Κόκκινη τρομοκρατία (Ελλάδα)
Ως κόκκινη τρομοκρατία ή, παλαιότερα, ερυθρά τρομοκρατία έχουν χαρακτηριστεί τόσο από τους τότε αντιπάλους του όσο και από μικρή μερίδα της κατοπινής ιστοριογραφίας ένοπλες ενέργειες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εναντίον Ελλήνων. Ο όρος αναφέρεται στην οργανωμένη άσκηση βίας από το ΕΑΜ (που κατευθυνόταν κυρίως από το ΚΚΕ) και από τις ένοπλες οργανώσεις του, τον ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο και την ΟΠΛΑ στα αστικά κέντρα, την περίοδο της Κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης και των Δεκεμβριανών και μέχρι την επικράτηση των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων, ιδιαίτερα από τα μέσα του 1943 έως τις αρχές του 1945.
Ο λόγος περί τρομοκρατίας της υπαίθρου από το ΕΑΜ προβλήθηκε αρχικά επί Κατοχής ως μέρος της προπαγάνδας της ελληνικής δωσιλογικής κυβέρνησης, για να δικαιολογηθεί η έναρξη αντιανταρτικών επιχειρήσεων το 1943, και από αντιεαμικές οργανώσεις για να εξηγήσουν τη συνεργασία τους με τις γερμανικές αρχές, για τις οποίες η τρομοκρατία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ νομιμοποιούσε τη δράση εναντίον αμάχων για την τρομοκράτηση της εαμικής βάσης. Η κατηγορία περί τρομοκρατίας του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο διατυπώθηκε αργότερα από Έλληνες πολιτικούς εξορίστους, πρώτη φορά στο συνέδριο του Λιβάνου και αφορούσε περισσότερο τις συγκρούσεις του με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και ιδιαίτερα την διάλυση του Συντάγματος 5/42 της ΕΚΚΑ. Το ότι η απήχηση του ΕΑΜ στηριζόταν στην τρομοκρατία αποτέλεσε συνήθη θέση αξιωματικών της SOE. Την επαύριο των Δεκεμβριανών, το 1945, ο λόγος των νικητών περί εαμικής τρομοκρατίας υιοθετήθηκε από τη βρετανική επιτροπή Σίτριν, νομιμοποιώντας την επικράτηση της αντικομμουνιστικής ρητορικής και δράσης, και εμπεδώθηκε ως βασικό συστατικό της εθνικοφροσύνης.
Μετεμφυλιακά αποτέλεσε βασικό ερμηνευτικό σχήμα της εθνικόφρονος ιστοριογραφίας, που δικαίωνε την ένταξη εθνικοφρόνων στα Τάγματα Ασφαλείας. Επανεμφανίστηκε ως ιστοριογραφική θέση εκπροσώπων του «νέου κύματος», κυρίως από τον πολιτικό επιστήμονα Στάθη Καλύβα, που αναφέρονται στην κόκκινη τρομοκρατία ως βασική εξήγηση των γεγονότων της περιόδου 1945-1949, και έχει δεχτεί κριτική ως γενικευτική απλούστευση του ιστορικού παρελθόντος.
Αντιεαμική ρητορική
ΕπεξεργασίαΔυνάμεις κατοχής και δωσίλογοι
ΕπεξεργασίαΗ μάχη του Φαρδύκαμπου το Φεβρουάριο του 1943 σηματοδότησε την ενίσχυση του ΕΑΜ σε όλη την επικράτεια και για τους κατακτητές επιβεβαίωσε την επιρροή του στο πληθυσμό της υπαίθρου.[1] Με την αντικατάσταση της δωσιλογικής κυβέρνησης Λογοθετόπουλου από την κυβέρνηση Ράλλη δύο μήνες αργότερα η αντιμετώπιση του αριστερού αντάρτικου αποτέλεσε κεντρικό στόχο των κατακτητών και σημαντικού τμήματος των παλαιών πολιτικών και του αστικού κόσμου.[2] Στο δεύτερο διάγγελμα του, το Μάιο, ο νέος κατοχικός πρωθυπουργός, Ιωάννης Ράλλης, κατήγγειλε τρομοκρατία του ΕΑΜ στην ύπαιθρο και αργότερα υποστήριξε ότι οι επικείμενες αντιανταρτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις δε θα στρέφονταν ενάντια σε φιλήσυχους πολίτες, αλλά σε αιμοσταγείς κομμουνιστές, που δεν είχαν δεχτεί να καταθέσουν τα όπλα και θα οδηγούνταν σε ειδικά στρατοδικεία που συγκροτήθηκαν.[3]
Το Φεβρουάριο του 1943 εμφανίστηκε στα Πιέρια η πρώτη ανταρτοομάδα της οργάνωσης ΥΒΕ/ΠΑΟ, που από την ίδρυσή της ήταν εχθρικά διακείμενη προς τους «αναρχικούς» και «διεθνιστές» του ΕΑΜ, λόγω της στήριξης του ΚΚΕ στην αυτονομία της Μακεδονίας το 1924.[4] Εξαιτίας των επαφών και σχέσεων αξιωματικών της ΥΒΕ/ΠΑΟ με τη δωσιλογική διοίκηση, ιδίως τον Αθανάσιο Χρυσοχόου, το ΕΑΜ αντιμετώπισε με εχθρότητα την ομάδα αυτή, ο ΕΛΑΣ τη διέλυσε ως αντιεαμική «φασιστική προδοτική» και ορισμένα μέλη της ξεκίνησαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς.[5] Στην περιοχή της Κοζάνης, όπου στις αρχές του 1943 επικρατούσε το ΕΑΜ, ξέσπασαν συγκρούσεις και μετά από μία μάχη στον Αυγερινό τον Απρίλιο ο ΕΛΑΣ εκτέλεσε τέσσερεις αξιωματικούς της ΠΑΟ στη Βουχωρίνα,[6] όχι ως συνεργάτες των κατακτητών, αλλά ως «αντεπαναστάτες» και επειδή «δεν αντιστάθηκαν στους Ιταλούς»[7] και με την ορθή κατηγορία ότι επιδίωκαν να επιβληθούν στον ΕΛΑΣ με τα όπλα.