Η Νεραϊδοβασίλισσα
Η Νεραϊδοβασίλισσα (αγγλικά The Faerie Queene) είναι επικό - φανταστικό ποίημα του Έντμουντ Σπένσερ, το οποίο, εμπνεόμενο από τις ιπποτικές ιστορίες των αναγεννησιακών επών του Λουντοβίκο Αριόστο και του Τορκουάτο Τάσσο, αποτελεί μια αλληγορική αναπαράσταση της εποχής της βασίλισσας Ελισάβετ Α' της Αγγλίας. Είναι γραμμένο στη λεγόμενη Σπενσερική στροφή (Spenserian stanza), που εφευρέθηκε από τον ποιητή επ' ευκαιρία της συγγραφής του έργου.
Συγγραφέας | Έντμουντ Σπένσερ |
---|---|
Γλώσσα | πρώιμα σύγχρονα αγγλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1590 |
Μορφή | ποίημα |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Σχέδιο του έργου
ΕπεξεργασίαΣύμφωνα με το αρχικό σχέδιο του ποιητή, το έργο θα χωριζόταν σε δώδεκα βιβλία. Ο βασικός ήρωας καθενός εξ αυτών θα ήταν ένας ιππότης, ο οποίος θα εκπροσωπούσε μία από τις κύριες αρετές που πρέπει να διαθέτει ο κάθε ευγενής άνθρωπος. Κάθε ένας από τους ιππότες αυτούς θα αναλάμβανε να εκπληρώσει μια αποστολή που θα του είχε αναθέσει (ή εμπνεύσει) η Γκλοριάνα (Gloriana), η Βασίλισσα της χώρας των Νεράιδων, η Νεραϊδοβασίλισσα.
Κύριος ήρωας, ο ήρωας των ηρώων, ο οποίος διαθέτει όλες τις αρετές των υπολοίπων - αν και εν πολλοίς απών ή σπανίως εμφανιζόμενος στο έργο, όπως άλλωστε και η ίδια η Νεραϊδοβασίλισσα - είναι ο Πρίγκιπας Αρθούρος, δηλαδή ο Βασιλιάς Αρθούρος προτού ανέλθει στο θρόνο του. Ο Πρίγκιπας έχει βγει προς αναζήτηση της ίδιας της Νεραϊδοβασίλισσας (την οποία έχει δει στον ύπνο του σε όραμα και την έχει ερωτευτεί), ενώ η κύρια αποστολή που του έχει ανατεθεί από αυτήν είναι να προστρέχει προς βοήθεια των άλλων ιπποτών κάθε φορά που έχουν ανάγκη. Κατ' αυτόν τον τρόπο προετοιμάζεται καταλλήλως για τα βασιλικά του καθήκοντα, όταν ανέλθει στο θρόνο.
Έτσι, πέρα από την ηθική αλληγορία (ή και την θρησκευτική αλληγορία), το ιστορικό υπόβαθρο του Σπενσερικού έργου είναι η ανάρρηση στον αγγλικό θρόνο της δυναστείας τού ουαλικής καταγωγής Οίκου των Τυδώρ, που πρόγονο της είχε, σύμφωνα με τον θρύλο, τον ίδιο τον Βασιλιά Αρθούρο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Νεραϊδοβασίλισσα είναι επίσης η προτύπωση της βασίλισσας Ελισάβετ, ενώ οι άλλοι χαρακτήρες του έργου μπορεί να είναι, κατά το σύστημα της ιστορικής αλληγορίας, αναγνωρίσιμες, κατά το μάλλον ή ήττον, προσωπικότητες ή προσωποιημένες καταστάσεις της σύγχρονης με τον ποιητή εποχής.
Ο ποιητής από τα δώδεκα βιβλία που είχε σχεδιάσει πρόλαβε να ολοκληρώσει μόνο τα έξι πρώτα, δώδεκα ασμάτων (cantos) το καθένα, ενώ έγραψε και δύο ακόμα άσματα, τα οποία πιθανολογείται ότι αποτελούσαν τμήματα του έβδομου βιβλίου, τα λεγόμενα Mutabilitie Cantos (Άσματα της Μεταβλητότητας). Παρ' όλα αυτά το μέγεθος του έργου απομένει τεράστιο (κάθε βιβλίο αποτελείται από περίπου 6000 στίχους). Οι αρετές που αναπτύσσονται σε κάθε βιβλίο είναι η αγιότητα, η εγκράτεια, η αγνότητα, η φιλία, η δικαιοσύνη και η ευγένεια, ενώ για το έβδομο πιθανολογείται πως θα ήταν η ευστάθεια. [1]
Σύνοψη ανά βιβλίο
ΕπεξεργασίαΒιβλίο I
ΕπεξεργασίαΗ Γκλοριάνα (Gloriana, Ένδοξη στα λατινικά), βασίλισσα της Νεραϊδοχώρας, αναθέτει στον Ερυθρόσταυρο Ιππότη (Red Cross Knight, Ιππότη του Κόκκινου Σταυρού, υπερασπιστή του δικαίου, προσωποποίηση της μαχητικής χριστιανικής αγιότητας) να συνοδεύσει την λαίδη Ούνα (Una, Μία, στα λατινικά, προσωποποίηση της αλήθειας ή της μίας και αληθινής πίστης, που εν προκειμένω είναι αυτή της Αγγλικανικής Εκκλησίας) με σκοπό να την βοηθήσει να κατανικήσει τον δράκο που λυμαίνεται το βασίλειο των γονιών της. Ο Ερυθρόσταυρος έρχεται αντιμέτωπος πρώτα με τη δράκαινα Πλάνη (Errour, προσωποποποίηση του ψεύδους και της σφαλερής πίστης, εν προκειμένω του Καθολικισμού), την οποία κατανικά με τη γενναιότητά του και με τις συμβουλές και παροτρύνσεις της Ούνας. Στη συνέχεια ωστόσο παρασύρεται από τις δολοπλοκίες του απατηλού Αρχιμάγου (Archimago, που είναι στο έργο η προσωποποίηση της αμαρτίας, της υποκρισίας, του Πάπα της Ρώμης ή και του ίδιου του Σατανά), ο οποίος τον κάνει να πιστέψει ότι η Ούνα δεν του ήταν πιστή. Ο Ερυθρόσταυρος εγκαταλείπει την Ούνα και ερωτεύεται τη μάγισσα Ντουέσσα (Duessa, Διπλοπρόσωπη, προσωποποίηση της εξαπάτησης και της απατηλής πίστης), η οποία του εμφανίζεται ως η αθώα και αγνή κορασίδα Φιντέσσα (Fidessa, Πιστή). Ο Ερυθρόσταυρος Ιππότης αντιμετωπίζει τους Σαρακηνούς ιππότες Sansfoy, Sansloy και Sanjoy (Δίχως-πίστη, Δίχως-νόμο και Δίχως-χαρά), παρασύρεται από την Λουτσιφέρα (Lucifera, την θηλυκή Εωσφόρο), βασίλισσα του Οίκου της Υπερηφάνειας (House of Pride) και, μετά από προδοσία, ηττάται από τον γίγαντα Οργκόλιο (Orgoglio, προσωποποίηση της αλαζονίας) και αιχμαλωτίζεται στο μπουντρούμι ενός κάστρου.
Η Ούνα, η οποία στο μεταξύ είχε τεθεί υπό την προστασία ενός λιονταριού, μιας ομάδας σατύρων του δάσους και ενός χωρικού-ιππότη ονόματι Σατυράνης (Satyrane), ενημερώνεται από έναν νάνο για την θλιβερή κατάσταση του Ερυθρόσταυρου Ιππότη. Στο δρόμο για το κάστρο όπου ήταν αιχμαλωτισμένος ο Ερυθρόσταυρος συναντούν τον Πρίγκιπα Αρθούρο (που είναι η προσωποποίηση της υπέρτατης αρετής, του Χριστού ή της αγγλικής μοναρχίας στο έργο), ο οποίος, δίχως να τους αποκαλύπτει το όνομά του, προσφέρεται να τους βοηθήσει. Ο Αρθούρος επιτίθεται κατά του κάστρου και μετά από μια τρομαχτική αναμέτρηση σκοτώνει τον Οργκόλιο και ελευθερώνει τον Ερυθρόσταυρο Ιππότη, έχοντας αποκαλύψει και την Ντουέσσα ως κακόμορφη μάγισσα. Ο Ερυθρόσταυρος, ωστόσο, έχει τώρα να αντιμετωπίσει τον ίδιο τον εαυτό του. Λόγω ενοχών, παρασύρεται από έναν μοχθηρό τύπο ονόματι Άπελπις (Despair) σε σημείο που να θέλει να κάνει κακό στον ίδιο τον εαυτό του μέσα στο Σπήλαιο της Απελπισίας (Cave of Despair). Η Ούνα τότε τον οδηγεί στον Οίκο της Αγιότητας (House of Holiness), όπου αναρρώνει από την απελπισία του και αναγεννάται ηθικά και πνευματικά. Εν τέλει έρχεται αντιμέτωπος με τον δράκο, τον οποίο κατανικά μετά από τριήμερη μάχη, απαλλάσσοντας το βασίλειο από την λύμη και παίρνοντας ως αμοιβή την Ούνα για μνηστή του. Το όνομα του Ερυθρόσταυρου Ιππότη είναι Γεώργιος, οπότε και γίνεται αναπόφευκτη η ταύτισή του με τον Άγιο Γεώργιο, τον δρακοκτόνο και προστάτη-άγιο της Αγγλίας.
Βιβλίο II
ΕπεξεργασίαΗ Νεραϊδοβασίλισσα αναθέτει στον ιππότη Γκυιόν (Sir Guyon), που αντπροσωπεύει την εγκράτεια, να βρει και να καταστρέψει την Αναδενδράδα της Ευδαιμονίας (Bower of Bliss), τον κήπο των ηδονών όπου η μάγισσα Ακρασία (Acrasia) παρασύρει τα θύματά της, μετατρέποντάς τα σε κτήνη, όπως η μάγισσα Κίρκη. Ο σερ Γκυιόν και ο ακόλουθός του Πάλμερ (Palmer, Βάιος, προσκυνητής) μαθαίνουν για την μάγισσα συναντώντας την Αμάβια (Amavia), η οποία, αφού πρώτα τους διηγήθηκε πώς ο άντρας της έχασε τη ζωή του από τις ενέργειες της Ακρασίας, αυτοκτονεί μην αντέχοντας να ζει χωρίς αυτόν. Ο Γκυιόν τότε ορκίζεται να εκδικηθεί για χάρη της. Ο δρόμος τους περνά από το κάστρο της Μεδίνας (Medina), όπου διδάσκονται για τον χρυσό κανόνα της (Αριστοτελικής) μεσότητας μεταξύ της ολοκληρωτικής αποχής και της ασυδοσίας (που εκπροσωπούνται από τις δύο αδελφές της Μεδίνας, τη μία αυστηρή και την άλλη ελευθεριάζουσα). Ο Αρχιμάγος, την ίδια ώρα, προσπαθεί να στρέψει κατά του Γκυιόν και του Ερυθρόσταυρου Ιππότη έναν καυχηματία, αλλά στην πραγματικότητα δειλό τύπο, ονόματι Μπραγκαντόκιο (Braggadocchio), ο οποίος, έχοντας κλέψει το άλογο του Γκυιόν, συναντά μία πανέμορφη νεαρή κυνηγό, ονόματι Καλλιφοίβη (Belphoebe, προσωποποίηση της Παρθένου-Βασίλισσας Ελισάβετ), η οποία τον απωθεί όταν αυτός προσπαθεί να την αγκαλιάσει.
