard; Salomon, Jérôme (2004-08). «Managing toxic shock syndrome with antibiotics» (στα αγγλικά). Expert Opinion on Pharmacotherapy 5 (8): 1701–1710. doi: . ISSN 1465-6566. https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1517/14656566.5.8.1701.
- ↑ Coyle, Elizabeth A. (2003-05). «Targeting Bacterial Virulence: The Role of Protein Synthesis Inhibitors in Severe Infections: Insights from the Society of Infectious Diseases Pharmacists» (στα αγγλικά). Pharmacotherapy: The Journal of Human Pharmacology and Drug Therapy 23 (5): 638–642. doi: . ISSN 0277-0008. https://accpjournals.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1592/phco.23.5.638.32191.
- ↑ academic.oup.com https://academic.oup.com/jac/article-abstract/12/6/587/699879?redirectedFrom=fulltext&login=false. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024. Missing or empty
|title=
(βοήθεια) - ↑ Gemmell, Curtis G.; Peterson, Phillip K.; Schmeling, David; Kim, Youngki; Mathews, John; Wannamaker, Lewis; Quie, Paul G. (1981-05). «Potentiation of Opsonization and Phagocytosis of Streptococcus pyogenes following Growth in the Presence of Clindamycin». Journal of Clinical Investigation 67 (5): 1249–1256. ISSN 0021-9738. PMID 7014632. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC370690/.
- ↑ 37,0 37,1 Lamont, Ronnie F. (2005-03). «Can antibiotics prevent preterm birth—the pro and con debate» (στα αγγλικά). BJOG: An International Journal of Obstetrics & Gynaecology 112 (s1): 67–73. doi: . ISSN 1470-0328. https://obgyn.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/j.1471-0528.2005.00589.x.
- ↑ Homer, Mary J.; Aguilar-Delfin, Irma; Telford, Sam R.; Krause, Peter J.; Persing, David H. (2000-07). «Babesiosis» (στα αγγλικά). Clinical Microbiology Reviews 13 (3): 451–469. doi: . ISSN 0893-8512. https://journals.asm.org/doi/10.1128/CMR.13.3.451.
- ↑ Pleyer, U.; Torun, N.; Liesenfeld, O. (2007-07-01). «Okuläre Toxoplasmose» (στα γερμανικά). Der Ophthalmologe 104 (7): 603–616. doi: . ISSN 1433-0423. https://doi.org/10.1007/s00347-007-1535-8.
- ↑ Jeddi, A.; Azaiez, A.; Bouguila, H.; Kaoueche, M.; Malouche, S.; Daghfous, F.; Ayed, S. (1997). «[Value of clindamycin in the treatment of ocular toxoplasmosis»]. Journal Francais D'ophtalmologie 20 (6): 418–422. ISSN 0181-5512. PMID 9296037. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/9296037/.
- ↑ Fishman, Jay Alan (1998-06). «Treatment of Infection Due to Pneumocystis carinii» (στα αγγλικά). Antimicrobial Agents and Chemotherapy 42 (6): 1309–1314. doi: . ISSN 0066-4804. PMID 9624465. PMC PMC105593. https://journals.asm.org/doi/10.1128/AAC.42.6.1309.
- ↑ Saunte, Ditte Marie Lindhardt; Jemec, Gregor Borut Ernst (2017-11-28). «Hidradenitis Suppurativa: Advances in Diagnosis and Treatment». JAMA 318 (20): 2019–2032. doi: . ISSN 0098-7484. https://doi.org/10.1001/jama.2017.16691.
- ↑ 43,0 43,1 43,2 «Australian Medicines Handbook» (στα αγγλικά). Wikipedia. 2022-06-20. https://en.wiki.x.io/w/index.php?title=Australian_Medicines_Handbook&oldid=1094069263.
- ↑ de Groot, Mark C H; van Puijenbroek, Eugène P (2007-10). «Clindamycin and taste disorders». British Journal of Clinical Pharmacology 64 (4): 542–545. doi: . ISSN 0306-5251. PMID 17635503. PMC 2048568. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2048568/.