[8] Ανάλογες εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν και στην περιοχή της Καστοριάς την ίδια εποχή,[7] προξενώντας λίγες μέρες αργότερα εκτελέσεις εαμικών στελεχών, συμπεριλαμβανομένου του Λάζου Τερπόφσκι ή Ζησιάδη.[9] Προς τα τέλη του 1943, ελλείψει πολεμοφοδίων για την επικράτηση εναντίον του ΕΛΑΣ ανώτεροι αξιωματικοί της ΠΑΟ ζήτησαν βοήθεια από το δωσιλογικό καθεστώς.[10] Μετά από επαφές του στη Θεσσαλονίκη με ανώτερους αξιωματικούς της ΠΑΟ ο υπουργός της δωσιλογικής κυβέρνησης Νικόλαος Λούβαρις σε επιστολή του προς το Ράλλη τον Ιανουάριο του 1944, με την οποία ζητούσε να υποστηριχτούν υλικά και να εξοπλιστούν τα "Εθνικά Τμήματα" της ΠΑΟ, έγραφε ότι τα στρατιωτικά σώματα της ΠΑΟ είχαν σχηματιστεί για να εναντιωθούν στους αντάρτες του ΕΛΑΣ που τρομοκρατούν τους κατοίκους της υπαίθρου.[11] Σε επιστολή της ΠΑΟ προς τον πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης, επίσης τον Ιανουάριο του 1944, γινόταν λόγος για απηνή δίωξη όλων των εθνικιστών από το ΕΑΜ, ως αποτέλεσμα της οποίας παρουσιαζόταν η μετακίνηση στη Θεσσαλονίκη από περιοχές υπό την κυριαρχία του ΕΛΑΣ «50.000 προσφύγων» και η ένοπλη συνεργασία με τους κατακτητές ως «αυτοάμυνα εναντίον των κομμουνιστών», ενώ γραφόταν ότι δεν υπήρχε πλέον αντικατοχικός αγώνας, αλλά μόνο χωρισμός των Ελλήνων σε κομμουνιστές του ΕΑΜ και εθνικιστές.[12]
Η θέση περί τρομοκρατίας των «μπολσεβίκων» του ΕΑΜ συναντιόταν σταθερά και σε δημόσιες ανακοινώσεις αξιωματικών των Ταγμάτων Ασφαλείας.[13] Παρόμοια ήταν η αντιτρομοκρατική ρητορική των κατοχικών δυνάμεων.[14] Η αρχή της γερμανικής κατοχικής πολιτικής ότι πρέπει να απαντιέται «ο τρόμος με τρόμο» για να εξαλειφθεί η λαϊκή υποστήριξη της αντίστασης οδήγησε σε μία θετική προδιάθεση για τη χρήση αντιποίνων.[15] Προς το τέλος της κατοχής η Βέρμαχτ και τα Ες-Ες εξέτασαν από κοινού την ιδέα να συγκροτήσουν «αντιτρομοκρατικά» αποσπάσματα, που θα εξόντωναν σωρηδόν αμάχους για να κάμψουν την αντίσταση.[16] Έτσι, την άνοιξη του 1944 ξεκίνησαν να δρουν υπό γερμανική στρατιωτική διοίκηση στη Θεσσαλία, προπύργιο της ΕΑΜικής δράσης, ένοπλες ομάδες του ΕΑΣΑΔ, που για να επικρατήσουν των «τρομοκρατών» επέβαλαν μέχρι τη γερμανική αποχώρηση ένα καθεστώς τρόμου, κυρίως στο Βόλο, στο οποίο αντέδρασε το ΕΑΜ αναλαμβάνοντας εκστρατεία τρομοκράτησης των «αντιδραστικών» με την ΟΠΛΑ.[17]
Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή
ΕπεξεργασίαΗ συνήθης άποψη των Βρετανών αξιωματικών της SOE ήταν πως, παρόλη την ισχύ του, το ΕΑΜ δεν απολάμβανε καθολικής υποστήριξης από τους Έλληνες αλλά αυτή οφειλόταν, σε κάποιο βαθμό, στην άσκηση πίεσης.[18] Έτσι, σε έκθεσή του μετά από επιτόπια περιοδεία το καλοκαίρι του 1943 ο αντισυνταγματάρχης Στήβενς έγραψε ότι πάνω από τα μισά μέλη του ΕΑΜ παρέμεναν στην οργάνωση λόγω τρομοκρατίας ή ελλείψει εναλλακτικής αντιστασιακής διεξόδου.[19] Ο Νίκολας Χάμοντ, σύνδεσμος του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής στην κατεχόμενη από τον Άξονα Ελλάδα, έγραψε ότι ο ο ΕΛΑΣ εγκατέστησε στην Ελεύθερη Ελλάδα καθεστώς τρομοκρατίας, επισημαίνοντας την ελληνική προέλευση της λέξης και υποδεικνύοντας κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα ως σχετική με το φαινόμενο.[ασαφές][20]
Εξόριστη κυβέρνηση
ΕπεξεργασίαΤο μοτίβο της ερυθράς τρομοκρατίας υπήρχε ήδη από το 1944 στο λόγο των Ελλήνων αντικομμουνιστών, από τους οποίους προβλήθηκε ως μέρος της προπαγάνδας εναντίον των αντιπάλων τους.[14] Το 1944 βασιλόφρονες αξιωματικοί προσχώρησαν μαζικά στο 5/42 Σύνταγμα της ΕΚΚΑ, το οποίο δρούσε στην περιοχή της Φωκίδας, δεν υπάκουαν στον επικεφαλής τους, Δημήτριο Ψαρρό, αποκήρυσσαν την ΕΚΚΑ και στρέφονταν εναντίον του ΕΑΜ, εντείνοντας τις σχέσεις του 5/42 με τον ΕΛΑΣ και παρέχοντας αφορμές σε αδιάλλακτους του ΕΛΑΣ να δράσουν εναντίον του. Τον Απρίλιο του 1944 με προσωπική πρωτοβουλία του Βελουχιώτη ο ΕΛΑΣ διέλυσε το 5/42 και μετά τη διάλυσή του δολοφονήθηκαν δεκάδες άνδρες του και ο Ψαρρρός, δίχως να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, παρά τις οδηγίες της ΠΕΕΑ.