Ο Αρχιμάγος τότε στρέφει κατά του σερ Γκυιόν δύο αδερφούς ιππότες, τον Πυροκλή (Pyrchles΄), που αντιπροσωπεύει τον θυμό και τον Κυμοκλή (Cymochles), που ήταν εραστής της Ακρασίας και δεν μπορούσε να αντισταθεί στους πειρασμούς. Ο Πυροκλής επιτίθεται χωρίς προειδοποίηση στον Γκυιόν, ο οποίος τον νικά, αλλά τελικά του χαρίζει τη ζωή. Στη συνέχεια, ο Κυμοκλής, πιστεύοντας ότι αδερφός του είναι νεκρός, αφήνει τις απολαύσεις του κήπου της Ακρασίας για να αντιμετωπίσει τον Γκυιόν, ξεστρατίζει ωστόσο εκ νέου, όταν συναντά μια χαρωπή δεσποσύνη ονόματι Φαιδρία (Phaedria), η οποία τον μεταφέρει με τη βάρκα της σε μια νήσο απολαύσεων στο κέντρο μιας λίμνης. Όταν ο Κυμοκλής παραδίδεται στον ύπνο, η Φαιδρία μεταφέρει στην ίδια νήσο και τον Γκυιόν, που δυσαρεστείται γιατί έχει λοξοδρομήσει και δεν υποκύπτει στα θέλγητρά της. Τότε ο Κυμοκλής ξυπνά, και γεμάτος ζήλεια γι' αυτόν που βλέπει ως αντίζηλό του επιτίθεται στον Γκυιόν. Παρεμβαίνει τότε η Φαιδρία και μεταφέρει πάλι τον Γκυιόν στην αντίπερα όχθη. Στη συνέχεια ο Γκυιόν συναντά τον Μαμμών (Mammon, Μαμωνά), ο οποίος είναι κάτοχος αμύθητου πλούτου, κρυμμένου σε μια υπόγεια σπηλιά, τα οποία επιδεικνύει στον Γκυιόν, θέλοντας μάλιστα να του δώσει την ωραία κόρη του Φιλοτίμη (Philotime) για γυναίκα του, δελεαστικές προσφορές που ευγενικά ο Γκυιόν απορρίπτει. Ο Μαμμών τέλος τον οδηγεί στην έξοδο του σπηλαίου.
Ο Γκυιόν, που έμεινε τρεις ολόκληρες μέρες άυπνος στον υπόγειο κόσμο του Μαμμών, καθώς και στον γειτονικό προθάλαμο του Άδη, βγαίνει εξαντλημένος στην επιφάνεια και πέφτει σε βαθύ ύπνο. Εμφανίζονται τότε ο Πυροκλής και ο Κυμοκλής, που τους οδηγούσε ο Αρχιμάγος, και νομίζοντας ότι ο Γκυιόν είναι νεκρός προσπαθούν να του αφαιρέσουν την πανοπλία. Τότε εμφανίζεται ο Πρίγκιπας Αρθούρος, που μετά από μια άγρια μάχη καταφέρνει να σκοτώσει και τους δύο αδερφούς. Ξυπνώντας, ο Γκυιόν ευχαριστεί τον Αρθούρο και οι δύο τους γίνονται φίλοι. Μαζί οι δυο τους φτάνουν σε ένα κάστρο που πολιορκείται από διάφορα κακοποιά στοιχεία, τα οποία καταφέρνουν να διασκορπίσουν. Έπειτα τους υποδέχεται η κυρά του κάστρου, η Άλμα (Alma, Ψυχή, στα λατινικά). Το κάστρο αυτό ήταν το Κάστρο της Εγκράτειας. Στη βιβλιοθήκη του κάστρου ο Αρθούρος βρίσκει τα χρονικά των Βρετανών βασιλέων μέχρι τον Ούθερ Πεντράγκον, ενώ ο Γκυιόν τα χρονικά της Νεραϊδοχώρας, μέχρι την βασίλισσα Γκλοριάνα, που στην πραγματικότητα είναι η Ταραγκουίλη, η κόρη του Όμπερον, του βασιλιά των ξωτικών.
Την άλλη μέρα τα κακοποιά στοιχεία επιτίθενται ξανά στο κάστρο και ο Αρθούρος μένει για να αντιμετωπίσει, ενώ ο Γκυιόν με τον Πάλμερ συνεχίζουν την πορεία τους, φτάνοντας στη νήσο της Ακρασίας, αποφεύγοντας πολλούς κινδύνους στο θαλάσσιο ταξίδι τους, όπως δίνες και διάφορα θαλάσσια κήτη, αλλά έχοντας και μια υποδοχή από ωραίες Σειρήνες, καθώς πλησιάζουν στο λιμάνι του νησιού. Στη νήσο έχουν να αντιμετωπίσουν διάφορα τέρατα, αλλά και πειρασμούς από τις παντοειδείς απολαύσεις που είχαν ποτέ επινοήσει οι άνθρωποι. Καταφέρνουν τέλος να αιχμαλωτίσουν την Ακρασία στο κρεβάτι όπου ήταν αγκαλιά με τον νεότερο εραστή της, έναν νεαρό ιππότη, τον οποίο και νουθετούν. Έπειτα καταστρέφουν το παλάτι και τον κήπο των απολαύσεων. Δέχονται ξανά την επίθεση των τεράτων της νήσου, που στην πραγματικότητα ήταν άνθρωποι που η μάγισσα είχε μετατρέψει σε κτήνη. Ο Γκυιόν τότε δίνει εντολή στον Πάλμερ και αυτός τους ξαναφέρνει στην πρότερη κατάστασή τους με το ραβδί του. Όλοι τούς ευχαριστούν, εκτός από έναν που θα προτιμούσε να μείνει χοίρος.
Βιβλίο III
ΕπεξεργασίαΤο τρίτο βιβλίο έχει θέμα του την αγνότητα, η οποία εκπροσωπείται κυρίως από μια πολεμίστρια παρθένο, την Βριτόμαρτη (Britomart, άλλη μια προσωποποίηση της βασίλισσας Ελισάβετ). Αυτή νικά σε μονομαχία τον σερ Γκυιόν χωρίς αυτός να γνωρίζει ότι είναι γυναίκα. Εν τέλει συμφιλιώνονται και προχωρούν οι δυο μαζί με τον Αρθούρο, όταν βλέπουν να τρέχει καβάλα στο αλογό της μιαν αρχοντοπούλα, την Φλόριμελ (Florimell), ακολουθούμενη από έναν ιππέα, κάτοικο του δάσους, τον Φόστερ (Foster, Forester), που την κυνηγούσε με πονηρούς σκοπούς. Ο ακόλουθος του Αρθούρου, Τιμίας (Timias, ορμά προς καταδίωξη του, ενώ ο Γκυιόν και ο Αρθούρος τρέχουν πίσω από την κοπέλα. Η Βριτόμαρτη, έχοντας μείνει πίσω, προχωρά μόνη της και φτάνει μπροστά στο Κάστρο της Χαράς (Castle of Joy), όπου γλιτώνει τον Ερυθρόσταυρο Ιππότη από την επίθεση έξι ιπποτών, που προσπαθούσαν να τον κάνουν να δηλώσει αφοσίωση στην Μαλεκάστα (Malecasta, Άναγνη), την κυρά του κάστρου (μιας φωλιάς ερωτικών απολαύσεων). Εκεί, η Μαλακέστα ανακαλύπτει το πραγματικό φύλο της Βριτόμαρτης, όταν μπήκε αιφνιδιαστικά στην κάμαρή της, νομίζοντας ότι είναι άντρας, για να τον ξελογιάσει. Φεύγοντας από το κάστρο η Βριτόμαρτη αποκαλύπτει στον Ερυθρόσταυρο ότι ψάχνει στη Νεραϊδοχώρα να βει τον αγαπημένο της σερ Άρτεγκαλ (Artegall), που τον είχε δει σε έναν μαγικό καθρέφτη, που ο μάγος Μέρλιν είχε χαρίσει στον πατέρα της, τον βασιλιά της Νότιας Ουαλίας, προφητεύοντάς της ότι θα τον παντρευτεί και ότι θα ιδρύσουν μια βασιλική δυναστεία στη Βρετανία.
Η Βριτομάρτη, ακολουθώντας τώρα πορεία μόνη της, φτάνει σε μια ακτή, όπου προκαλείται σε μονομαχία από έναν ιππότη, τον Μάρινελ (Marinell) και κατά τη διάρκεια της συμπλοκής τον πληγώνει βαριά. Φεύγοντας, η Βριτομάρτη παρατηρεί ότι η παραλία είναι στρωμένη με πολύτιμα πετράδια, στα οποία όμως δε δίνει σημασία και φεύγει. Η μητέρα του Μάρινελ, νύμφη Κυμοδόκη (Cymodocee ή Cymoent), μια Νηρηίδα, η οποία είχε προειδοποιήσει τον γιο της να αποφεύγει τον έρωτα των γυναικών, γιατί σύμφωνα με μια προφητεία μια γυναίκα θα τον πλήγωνε βαριά ή και θα τον σκότωνε, βγαίνει τώρα από τη θάλασσα με ένα άρμα που σέρνουν δελφίνια και παίρνει τον γιο της στα βάθη του ωκεανού, για να τον γιατρέψει από το τραύμα του. Στο μεταξύ, ο Αρθούρος και ο Γκυιόν έχουν χωριστεί ψάχνοντας την Φλόριμελ. Ο Αρθούρος την βλέπει από μακριά και της φωνάζει, αλλά αυτή δεν σταματά. Η νύχτα φτάνει και ο Αρθούρος θρηνεί για την ατυχία του, να μην μπορεί να φτάσει την κοπέλα. Την άλλη μέρα ο Αρθούρος συναντά έναν νάνο, που του λέει ότι η Φλόριμελ ήταν ερωτευμένη με έναν νέο ονόματι Μάρινελ, ο οποίος την απόφευγε, όπως και όλες τις γυναίκες, εξαιτίας κάποιας δυσοίωνης προφητείας. Η φήμη ότι ο Μάρινελ είχε σκοτωθεί πρόσφατα την έκανε να μη σταματά στις φωνές του.