- ↑ Starr, John (2005-09-03). «Clostridium difficile associated diarrhoea: diagnosis and treatment». BMJ : British Medical Journal 331 (7515): 498–501. ISSN 0959-8138. PMID 16141157. PMC 1199032. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC1199032/.
- ↑ Kelly, Ciaran P.; Pothoulakis, Charalabos; LaMont, J. Thomas (1994-01-27). «Clostridium difficile Colitis» (στα αγγλικά). New England Journal of Medicine 330 (4): 257–262. doi: . ISSN 0028-4793. http://www.nejm.org/doi/abs/10.1056/NEJM199401273300406.
- ↑ Lell, Bertrand; Kremsner, Peter G. (2002-8). «Clindamycin as an Antimalarial Drug: Review of Clinical Trials». Antimicrobial Agents and Chemotherapy 46 (8): 2315–2320. doi: . ISSN 0066-4804. PMID 12121898. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC127356/.
- ↑ publications.aap.org https://publications.aap.org/pediatrics/article-abstract/108/3/776/66674/The-Transfer-of-Drugs-and-Other-Chemicals-Into?redirectedFrom=fulltext?autologincheck=redirected. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024. Missing or empty
|title=
(βοήθεια) - ↑ Organization, World Health (2002) (στα αγγλικά). Breastfeeding and maternal medication : recommendations for drugs in the Eleventh WHO Model List of Essential Drugs. https://iris.who.int/handle/10665/62435.
- ↑ Rowe Ε, Hilary. Medications & mothers' milk (Seventeenth ed.). New York, NY: Springer.: Hale TW (2017). ISBN 9780826128584.
- ↑ Mitrano, Jennifer A.; Spooner, Linda M.; Belliveau, Paul (2009-09). «Excretion of Antimicrobials Used to Treat Methicillin‐Resistant Staphylococcus aureus Infections During Lactation: Safety in Breastfeeding Infants» (στα αγγλικά). Pharmacotherapy: The Journal of Human Pharmacology and Drug Therapy 29 (9): 1103–1109. doi: . ISSN 0277-0008. https://accpjournals.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1592/phco.29.9.1103.
- ↑ Clindamycin. Bethesda (MD): National Institute of Child Health and Human Development. 2006.
- ↑ pubs.asahq.org https://pubs.asahq.org/anesthesiology/article/41/4/407/24517/Prolongation-of-a-Pancuronium-induced. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024. Missing or empty
|title=
(βοήθεια) - ↑ Al Ahdal, Osama; Bevan, David R. (1995-07-01). «Clindamycin-induced neuromuscular blockade» (στα αγγλικά). Canadian Journal of Anaesthesia 42 (7): 614–617. doi: . ISSN 1496-8975. https://doi.org/10.1007/BF03011880.
- ↑ Sloan, Paul A.; Rasul, Mazhar (2002-01). «Prolongation of Rapacuronium Neuromuscular Blockade by Clindamycin and Magnesium» (στα αγγλικά). Anesthesia & Analgesia 94 (1): 123. doi: . ISSN 0003-2999. https://journals.lww.com/anesthesia-analgesia/fulltext/2002/01000/prolongation_of_rapacuronium_neuromuscular.23.aspx.
- ↑ Birkenmeyer, Robert D.; Kagan, Fred. (1970-07-01). «Lincomycin. XI. Synthesis and structure of clindamycin, a potent antibacterial agent» (στα αγγλικά). Journal of Medicinal Chemistry 13 (4): 616–619. doi: . ISSN 0022-2623. https://pubs.acs.org/doi/abs/10.1021/jm00298a007.
- ↑ Meyers, Burt R.; Kaplan, Kenneth; Weinstein, Louis (1969-05). «Microbiological and Pharmacological Behavior of 7-Chlorolincomycin». Applied Microbiology 17 (5): 653–657. ISSN 0003-6919. PMID 4389137. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC377774/.