[21] Αυτό χρησιμοποιήθηκε στο συνέδριο του Λιβάνου το Μάιο του 1944 ο πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης Γεώργιος Παπανδρέου κατηγόρησε το ΕΑΜ ότι σκόπευε να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία και έκανε λόγο για τρομοκράτηση των χωρικών της υπαίθρου από τον ΕΛΑΣ.[22] Έχοντας αναλάβει προ ολίγου την πρωθυπουργία επιδιώκοντας τη σύγκρουση με το ΕΑΜ, ο Παπανδρέου εκφώνησε μια εισαγωγική ομιλία στην οποία παρουσίαζε την Αντίσταση όχι ως τμήμα της προσπάθειας των Συμμάχων, αλλά ως μια μορφή τρομοκρατίας, αναφερόμενος στη δολοφονία του Ψαρρού και το κίνημα της Μέσης Ανατολής.[23] Έχοντας πρόσφατα πληροφορηθεί τη δολοφονία του Ψαρρού, ανάλογες τοποθετήσεις κατά του ΕΑΜ έκαναν και άλλοι πολιτικοί αστικών κομμάτων, όπως ο Γεώργιος Καρτάλης, εκπρόσωπος της ΕΚΚΑ.[22] και το θέμα κυριάρχησε στις συνομιλίες.[24]
Το «Εθνικόν Συμβόλαιον», η συμφωνία που προέκυψε το Μάιο, έθετε ως στόχο, μεταξύ άλλων, την παύση της τρομοκρατίας στην ύπαιθρο,[25] αναφορά που αποσκοπούσε στον περιορισμό της δράσης του ΕΛΑΣ από πολιτικούς των αστικών σχηματισμών. Η καταγγελία του ανακοινωθέντος από την ΠΕΕΑ παρακρατήθηκε από Βρετανούς με αποτέλεσμα οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ να υπογράψουν τη συμφωνία, δεχόμενοι στη συνέχεια τις επικρίσεις EAMικών στελεχών στην Ελλάδα.[26] Τον Ιούλιο το ΕΑΜ, η ΠΕΕΑ και το ΚΚΕ έθεσαν ως έναν από τους όρους τους για τη συμμετοχή στην κυβέρνηση τη διευκρίνιση ότι με την αναφορά αυτή δεν εννοούνταν η δράση του ΕΛΑΣ, αλλά λόγω των πολιτικών εξελίξεων τον Αύγουστο υπαναχώρησαν και το ΕΑΜ δέχτηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση δίχως να έχει γίνει δεκτός κανένας από τους όρους.[27] Όταν με την απελευθέρωση οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ διεκδίκησαν σημαντικό μερίδιο στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας επικαλούμενοι την υποστήριξή τους από τη λαϊκή πλειοψηφία, οι αντίπαλοί τους υποστήριξαν πως η υποστήριξη αυτή ήταν πλαστή και οφειλόμενη στην προπαγάνδα και την τρομοκρατία.[28]
Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Κλογκ, «αν και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δεν απέφευγε καθόλου την τρομοκρατία, το κίνημά του είχε μια γνήσια μαζική υποστήριξη», βασιζόμενο και στην υποστήριξη πολλών φιλελεύθερων, παρά την κομμουνιστική του κατεύθυνση, καθώς παρείχε απτά παραδείγματα μιας ελκυστικής προοπτικής, εξαιτίας της μέριμνάς του για τις ανάγκες και την ευημερία των αγροτικών πληθυσμών και των γυναικών, σε αντίθεση με την ιδιοτέλεια των παλαιών πολιτικών.[29]
Δεκεμβριανά και η επιτροπή Σίτριν
ΕπεξεργασίαΕκφάνσεις κόκκινης τρομοκρατίας εντάθηκαν στη Μακεδονία αμέσως μετά την Κατοχή.[30] Πολλοί αιχμάλωτοι του ΕΑΜ στην Μακεδονία απελευθερώθηκαν μετά τα Δεκεμβριανά της Αθήνας, όμως δεν αποφεύχθηκαν οι εκτελέσεις αιχμαλώτων, όπως συνέβη στην Αρναία.[31]
Στο μέτωπο της Ηπείρου, μετά την επικράτηση του ΕΛΑΣ επί του ΕΔΕΣ κατά τις δεκεμβριανές συγκρούσεις, πραγματοποιήθηκαν μαζικές εκτελέσεις στην πόλη της Άρτας και στον νομό Ιωαννίνων. Συγκεκριμένα, μετά την κατάληψη της Άρτας από τον ΕΛΑΣ - και παρά τις διαβεβαιώσεις τοπικών εαμικών στελεχών - εκτελέστηκαν είκοσι μέλη του ΕΔΕΣ με την κατηγορία του «δοσιλογισμού».[32] Στα τέλη Ιανουαρίου του 1945, μετά την ανακωχή της 11ης Ιανουαρίου, δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν στη μαζική εκτέλεση περίπου 85 ατόμων, πρώην ανταρτών και στελεχών του ΕΔΕΣ καθώς και συγγενών τους (ανάμεσά τους και γυναικόπαιδα), στη θέση Νταλαμάνι της Λάκκας Σουλίου.[33]