Ο Τιμίας στο μεταξύ πέφτει σε μια ενέδρα του Φόστερ και των δύο αδερφών του και καταφέρνει να τους σκοτώσει, έχοντας όμως πληγωθεί τόσο σοβαρά, που πέφτει λιπόθυμος. Ευτυχώς γι' αυτόν, τον βρίσκει η Καλλιφοίβη, που κυνηγούσε εκεί κοντά και τον περιθάλπει, φροντίζοντας με βότανα την πληγή του. Έπειτα τον πηγαίνει στο μέρος που μένει μαζί με τις άλλες κυνηγέτιδες και ο Τιμίας γίνεται καλά, αλλά ερωτεύεται την Καλλιφοίβη, πράγμα που του προκαλεί μεγαλύτερο, αν και άλλου είδους, πόνο. Η Καλλιφοίβη ήταν η μία από τις δίδυμες κόρες μιας ευγενικής παρθένας της Νεραϊδοχώρας, της Χρυσογόνης, που είχε γονιμοποιηθεί από τις ακτίνες του θεού Ηλίου. Την Καλλιφοίβη είχε αναθρέψει η θεά Άρτεμη, ενώ την δίδυμη αδερφή της, που λεγόταν Αμορέτα (Amoret), την είχε αναθρέψει η Αφροδίτη στον Κήπο του Άδωνη, (Garden of Adonis), εκεί από όπου ξεπηδά κάθε σπόρος ζωής, που γεννιέτται, πεθαίνει και ξαναγυρίζει εκεί για να μετεμψυχωθεί σε άλλα σώματα εκ νέου. Στο κέντρο του κήπου βρίσκεται ο Άδωνις, ο οποίος αναγεννάται συνεχώς. Δίπλα του είναι η αιώνια ερωμένη του, η Ψυχή και η κόρη τους Ευχαρίστηση (Pleasure) και μαζί τους ανατράφηκε η Αμορέτα, που όταν μεγάλωσε έγινε δεκτή στην αυλή της Νεραϊδοβασίλισσας, όπου ερωτεύτηκε τον σερ Σκούδαμορ (Scudamore, τον Ασπιδέρωτα).
Η Φλόριμελ στο μεταξύ φτάνει σε μια καλύβα όπου μένει μια μάγισσα και ο γιος της, ο οποίος, έχοντας πονηρούς σκοπούς γι 'αυτήν, την αναγκάζει να το σκάσει. Αυτό τον εξοργίζεο τόσο, που η μάγισσα στέλνει ξοπίσω από την Αμορέτα ένα θηρίο για να την καταδιώξει. Η Φλόριμελ πηδά σε μια βάρκα για να αποφύγει το θηρίο και ξανοίγεται στη θάλασσα, δίχως να προσέξει όμως ότι ο ιδιοκτήτης της βάρκας, ένας ψαράς, κοιμάται μέσα στο σκάφος. Αυτός μόλις ξυπνά, θέλει να ξελογιάσει τη Φλόριμελ . Στο μεταξύ το θηρίο σκοτώνει το άλογο της Φλόριμελ , που είχε μείνει στην ακτή, και αρχίζει να το καταβροχθίζει. Ο Σατυράνης, που περνούσε από εκεί, αναγνωρίζει το άλογο της Φλόριμελ και την εκλαμβάνει για νεκρή. Με γυμνά χέρια καταβάλλει το θηρίο και χρησιμοποιώντας τη χρυσή ζώνη της Φλόριμελ, που βρήκε στην ακτή, το οδηγεί καβάλα. Σε λίγο συναντά μια γιγάντισσα που έχει μαζί της έναν νεαρό ακόλουθο. Στη μάχη που επακολουθεί, ο Σατυράνης πέφτει αναίσθητος, αλλά σώζεται από έναν παράξενο ιππότη, που καταδίωξε την γιγάντισσα. Ο ακόλουθος, που είχε μείνει πίσω, του λέει ότι η γιγάντισσα αυτή ήταν η Αργάντη (Argante), κόρη του Τιτάνα Τυφωέα και με ακόρεστες ερωτικές ορέξεις. Ο δε ιππότης που τους έσωσε ήταν στην πραγματικότητα μια Αμαζόνα, η Παλλαδίνη (Palladine). Ανέφερε μετά στον Σατυράνη ότι, εξαιτίας του πλήθους των ερωτικών του περιπετειών (τριακόσιες κοπέλες μέσα σ' ένα χρόνο), η αγαπημένη του, του είχε επιβάλλει να μην επιστρέψει παρά μόνο αν συμπλήρωνε ίσο αριθμό γυναικών που θα τον απέρριπταν - και μέχρι στιγμής είχε βρει μόνο τρεις.
Κατά τη διάρκεια της μάχης με τη γιγάντισσα, το θηρίο το σκάει και επιστρέφει στην καλύβα της μάγισσας, φέρνοντας και τη ζώνη της Φλόριμελ. Αυτή τότε, για να ευχαριστήσει το γιο της, που είναι σε ερωτική απόγνωση, φτιάχνει με διάφορες ουσίες ένα αντίγραφο της Φλόριμελ και του δίνει ζωή καλώντας μέσα του κάποιο πνεύμα. Ο γιος της μάγισσας περιπλανιέται μέσα στο δάσος με την ψεύτική Φλόριμελ, εκεί όμως τους πετυχαίνει ο Μπραγκαντόκιο, που του την αρπάζει. Ωστόσο, εμφανίζεται κάποιος παράξενος ιππότης που κάνει τον δειλό Μπραγκαντόκιο να το βάλει στα πόδια και την παίρνει μαζί του. Στο μεταξύ, ο ψαράς, κυριευμένος από λάγνα ορμή, προσπαθεί να βιάσει την αληθινή Φλόριμελ, η οποία βγάζει κραυγή βοηθείας, την οποία ακούει ο Πρωτέας, που επεμβαίνει και με ένα δυνατό χτύπημα εξουδετερώνει τον ψαρά. Έπειτα παίρνει τη Φλόριμελ στη σπηλιά του στα βάθη της θάλασσας, όπου προσπαθεί κι αυτός με τη σειρά του να την ξελογιάσει. Αφού βλέπει ότι όλες οι προσπάθειές του αποβαίνουν μάταιες, την φυλακίζει σε ένα μπουντρούμι.
Πίσω στην ακτή, ο Σατυράνης και ο ακόλουθος με τις πολλές ερωτικές περιπέτειες συναντούν έναν ιππότη, τον σερ Πάριντελ (Paridell) και όλοι μαζί ψάχνουν για την Φλόριμελ. Το βράδυ φτάνουν σε ένα κάστρο, όμως ο κυριός του, ένας μονόφθαλμος ονόματι Μαλμπέκος (Malbecco, Κακότυφλος) είναι τόσο ζηλότυπος ως προς τη σύζυγό του Έλλενορ (Hellenore), που τους αρνείται την είσοδο. Εν τέλει, εκβιάζουν την είσοδό τους στο κάστρο, όπου ο Πάριντελ στο δείπνο ερωτοτροπεί κάτω από τη μύτη του Μαλμπέκου την Έλλενορ, η οποία αποφασίζει τελικά το φύγει μαζί του, έχοντας βαρεθεί τη ζηλοτυπία του συζύγου της. Φεύγοντας, ο Πάριντελ βάζει φωτιά στο θησαυρό του Μαλμπέκου και αυτός, αφού διστάζει λίγο, προτιμά να σώσει τον θησαυρό, δίνοντάς τους χρόνο να το σκάσουν. Στη συνέχεια ο Πάριντελ, αφού ερωτοτροπεί με την Έλλενορ, την παρατά στο δάσος, όπου την ανακαλύπτουν κάποιοι σάτυροι να περιπλανιέται μόνη και την παίρνουν μαζί τους. Ο Μαλμπέκος, που είχε βγει προς αναζήτηση της γυναίκας του, έχοντας βρει τα ίχνη της, καταφέρνει να προσεγγίσει την κατοικία των Σατύρων (οι οποίοι σε μια γιορτή στέφουν την Έλλενορ Βασίλισσα του Μάη), μεταμφιεσμένος ως τράγος, με γένι και κέρατα. Τη νύχτα βρίσκει την Έλλενορ αγκαλιά στο κρεβάτι με έναν Σάτυρο. Προσπαθεί να την πείσει να επιστρέψει στο κάστρο μαζί του, αλλά αυτή αρνείται, προτιμώντας να μείνει με τους Σατύρους παρά με τον μονόφθαλμο (και ανίκανο σεξουαλικά) σύζυγό της.
Η Βριτόμαρτη στο μεταξύ βρίσκει τον σερ Σκούδαμορ να κείτεται στο έδαφος και να θρηνεί, διότι ο μάγος Βουσιράνης (Busirane) είχε κλέψει την αγαπημένη του Αμορέτα, την δίδυμη αδερφή της Καλλιφοίβης. Η Βριτόμαρτη αποφασίζει να τον βοηθήσει να πάρει την Αμορέτα πίσω και μαζί οι δύο φτάνουν στο κάστρο του Βουσιράνη. Η πύλη του είναι κλεισμένη με ένα πύρινο τείχος που η Βριτόμαρτη μπορεί να περάσει, ο Σκούδαμορ όμως όχι. Το εσωτερικό του κάστρου είναι διακοσμημένο με μυθολογικές ερωτικές σκηνές που αφορούν θεούς και ανθρώπους, ένα άγαλμα του θεού Έρωτα, καθώς και όπλα ιπποτών που νικήθηκαν στη μάχη με τον Έρωτα. Το κάστρο φαίνεται έρημο, αλλά γύρω στα μεσάνυχτα γίνεται σεισμός και από τα βάθη ενός θαλάμου βγαίνει μια πομπή μασκοφόρων, σαν καρναβαλιού, στην οποία εμφανίζονται ο Έρωτας, ο Πόθος, ο Κίνδυνος, η Αμφιβολία, ο Φόβος, η Ελπίδα, η Υποψία, η Ευχαρίστηση, ο Πόνος, η Μετάνοια, η Ντροπή, η Απόρριψη, η Απώλεια και ο Θάνατος. Η Βριτόμαρτη μπαίνει στο εσωτερικό του θαλάμου και βρίσκει την Αμορέτα δεμένη σε έναν στύλο, ενώ ο Βουσιράνης της έκανε εξορκισμούς για να την κάνει να τον αγαπήσει. Η Βριτόμαρτη εξουδετερώνει τον μάγο και ελευθερώνει την Αμορέτα. Καθώς βγαίνουν από το κάστρο, παρατηρούν ότι όλα τα πλούτη του χάνονται και το πύρινο φράγμα στην πύλη εξαφανίζεται. Μόλις βγαίνουν, όμως, ανακαλύπτουν ότι ο σερ Σκούδαμορ δεν ήταν πια εκεί. Είχε χαθεί και η Γλαύκη (Glauce), η τροφός της Βριτόμαρτης, που την συνόδευε πάντοτε στις περιπλανήσεις της μεταμφιεσμένη σε ιπποκόμο της.
