Εμμανουήλ Παππάς Σερρών
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μορφοποίηση ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μορφοποίησης της Βικιπαίδειας. |
Συντεταγμένες: 41°5′3″N 23°42′34″E / 41.08417°N 23.70944°E
Ο Εμμανουήλ Παππάς (Νταρνάκικα: Ντουβίστα) είναι χωριό του νομού Σερρών, χαρακτηρισμένο ως παραδοσιακός οικισμός, με πληθυσμό 601 κατοίκους (απογραφή 2011). Ανήκει στον Δήμο Εμμανουήλ Παππά, του οποίου ήταν η έδρα πριν τη διεύρυνσή του.
Εμμανουήλ Παππάς | |
---|---|
Αεροφωτογραφία του χωριού | |
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Κεντρικής Μακεδονίας |
Περιφερειακή Ενότητα | Σερρών |
Δήμος | Εμμανουήλ Παππά |
Δημοτική Ενότητα | Εμμανουήλ Παππά |
Γεωγραφία | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Μακεδονίας |
Νομός | Σερρών |
Υψόμετρο | 280 μέτρα |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 475 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το χωριό παλιότερα αποτελούσε αυτόνομη κοινότητα που συστάθηκε με το όνομα Κοινότητα Δοβίστης το 1920. Το 1927 μετονομάστηκε σε Κοινότητα Παππά και το 1933 σε Κοινότητα Εμμανουήλ Παπά.[1] Με το πρόγραμμα Καποδίστριας συνενώθηκε με άλλες κοινότητες στον Δήμο Εμμανουήλ Παππά. Μετά το πρόγραμμα Καλλικράτης ο Δήμος επεκτάθηκε μέσα από τη συνένωσή του με τον Δήμο Στρυμόνα και η έδρα του μεταφέρθηκε στο Χρυσό.[2] Το όνομα του χωριού δόθηκε προς τιμήν του στρατηγού της Ελληνικής επανάστασης του 1821, Εμμανουήλ Παπά που θυσίασε τη ζωή, την οικογένεια και την περιουσία του για τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες του Μενοικίου όρους κι έχει παραδοσιακή Μακεδονική αρχιτεκτονική με γραφικά στενά δρομάκια και παραδοσιακά σπίτια. Στα αξιοθέατα, ξεχωριστή θέση κατέχει το κτήριο του «Σχολαρχείου» (Εκπαιδευτήρια της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος), που χτίστηκε το 1906 και έχει αναπαλαιωθεί πρόσφατα, ο ναός του Αγίου Αθανασίου με το υπέροχο μοναδικό ξυλόγλυπτο τέμπλο του, που χτίστηκε το 1805 στα θεμέλια προγενέστερου ναού,[3] τα πολλά ξωκλήσια του χωριού στους γύρω λόφους καθώς και τα μοναδικής ομορφιάς άγρια άλογα του Μενοικίου.
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΗ ίδρυση του χωριού
ΕπεξεργασίαΠαρά τις έρευνες που έχουν γίνει από τοπικούς ιστοριοδίφες, δεν υπάρχει καμία βάσιμη μαρτυρία για το πότε ακριβώς ιδρύθηκε το χωριό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι υπήρχε ένας οικισμός με το ίδιο όνομα (Δοβίστα) το 1454, αφού αναφέρεται σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο (γνωστό ως ΤΤ3) με 27 οικογένειες (που σημαίνει ότι ο πληθυσμός του τότε λογικά πρέπει να ήταν γύρω στους 100 με 130 κατοίκους). Ο καταγόμενος απ' τον Εμμανουήλ Παπά ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας διαφόρων βιβλίων Βασίλης Κάρτσιος, στο σύγγραμμά του «Δοβίστα, μια υστεροβυζαντινή παροικία: η ιστορία των Δαρνακοχωρίων με σημείο αναφοράς τη γενέτειρα του ήρωα Εμμανουήλ Παπά» (1991), είχε υποστηρίξει ότι το χωριό ιδρύθηκε γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα από ελληνικούς πληθυσμούς της γειτονικής βυζαντινής πόλης Ζίχνα, οι οποίοι είχαν καταφύγει στον ορεινό όγκο του Μενοικίου όρους, αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση και παρέμειναν εκεί για μερικούς αιώνες, περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση για να κατεβούν και πάλι στα πεδινά. Η ανακάλυψη του ΤΤ3 που μαρτυρεί ότι το χωριό υπήρχε ήδη από το 1454, δεν επαληθεύει αυτή την υπόθεση ως προς το χρονολογικό σκέλος, ενώ δεν αποκλείει και το ενδεχόμενο να είχε ιδρυθεί από τη βυζαντινή ακόμη εποχή και πριν από την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής των Σερρών το 1383.