Την επαύριο των Δεκεμβριανών του 1944 ξεκίνησαν να δημοσιεύονται στον αντιεαμικό τύπο βιωματικές καταγραφές Αθηναίων που είχαν βρεθεί στο στόχαστρο των εξεγερμένων.[34] Οι ωμότητες για τις οποίες κατηγορούσαν το ΕΑΜ οι εκπρόσωποι της νικήτριας παράταξης περιλάμβαναν τις μαζικές εκτελέσεις αμάχων και ένστολων αιχμαλώτων από τον ΕΛΑΣ και την Εθνική Πολιτοφυλακή, τη μετακίνηση εκτός Αθηνών πεζή και σε δυσμενείς συνθήκες χιλιάδων Αθηναίων ομήρων και την εκδικητική καταστροφή κατοικιών εθνικοφρόνων.[35] Με συμμετοχή του κατοχικού συνεργάτη των γερμανικών αρχών ιατροδικαστή Δημήτριου Καψάσκη από τα μέσα Ιανουαρίου του 1945 και για ένα μήνα εκτέθηκαν στο Περιστέρι εκατοντάδες πτώματα, από τα οποία 250 είχαν εκταφεί εκεί και κάποια είχαν μεταφερθεί από άλλες περιοχές. Οι φωτογραφίες των ομαδικών αυτών τάφων αναπαρήχθησαν μαζικά ως τεκμήρια «θηριωδιών» του ΕΑΜ, οδηγώντας στην αποσιώπηση της μοίρας των εκατοντάδων αμάχων που σκοτώθηκαν κατά τα Δεκεμβριανά από βρετανικά πυρά, αμαυρώνοντας το εαμικό κίνημα και οδηγώντας στην έναρξη των διώξεων εαμιτών αντιστασιακών το επόμενο διάστημα.[36]
Με πρωτοβουλία της διορισμένης από την κυβέρνηση Παπανδρέου προσωρινής διοίκησης της ΓΣΕΕ και του Βρετανού πρέσβη στην Αθήνα, Ρέτζιναλντ Λήπερ και μετά από πρόταση του Τσώρτσιλ, στάλθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1945 μία ερευνητική αποστολή Βρετανών συνδικαλιστών με επικεφαλής τον σκοπίμως επιλεχθέντα μετριοπαθή συνδικαλιστή και κριτικό του κομμουνισμού, Γουόλτερ Σίτριν.[37] Η «επιτροπή Σίτριν», όπως έγινε γνωστή, έμεινε στην Αθήνα από τον Ιανουάριο ως το Φεβρουάριο του 1945,[38] απέφυγε να συναντήσει εκπροσώπους του ΕΑΜ,[14] ασχολήθηκε μόνο τυπικά με τις καταγγελίες της Αριστεράς για τρομοκρατία από κυβερνητικές δυνάμεις,[39] ενώ δεχόμενος πληροφόρηση από τη βρετανική πρεσβεία επισκέφθηκε το Περιστέρι[40] και υιοθέτησε την κρίση των δικαστικών αρχών που απέδιδαν το σύνολο των πέντε χιλιάδων νεκρών αμάχων σε «κομμουνιστικές ωμότητες».[41]
Η παρουσίαση ιστοριών ωμοτήτων του ΕΛΑΣ από το Σίτριν σε δημόσιες εμφανίσεις του στη Βρετανία στον τύπο, στο ραδιόφωνο και με την κυκλοφορία μίας έκθεσης με τα προειλημμένα πορίσματα της επιτροπής του προκάλεσε τη μεταστροφή του βρετανικού τύπου όσον αφορά την αγαθή προαίρεση της βρετανικής επέμβασης και την οριστική παύση άσκησης κριτικής στην κυβέρνηση Τσώρτσιλ για τους χειρισμούς της στην Ελλάδα από τους Εργατικούς, οι βουλευτές των οποίων ήταν ήδη απρόθυμοι να επικρίνουν τον απαρτιζόμενο από απλούς στρατιώτες εργατικής προέλευσης Βρετανικό στρατό.[42] Στην Ελλάδα, η έκθεση Σίτριν αναδημοσιεύθηκε από το ειδησεογραφικό δελτίο του στρατηγού Σκόμπι και τον αντιεαμικό τύπο καθώς και τα όργανα των Γερμανών που κατείχαν ακόμη εδάφη της Κρήτης.[43] Η έκθεση Σίτριν υιοθέτησε πλήρως τις απόψεις του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού για την έκταση και τους στόχους της κόκκινης τρομοκρατίας, αναπαρήγαγε φωτογραφικό υλικό από το Περιστέρι που τεκμηρίωνε την «κομμουνιστική θηριωδία»,[44] καταδίκασε τις «τρομοκρατικές» μεθόδους του ΕΛΑΣ, ζητώντας την άμεση απελευθέρωση μερικών χιλιάδων ομήρων που κρατούνταν από τον ΕΛΑΣ, δικαιολογούσε την προφυλάκιση 20.000 εαμιτών και δεν ανέφερε τίποτα για την τύχη των εαμιτών αιχμαλώτων των Βρετανών στην Αίγυπτο.[45][14] Ενστερνιζόμενη το λόγο περί ερυθράς τρομοκρατίας, η επιτροπή δικαίωσε την αντίστοιχη με εκείνη των κατοχικών δυνάμεων επιχειρηματολογία του ελληνικού αντικομμουνισμού, τον οποίο καθιστούσε πλέον αποδεκτό στο αξιακό πλαίσιο του «Συμμαχικού Αγώνα», και έδρασε καθοριστικά για την απαρχή της νομιμοποίησης του νέου μεταπολεμικού καθεστώτος και συνολικά του κρατικού μηχανισμού.[46]
Μεταδεκεμβριανός αντικομμουνισμός
ΕπεξεργασίαΑπό το τέλος των Δεκεμβριανών και εξής ιδρύθηκε μία σειρά συλλόγων εθνικοφρόνων θυμάτων της δράσης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που στόχευαν σε αποζημιώσεις για τη δράση τρομοκρατικών οργανώσεων κατά την Κατοχή και ακολούθως, αλλά με τις δημόσιες παρεμβάσεις τους παγίωσαν την αντικομμουνιστική εκδοχή για την ερυθρά βία.[47] Σημαντικότερος ανάμεσά τους ήταν ο πανελλήνιος σύλλογος «Ο Άβελ», που ιδρύθηκε το 1945, επιζητούσε αποζημιώσεις για τα μέλη του, την εκτέλεση των καταδικών ελασιτών σε θάνατο και, δηλώνοντας ότι εκπροσωπεί χιλιάδες θύματα «της βίας και της τρομοκρατίας», την ακύρωση της αμνήστευσης ελασιτών από την κυβέρνηση Σοφούλη.[48] Το Σεπτέμβριο του 1945 εξέδωσε ένα τρίγλωσσο φυλλάδιο (στα αγγλικά, ελληνικά και γαλλικά),με τίτλο «Αυτό είναι το ΚΚΕ-ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Ελλάδα» στο οποίο διεκτραγωδούνταν τα Δεκεμβριανά και παρουσιαζόταν ο ΕΛΑΣ ως οργάνωση που «χωρίς λόγον και διά της τρομοκρατίας» επεκτάθηκε το 1942-3 σε όλη την Ελλάδα και συνεργάστηκε με Γερμανούς, Βούλγαρους και Ιταλούς για να την «υποτάξει». Το φυλλάδιο αυτό κυκλοφόρησε σε πολλές χιλιάδες αντίτυπα τα επόμενα χρόνια από τον «Άβελ» στο εσωτερικό της χώρας και από το υφυπουργείο τύπου στο εξωτερικό.[49] Επαναλαμβανόμενος σταθερά από το 1943 ως το 1946 ο λόγος περί ερυθράς τρομοκρατίας λειτούργησε ως καταλύτης για τη συγκρότηση τα χρόνια αυτά της παράταξης των εθνικοφρόνων.[50]