Βιβλίο IIII
ΕπεξεργασίαΣτο τέταρτο βιβλίο περατώνονται διάφορες ιστορίες που η έκβασή τους έμενε εκκρεμής από τα δύο προηγούμενα. Η αρετή που εξυμνείται τώρα είναι η φιλία και η πίστη υπό διάφορες εκδοχές: μεταξύ δύο ανδρών ή δύο γυναικών, αλλά και μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στην αρχή του βιβλίου η Βριτόμαρτη και η Αμορέτα (που καθησυχάζεται μαθαίνοντας ότι η Βριτόμαρτη είναι γυναίκα) συναντούν δύο ιππότες και τις κυράδες τους. Είναι ο Πάριντελ με την Ντουέσσα και ο Μπλανταμούρ (Blandamour) με την ηλικιωμένη Άτη (Ate, στην πραγματικότητα μία θηλυκή δαίμονας της Κόλασης, που προξενεί διχόνειες μεταξύ των ιπποτών). Ο Πάριντελ, που θυμάται κάποια παλιά μονομαχία με την Βριτομάρτη, δεν είναι πρόθυμος για μάχη, αλλά ο Μπλανταμούρ ορμά κατά πάνω της και τότε η Βριτομάρτη τον πετά από το άλογο. Μόλις έφυγαν η Βριτομάρτη και η Αμορέτα, εμφανίζονται στα άλογά τους ο Σκούδαμορ και η Γλαύκη. Ο Πάριντελ επιτίθεται στον Σκούδαμορ και στη σύγκρουση πέφτουν κι οι δυο από τα άλογά τους. Οι υπόλοιποι τρεις κοροϊδεύουν τον Σκούδαμορ, λέγοντάς του ότι η αγαπημένη του Αμορέτα το έσκασε με ένα ιππότη ονόματι Βριτόμαρτη. Ο Σκούδαμορ εξοργίζεται με τη Γλαύκη, γιατί νομίζει ότι τον κορόιδεψε. Εν τέλει συμφιλιώνονται όλοι και προχωρούν μαζί. Στο δρόμο βρίσκουν τον σερ Φαραού, τον ιππότη που είχε κλέψει την ψεύτικη Φλόριμελ από τον Μπραγκαντόκιο. Ο Μπλανταμούρ, ξετρελαμένος από την ομορφιά της ψεύτικης Φλόριμελ, επιτίθεται στον Φεραού απροειδοποίητα, τον νικά και παίρνει την ψεύτικη Φλόριμελ. Ο Πάριντελ τον ζηλεύει, η Άτη και η Ντουέσσα παροξύνουν την κατάσταση και αρχίζει άγρια μονομαχία μεταξύ των δύο.
Εμφανίζεται τότε ο ακόλουθος με τις πολλές ερωτικές περιπέτειες και αναγγέλει ότι ο Σατυράνης, έχοντας βρει τη ζώνη της Φλόριμελ, προσκαλεί ιππότες και κυράδες σε ιπποτικούς αγώνες (τουρνουά) και έναν διαγωνισμό ομορφιάς. Η πιο ωραία δεσποσύνη θα πάρει τη ζώνη και ο γενναίος ιππότης θα πάρει τη δεσποσύνη. Όλοι τότε αποφασίζουν να λάβουν μέρος στους αγώνες. Στο δρόμο βρίσκουν δύο ιππότες, τον Κάμπελ (Cambell) και τον Τριαμόνδο (Triamond) με τις γυναίκες τους, Καμβίνα (Cambina) και Κανάκη (Canacee) αντιστοίχως. Ο Κάμπελ και ο Τριαμόνδος είναι πιστοί φίλοι. Η Κανάκη ήταν αδερφή του Κάμπελ και την ζητούσαν για γάμο τόσοι πολλοί, που ο Κάμπελ όρισε ότι θα μονομαχούσε με τρεις από αυτούς. Επειδή ο Κάμπελ κατείχε ένα μαγικό δαχτυλίδι που γιάτρευε τις πληγές του, κανένας δεν ήθελε να τον αντιμετωπίσει, εκτός από τρεις αδερφούς, γιους της νεράιδας Αγάπης (Agape), τους Πριαμόνδο, Διαμόνδο και Τριαμόνδο. Οι Μοίρες είχαν προφητέψει γι' αυτούς ότι θα είχαν σύντομη ζωή, αλλά η Αγάπη κατάφερε να οριστεί επίσης πως, κάθε φορά που θα πέθαινε ένας, η ζωή κάθε μεγαλύτερου αδερφού θα περνούσε στον αμέσως μικρότερο. Έτσι, όταν Ο Κάμπελ νίκησε τους μεγαλύτερους αδερφούς μετά από σκληρή μάχη και παρ' όλο που είχε τραυματίσει θανάσιμα δις τον Τριαμόνδο, οι ζωές των άλλων δύο είχαν μεταβεί σε αυτόν και δεν είχε πεθάνει. Στο σημείο αυτό επενέβη η αδερφή του Τριαμόνδου, Καμβίνα, που η νεράιδα μητέρα της την είχε μάθει μαγικές τέχνες. Με το μαγικό ραβδί της άγγιξε τους δύο ιππότες και τους έκανε να πιουν ένα μαγικό ποτό καμωμένο από το φυτό νηπενθές, που τους έκανε να ξεχάσουν την έχθρα μεταξύ τους. Η Κανάκη παντρεύτηκε τον Τριαμόνδο και η Καμβίνα τον Κάμπελ. Από τότε και οι τέσσερεις είναι πιστοί σύντροφοι και φίλοι.
Οι ιππότες και οι κυράδες φτάνουν στο μέρος όπου θα γίνονταν οι αγώνες. Εκεί συναντούν τον Μπραγκαντόκιο που αναγνωρίζει την ψεύτικη Φλόριμελ και την διεκδικεί ως κυρά του, δεν θέλει όμως να παλέψει με τον Μπλανταμούρ για χάρη της, επειδή, αν έχανε, θα έπρεπε να πάρει μαζί του την άσχημη και γέρικη Άτη. Την πρώτη μέρα των αγώνων νικητής ανακηρύσσεται ο Σατυράνης, που κατάφερε να πληγώσει τον Τριαμόνδο. Την δεύτερη ημέρα, ο Κάμπελ θέλοντας να επανορθώσει για την ήττα του φίλου του, φορά την πανοπλία του πληγωμένου Τριαμόνδου και νικά τον Σατυράνη, τότε όμως τον αιχμαλωτίζουν εκατό ιππότες. Μαθαίνοντάς το, ο Τριαμόνδος, αν και πληγωμένος, φορά την πανοπλία του Κάμπελ και επιτίθεται στους ιππότες και τους κατατροπώνει, ελευθερώνοντας τον φίλο του. Νικητές της δεύτερης ημέρας ανακηρύσσονται ο Τριαμόνδος και ο Κάμπελ. Την τρίτη ημέρα, ενώ αρχικά επικρατούσε ο Σατυράνης, εμφανίστηκε ένας άγνωστος ιππότης (που στην πραγματικότητα ήταν ο Άρτεγκαλ, ο αγαπημένος της Βριτόμαρτης) που νίκησε επτά πρωταθλητές, μέχρις ότου ένας άλλος άγνωστος ιππότης (ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα η Βριτόμαρτη) κατανίκησε και αυτόν και όλους τους άλλους πρωταθλητές. Εν συνεχεία, στο διαγωνισμό ομορφιάς νικήτρια αναδεικνύεται η ψεύτικη Φλόριμελ. Αυτή όμως δεν μπορεί να φορέσει τη ζώνη που ήταν το έπαθλο, καθότι η ζώνη, που ήταν μαγεμένη, δεν μπορούσε να φορεθεί παρά μόνο από μία αγνή και πιστή δεσποσύνη. Έτσι, η ζώνη τής έπεφτε και δεν μπορούσε να τη φορέσει. Οι υπόλοιπες δεσποσύνες που προσπάθησαν να την φορέσουν δεν τα κατάφεραν καλύτερα. Η μόνη που κατέφερε να την φορέσει ήταν η Αμορέτα. Παρά ταύτα, νικήτρια ανακηρύχθηκε η ψεύτικη Φλόριμελ, η οποία και δόθηκε στον νικητή (την Βριτομάρτη, που την νόμιζαν για άντρα), που αρνήθηκε όμως το τρόπαιο. Ξέσπασε τότε μεγάλη φιλονικία μεταξύ των υπολοίπων ιπποτών για την ψεύτικη Φλόριμελ, η οποία διαλέγει τελικά τον Μπραγκαντόκιο και φεύγει κρυφά μαζί του, ακολουθούμενη από ένα πλήθος αντιζήλων ιπποτών που την ποθούσαν.
Στο μεταξύ ο Σκούδαμορ ψάχνει για την Αμορέτα δίχως να μπορεί να βρει ησυχία, εξοργισμένος από την προδοσία (όπως πιστεύει) της Βριτόμαρτης. Στην πορεία του συναντά τον Άρτεγκαλ (γνωστό μέχρι εκείνη τη στιγμή ως Άγριο Ιππότη). Προχωρούν μαζί, ώσπου συναντούν τη Βριτόμαρτη. Ο Σκούδαμορ επιτίθεται στη Βριτόμαρτη, αλλά αυτή τον καταβάλλει. Ο Άρτεγκαλ της επιτίθεται επίσης και η Βριτόμαρτη τον ρίχνει από το άλογο, αυτός όμως συνεχίζει πεζός τη μάχη με πείσμα. Μετά από μακρύ αγώνα θραύεται το κράνος της Βριτόμαρτης και αποκαλύπτεται το φύλο της και η ομορφιά της. Ο Άρτεγκαλ πέφτει γονατιστός εμπρός της, ενώ ο Σκούδαμορ χαίρεται συνειδητοποιώντας ότι ο θεωρούμενος ως αντίζηλός του για την καρδιά της Αμορέτας ήταν γυναίκα. Μόλις αποκαλύπτεται και ο Άρτεγκαλ, η Βριτόμαρτη τον αναγνωρίζει ως τον ιππότη που είχε δει στον μαγικό καθρέφτη, αυτόν που αναζητούσε τόσον καιρό. Η Βριτόμαρτη λέει στον Σκούδαμορ ότι είχε χάσει τα ίχνη της Αμορέτας, του υπόσχεται όμως ότι θα τον βοηθήσει να την βρει. Στη συνέχεια, η Βριτόμαρτη δέχεται να γίνει γυναίκα του Άρτεγκαλ. Αυτός όμως πρέπει να φέρει πρώτα εις πέρας την αποστολή που του είχε αναθέσει η Νεραϊδοβασίλισσα. Γι' αυτό αποχωρίζεται προσωρινά την Βριτόμαρτη, η οποία μαζί με τον Σκούδαμορ φεύγουν προς αναζήτηση της Αμορέτας.