Μαρτυρίες περιηγητών κατά τον 19ο αιώνα
ΕπεξεργασίαΣτους επόμενους αιώνες ο πληθυσμός του χωριού αυξάνεται και κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Δοβίστα περιγράφεται από διάφορους Έλληνες και ξένους περιηγητές ως μια ευημερούσα ελληνική κοινότητα με πληθυσμό που άγγιζε ή και ξεπερνούσε τους 1000 κατοίκους. Μνεία στον οικισμό κάνει το 1859 ο Έλληνας στρατιωτικός και δημοσιογράφος Βασίλειος Νικολαΐδης, στο γαλλόφωνο βιβλίο του «Les Turcs et la Turquie contemporaine» (Οι Τούρκοι και η σύγχρονη Τουρκία, τόμος 1, σελ. 164) όπου αναφέρει πως στον οικισμό ζούσαν 150 ελληνικές οικογένειες.[4] Ο Γάλλος γεωγράφος και καθηγητής του Οθωμανικού Λυκείου Γαλατά Σαράι στην Κωνσταντινούπολη Αλεξάντρ Συνβέ, αναφέρει το 1878 τη Δοβίστα (ως Dobitza, πιθανόν λόγω τυπογραφικού ή ορθογραφικού λάθους) ως κωμόπολη με 2320 Έλληνες κατοίκους.[5]
Ο Βούλγαρος Μετόντι Κούσεφ (Μητροπολίτης Στάρα Ζαγκόρα, καταγόμενος απ' την Αχρίδα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας), στη σελίδα 28 του γαλλόφωνου έργου του «Ethnographie des Vilayets d'Andrinople, de Monastir et de Salonique» (Εθνογραφία των βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης, 1878), που ασφαλώς απηχεί τις θέσεις της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Μακεδονία, αναφέρει τη Δοβίστα με 212 οικογένειες και 600 Έλληνες κατοίκους.
Ο ταγματάρχης μηχανικού του Ελληνικού Στρατού, Νικόλαος Σχινάς, γράφει για τη Δόβιστα στον δεύτερο τόμο του έργο του '«Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας» τα εξής: «Αρκτικώς τούτου κείται επί των αυτών υπωρειών του Μενοικίου όρους και εις απόστασιν 1/2 ώρας το χωρίον Ντοβίστα, έχον περί τας 150 οικογενείας χριστιανικάς, εκκλησίαν και σχολεία αρρένων και θηλέων»[6].
Ο Σέρβος Σπυρίδων Γκόπτσεβιτς, πρωτεργάτης της σερβικής προπαγάνδας που ισχυριζόταν ότι στον ευρύτερο χώρο της γεωγραφικής Μακεδονίας (σημερινή ελληνική Μακεδονία, Βόρεια Μακεδονία και βουλγαρική Μακεδονία) κατοικούσαν 2.000.000 περίπου Σέρβοι (προφανώς βαφτίζοντας ως «Σέρβο» κάθε σλαβόφωνο κάτοικο και ανακαλύπτοντας "Σέρβους" ακόμα και σε οικισμούς που δεν υπήρχαν καθόλου σλαβόφωνοι), γράφει στη σελίδα 380 του βιβλίου του «Makedonien und Alt-Serbien» (Η Μακεδονία και η Παλιά Σερβία, 1889) για τη Δοβίστα ότι είχε 232 σπίτια κι 600 Έλληνες φορολογούμενους κατοίκους (ως φορολογούμενοι νοούνταν απ' τις οθωμανικές αρχές μόνο οι ενήλικοι άρρενες κάτοικοι, άρα ο πραγματικός πληθυσμός θα ήταν υπερδιπλάσιος).[1][2]
Ο Βούλγαρος (καταγόμενος απ'την Οχρίδα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας) ιστορικός Γκεόργκι Στρέζοφ γράφει για τη Δοβίστα στη σελίδα 30 του έργου του «Два санджака от Източна Македония» (Δυο σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας, 1889) τα εξής:[3]
Δοβίστα, μεγάλο χωριό ανατολικά των Σερρών, στους πρόποδες του Μπόζ-Νταγκ (Μενοίκιο όρος). Τρεις ώρες καλός και ίσιος δρόμος (από την πόλη). Οι κάτοικοι του χωριού αυτού είναι αρκετά ξύπνιοι και δραστήριοι, όμως δεν έχουν αρκετή καλλιεργήσιμη γη και πηγαίνουν σε άλλα χωριά για να δουλέψουν. Στη Δοβίστα καλλιεργούν σιτάρι, αμπέλια, βαμβάκι και καπνό. Υπάρχει ελληνική εκκλησία κι ελληνικό σχολείο. 230 σπίτια και 1100 Νταρνάκες κάτοικοι.
Βουλγαρικό κείμενο: Довища, голямо село на И от Сяр при полите на Боздаг. Пътят 3 часа е добър и прав. Жителите на това село са доста разбудени; нямайки достатъчно земя за обработване, отиват по другите села на работа. В Довище се обработват жита, грозде, памук и тютюн. Има гръцка църква и гръцко училище. 230 къщи с 1100 жители дърнаци.