Το 1945, ο Γεώργιος Παπανδρέου εξέδωσε το έργο Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος, στο οποίο υποστηρίζει πως την αποκλειστική ευθύνη για τα Δεκεμβριανά φέρουν το ΚΚΕ/ΕΑΜ, τα οποία μέσα από την «τρομοκρατική τους δράση» επιδίωξαν να επιβάλλουν τη δικτατορία του προλεταριάτου.Ταυτόχρονα, αναφέρει πως η σχέση μεταξύ ΕΑΜ και ταγμάτων ασφαλείας ήταν «σχέση αιτίας και αποτελέσματος»[51] ενώ ευθύνη για την προδεκεμβριανή κρίση φέρει μόνο το ΚΚΕ λόγω της εμμονής του να διατηρήσει τον ΕΛΑΣ με στόχο την κατάληψη της εξουσίας.[52]
Ιστοριογραφία και δημόσια ιστορία
ΕπεξεργασίαΜετεμφυλιακή εθνικοφροσύνη
ΕπεξεργασίαΈνας από τους πιο συγκροτημένους εκπροσώπους της πρώιμης μετεμφυλιακής εθνικόφρονος ιστοριογραφίας, το πρώην στέλεχος του ΕΑΜ και του ΔΣΕ, Γιάννης Καραμούζης, εισηγήθηκε στο βιβλίο του Πατριώτες και προδότες στο Μωρηά του 1950 ένα ερμηνευτικό σχήμα, κατά το οποίο από το 1943 το ΕΑΜ ασκούσε τρομοκρατία σε όλη την έκταση της ελληνικής επικράτειας για να επιβάλει τη δικτατορία του ΚΚΕ. Η ένταξη στα Τάγματα Ασφαλείας περιγράφηκε από τον Καραμούζη ως επανάσταση εναντίον της τρομοκρατίας. Η ρητορική περί ερυθράς τρομοκρατίας ήταν ένα από τα επιχειρήματα που διατυπώνονταν από εθνικόφρονες για να υποστηρίξουν τη θέση ότι η Αντίσταση του ΕΑΜ υπήρξε επικινδυνότερη από την Κατοχή και για να παρουσιαστεί η ένταξη στα Τάγματα Ασφαλείας ως μικρότερο κακό από το ΕΑΜ. Η υποστήριξη αυτών των θέσεων γινόταν σταθερά με αναφορά στις ενδοαντιστασιακές συγκρούσεις, που παρουσιάζονταν μονόπλευρα, στους χώρους κράτησης αιχμαλώτων του ΕΑΜ, που περιγράφονταν ως στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως τα ναζιστικά, και στις εκτελέσεις εθνικοφρόνων και δωσιλόγων από την ΟΠΛΑ, με σκοπό την αναδρομική νομιμοποίηση της ένταξής τους στα Τάγματα Ασφαλείας.[53]
Μετά το πραξικόπημα και την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967 σε μνημόσυνα για το μπλόκο της Κοκκινιάς πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι δικαιολογούσαν το μπλόκο αποσιωπώντας τη συμμετοχή ταγματασφαλιτών σε αυτό και περιγράφοντάς το ως γερμανική αντίδραση αφενός οφειλόμενη στην τρομοκρατία του ΚΚΕ κατά εθνικοφρόνων στην πόλη των Αθηνών το καλοκαίρι του 1944 και αφετέρου στρεφόμενη αποκλειστικά ενάντια στους «τρομοκράτας της ΟΠΛΑ», τους οποίους -αντιστρέφοντας την πραγματικότητα- κατήγγελαν ότι επιδίωκαν τα μπλόκα, για να δράσουν ως κουκουλοφόροι καταδίδοντας εθνικιστές στους Γερμανούς ως δήθεν ελασίτες.[54]
Σύγχρονες προσεγγίσεις , «νέο κύμα» και ιστοριογραφικές συγκρούσεις
ΕπεξεργασίαO Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ έχει αναφέρει περιστατικά που υποστηρίζουν την ύπαρξη τρομοκρατίας, όπως στα βουνά της περιοχής των Δελφών, όπου εστίασε τη δράση του ο ΕΛΑΣ λόγω της ισχυρής αντίστασης της περιοχής, αλλά παράλληλα συνελάμβανε και εκτελούσε κόσμο επειδή αυτοί συνεργάζονταν με την βρετανική αποστολή, με τη λογική ότι αυτή η ενέργεια δήλωνε πως ήταν πράκτορες της γκεστάπο.[55] Προσθέτει πως Βρετανός αξιωματικός σημείωνε στις αρχές Σεπτεμβρίου 1944 ότι στην Αττική και τη Βοιωτία επικρατεί τρομοκρατία, ενώ άλλος Βρετανός αξιωματικός κατέγραψε ότι: "πάνω από 500 έχουν εκτελεστεί μέσα σε λίγες εβδομάδες. Λόγω της οσμής των άταφων νεκρών η πρόσβαση είναι σχεδόν αδύνατη. Κείτονται άταφα γυμνά σώματα στο έδαφος με τα κεφάλια τους χτυπημένα.[55] Ο ίδιος ιστορικός καταγράφει κατά τη διάρκεια της Κατοχής διάφορα περιστατικά τρομοκρατίας, καταστολής και δολοφονιών σε περιοχές όπως η Στερεά Ελλάδα (πχ. Βάλτος και Βοιωτία) και η δυτική Θεσσαλία.[56]