Η Αμορέτα είχε απαχθεί από ένα ανθρωπόμορφο τέρας, ονόματι Μαλλιαρός Αγροίκος (Hairy Carl) , που έκλεινε γυναίκες σε μια σπηλιά, τις βίαζε και μετά τις καταβρόχθιζε. Αιχμάλωτη μαζί με την Αμορέτα ήταν η Αιμυλία (Aemylia), μια αρχοντοπούλα που είχε απαχθεί από το τέρας ενώ πήγαινε να συναντήσει τον αγαπημένο της, έναν ακόλοθο κατωτέρας τάξεως. Η Αμορέτα καταφέρνει να δραπετεύσει και το σκάει στο δάσος, αλλά εκεί τη βρίσκει ο επίδοξος βιαστής και την ξαναπιάνει, για καλή της τύχη όμως ακούει τις φωνές της ο Τιμίας, που βρισκόταν εκεί μαζί με την Καλλιφοίβη και τις νύμφες της που είχαν βγει για κυνήγι. Ο Τιμίας κατά λάθος πληγώνει την Αμορέτα που το τέρας την χρησιμοποιούσε ως ασπίδα. Εν τέλει όμως καταφέρνει να πληγώσει τον Μαλλιαρό Αγροίκο, που το μαύρο αίμα του λεκιάζει το φόρεμά της. Στο σημείο αυτό καταφτάνει η Καλλιφοίβη και το τέρας το βάζει στα πόδια, αυτή όμως το θανατώνει ρίχνοντας ένας βέλος που του διατρυπά τον λαιμό. Έπειτα η Καλλιφοίβη πηγαίνει στη σπηλιά του τέρατος και ελευθερώνει την Αιμυλία. Βλέποντας όμως, όταν επιστρέφει, τον Τιμία να φροντίζει τρυφερά την τραυματισμένη και λιποθυμισμένη Αμορέτα, από τη ζήλεια της τον εγκαταλείπει. Μόλις προσπαθεί αυτός να την ακολουθήσει, τον απειλεί με το τόξο της. Ο ερωτευμένος Τιμίας από τη θλίψη του γίνεται πετσί και κόκαλο και τόσο αναμαλλιασμένος, που όταν ο Αρθούρος τον συναντά στην καλύβα όπου είχε καταφύγει μόλις και μετά βίας τον αναγνωρίζει. Καταλαβαίνει τι του συμβαίνει (καθώς ο Τιμίας έχει γράψει παντού μέσα στην καλύβα το όνομα Καλλιφοίβη), πλην όμως δεν μπορεί να τον βοηθήσει και φεύγει άπρακτος. Η Καλλιφοίβη βρίσκει τελικά τον Τιμία με τη βοήθεια ενός έξυπνου περιστεριού. Στην αρχή δεν τον αναγνωρίζει κι αυτή, μόλις όμως γίνεται αυτό, τον λυπάται ξέροντας ότι η ίδια είναι η αιτία της κατάστασής του. Τελικά ο Τιμίας ξανακερδίζει την εύνοιά της και έρχεται στα σύγκαλά του.
Ο Αρθούρος, έχοντας γιατρέψει τις πληγές της Αμορέτας με μια μαγική αλοιφή, παίρνει πάνω στο άλογό του την Αμορέτα και την Αιμιλία. Στο δρόμο ο Αρθούρος σκοτώνει έναν γίγαντα που κυνηγούσε, καβάλα σε μια καμήλα, έναν ακόλουθο, καβάλα στο άλογό του. Ο ακόλουθος, ονόματι Πλακίδας (Placida) του διηγείται την εξής ιστορία: ο φίλος του, Αμύας (Amyas), ακόλουθος κατωτέρας τάξεως, είχε ερωτευτεί μιαν αρχοντοπούλα, ονόματι Αιμυλία, και είχαν κανονίσει να συναντηθούν. Ο γίγαντας όμως αυτός, ονόματι Καρδιάφλογος (Corflambo), απήγαγε τον Αμύα και τον πήγε στο κάστρο του, για να τον κάνει εραστή της (ολίγον ελευθεριάζουσας) κόρης του. Ο Πλακίδας τότε, που έμοιαζε καταπληκτικά με τον Αμύα, βρήκε τρόπο να μπει στο κάστρο και δέχθηκε, χάριν του φίλου του, να πάρει τη θέση του, ως εραστής της κόρης του δράκου. Εν τέλει, δραπέτευσε από το κάστρο μόλις έγινε αντιληπτή η απάτη, ο δε Αρθούρος σκότωσε ευτυχώς τον Καρδιόφλογο που τον κυνηγούσε. Ο Αρθούρος με τον Πλακίδα καταφέρνουν τελικά να μπουν στο κάστρο και να ελευθερώσουν τον Αμύα και άλλους αιχμαλώτους. Η Αιμυλία και ο Αμύας ενώνονται ξανά, ενώ ο Αρθούρος κατάφερε να συνετίσει την άστατη κόρη του γίγαντα, παντρεύοντάς την μάλιστα με τον Πλακίδα. Ο Αρθούρος τώρα συνεχίζει το δρόμο του μαζί με την Αμορέτα, όταν βλέπουν ένα φοβερό τσακωμό μεταξύ τεσσάρων ιπποτών, που τον είχαν προκαλέσει η Άτη και η Ντουέσσα. Οι ιπποτες που μάχονταν ήταν ο Μπλανταμούρ, ο Πάριντελ, ο Δρύων και ο Κλάριμπελ. Όλοι τους έψαχναν την ψεύτικη Φλόριμελ, που το είχε σκάσει με τον Μπραγκαντόκιο. Πάνω στον καβγά τους είχαν φτάσει η Βριτόμαρτη και ο Σκούδαμορ και οι τέσσερεις ιππότες της επιτέθηκαν, ηρέμησαν όμως όταν έμαθαν ότι δεν είχε πάρει την ψεύτικη Φλόριμελ.
Έτσι, η Αμορέτα βρήκε ξανά τον Σκούδαμορ, ο οποίος διηγήθηκε τότε στη συντροφιά πώς είχε κερδίσει εξαρχής την Αμορέτα, νικώντας είκοσι ιππότες έναν-έναν για να αποκτήσει μιαν ασπίδα (την ασπίδα του έρωτα) και να μπει έτσι σε ένα κάστρο, στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν ο κήπος και ο Ναός της Αφροδίτης, αψηφώντας πρώτα στην πύλη του κάστρου την Αμφιβολία και την Καθυστέρηση και νικώντας τον Κίνδυνο. Μπήκε έτσι στον κήπο της τρυφής, όπου υπήρχαν όλα τα αγαθά του κόσμου και όπου έκαναν τον περιπατό τους ζευγάρια εραστών, αλλά και αγνών φίλων, όπως ο Δαβίδ και ο Ιωνάθαν, ο Ορέστης και ο Πυλάδης, ο Δάμων και ο Πυθίας και άλλοι πολλοί. Στη μέση του κήπου ήταν ο Ναός της Αφροδίτης και μπροστά του ήταν καθιστή η Ομόνοια, μητέρα της Ειρήνης και της Φιλίας. Μέσα στο ναό, γεμάτων με αναθήματα, όπου βρίσκονταν εκατό βωμοί αναμμένοι που τους φρόντιζαν όμορφες δεσποσύνες, υπήρχε το άγαλμα της Αφροδίτης, γύρω από το οποίο πετούσαν ερωτιδείς, ενώ στα πόδια του καθόντουσαν παραπονεμένοι ερωτευμένοι και ερωτευμένες, ψάλλοντας ύμνους προς τη θεά Αφροδίτη. Ανάμεσα σε αυτή την ομάδα βρήκε ο Σκούδαμορ την Αμορέτα, μια κόρη σπάνιας ομορφιάς και την πήρε με τη θέλησή της μαζί του. Την ημέρα του γάμου τους όμως την απήγαγε ο μάγος Βουσιράνης.
Αλλά τι είχε απογίνει η αληθινή Φλόριμελ, που (στο τρίτο βιβλίο) την είχε αιχμαλωτίσει ο θεός Πρωτέας σε ένα υποθαλάσσιο σπήλαιο στο παλάτι του; Στον ωκεανό γινόταν ένας μεγάλος εορτασμός. Γιορτάζονταν οι γάμοι του Τάμεση (Thames) και της Μέντγουαίη (Medway) και προσκεκλημένοι ήταν όλοι οι θεοί και οι θεές της θάλασσας και του νερού: ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη, ο Ωκεανός και η Τηθύς και όλοι οι Ποταμοί, ο Τρίτωνας και ο Νηρέας και οι Νηρηίδες, μεταξύ των οποίων ήταν και η Κυμοθόη, που έφερε τον γιο της Μάρινελ μαζί της για να δει τους θεούς. Η γιορτή γινόταν ακριβώς στο παλάτι του Πρωτέα, εκεί όπου κρατούσε αιχμάλωτη την Φλόριμελ. Ο Μάρινελ, που ως θνητός δεν επιτρεπόταν να δοκιμάσει το φαγητό των θεών, περιδιάβαινε τις αίθουσες του παλατιού, ώσπου έφτασε στο σπήλαιο όπου ήταν αιχμάλωτη η Φλόριμελ και άκουσε το παραπονεμένο της τραγούδι, στο οποίο εξέφραζε την αγάπη της για εκείνον. Η συμπόνια και η αγάπη τον κυρίευσαν για τη Φλόριμελ. Γυρνώντας στη μητέρα του δεν της είπε τίποτα, εξαιτίας της προφητείας ότι θα τον πλήγωνε βαριά ή θα τον σκότωνε μια γυναίκα, αλλά ήταν φανερό ότι υπέφερε και έλιωνε από ερωτικό καημό. Η μητέρα του μαθαίνει τελικά τα καθέκαστα και αποφασίζει να απευθυνθεί στον Ποσειδώνα, ο οποίος αποφάσισε ότι ο Πρωτέας, που ήταν και ο αυτουργός της προφητείας, είχε ξεπεράσει τα όρια και τον διέταξε να ελευθερώσει την Φλόριμελ. Έτσι, η Κυμοθόη οδήγησε την Φλόριμελ στον άρρωστο από έρωτα Μάρινελ, προς μεγάλη χαρά και των δύο τους.