Ο Βούλγαρος Βασίλ Κάντσοφ, επιθεωρητής των βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας και μετέπειτα Υπουργός Παιδείας της Βουλγαρίας, στη σελίδα 177 του βιβλίου του «Македония: етнография и статистика» (Μακεδονία, εθνογραφία και στατιστική, 1900) στο οποίο παραθέτει αναλυτικά στοιχεία για τον πληθυσμό όλων των οικισμών της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας (χωρίς να αποφεύγει τις μεροληψίες υπέρ των Βουλγάρων διογκώνοντας τον αριθμό τους, ενώ αντίστοιχα μειώνει τον αριθμό των Ελλήνων), αναφέρει για τη Δοβίστα ότι είχε 1500 Έλληνες κατοίκους, χριστιανούς στο θρήσκευμα (ο Κάντσοφ, κατά την πάγια τακτική των βουλγαρικών στατιστικών και σε αντίθεση με τις οθωμανικές απογραφές, χρησιμοποιεί ως μοναδικό κριτήριο κατάταξης σε εθνότητες των κατοίκων της Μακεδονίας τη μητρική τους γλώσσα κι όχι το θρήσκευμα). [4] [5]
Ο ίδιος συγγραφέας μάλιστα, γράφει στη σελίδα 73 τα εξής σχετικά με τη Δοβίστα και την ευρύτερη ομάδα χωριών στην οποία ανήκει, τα Νταρνακοχώρια[νεκρός σύνδεσμος]:
Τα ελληνικά χωριά γύρω από τις Σέρρες είναι: Τιπόλιανη (σημερινό Χρυσό), Ζιλί (δεν υπάρχει σήμερα), Τούμπα (ίδιο όνομα σήμερα), Σαρμουσακλή (σημερινή Πεντάπολη), Ντοβίστα (σημερινός Εμμανουήλ Παπάς), Πατρίκι (ίδιο όνομα σήμερα), Σουμπάσκιοϊ (σημερινό Σούλι), Βεζνίκο (σημερινό Άγιο Πνεύμα) και Σοκόλ (σημερινή Συκιά). Στα δύο τελευταία έχει και λίγους Τούρκους Κονιάρους. Ο πληθυσμός αυτών των χωριών ονομάζεται Νταρνάκες. Πρόκειται για απομεινάρια παλιάς ελληνικής αποικίας χωρίς βουλγαρική πρόσμιξη. Οι Νταρνάκες, αν και είναι περιτριγυρισμένοι από βουλγαρικά χωριά, δεν ξέρουν ούτε λέξη βουλγαρική και οι σχέσεις μεταξύ αυτών και των άλλων χωριών είναι πολύ περιορισμένες. Μικτοί γάμοι δεν γίνονται. Οι Νταρνάκες είναι επιμελείς αγρότες και καλλιεργούν το βαμβάκι, έχουν και καλά αμπέλια. Βασισμένος σε μερικές τοπικές παραδόσεις ο Βέρκοβιτς πιστεύει ότι οι Νταρνάκες έχουν μεταναστεύσει από τη Θήβα. Κατά τη γνώμη των Ελλήνων φιλολόγων το όνομα Νταρνάκες προέρχεται από τη λέξη «δάρη» που αυτοί οι χωρικοί χρησιμοποιούν αντί για «τώρα».
Βουλγαρικό κείμενο: Гръцки села около Сяр са Тополен, Зили, Тумба, Сармуксали, Довища, Патрик, Субаш Кьой, Везник и Сокол. В двете последни има и малко турци коняри. Населението на тия села се нарича дарнаци. Това са останки от стара гръцка колония без български примес. Дарнаците ако и да са обиколени с български села, не знаят дума българска и сношенията между тях и околните села са много ограничени. Смесени бракове не стават. Дарнаците са прилежни земеделци, работят памук и имат добри лозя. Като се основава върху някои местни предания Веркович вярва, че дарнаците са преселени от Тива. Според тълкуванието на гръцки филолози името дарнаци произлиза от думата δάρε, която тия селяни употребяват вместо τώρα (сега)' [6]
Για τους Νταρνάκες και τα Νταρνακοχώρια γράφει και ο Σέρβος γεωγράφος Γιόβαν Τσβίιτς στη σελίδα 521 του έργου του «Основе за географију и геологију Македоније и Старе Србије»(Βασικές αρχές της Γεωγραφίας και Γεωλογίας της Μακεδονίας και Παλαιάς Σερβίας, 1906) τα εξής:
«Είναι ενδιαφέρον το ότι οι Σλάβοι αποκαλούν τους ελληνικούς πληθυσμούς μεταξύ των Σερρών και της Ζηλιάχοβας (σημ. Νέα Ζίχνη) με το όνομα Νταρνάτσι (Νταρνάκες). Φαίνεται πως οι Μακεδόνες Έλληνες δεν έχουν άλλο λαϊκό όνομα εκτός απ' αυτό».
Σέρβικο κείμενο: Интересантно је да Словени зову грчко становништво између Сереза и Зиљахова дарнацима; иначе изгледа да македонски Грци немају других имена осим народнога. [7]
Τέλος, ο Ντ. Μπράνκοφ - ψευδώνυμο του Βούλγαρου συγγραφέα και γραμματέα της Εξαρχίας Ντίμιταρ Μίσεφ - στη σελίδα 200 του έργου του «Η Μακεδονία κι ο χριστιανικός πληθυσμός της, 1903», αναφέρει πως στη Δοβίστα κατοικούσαν 1400 Έλληνες. [8] [9]
Κοινωνική ζωή και οργάνωση στην Τουρκοκρατία
ΕπεξεργασίαΚατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ο πληθυσμός του χωριού ήταν οργανωμένος κατά το κλασικό κοινοτικό σύστημα των ελληνικών οικισμών, όπως μας πληροφορεί ο κώδικας του κεντρικού ναού του Αγίου Αθανασίου, πηγή πολύτιμων πληροφοριών για τη ζωή στο χωριό τα δύσκολα εκείνα χρόνια, τις οικονομικές δραστηριότητες, την κοινωνική οργάνωση, την εκπαίδευση κ.α. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσε στη Δοβίστα Νηπιαγωγείο, Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο. Το 1885 αποφασίστηκε απ' τη συνέλευση των προκρίτων η ανέγερση καινούργιου σχολικού κτηρίου για να καλύψει τις αυξανόμενες εκπαιδευτικές ανάγκες, η οποία θα χρηματοδοτούνταν από υποχρεωτικές εισφορές των κατοίκων που θα καταβάλλονταν κατά την πώληση των καπνών, τα οποία αποτελούσαν από τότε τη βασική καλλιέργεια της περιοχής. Χαρακτηριστικά, το σχετικό πρακτικό αναφέρει: [10] Έκαστος ημών των υπογεγραμμένων και μη χωρικών καλλιεργούντων καπνά υποχρεούται ν' αφήνη εις τον έμπορον τον αγοραστήν του πράγματος ημών, εις οιανδήποτε ποιότητα και αν ανήκει το πράγμα του, ανά δέκα παράδες εις εκάστην οκάν, κατά το κατάστιχον του εμπόρου, ήτοι του αγοραστού. Τα χρήματα τα οποία θα κρατεί ο έμπορος εννοούνται εις χρήματα γερά, ήτοι λίρα των 108=εκατόν οκτώ.