Για μία ομάδα μελετητών, γνωστή με την ονομασία «Νέο Κύμα», η κόκκινη τρομοκρατία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ υπήρξε και κατά την περίοδο της κατοχής και αποτελούσε την κύρια αιτία που ερμήνευε την κρίση του 1945-1949.[57][58] Ο Γιώργος Μαυρογορδάτος, αναφέρει πως η «πρωτοφανής ωμότητα και συστηματικότητα» της τρομοκρατίας του ΕΑΜ εξηγούσε την εξάπλωση των Ταγμάτων Ασφαλείας και την αγριότητα της λευκής τρομοκρατίας,[59] ενώ στη μεταπολίτευση (και ειδικά μετά το 1981), επικράτησε μια κατάσταση στην οποία "ξαναγράφτηκε η ιστορία" και αποσιωπήθηκε η εαμική τρομοκρατία κάτι που θεωρεί ότι οφείλεται σε μια μορφή "ρομαντισμού" και "ηρωισμού" που εμπνέουν οι ηττημένοι [ενν. του Εμφυλίου].[59] Ο Στάθης Καλύβας υποστήριξε ότι η κόκκινη τρομοκρατία ήταν κεντρικά οργανωμένη, και εκτελούνταν από τα τοπικά όργανα του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, και είχε έντονα χαρακτηριστικά γραφειοκρατικού μηχανισμού με καταμερισμό εργασίας. Επίσης πιστεύει ότι μετά την μεταπολίτευση κυριάρχησε η άποψη της αριστεράς για την ιστορία της δεκαετίας του 1940, μέσω χαρακτήρα επίσημης ιδεολογίας.[60] Ο Βάιος Καλογρηάς με την σειρά του, σε άρθρο του που αφορά τη Μακεδονία περιγράφει ως κόκκινη τρομοκρατία εκτελέσεις αξιωματικών της ΥΒΕ / ΠΑΟ από τον ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 1943,[61] τις εκτελέσεις, μετά την επικράτηση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, πρώην μελών της ΠΑΟ και κατηγορούμενων για συνεργασία με τους Γερμανούς, οι οποίες σύμφωνα με τον ίδιο ήταν γραφειοκρατικά οργανωμένες και είχαν πολιτικό κίνητρο,[62] τη δράση της ΟΠΛΑ[63] και τις εκτελέσεις κατηγορούμενων για δωσιλογισμό μετά την απελευθέρωση.[64] Κατά τον Καλογρηά, η κόκκινη τρομοκρατία αποσκοπούσε στην «τιμωρία της συνεργασίας» [ενν. με τις κατοχικές αρχές], αλλά επίσης στην πάλη ενάντια στην αντίδραση και σε μελλοντικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς εχθρούς, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για την εξουσία του ΚΚΕ.[31]
Ιστορικοί έχουν ασκήσει κριτική σε αυτή τη θεώρηση, αναφέροντας μεθοδολογικά λάθη, ενώ παράλληλα τα δεδομένα που χρησιμοποίησε ο Καλύβας αμφισβητούνται ως στρατευμένα.[65] Συγκεκριμένα, ο Χάγκεν Φλάισερ επέκρινε την ισχνότητα των τεκμηρίων, στηριζόμενος στα οποία ο Καλύβας γενικεύει από το τοπικό επίπεδο της Αργολίδας στην Πελοπόννησο και ολόκληρη την Ελλάδα θεωρώντας ανεπαρκείς τις αποδείξεις ότι οι αυθαιρεσίες και τα αντίποινα του ΕΑΜ σε χωριά της συντηρητικής αυτής περιοχής που είχαν στρατολογηθεί μετά από πίεση των Γερμανών τμήμα ενός κεντρικού σχεδίου, το οποίο εξηγεί τη λευκή τρομοκρατία σε όλη τη χώρα.[66] Ο πολιτικός επιστήμονας Ηλίας Νικολακόπουλος ανέφερε πως η αμφιλεγόμενη καταμέτρηση των νεκρών της Αργολίδας από τον Καλύβα δεν μπορεί να γενικευθεί σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ότι «η «κόκκινη βία» ... δεν αποτελούσε την κυρίαρχη μορφή της ΕΑΜικής παρουσίας», αλλά η γενίκευση αυτή αποτελεί απλουστευτική ερμηνεία, κατά «παραβίαση των βασικών θέσεων» που επικαλείται ο Καλύβας, ενώ η συνολική ερμηνεία που επιχειρεί αποσυνδέει τα γεγονότα από το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.[67] Πάνω σε αυτό το θέμα, ο Τάσος Κωστόπουλος υποστήριξε ότι ανάλογη βία με εκείνη του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ είχαν ασκήσει εναντίον όσων θεωρούσαν ως συνεργάτες των κατοχικών αρχών οι εθνικιστικές αντιστασιακές οργανώσεις ιδίως την πρώτη περίοδο της δράσης τους, πριν στραφούν εναντίον του ΕΑΜ.[68]
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Φραδέλλος 2007, σελίδες 174.
- ↑ Φραδέλλος 2007, σελίδες 173-174.
- ↑ Φραδέλλος 2007, σελίδες 175-6.
- ↑ Φλάισερ 1995, σελίδες 114, 118, Πριόβολος 2018, σελ. 280.
- ↑ Φλάισερ 1995, σελίδες 114-115, 118, Πριόβολος 2018, σελ. 280.
- ↑ Πριόβολος 2018, σελ. 281-2.
- ↑ 7,0 7,1 Kalogrias 2015, σελ. 104.
- ↑ Πριόβολος 2018, σελ. 282.
- ↑ Φλάισερ 1995, σελίδες 122-123, Πριόβολος 2018, σελ. 282-283, Kalogrias 2015, σελ. 104-105.
- ↑ Φλάισερ 1995, σελίδες 132-133.