Βιβλίο V
ΕπεξεργασίαΒασικός ήρωας του πέμπτου βιβλίου είναι ο Άρτεγκαλ, ως υπερασπιστής της δικαιοσύνης. Η Νεραϊδοβασίλισσα του είχε αναθέσει να αποκαταστήσει την λαίδη Ειρήνη (Eirena, προσωποποίηση του Έιρε ή Έιριν, δηλαδή της Ιρλανδίας, αλλά και της ειρήνης) στο βασίλειό της, από το οποίο την είχε εκδιώξει ο τύραννος Μεγάδικος (Grantorto, μέγας άδικος). Ο Άρτεγκαλ επελέγη γι' αυτή την αποστολή διότι είχε διδαχθεί από μικρός την δικαιοσύνη από την ίδια την Αστραία, όταν αυτή ήταν ακόμα στη γη, προτού ανεβεί στον ουρανό ως αστερισμός της Παρθένου. Αυτή έδωσε στον Άρτεγκαλ για βοηθό του τον Τάλω (Talus), τον σιδερένιο άνθρωπο, o οποίος κρατούσε πάντα έναν σιδερένιο κόπανο για να ξεχωρίζει το ψεύδος από την αλήθεια, όπως την ήρα από το σιτάρι. Καθώς προχωρούσαν για την αποστολή τους είχαν την ευκαιρία να αποδώσουν δικαιοσύνη σε διάφορες περιστάσεις: τιμωρούν έναν ιππότη, τον σερ Σανγκλιέ (Sanglier, Αγριόχοιρος) για τον αποκεφαλισμό της ίδιας της κυράς του (παρόλο που ο ίδιος προσπαθούσε επιμελώς να συγκαλύψει το γεγονός), αναγκάζοντας τον να έχει κρεμασμένο στο λαιμό του το κεφάλι της για ένα χρόνο. Σκοτώνουν έπειτα έναν Σαρακηνό, τον Πολλέντη (Pollente), ο οποίος ζητούσε άδικα διόδια από τους περαστικούς σε μια γέφυρα. Έπειτα κυριεύουν το κάστρο του, όπου είχε συγκεντρώσει τα παράνομα πλούτη του και σκοτώνουν την κόρη του, Μουνέρα (Munera), που είχε κρυφτεί μέσα σε ένα σωρό από νομίσματα. Έπειτα ο Άρτεγκαλ πετά από έναν γκρεμό στη θάλασσα τον Γίγαντα με τη ζυγαριά στο χέρι, ο οποίος ήθελε να εξισώσει πλούσιους και φτωχούς, όπως και τα βουνά με τις κοιλάδες (αυτό το είδος της ισοπεδωτικής δικαιοσύνης δεν άρεσε στον Άρτεγκαλ), ενώ στη συνέχεια ο Τάλως κυνηγά με τον κόπανό του τον μανιασμένο όχλο των οπαδών του γίγαντα. Στη συνέχεια ο Άρτεγκαλ παίρνει μέρος σε ιπποτικούς αγώνες επ' ευκαιρία των γάμων του Μάρινελ και της Φλόριμελ, βγαίνει νικητής και αποκαλύπτει την απάτη της ψεύτικης Φλόριμελ (που είχε έρθει στους αγώνες μαζί με τον Μπραγκαντόκιο), καθώς, όταν την βάζει δίπλα στην αληθινή, η ψεύτικη Φλόριμελ λιώνει σαν το χιόνι. Ο Άρτεγκαλ αποδίδει στον σερ Γκυιόν το άλογο που του είχε ο κλέψει ο Μπραγκαντόκιο (στο δεύτερο βιβλίο), τον οποίον αρπάζει ο Τάλως, του ξυρίζει το γένι και του αφαιρεί την πανοπλία.
'Επειτα ο Άρτεγκαλ, αφού διευθετεί τις κληρονομικές διαφορές δύο αδερφών ιπποτών, του Βρασίδα (Bracidas) και του Αμίδα (Amidas), προχωρά με τον Τάλω και στο δρόμο τους σώζουν έναν ιππότη, τον σερ Τερπίνο (Terpine) που κάποιες Αμαζόνες ήθελαν να τον κρεμάσουν. Ο Άρτεγκαλ μαθαίνει ότι η βασίλισσα των Αμαζόνων Ραδιγούνδη (Radigund) αναγκάζει όσους ιππότες περνούν από εκεί να ντύνονται και να συμπεριφέρονται σαν γυναίκες, αλλιώς διατάζει να τους κρεμάσουν. Αντιμετωπίζει σε μονομαχία τη Ραδιγούνδη και τη νικά, έχει όμως πρόβλημα να την σκοτώσει, διότι είναι γυναίκα (και μάλιστα πανέμορφη) και το αίσθημα δικαιοσύνης τού το απαγορεύει. Η βασίλισσα των Αμαζόνων τότε βρίσκει ευκαιρία και τον εξουδετερώνει. Τελικά, με διαταγή της βασίλισσας, η οποία τον ερωτεύεται, ο Άρτεγκαλ δεν χάνει μεν τη ζωή του, αλλά εξευτελίζεται κι αυτός αναγκασμένος να ντυθεί με γυναικεία ρούχα σαν τους άλλους ιππότες που κρατούσαν οι Αμαζόνες. Ο Τερπίνος δεν γλιτώνει το κρέμασμα, αλλά ο Τάλως καταφέρνει να το σκάσει και να ειδοποποιήσει την Βριτόμαρτη, η οποία περίμενε ανυπόμονη τον γυρισμό του αγαπημένου της. Μαθαίνοντας αυτή τα καθέκαστα, πρώτα σκάει από τη ζήλεια της, αλλά μετά αποφασίζει να βοηθήσει τον καλό της. Στο δρόμο της καταφέρνει να γλιτώσει από τις δολοπλοκίες του Δόλωνα (Dolon), που ήθελε να την εξοντώσει νομίζοντας ότι ήταν ο Άρτεγκαλ (είχε μπερδευτεί βλέποντας την συντροφιά με τον Τάλω) και στη συνέχεια επισκέπτεται τον Ναό της Ίσιδας, όπου βλέπει ένα εντυπωσιακό προφητικό όνειρο για το μέλλον της με τον Άρτεγκαλ. Έπειτα αντιμετωπίζει τη Ραδιγούνδη και δεν έχει κανένα πρόβλημα να την αποκεφαλίσει, σώζοντας έτσι και τον Άρτεγκαλ και τους ιππότες από το διασυρμό, ενώ ο Τάλως καταδιώκει με τον κόπανο τις υπόλοιπες Αμαζόνες, μέχρις ότου η Βριτόμαρτη του λέει να σταματήσει.
Ο Άρτεγκαλ και ο Τάλως, που συνεχίζουν χωρίς τη Βριτόμαρτη την αποστολή τους, συναντούν στον δρόμο τους τον Αρθούρο και μαζί σώζουν μια δεσποσύνη, απεσταλμένη της βασίλισσας Μερκίλλας (Mercilla, Ευσπλαχνική), από δύο ιππότες που την κυνηγούσαν, σκοτώνοντάς τους. Αυτή τους εξηγεί ότι το βασίλειο της καλής Μερκίλλας (που αντιπροσωπεύει εδώ την βασίλισσα Ελισάβετ) απειλούνταν από έναν κακό Σουλτάνο (Soldan, που αντιπροσωπεύει τον Φίλιππο Β' της Ισπανίας) και την γυναίκα του, την Αδικία (Adicia). Η Μερκίλλα την είχε στείλει απεσταλμένη για να λυθούν οι διαφορές μεταξύ των βασιλείων ειρηνικά, αλλά η Αδικία την είχε αποπέμψει σκαιά, στέλνοντας και τους ιππότες ξοπίσω της (η απεσταλμένη της βασίλισσας αντιπροσωπεύει τους Άγγλους πρεσβευτές). Ο Αρθούρος με τον Άρτεγκαλ αντιμετωπίζουν τον Σουλτάνο, ο οποίος είχε βγει στο πεδίο της μάχης πάνω σε ένα επιβλητικό και πλήρως εξοπλισμένο άρμα από το οποίο εκτοξεύονταν συνεχώς βέλη (το άρμα αντιπροσωπεύει την Ισπανική Αρμάδα). Ο Αρθούρος, με τη βοήθεια της μαγικής αστραφτερής του ασπίδας (αντιπροσωπεύει την τρικυμία στο στενό της Μάγχης) κάνει τα άλογα του άρματος να αφηνιάσουν, παρασέρνοντας τον κακό Σουλτάνο στο θάνατο. Η Αδικία μανιασμένη επιτίθεται στην απεσταλμένη της Μερκίλλας, αλλά ο Αρθούρος την εκδιώκει στο δάσος, όπου αυτή μεταμορφώνεται σε τίγρη. Η απεσταλμένη της Μερκίλλας προσκαλεί τότε τον Αρθούρο στο βασίλειο της κυράς της. Στο δρόμο αντιμετωπίζουν κάποιους αγρίους με αρχηγό έναν κακάσχημο κακοποιό, τον Μαλεγγίνο (Malengin), ο οποίος έπιανε με ένα δίχτυ τους περαστικούς, ενώ μπορούσε να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα και τον οποίον εξοντώνουν χρησιμοποιώντας ως δόλωμα την απεσταλμένη τής Μερκίλλας (οι άγριοι αντπροσωπεύουν τους Ιρλανδούς επαναστάτες). Φτάνοντας στο ειρηνικό βασίλειο της Μερκίλλας, παρακολουθούν τη δίκη της Ντουέσσας (εδώ η Ντουέσσα αντιπροσωπεύει την Μαρία Στιούαρτ), που αν και αποδεικνύεται ένοχη για συνωμοσία κατά της βασίλισσας, αυτή από την πολλή ευσπλαχνία της καθυστερεί στην αρχή να διατάξει την εκτέλεσή της. Τελικά όμως η ραδιουργός Ντουέσσα εκτελείται.