Η ανέγερση του διδακτηρίου τελικά ολοκληρώθηκε το 1906. Πρόκειται για ένα νεοκλασικό κτήριο το οποίο και σήμερα κοσμεί τον χώρο δίπλα από τον ναό του Αγίου Αθανασίου, με την επιγραφή «ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΔΟΒΙΣΤΗΣ 1906». Αναπαλαιώθηκε στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000 και σήμερα το ισόγειο λειτουργεί ως μουσείο με θέμα τη ζωή και τη δράση του Εμμανουήλ Παπά, ενώ ο πρώτος όροφος φιλοξενεί κατά καιρούς συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου κι άλλες εκδηλώσεις. Η απόφαση για ανέγερση καινούργιου σχολικού κτηρίου συνδέεται ασφαλώς με μια αξιοσημείωτη πνευματική και πολιτιστική άνθηση που εμφανίζεται την ίδια εποχή, η οποία οδήγησε επίσης στην ίδρυση διαφόρων συλλόγων με κοινωνική και εκπαιδευτική δραστηριότητα αλλά και εθνικούς προσανατολισμούς.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν στο χωριό τρεις τέτοιοι σύλλογοι: Η «Αδελφότης Αγίου Δημητρίου» (η οποία έχτισε και το ομώνυμο ξωκκλήσι το 1862), η «Φιλοπρόοδος Αδελφότης» (ιδρύθηκε το 1883) και ο «Μουσικογυμναστικός Σύλλογος Αρετή» (ιδρύθηκε το 1910). Επίσης, τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση ιδρύθηκε και ο «Μουσικογυμναστικός Σύλλογος Εμμανουήλ Παπάς», ο οποίος εξέδιδε και (βραχύβιο) περιοδικό το 1932 με την ονομασία «Εμμανουήλ Παπάς».[11]
Επανάσταση του 1821
ΕπεξεργασίαΟι κάτοικοι του χωριού συμμετείχαν σε όλους τους εθνικούς αγώνες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Το 1773 γεννιέται στη Δοβίστα ο πρωτεργάτης της επανάστασης στη Χαλκιδική, Εμμανουήλ Παπάς. Πολλοί κάτοικοι του χωριού είχαν μυηθεί στα μυστικά του αγώνα από τον Εμμανουήλ Παπά και προετοιμάζονταν να λάβουν μέρος στον αγώνα, όταν θα άρχιζε. Σύμφωνα με την παράδοση, το πατρικό σπίτι του Παπά χρησίμευε ως αποθήκη όπλων και πολεμοφοδίων, τα οποία πρώτα αποβιβάζονταν στο λιμάνι του Τσάγεζι (κοντά στα σημερινά Νέα Κερδύλια) στον Στρυμονικό κόλπο κι από κει μεταφέρονταν μέχρι το χωριό, μέσω της (αποξηραμένης από τη δεκαετία του 1930) λίμνης του Αχινού της οποίας η πιο κοντινή όχθη απείχε γύρω στα 16-17 χιλιομέτρα απ' τη Δοβίστα. Με το ξέσπασμα της επανάστασης, ένας μεγάλος αριθμός από τους στρατολογημένους απ' τον Παπά συγχωριανούς του, τον ακολούθησε στη Χαλκιδική. Πολλοί σκοτώθηκαν στις εκεί μάχες, ενώ όσοι επέζησαν τον ακολούθησαν κατά την αποχώρησή του από το Άγιο Όρος μετά την καταστολή της επανάστασης και συνέχισαν τον αγώνα στη Νότια Ελλάδα, πολεμώντας υπό τις διαταγές του γιου του Ιωάννη, ο οποίος έπεσε αργότερα στο Μανιάκι πολεμώντας στο πλευρό του Παπαφλέσσα.[7]
Μακεδονικός Αγώνας
ΕπεξεργασίαΣτον Μακεδονικό αγώνα οι κάτοικοι του χωριού έδωσαν και πάλι βροντερό παρών, καθώς πολλοί ήταν μυημένοι και συμμετείχαν ενεργά, είτε ως μέλη ανταρτικών σωμάτων, είτε βοηθώντας στη μεταφορά όπλων (ακολουθώντας τη γνωστή κι απ' το 1821 διαδρομή Τσάγιεζι-Δοβίστα μέσω της λίμνης του Αχινού) είτε από διάφορες άλλες θέσεις. Ήδη από το 1878 καταγράφεται η ύπαρξη Δοβιστιανών σε ένοπλα αντάρτικα σώματα που δρούσαν μέχρι και στο έδαφος της σημερινής Βουλγαρίας, όπως μας πληροφορεί σχετικό τηλεγράφημα του Έλληνα πρόξενου Σερρών Ιωάννη Παπακωστόπουλου προς τον τότε πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη, με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1878:
«Εν Κιζ Δερβενίω, εν τω διαμερίσματι Ραζλοκίω, οκτώ λησταντάρται κατά μέγα μέρος εκ των ελληνικών χωρίων, και υπό αρχηγόν Έλληνα τινά εκ Δοβίστης, χωρίον δύο ώρας εντεύθεν απέχοντος, καταλαβόντες τα στενά του δερβενίου προσέβαλον και ελήστευσαν συνοδείαν 30 Τούρκων ανδρών και γυναικοπαίδων. Εφόνευσαν μόνον έναν βέην μεταξύ αυτών αντιστάντα, ουδόλως δε ηνώχλησαν τας γυναίκας. Δέκα φορτία λαφύρων, ληφθέντων κατ' εκλογήν, απήγαγον επί ίππων ανηκόντων εις την ληστευθείσαν συνοδείαν».[8]
Μερικά χρόνια αργότερα, γύρω στο 1904, εμφανίζονται στη Δοβίστα οι πρώτοι πράκτορες του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου, μεταμφιεσμένοι σε μικροπωλητές και γυρολόγους οι οποίοι συναναστρέφονται με τους κατοίκους και προσπαθούν να διαπιστώσουν τα φρονήματά τους. Έτσι, με υπόδειξη του ελληνικού προξενείου Σερρών, οργανώνεται στο χωριό μία επιτροπή αγώνα, με πρόεδρο τον γιατρό Παρρήσιο Πάνου, και μέλη τους Χρήστο Ραβάνη, Γεώργιο Μπιρμπίλη, Κωνσταντίνο Ντίκο, Ιωάννη Μιχαλάκη και Γεώργιο Μπέσιο. Κύριο έργο της επιτροπής είναι να οργανώνει τη μεταφορά όπλων απ' τον Στρυμονικό κόλπο, τη φιλοξενία σε σπίτια του χωριού των μελών διερχόμενων ελληνικών ανταρτικών ομάδων, την παροχή πληροφοριών στο ελληνικό προξενείο για τις κινήσεις των κατοίκων γειτονικών βουλγαρικών χωριών κ.α. Άλλοι κάτοικοι του χωριού που βοήθησαν στον αγώνα ήταν οι Β. Ψίττης, Αθανάσιος Πύργος, Ιωάννης Σπανδώνης, Νικόλαος Τσιάπος, Θεοδόσης Γκοντότσιος και Γεώργιος Παντώτης που ασχολούνταν με την αποθήκευση των όπλων, ενώ οι Χρήστος Σίτης, Χρήστος Χατζηελευθερίου και Ευάγγελος Χατζηελευθερίου εκτελούσαν χρέη αγγελιοφόρου και φρόντιζαν για τη διανομή των όπλων στα γειτονικά χωριά. Απ' τους προαναφερθέντες οι Πύργος, Σπανδωνής και Παντώτης κατασκεύαζαν και φυσίγγια για τα όπλα. Επίσης ο Μιχαήλ Τσιάπος είχε ανέβει στο βουνό, στο αντάρτικο σώμα του καπετάν-Δούκα, ύστερα από τον φόνο ενός Τούρκου απ' το γειτονικό Σοκόλ (σημερινή Συκιά), επειδή είχε βρίσει τη χριστιανική πίστη. Στις 13 Ιουνίου 1905, ελληνικό ανταρτικό σώμα αποτελούμενο από 8 άντρες συνελήφθη από οθωμανικό απόσπασμα στη Δοβίστα, μαζί με 9 τουφέκια Γκρα και 400 φυσίγγια, όπως μας πληροφορεί τηλεγράφημα του προξένου της Βρετανίας στις Σέρρες, Ι. Θεοδωρίδη προς τον Γενικό Πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, Ρ. Γκρέηβς. [12] [13] Σύμφωνα με αφηγήσεις γεροντότερων, οι συλληφθέντες Μακεδονομάχοι κρύβονταν τις προηγούμενες μέρες στον γειτονικό λόφο του Αγίου Δημητρίου, όπου και είχαν κρυμμένα τα όπλα τους στο καμπαναριό της εκκλησίας που υπάρχει εκεί. Οι κινήσεις τους όμως είχαν γίνει αντιληπτές από διερχόμενους κατοίκους του βουλγαρικού χωριού Μούκλιανη που βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα βορειότερα, στον ορεινό όγκο του Μενοικίου Όρους, οι οποίοι και τους κατέδωσαν στις οθωμανικές αρχές. Έτσι, όταν κατέβηκαν στο χωριό για προμήθειες, βρέθηκαν ξαφνικά εν μέσω Οθωμανών στρατιωτών. Για να μη δίνουν στόχο, όποτε κατέβαιναν στο χωριό έβγαζαν τα αντάρτικα ρούχα και μεταμφιέζονταν με τοπικές ενδυμασίες που είχαν μαζί τους. Όμως τα ρούχα αυτά, που ήταν ολοκαίνουργια, σε συνδυασμό με την απάντηση που έδωσαν στις ερωτήσεις των Τούρκων ότι ήταν εργάτες σε καπνομάγαζο, κίνησαν την υποψία των τελευταίων, οι οποίοι τους συνέλαβαν και μετά από βασανιστήρια τους ανάγκασαν να αποκαλύψουν την αλήθεια.