- ↑ Φλάισερ 1995, σελ. 133-134.
- ↑ Kalogrias 2015, σελ. 112.
- ↑ Κωστόπουλος 2005, σελ. 188.
- ↑ 14,0 14,1 14,2 14,3 Kousouris 2018, σελ. 94.
- ↑ Mazower 1993, σελ. 173.
- ↑ Mazower 1993, σελ. 172.
- ↑ Πριόβολος 2018, σελ. 243, 245-249, 251, Mazower 1993, σελ. 334-36.
- ↑ Baerentzen 1984, σελ. 171.
- ↑ Baerentzen 1984, σελ. 170-1.
- ↑ Λυμπερατος, Μιχαλης Π (1 Ιανουαρίου 2005). «Η ΕΝΝΟΙΑ TOΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ». Μνήμων 27 (0): 181–214. doi: . ISSN 1105-3917. http://dx.doi.org/10.12681/mnimon.816. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2021. «σύνδεσμος του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής στην Κατεχόμενη Ελλάδα».
- ↑ Φλάισερ 2000, σελίδες 40-41.
- ↑ 22,0 22,1 Χατζηβασιλείου 2000, σελίδες 83-84.
- ↑ Λαμπάτος 2018, σελ. 272.
- ↑ Κουσουρής 2014, σελ. 76.
- ↑ Χατζηβασιλείου 2000, σελίδες 84-5.
- ↑ Κουσουρής 2014, σελ. 77.
- ↑ Χατζηβασιλείου 2000, σελίδες 84-85· Κουσουρής 2014, σελίδες 78-80.
- ↑ Baerentzen 1984, σελ. 157.
- ↑ Clogg 2012, σελίδες 219-221.
- ↑ Kalogrias 2015, σελ. 117.
- ↑ 31,0 31,1 Kalogrias 2015, σελ. 118.
- ↑ Τζούκας 2003, σελ. 47.
- ↑ Τζούκας 2003, σελ. 170-178 = Τζούκας 2013, σελ. 144-151.
- ↑ Κωστόπουλος 2016, σελ. 21-23.
- ↑ Κωστόπουλος 2016, σελ. 20-21.
- ↑ Κωστόπουλος 2016, σελ. 23-25, 34-37, Thorpe 2006, σελ. 1101.
- ↑ Κωστόπουλος 2016, σελ. 25, Foster 1984, σελ. 471, Thorpe 2006, σελ. 1098.
- ↑ Κουσουρής 2014, σελ. 180.
- ↑ Κουσουρής 2014, σελ. 181-2.
- ↑ Thorpe 2006, σελ. 1102.
- ↑ Kousouris 2018, σελ. 94· Κουσουρής 2014, σελίδες 181-182.
- ↑ Thorpe 2006, σελ. 1099-1102, Foster 1984, σελ. 488.
- ↑ Κωστόπουλος 2016, σελ. 27-8.
- ↑ Κωστόπουλος 2016, σελ. 26-7.
- ↑ Κουσουρής 2014, σελ. 183.
- ↑ Κουσουρής 2014, σελ. 182-3.
- ↑ Κωστόπουλος 2016, σελ. 47-49.
- ↑ Κωστόπουλος 2016, σελ. 49-51.
- ↑ Κωστόπουλος 2016, σελ. 51-2.
- ↑ Κουσουρής 2014, σελ. 182.
- ↑ Σακκάς 2016, σελ. 293.
- ↑ Σακκάς 2016, σελ. 294.
- ↑ Κωστόπουλος 2005, σελ. 115-6, 129-31, 165
- ↑ Κωστόπουλος 2005, σελίδες 149-152.
- ↑ 55,0 55,1 Mazower 2001, σελ. 27.
- ↑ Mazower, Mark (1994). Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής. Μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. σελ. 318-319.
- ↑ Σφήκας, Θανάσης (2016-2017). ««Κακή τη μοίρα» ερμηνευτικά σχήματα του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου μεταξύ ακαδημαικής και δημόσιας ιστορίας». Δωδώνη 45-46: 247. doi:. https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/30849.
- ↑ Σφήκας, Θανάσης Δ. (2004). «Ένα ιστοριογραφικό ταξίδι στη χώρα του Γκιούλιβερ: η ελληνική ιστοριογραφία και οι διεθνείς διαστάσεις του ελληνικού εμφύλιου πολέμου». Δωδώνη 33: 313-315. doi:. https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/25388.
- ↑ 59,0 59,1 Μαυρογορδάτος 1999.
- ↑ Καλύβας 2003· Καλύβας 2001, σελίδες 155,156,161.
- ↑ Kalogrias 2015, σελ. 104-5.
- ↑ Kalogrias 2015, σελ. 107-108.
- ↑ Kalogrias 2015, σελ. 114-116.
- ↑ Kalogrias 2015, σελ. 116-118.
- ↑ Φλάισερ 2010.
- ↑ Φλάισερ, Χάγκεν (2003). «Mark Mazower (επιμ.), After the war was over: Reconstructing the family, nation, and state in Greece, 1943 · 1960». Επιστήμη και Κοινωνία 11: 276-277. doi:. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/sas/article/view/927/950.
- ↑ Νικολακόπουλος, Ηλίας (22-05-2004). «Η κόκκινη βία και ο εξαγνισμός των δωσιλόγων». Τα Νέα. http://ellinikosemfilios.blogspot.com/2012/04/h.html.
- ↑ Κωστόπουλος 2017.
Βιβλιογραφία
ΕπεξεργασίαΙστορικές μελέτες
Επεξεργασία- Baerentzen, Lars (1984). «Η λαϊκή υποστήριξη του ΕΑΜ στο τέλος της Κατοχής». Μνήμων 9: 157-173. doi:. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/7969/7766.
- Thorpe, Andrew (2006). «'In a Rather Emotional State'? The Labour Party and British Intervention in Greece, 1944-5». The English Historical Review 121 (493): 1075-1105. https://www.jstor.org/stable/3806068.