Όσο βρισκόντουσαν στην Αυλή της βασίλισσας Μερκίλλας, ο Αρθούρος και ο Άρτεγκαλ είχαν συνατήσει δύο ξένους νεαρούς ευγενείς, γιους της βασίλισσας Βέλγης (Belge), που είχαν έρθει να ζητήσουν βοήθεια, γιατί το βασίλειό τους κινδύνευε από έναν τυραννικό γίγαντα, τον Γηρυόνειο (Geryoneo), που είχε στήσει ένα είδωλο του ψεύτικου θεού του και με τη βοήθεια του υπαρχηγού του ανάγκαζε τους ανθρώπους να το λατρεύουν (η Βέλγη αντιπροσωπεύει τις προτεσταντικές Κάτω Χώρες, ήτοι την Ολλανδία και το Βέλγιο, ο γίγαντας τον Ρωμαιοκαθολικισμό ή τον Ισπανό βασιλιά και ο υπαρχηγός του τον Δούκα της Άλμπα). Ο Άρτεγκαλ με τον Τάλω πρέπει να συνεχίσουν την αποστολή τους, όμως ο Αρθούρος προσφέρεται να βοηθήσει τους νεαρούς ευγενείς. Ο Αρθούρος καταφέρνει να εξουδετερώσει τον υπαρχηγό του τυραννικού γίγαντα, με τον ίδιο τον γίγαντα όμως, που είχε τρία σώματα, δυσκολεύεται στην αρχή. Τελικά όμως τον σκοτώνει κι αυτόν, αφού του έχει κόψει με το σπαθί πρώτα τα χέρια του. Έπειτα, μετά από παράκληση της Βέλγης, σκοτώνει και ένα τέρας που φύλαγε το είδωλο και καταβρόχθιζε τα ανθρώπινα θύματα που θυσιάζονταν προς τιμήν της ψεύτικης θεότητας. Ο Αρθούρος, αποκαθιστώντας την τάξη στο βασίλειο της Βέλγης, στρέφεται πάλι προς αναζήτηση της Γκλοριάνας, της Νεραϊδοβασίλισσας, η οποία είχε στείλει τώρα και τον Άρτεγκαλ να βοηθήσει την Ειρήνη ενάντια στον Μεγάδικο. Ο Άρτεγκαλ μαθαίνει στο μεταξύ από έναν ηλικιωμένο ιππότη ότι η Ειρήνη είχε φυλακιστεί από τον Μεγάδικο, ο οποίος είχε ορίσει ότι θα έχανε τη ζωή της, αν δεν παρουσιαζόταν εντός δέκα ημερών να την υπερασπιστεί ένας ιππότης.
Προτού όμως σπεύσουν για τη σωτηρία της Ειρήνης, ο Άρτεγκαλ με τον Τάλω σπεύδουν πρώτα να βοηθήσουν έναν ιππότη δίχως ασπίδα, τον σερ Βουρβόνο (Burbon, αντιπροσωπεύει τον Ερρίκο της Ναβάρρας, ο οποίος κινδύνευε από έναν μανιασμένο όχλο, τους οποίους τελικά καταφέρνει ο Τάλως να διασκορπίσει. Ο Βουρβόνος τους εξηγεί ότι ο Μεγάδικος (που αντιπροσωπεύει τον Φίλιππο της Ισπανίας ή τον Ρωμαιοκαθολικισμό) κατάφερε να παρασύρει με δώρα τη μνηστή του Κρινάνθη (Flourdelis, που αντιπροσωπεύει τη Γαλλία), στέλνοντας τους υπηρέτες του να την πάρουν μακριά του. Στην ερώτηση του Άρτεγκαλ γιατί δεν είχε ασπίδα, ο Βουρβόνος απάντησε ότι ο Ερυθρόσταυρος, ο οποίος τον είχε χρίσει ιππότη, του είχε χαρίσει μια ασπίδα με έναν ματωμένο σταυρό, αλλά την είχε παρατήσει, γιατί είχε συναντήσει πολλή εχθρότητα εξαιτίας της ασπίδας (που εκπροσωπεί την προτεσταντική πίστη). Ο Άρτεγκαλ τον επιτιμά που παράτησε την ασπίδα του και ο Βορβώνος του υπόσχεται ότι θα την πάρει πάλι εν καιρώ. Έπειτα συναντούν την Κρινάνθη, η οποία στην αρχή δεν καταδέχεται τον Βορβόνο απορρίπτοντάς τον, τελικά όμως αλλάζει γνώμη, όταν ο Άρτεγκαλ τη μαλώνει γιατί δεν τήρησε τους όρκους της προς τον μνηστήρα της. Έχοντας διευθετήσει και αυτό το ζήτημα, ο Άρτεγκαλ, ο Τάλως και ο ηλικιωμένος ιππότης σαλπάρουν για το νησιωτικό βασίλειο της Ειρήνης (δηλαδή την Ιρλανδία), όπου ο Άρτεγκαλ αντιμετωπίζει ως υπερασπιστής της Μερκίλλας τον γίγαντα Μεγάδικο και καταφέρνει να τον σκοτώσει αποκεφαλίζοντάς τον. Στη συνέχεια αποκαθιστά τη δικαιοσύνη στο βασίλειο τιμωρώντας με τη βοήθεια του Τάλω τους προδότες και τους επαναστάτες, μετακαλείται όμως πριν συμπληρώσει το έργο του από την Νεραϊδοβασίλισσα. Στο γυρισμό του στη χώρα του έχει να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες δύο κακάσχημων γεροντικών πλασμάτων, του Φθόνου και της Δυσφήμησης, που στρατολογούν εναντίον του και το Θρασύ κτήνος (Blatant beast), δηλαδή τη συκοφαντία.
Βιβλίο VI
ΕπεξεργασίαΟ ήρωας του έκτου βιβλίου είναι ο σερ Καλλίδωρος (Callidore) και η αρετή που εξυμνείται είναι η ευγένεια (Courtesie). Αποστολή του Καλλίδωρου είναι να δαμάσει το Θρασύ κτήνος, το οποίο είχε επιτεθεί και στον Άρτεγκαλ, ο οποίος πληροφορεί τον Καλλίδωρο ότι είχε χίλιες γλώσσες, γάβγιζε και εξέχεε παντού δηλητήριό. Ο Καλλίδωρος βγαίνει μόνος για να βρει το κτήνος, αλλά προηγουμένως αποκεφαλίζει τον Κακοδύνατο (Mallefort), ο οποίος έκοβε σε ένα στενό πέρασμα (εν είδει διοδίων) τις γενιάδες όσων ιπποτών περνούσαν καθώς και τις πλούσιες πλεξούδες όσων κυράδων διάβαιναν. Αυτές τις έδινε μετά στην αφέντρα του, Μπριάνα (Briana), την οποία είχε υποχρεώσει ο εραστής της, σερ Κρούδορ (Crudor) να του φτιάξει έναν μανδύα με κλωστές από αυτά τα υλικά. Έπειτα ο Καλλίδωρος κατανικάει και τον σερ Κρούδορ, ο οποίος τον ικετεύει να του χαρίσει τη ζωή. O Καλλίδωρος του χαρίζει τη ζωή, υπό τον όρο να παντρευτεί την Μπριάνα και να φέρεται με ευγένεια στους ιππότες και να υπερασπίζεται κάθε δεσποσύνη. Συνεχίζοντας ο Καλλίδωρος συναντά έναν νεαρό που σκότωσε έναν ιππότη καβγαδίζοντας μαζί του γιατί κακομεταχειριζόταν μια δεσποσύνη. Ο Καλλίδωρος, μαθαίνοντας από τον νεαρό κυνηγό ότι είναι ο Τριστάνος (Tristam), γιος του βασιλιά της Κορνουάλης, τον ονομάζει ακόλουθο της δεσποσύνης την οποία υπερασπίστηκε με το δικαίωμα να φορά πανοπλία. Ο Καλλίδωρος τώρα συναντά έναν ιππότη με τη δεσποσύνη του, τον σερ Καλεπίνο (Calepine) και τη λαίδη Σερένα (Serena). Η Σερένα πέφτει θύμα του Θρασέος κτήνους, που πετάγεται μέσα από το δάσος, την αρπάζει στα σαγόνια του και τρέχει. Οι δύο ιππότες το κυνηγούν και ο Καλλίδωρος αρπάζεται από το κτήνος και το αναγκάζει να εγκαταλείψει τη Σερένα. Ο Καλλίδωρος τρέχει ξοπίσω από το κτήνος, ενώ ο Καλεπίνος φροντίζει την τραυματισμένη Σερένα, αποζητώντας καταφύγιο. Συναντούν μέσα στο δάσος έναν ιππότη, τον σερ Τουρπίνο (Turpine) που αντί να τους βοηθήσει, τους χλευάζει. Έξαλλος, ο Καλεπίνος προκαλεί σε μάχη τον Τουρπίνο, ο οποίος φεύγει για το κάστρο του και επιτίθεται την άλλη μέρα απροειδοποίητα στον Καλεπίνο, τον οποίον διασώζει τελευταία στιγμή ένας Aγριάνθρωπος (Salvage Man), που, αν και γυμνός και άοπλος, φαίνεται να είναι άτρωτος, σαν από κάποια μαγεία. Αν και δεν ξέρει καν να μιλάει, ο Αγριάνθρωπος παίρνει υπό την προστασία του τον Καλεπίνο και τη Σερένα και φροντίζει με βότανα τα τραύματά τους.
Ο Καλεπίνος μόλις αναρρώνει από τα τραύματά του χάνει το δρόμο του στο δάσος για να σώσει από τα δόντια μιας αρκούδας ένα μωρό, το οποίο τελικά υιοθετεί η άτεκνη λαίδη Ματίλδη (Matilde). Στο μεταξύ η Σερένα και ο Αγριάνθρωπος ψάχνοντας για τον Καλεπίνο συναντούν τον Αρθούρο και τον Τιμία, ο οποίος είχε είχε μόλις και μετά βίας γλιτώσει από το Θρασύ κτήνος με την βοήθεια του Αρθούρου. Η Σερένα τους καθησύχασε για τον Αγριάνθρωπο και τους διήγηθηκε τα συμβάντα. Ο Αρθούρος, για να τιμωρήσει τον αγενή Τουρπίνο, άφησε τον Τιμία και τη Σερένα στα χέρια ενός καλού ερημίτη και μαζί με τον Αγριάνθρωπο φτάνουν στο κάστρο του Τουρπίνου. Ο Αρθούρος νικά τον Τουρπίνο, χαρίζοντάς του την ζωή όταν τον παρακαλεί η Μπλαντίνα, του αφαιρεί ωστόσο τον τίτλο του ιππότη. Ο Τουρπίνος στέλνει τότε εναντίον του δύο ιππότες, στους οποίες κατηγόρησε τον Αρθούρο ως κακοποιό. ο Αρθούρος σκοτώνει τον έναν ιππότη και ρίχνει χάμω τον άλλον, που ομολόγησε ότι τους έστειλε ο Τουρπίνος. Τότε ο Αρθούρος επιστρέφει και κρεμά τον Τουρπίνο ανάποδα από ένα δέντρο. Στο μεταξύ, ο Τιμίας και η Σερένα, γιατρεμένοι μετά τις φροντίδες του ερημίτη, συνάντησαν στο δρόμο τους μια δεσποσύνη, τη Μιραμπέλλα (Mirabella) καβάλα σε ένα γάϊδαρο και σε αθλία κατάσταση. Δίπλα της ήταν ένας γίγαντας, ο Καταφρονητής (Disdain) και ένας νάνος, ο Καταφρονητής (Scorn) που την τυραννούσαν. Ο Τιμίας εξουδετερώθηκε από ένα χτύπημα του γίγαντα στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί την κοπέλα, η δε Σερένα το έσκασε στο δάσος. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκαν ο Αρθούρος και ο Αγριάνθρωπος, που θα είχαν εξοντώσει τον γίγαντα και τον νάνο, αν η Μιραμπέλλα δεν τους ικέτευε να μην το κάνουν. Αποκαλύπτεται τώρα ότι η Μιραμπέλλα ήταν μια ακατάδεκτη αρχοντοπούλα, η οποία περιφρονούσε όλους τους επίδοξους μνηστήρες της, κάνοντάς τους να λιώνουν και μερικούς να πεθάνουν από τον καημό τους. Γι' αυτό ο ίδιος ο Έρωτας την είχε καταδικάσει να περιπλανιέται τυραννισμένη έτσι μέχρις ότου να σώσει τόσους ιππότες, όσους κατέστρεψε με τη συμπεριφορά της. Είχε δεχθεί την τιμωρία της αγόγγυστα και αναχώρησε με τους βασανιστές της. Εν τω μεταξύ, η Σερένα είχε αιφνιδιαστεί ενώ κοιμόταν στο δάσος και απαχθεί από κάποιους κανίβαλους που την είχαν ξεγυμνώσει και ετοιμάζονταν να την θυσιάσουν τελετουργικά και να την φάνε, όταν ξάφνου εμφανίστηκε ο Καλεπίνος, σκοτώνοντας πολλούς και τρέποντας σε φυγή τους υπόλοιπους αγρίους. Έτσι ο Καλεπίνος και η Σερένα ενώθηκαν ξανά επιτέλους.