[9] Στις 14 Ιουλίου 1907, σώμα Μακεδονομάχων, αποτελούμενο κατά μεγάλο μέρος από κατοίκους της Δοβίστας και των γύρω ελληνικών χωριών και με αρχηγό τον εκ Στενημάχου της Ανατολικής Ρωμυλίας Ανδρέα Μακούλη, το οποίο βρισκόταν στο χωριό και φιλοξενούνταν στο σπίτι του προύχοντα Νάσιου Μαμιάκα, γίνεται τυχαία αντιληπτό (λόγω ενός επεισοδίου φιλονικίας ανάμεσα στα μέλη του) από πολυάριθμο απόσπασμα του οθωμανικού ιππικού που διερχόταν λίγο έξω απ' το χωριό και ήταν καθ' οδόν προς Σέρρες (με σκοπό να συμμετάσχει σε μάχη εναντίον ενός άλλου σώματος Μακεδονομάχων, αυτό του Καπετάν Μητρούση, που είχε εγκλωβιστεί εκεί στο καμπαναριό του ναού της Ευαγγελίστριας Αρχειοθετήθηκε 2016-01-10 στο Wayback Machine. κι έδινε άνιση μάχη εναντίον ολόκληρης της οθωμανικής φρουράς της πόλης). Οι Μακεδονομάχοι εγκατέλειψαν βιαστικά το χωριό και κινήθηκαν προς τον ορεινό όγκο του Μενοικίου Όρους, ελπίζοντας να ξεφύγουν στις δύσβατες ρεματιές και χαράδρες του. Όμως γρήγορα βρέθηκαν περικυκλωμένοι απ' όλες τις μεριές, καθώς σε βοήθεια του οθωμανικού αποσπάσματος έσπευσαν ένοπλοι κάτοικοι του διπλανού τουρκικού τότε χωριού Σοκόλ (σημερινή Συκιά), καθώς και οι Οθωμανοί χωροφύλακες του βουλγαρικού χωριού Μούκλιανη, που βρισκόταν στις υπερκείμενες πλαγιές του βουνού, συνεπικουρούμενοι κι από πολλούς κατοίκους του χωριού, οι οποίοι είχαν πολλές διαφορές με τους κατοίκους της Δοβίστας και των άλλων ελληνικών χωριών της περιοχής. Στην πολύωρη μάχη που ακολούθησε, μέχρι τη δύση του ήλιου, όλοι οι Μακεδονομάχοι σκοτώθηκαν πλην ενός, που κατάφερε να φτάσει μέχρι το χωριό όταν βράδιασε, κι αφού κρύφτηκε σε ένα σπίτι την επόμενη μέρα φυγαδεύτηκε μεταμφιεσμένος με γυναικεία ρούχα. Ο αρχηγός, Ανδρέας Μακούλης, συνελήφθη βαριά τραυματισμένος και μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στο κτήριο της χωροφυλακής του διπλανού χωριού Σαρμουσακλή (σημερινή Πεντάπολη), με σκοπό να τον ανακρίνουν όταν θα συνερχόταν, όμως την επόμενη μέρα πέθανε. Από πλευράς Τούρκων οι απώλειες ήταν γύρω στους 25 νεκρούς, οι οποίοι μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν στο γειτονικό τουρκικό τότε χωριό Σοκόλ (σημερινή Συκιά).
Τα ονόματα των Μακεδονομάχων που αποτελούσαν το σώμα του Μακούλη:
Ανδρέας Μακούλης, αρχηγός του σώματος, από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Θεοδόσης Γκοντότσιος ή Μπουμπούμης, υπαρχηγός, από τη Δοβίστα (τον είχαν συλλάβει οι Τούρκοι πριν αρχίσει η μάχη και τον φυλάκισαν στον Πόντο, απ' όπου απελευθερώθηκε με την αμνηστία που δόθηκε αργότερα με την επανάσταση των Νεότουρκων).
Ευάγγελος Χατζηελευθερίου, από τη Δοβίστα.
Βασίλειος Ψίτης, από τη Δοβίστα.
Αναστάσιος Αμπλιάμης, από τη Δοβίστα.
Νικόλαος Τσιάπος, από τη Δοβίστα.
Νικόλαος Αχινιώτης, από τον Αχινό Σερρών.
Σωτήριος Σιόσιος, από το Σουμπάσκιοϊ (σημερινό Νέο Σούλι Σερρών).
Χρυσάφης Πατραμάνης, από το Σουμπάσκιοϊ (ο μόνος που επέζησε).
Ιωάννης Στενημαχιώτης, από τη Στενήμαχο Ανατολικής Ρωμυλίας.
Ηλίας Καρλίκιοϊλης, από το Καρλίκιοϊ (σημερινό Χιονοχώρι Αρχειοθετήθηκε 2016-04-08 στο Wayback Machine. Σερρών).
Αντώνιος Νούσκαλης, από την Κάτω Νούσκα (σημερινό Δαφνούδι Σερρών).