- Καλλιανιώτης Αθανάσιος, Οι πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία (1941 - 1946), 2007
- Kalogrias, Vaios (2015). «Collaborationism and «Red Terror» in Greek Macedonia, 1943-1944» (στα αγγλικά). Qualestoria. Rivista di storia contemporanea 43 (2: Collaborazionismi, guerre civili e resistenze): 99-118. ISSN 0393-6082. http://hdl.handle.net/10077/21224. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτ. 2018.
- Kousouris, Dimitris (2018). L'histoire des procès des collaborateurs en Grèce (1944-1949) (στα Γαλλικά). Caen: Presses de l’Inalco. ISBN 9782858312603.
- Καλύβας, Στάθης N. (2001). «Red Terror: Leftist Violence during the Occupation». Στο: Mazower, Mark, επιμ. After the War Was Over: Reconstructing the Family, Nation, and State in Greece, 1943-1960.. doi:. https://stathiskalyvas.files.wordpress.com/2017/03/red-terror-leftist-violence-during-the-occupation.pdf. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτ. 2018.
- ελληνική μετάφραση:Καλύβας, Στάθης (2003). «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστεράς στην Κατοχή». Στο: Μαζάουερ, Μαρκ. Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα,1943-1960 (PDF). Αλεξάνδρεια. σελίδες 161–204. ISBN 978-960-221-270-7.
- Clogg, Richard (2012). Σύντομη Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας: Από την παρακμή και πτώση του Βυζαντίου μέχρι το 1985 (7η έκδοση). Αθήνα: Καρδαμίτσας. ISBN 9789603540359.
- Κουσουρής, Δημήτρης (2014). Δίκες των δοσίλογων 1944-1949 Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη. Αθήνα: Πόλις. ISBN 978-960-435-461-0.
- Κωστόπουλος, Τάσος (2005). Η αυτολογοκριμένη μνήμη: τα τάγματα ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη. Αθήνα: Φιλίστωρ. ISBN 960-369-082-1.
- Κωστόπουλος, Τάσος (2016). Κόκκινος Δεκέμβρης: Το ζήτημα της επαναστατικής βίας. Αθήνα: Βιβλιόραμα. ISBN 978-9609548-28-1.
- Λαμπάτος, Γαβρίλης (2018). ΚΚΕ και εξουσία (1940-1944). Αθήνα: Μεταίχμιο. ISBN 978-618-031-210-2.
- Mazower, Mark (2001). «Three Forms of Political Justice: Greece, 1944–1945». Στο: Mazower, Mark, επιμ. After the War Was Over: Reconstructing the Family, Nation, and State in Greece, 1943-1960.. Princeton University Press, σελ. 24-41. doi: .
- Πριόβολος, Γιάννης (2018). Εθνικιστική "αντίδραση" και Τάγματα Ασφαλείας: Εμφύλιος και αντικατοχικός πόλεμος 1943-1944. Αθήνα: Πατάκης. ISBN 978-960-16-7561-9.
- Σακκάς, Γιάννης (2016). «Η ιστοριογραφία για τα Δεκεμβριανά: παλαιά αφηγήματα, σύγχρονες ερμηνείες,νέες κατευθύνσεις». Στο: Θανάσης Σφήκας· Λουκιανός Χασιώτης· Ιάκωβος Μιχαηλίδης. Δρόμοι του Δεκεμβρίου:Από τον Λίβανο στην Αθήνα 1944. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. ISBN 978-960-458-688-2.
- Τζούκας, Ευάγγελος (2013). Οι οπλαργηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο 1942-44. Τοπικότητα και πολιτική ένταξη. Αθήνα: βιβλιοπωλείον της Εστίας. ISBN 978-960-05-1582-4.
- Τζούκας, Ευάγγελος (2003). Οι οπλαργηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Τοπικότητα και πολιτική ένταξη. Αθήνα: Διδακτορική Διατριβή- Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
- Φλάισερ, Χάγκεν (1995). Στέμμα και σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944. Β΄. Αθήνα: Παπαζήσης. ISBN 960-02-1079-9.
- Φλάισερ, Χάγκεν (2000), «Αντίσταση και εμφύλιες διενέξεις», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΣΤ΄: Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 30-43, ISBN 978-960-213-393-4
- Foster, Alan J. (1984). «The Politicians, Public Opinion and the Press: The Storm over British Military Intervention in Greece in December 1944». Journal of Contemporary History 19 (3): 453-494. doi:. https://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1177/002200948401900304.
- Φραδέλλος, Κώστας (2007). «Κατοχικές κυβερνήσεις και έθνος». Στο: Χατζηιωσήφ, Χρήστος. Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος - Αντίσταση και Κατοχή 1940-1945. Γ2. Αθήνα: Βιβλιόραμα. σελ. 153-179. ISBN 9789608087057.
- Χατζηβασιλείου, Ευάνθης (2000), «Οι εξόριστες κυβερνήσεις», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΣΤ΄: Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σελ. 72-86, ISBN 978-960-213-393-4
Άρθρα εφημερίδων
Επεξεργασία- Καλύβας, Στάθης (09-03-2003). «Αθώος ή ένοχος; Ο εμφύλιος πόλεμος και η ιδεολογική χρήση της ιστορίας». Το Βήμα. https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/athwos-i-enoxos/. Ανακτήθηκε στις 25/10/2021.
- Κωστόπουλος, Τάσος (10/09/2017). «Η γαλανόλευκη βία». Η Εφημερίδα των Συντακτών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-01-11. https://web.archive.org/web/20210111191429/https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/123138_i-galanoleyki-bia. Ανακτήθηκε στις 21/8/2021.
- Μαυρογορδάτος, Γιώργος (17-10-1999). «Η «ρεβάνς» των ηττημένων». Το Βήμα. https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/i-rebans-twn-ittimenwn/. Ανακτήθηκε στις 21-8-2021.
- Αναδημοσίευση στο: Πενήντα χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Αθήνα: Ερμής. 1999. σελίδες 38–40.
- Φλάισερ, Χάγκεν (10/1/2010). «Η «κόκκινη» και η «μαύρη» βία». Το Βήμα. https://www.tovima.gr/2010/01/10/opinions/i-kokkini-kai-i-mayri-bia/. Ανακτήθηκε στις 21/8/2021.