- ↑ Chemical modification of lincomycin. σελ. Chemotherapy. 6: 727–36.
|first1=
missing|last1=
in Authors list (βοήθεια) - ↑ 59,0 59,1 59,2 59,3 59,4 Spížek, J.; Řezanka, T. (2004-05-01). «Lincomycin, clindamycin and their applications» (στα αγγλικά). Applied Microbiology and Biotechnology 64 (4): 455–464. doi: . ISSN 1432-0614. https://doi.org/10.1007/s00253-003-1545-7.
- ↑ Clindamycin. Retrieved 31 July 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-07-18. https://archive.today/20120718035925/http://sitemaker.umich.edu/mc3/clindamycin. Ανακτήθηκε στις 2024-02-07.
- ↑ Wilson, Daniel N. (2014-01). «Ribosome-targeting antibiotics and mechanisms of bacterial resistance» (στα αγγλικά). Nature Reviews Microbiology 12 (1): 35–48. doi: . ISSN 1740-1534. https://www.nature.com/articles/nrmicro3155.
- ↑ Tetracyclines, Macrolides, Clindamycin, Chloramphenicol, Streptogramins, & Oxazolidinones. 14e New York, NY: Katzung BG.
|first1=
missing|last1=
in Authors list (βοήθεια) - ↑ Dunkle, Jack A.; Xiong, Liqun; Mankin, Alexander S.; Cate, Jamie H. D. (2010-10-05). «Structures of the Escherichia coli ribosome with antibiotics bound near the peptidyl transferase center explain spectra of drug action» (στα αγγλικά). Proceedings of the National Academy of Sciences 107 (40): 17152–17157. doi: . ISSN 0027-8424. PMID 20876128. PMC PMC2951456. https://pnas.org/doi/full/10.1073/pnas.1007988107.
- ↑ Schlünzen, Frank; Zarivach, Raz; Harms, Jörg; Bashan, Anat; Tocilj, Ante; Albrecht, Renate; Yonath, Ada; Franceschi, François (2001-10). «Structural basis for the interaction of antibiotics with the peptidyl transferase centre in eubacteria» (στα αγγλικά). Nature 413 (6858): 814–821. doi: . ISSN 1476-4687. https://www.nature.com/articles/35101544.
- ↑ «Structures of MLSBK Antibiotics Bound to Mutated Large Ribosomal Subunits Provide a Structural Explanation for Resistance». 21 Απριλίου 2005.
|first1=
missing|last1=
in Authors list (βοήθεια) - ↑ Matzov, Donna; Eyal, Zohar; Benhamou, Raphael I.; Shalev-Benami, Moran; Halfon, Yehuda; Krupkin, Miri; Zimmerman, Ella; Rozenberg, Haim και άλλοι. (2017-09-29). «Structural insights of lincosamides targeting the ribosome of Staphylococcus aureus». Nucleic Acids Research 45 (17): 10284–10292. doi: . ISSN 0305-1048. PMID 28973455. PMC 5622323. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5622323/.
- ↑ Cunha, Burke A.· Cunha, Burke (28 Οκτωβρίου 2009). Infectious Diseases in Critical Care Medicine. CRC Press. ISBN 978-1-4200-9241-7.
- ↑ «A randomized, double-blind comparison of a clindamycin phosphate/benzoyl peroxide gel formulation and a matching clindamycin gel with respect to microbiologic activity and clinical efficacy in the topical treatment of acne vulgaris». 2002.
|first1=
missing|last1=
in Authors list (βοήθεια) - ↑ «FDA Approvals: Ziana, Kadian, Polyphenon E». Medscape (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «Generic Cleocin Vaginal Availability». Drugs.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «Merck Veterinary Manual». Merck Veterinary Manual (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
- ↑ «Merck Veterinary Manual». Merck Veterinary Manual (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024.