Χρήστος Φράστανλης, από τη Φράστανη (σημερινή Ορεινή Σερρών). [10] [11]
Τις επόμενες μέρες, οι οθωμανικές αρχές συνέλαβαν όλους τους προύχοντες κι άλλους 120 κατοίκους της Δοβίστας και τους μετέφεραν αρχικά στις Σέρρες για ανακρίσεις κι έπειτα τους 80 από αυτούς στις φυλακές του Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης, όπου παρέμειναν για τρεις μήνες. Τελικά κρίθηκαν ένοχοι αυτοί που φιλοξενούσαν τους αντάρτες στα σπίτια τους, δηλαδή οι Ντίκος Κωνσταντίνος, πρόεδρος, Μαμιάκας Φώτιος, Μαμιάκας Αθανάσιος, Παλάσκας Σωτήριος, Αγοραστός και ο ιερέας του χωριού Δημήτριος Παπαοικονόμου και καταδικάστηκαν άλλοι σε θάνατο και άλλοι σε ισόβια δεσμά και φυλακίστηκαν στον Λευκό Πύργο. Κατά την περίοδο των Νεότουρκων αφέθηκαν ελεύθεροι με την επέμβαση του προξένου Θεσσαλονίκης.
Βαλκανικοί Πόλεμοι
ΕπεξεργασίαΚατά τον Α Βαλκανικό Πόλεμο, το χωριό καταλήφθηκε από βουλγαρικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1912, όπως και ολόκληρη η περιοχή του Νομού Σερρών, ανατολικά του Στρυμόνα. Οι Βούλγαροι εγκατέστησαν μικρή φρουρά, η οποία εγκατέλειψε το χωριό λίγες μέρες μετά τη νικηφόρα, για τα ελληνικά στρατεύματα μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, η οποία σήμανε την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας έπειτα από 550 χρόνια οθωμανικής σκλαβιάς. Κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης βουλγαρικής κατοχής, γνωστής και ως «Πρώτης Βουλγαρίας» στη μνήμη των γεροντότερων, οι κάτοικοι του χωριού υπέστησαν αρκετές διώξεις και μεγάλη καταπίεση απ' τις βουλγαρικές αρχές, προκειμένου να εκβουλγαριστούν. Στις σφοδρές συγκρούσεις οι οποίες σημειώθηκαν τις τελευταίες δυο-τρεις μέρες πριν οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής πυρπολήσουν κι εκκενώσουν οριστικά τις Σέρρες και πριν οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού εισέλθουν στην πόλη (29-6-1913, με το Ιουλιανό ημερολόγιο), ανάμεσα στα βουλγαρικά στρατεύματα και άτακτους Έλληνες, (μέλη παλιών αντάρτικων ομάδων και άλλοι ένοπλοι από την πόλη και τα γύρω ελληνικά χωριά), έλαβαν μέρος και αρκετοί κάτοικοι της Δοβίστας, πληρώνοντας μάλιστα φόρο αίματος με τους εξής 8 πεσόντες: 1) Δανιήλ Δανιήλ, 2) Κατσαρός Χρήστος, 3) Κάρτσιος Δημήτριος, 4) Τούνας Ιωάννης, 5) Τσιακίρης Λάσκαρης, 6) Χατζηελευθερίου Δημήτριος, 7) Χατζηελευθερίου Ελευθέριος, 8) Ψάλτης Αθανάσιος.[12] Χαρακτηριστική της σφοδρότητας των συγκρούσεων αυτών και ενδεικτική της συμμετοχής Δοβιστιανών και άλλων Δαρνακοχωριτών, είναι η μαρτυρία του Βούλγαρου αξιωματικού Ιβάν Κιρπίκοφ στη Διεθνή Επιτροπή του Ιδρύματος Κάρνεγκι, η οποία διεξήγαγε το 1914 έρευνες και συνέταξε μια έκθεση για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους:
Τότε πρόσεξα ομάδες ανθρώπων χωρισμένες σε τρία μεγάλα τμήματα στην πεδιάδα, δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή. Μπορούσα να δω με τα κιάλια μου ότι ήταν όλοι οπλισμένοι και φορούσαν την ελληνική χωριάτικη ενδυμασία που είναι χαρακτηριστική ορισμένων χωριών που τα θεωρούσαμε ως κέντρα της ελληνικής προπαγάνδας. Έστειλα μια ίλη στον σιδηροδρομικό σταθμό, αλλά καθηλώθηκε από πυκνά πυρά. Τότε, συνειδητοποίησα ότι προετοιμαζόταν αντεπίθεση και αποφάσισα να διασχίσω την πόλη και να δώσω μάχη με τις ομάδες δίπλα απ' τον σταθμό. Εν τω μεταξύ ένα μεγάλο κτήριο εξερράγη, πιθανόν αποθήκη πυρομαχικών. Έστειλα μια περίπολο να δει τι συνέβαινε αλλά απωθήθηκε και πάλι, απ' το ίδιο μεγάλο κτήριο. Διέταξα την περίπολο να περιορίσει τη φωτιά που είχε ξεσπάσει σε διάφορα μέρη. Οι ομάδες χωρικών είχαν αρχίσει τώρα να προελαύνουν προς την πόλη. Δεν φτάσαμε ποτέ στο σπίτι το οποίο είχε εκραγεί και το πεζικό μου δεν μπόρεσε ποτέ να διεισδύσει βαθιά μέσα στην πόλη, λόγω των διαρκών εχθρικών πυρών από τα σπίτια.