Ο Καλλίδωρος, εν τω μεταξύ, ακολουθούσε από κοντά το Θρασύ κτήνος, όταν συναντήσε μια ομάδα αγαθών βοσκών. Μένοντας στα καλύβια τους μαγεύεται από την Παστορέλλα (Pastorella), μια πανέμορφη βοσκοπούλα, η οποία είχε περάσει κάποια χρόνια της στην αυλή του παλατιού, τώρα όμως εκθείαζε την απλότητα της ποιμενικής ζωής. Ο Καλλίδωρος συμφωνεί μαζί της και περνά λίγο καιρό στους βοσκούς, ζώντας και δουλεύοντας μαζί τους. Περιπλανώμενος μια μέρα μόνος στο δάσος συναντά σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία εκατό γυμνές χορεύτριες που ήταν η συνοδεία της θεάς Αφροδίτης και των τριών Χαρίτων, όπως του εξήγησε ο Κόλιν Κλάουτ (Colin Clout), που έπαιζε τον αυλό για να χορεύουν. Στο επίκεντρο του χορού ήταν η ίδια η αγαπημένη του Κόλιν Κλάουτ. Χάθηκαν όμως όλες τους μόλις τον είδαν. Επιστρέφοντας στους βοσκούς ο Καλλίδωρος είχε να αντιμετωπίσει, πάντοτε με ευγένεια, τον αντίζηλό του για την καρδιά της βοσκοπούλας, έναν βοσκό που λεγόταν Κορύδων (Coridon), ο οποίος μόλις ένας τίγρης επιτέθηκε στην Παστορέλλα προτίμησε να το σκάσει. Ο Καλλίδωρος όμως κατάφερε και σκότωσε την τίγρη. 'Ετσι κέρδισε την αγάπη της Παστορέλλας. Η ευτυχία του Καλλίδωρου δεν διάρκεσε πολύ, γιατί κάποια φορά που έλειπε σε κυνήγι μια συμμορία ληστών επιτέθηκε στους βοσκούς πιάνοντάς τους αιχμάλωτους μαζί με την Παστορέλλα. Ο Καλλίδωρος καταφέρνει να τη σώσει (όχι όμως τους βοσκούς) και παίρνει και τον θησαυρό των ληστών δίνοντάς τον στην Παστορέλλα (στον Κορύδωνα δίνει τα κοπάδια). Στη συνέχεια, όταν η Παστορέλλα και ο Καλλίδωρος φιλοξενήθηκαν στο κάστρο του Μπελλαμούρ (Bellamour) και της Κλάριμπελ (Claribell), αυτοί αναγνωρίζουν (από ένα εκ γενετής σημάδι της) ότι η Παστορέλλα ήταν το χαμένο εξώγαμο παιδί τους. Ο Καλλίδωρος συνεχίζει τώρα την αναζήτησή του, αφήνοντας την Παστορέλλα στους γονείς της. Βρίσκει το Θρασύ κτήνος και μετά από τρομερή μάχη καταφέρνει να το δαμάσει φορώντας του στα σαγόνια ένα σιδηρούν φίμωτρο και περιφέροντάς το θριαμβευτικά στη χώρα. Έτσι εξετέλεσε την αποστολή που του ανέθεσε η Νεραϊδοβασίλισσα. Δυστυχώς όμως το Θρασύ κτήνος δραπέτευσε ξανά, για να ξερνά παντού εκ νέου το δηλητήριο της συκοφαντίας.
Βιβλίο VII
ΕπεξεργασίαΤα υπόλοιπα έξι βιβλία της Νεραϊδοβασίλισσας, τα οποία σχεδίαζε να γράψει ο ποιητής, δεν γράφτηκαν ποτέ. Υπάρχει ωστόσο ένα απόσπασμα με δύο άσματα που θεωρείται ότι αποτελούσαν τμήματα από το έβδομο βιβλίο, το οποίο εικάζεται ότι θα εξυμνούσε την αρετή της ευστάθειας, της σταθερότητας του χαρακτήρα. Είναι τα λεγόμενα Άσματα της Μεταβλητότητας (Mutability Cantos). Θέμα τους είναι η προσπάθεια που κάνει η Μεταβλητότητα (Mutabilitie), η θεά της μεταβολής, της αιώνιας αλλαγής (βλ. το ηρακλείτειο τά πάντα ρεῖ), να αναγνωριστεί ως η ανώτερη θεότητα από όλους τους άλλους θεούς, ακόμα και από τον ίδιο τον Δία. Η Μεταβλητότητα, έχοντας επικρατήσει παντού στη γη, έχοντας ανατρέψει τον Χρυσό Αιώνα του Κρόνου και έχοντας φέρει παντού τον θάνατο και την καταστροφή στον υποσελήνιο γήινο κόσμο, επιτίθεται πρώτα στη σελήνη, για να ανατρέψει τη θεά του φεγγαριού, την Κύνθια (Άρτεμη). Καταφέρνει έτσι να προκαλέσει τις διάφορες φάσεις της σελήνης και το περιοδικό σκοτείνιασμα του φεγγαριού. Ο Ερμής στέλνεται για την συνετίσει, αλλά αυτή τον αποπέμπει, ακόμα κι όταν της επισείει την απειλεί της τιμωρίας της από τον Δία. Τελικά η Μεταβλητότητα εμφανίζεται στη συνέλευση των θεών στον Όλυμπο και τους λέει ότι η ίδια, ως απόγονος των Τιτάνων, έχει δικαιώματα στον θρόνο, διότι ο Δίας δεν ήταν παρά ένας άρπαγας που είχε κλέψει την εξουσία από τους Τιτάνες. Ο Δίας τότε θα την κεραυνοβολούσε, αλλά δεν το έκανε εξαιτίας της ομορφιάς της θεάς, η οποία ωστόσο επέμενε ότι είχε κληρονομικά δικαιώματα στο θρόνο και απευθύνθηκε στη Μητέρα Φύση, για να εξετάσει την υπόθεσή της.
Όλοι οι θεοί και όλα τα υπόλοιπα πλάσματα μαζεύτηκαν στο Λόφο του Άρλο (Arlo Hill) της Ιρλανδίας (αγαπημένο τόπο των θεών και ιδίως της θεάς Άρτεμης, κατά τον ποιητή) για να παρακολουθήσουν την απολογία της Μεταβλητότητας και την κρίση της Μητέρας Φύσης. Η Φύση εμφανίζεται πανύψηλη, με υπέροχο ένδυμα, αλλά καλυμμένη, ώστε κανείς να μην μπορεί να δει το πρόσωπό της (βλ. το ηρακλείτειο ‛Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ). Η Μεταβλητότητα στην απολογία της λέει ότι, ναι μεν με την αιώνια μεταβολή τα πάντα πεθαίνουν και καταστρέφονται σε γη, νερό, φωτιά και ουρανό, αλλά και νέα ζωή προβάλλει συνεχώς και αναπτύσσεται σε διάφορες μορφές στη γη. Η μεταβολή επικρατεί στις εναλλαγές των εποχών και των μηνών, στην εναλλαγή ημέρας και νύχτας, στη ζωή και στο θάνατο. Η μεταβολή είναι η ουσία του ίδιου του χρόνου. Ο Δίας αντιπαραθέτει ότι τον χρόνο τον ελέγχουν οι θεοί. Η Μεταβλητότητα αντιπαραθέτει στο Δία ότι ακόμα και οι θεοί υπόκεινται στη μεταβολή και ζητά από τη Φύση να επιβεβαιώσει ότι τα πάντα ανήκουν σε αυτήν, στη Μεταβλητότητα. Η Φύση ωστόσο αποφαίνεται ότι, ακόμη και αν όλα τα πράγματα αλλάζουν και μεταβάλλονται, αυτό δεν γίνεται λόγω της φύσης τους, καθώς η μεταβλητότητά τους οφείλεται στο ότι τα πάντα πορεύονται προς την τελειοποίησή τους, σε μια διαδικασία που ελέγχεται από την ίδια τη Φύση. Μόλις η τελειότητα επέλθει, η μεταβολή θα σταματήσει και θα έρθει καιρός που δεν θα υφίσταται πλέον, επομένως δεν είναι αιώνια. Το συμπέρασμα είναι ότι η Μεταβλητότητα δεν έχει εξουσία να κυβερνήσει τον ουρανό και τους θεούς. Έτσι, επιστρέφει στο βασίλειο που έχει στη γη, οι δε θεοί κρατούν υπό την εξουσία τους τον ουρανό.
Βιβλιογραφία
ΕπεξεργασίαEdmund Spenser, The Fairie Queene, ed. by Thomas P. Roche, Jr (with the assistance of C. Patrick O'Donnell Jr), Penguin Classics , 1987 ISBN 0-14-042207-2.
Cliffs Notes on Spenser's The Fairie Queene ISBN 0-8220-0452-6
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ : Cliffs Notes on Spenser's The Fairie Queene, σελ. 9-14