Αγγλικό κείμενο: I now noticed groups of people in three large masses in the plain, near the railway line. I could see with my glasses that they were all armed and were wearing the Greek peasant costume peculiar to certain villages which we regarded as the center of the Greek propaganda. I sent a squadron to the railway station, but it was stopped by hot fire from the station. I now realized that a counter attack was being prepared and decided to march through the town and give battle to the groups of men near the station. Meanwhile a big building exploded, presumably a magazine. I sent my patrol to see what it was, but they were again repulsed from the same big building. I ordered my patrol to localize the conflagration which had now begun in various places. The groups of peasants had now begun to advance on the town. We never reached the house that was blown up and my infantry were never able to penetrate far into the town because of the continual fire from the houses.[13]
Δεν χωράει αμφιβολία ότι οι χωρικοί με τη «χαρακτηριστική ελληνική ενδυμασία» των χωριών που ήταν «κέντρα ελληνικής προπαγάνδας», κατά τον Βούλγαρο αξιωματικό, ήταν Δαρνακοχωρίτες[νεκρός σύνδεσμος] που πλησίαζαν την πόλη από την πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής που διέρχεται λίγο έξω από το χωριό Χρυσό.
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος - Βουλγαρική ομηρία
ΕπεξεργασίαΔεν πρόλαβαν να χαρούν για πολύ την ελευθερία τους οι Δοβιστιανοί καθώς το χωριό τους, όπως και ολόκληρη η Ανατολική Μακεδονία βρέθηκε και πάλι υπό Βουλγαρική κατοχή («Δεύτερη Βουλγαρία», κατά τους παλιούς) με τα γνωστά γεγονότα του 1916 που προκάλεσε ο Εθνικός Διχασμός. Η Βουλγαρική κατοχή είναι πολύ πιο σκληρή αυτή τη φορά. Οι Βούλγαροι, βέβαιοι για το ότι η περιοχή θα παραμείνει στην κατοχή τους και μετά το τέλος του πολέμου, επιδίδονται σε ένα όργιο καταπίεσης και διώξεων εις βάρος των γηγενών Ελλήνων, ώστε να τους αναγκάσουν είτε να εκβουλγαριστούν είτε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Έτσι, πολλοί Έλληνες κάτοικοι της Βουλγαροκρατούμενης ζώνης αποφασίζουν να καταφύγουν στην περιοχή δυτικά του Στρυμόνα που βρισκόταν ακόμα υπό ελληνική διοίκηση. Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν κι αντικαθίστανται από Βουλγαρικά, ενώ και στις εκκλησίες απαγορεύεται η λειτουργία στην ελληνική γλώσσα και τελείται πλέον μόνο στη βουλγαρική, από Βούλγαρους ιερείς.[14] Όμως, το πιο απάνθρωπο μέτρο είναι η λεγόμενη «ομηρία», η εκτόπιση Ελλήνων πολιτών ηλικίας 17-60 ετών σε διάφορες περιοχές της Βουλγαρίας και της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας (η οποία ήταν τότε επίσης υπό βουλγαρική κατοχή), όπου και αναγκάζονται να εκτελούν καταναγκαστικά έργα και πέθαιναν κατά χιλιάδες, λόγω των απαράδεκτων συνθηκών διαβίωσης, υποσιτισμού, εξάντλησης, ασθενειών κ.τ.λ. Επιτροπή του αμερικανικού Ερυθρού Στρατού, που ήρθε με τη λήξη του πολέμου στην Ανατολική Μακεδονία για να παράσχει ανθρωπιστική βοήθεια, υπολόγισε ότι ο συνολικός αριθμός Ελλήνων πολιτών της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης που εκτοπίστηκε ανέρχεται στις 200.000, από τους οποίους γύρω στις 60.000 πέθαναν και δε γύρισαν ποτέ, ενώ πολλοί απ' όσους επέστρεψαν ήταν σε τόσο άθλια κατάσταση, ώστε είχαν καταστεί ανίκανοι για κάθε εργασία.[15] Ανάμεσα σ' αυτές τις 200.000 ομήρων ή «ντουρντουβάκια», όπως είναι γνωστοί στην τοπική παράδοση (παραφθορά του βουλγαρικού όρου «τρούντοφ βόινικ»=βοηθητικός στρατιώτης, όπως τους αποκαλούσαν οι Βούλγαροι) υπήρχαν και 200 περίπου κάτοικοι της Δοβίστας, απ' τους οποίους οι 110 πέθαναν στο Κίτσεβο της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και στο Κάρνομπατ της Βουλγαρίας. Τα ονόματά τους είναι γραμμένα στη στήλη των πεσόντων, στο ηρώο που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού. Από την προαναφερθείσα έκθεση της επιτροπής του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, πληροφορούμαστε ότι είχε διανεμηθεί ανθρωπιστική βοήθεια (σε τρόφιμα, είδη ρουχισμού κ.α.) στη Δοβίστα και στα γειτονικά Δαρνακοχώρια.[16]
Μια άλλη-όχι και τόσο γνωστή-πτυχή της ιστορίας του χωριού κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι ότι εκτός από Βουλγαρική φρουρά είχε εγκατασταθεί και τουρκική δύναμη, η οποία είχε στήσει ένα πρόχειρο νοσοκομείο (στο σχολικό κτήριο) με Αυστριακούς στρατιωτικούς γιατρούς, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Γερμανού υποσμηναγού Γκέοργκ Βίλελμ Χάυντεμαρκ.[17]
Τα χρόνια του Μεσοπολέμου
ΕπεξεργασίαΤην περίοδο του Μεσοπολέμου το χωριό γνωρίζει μεγάλη οικονομική αλλά και πολιτιστική άνθηση και ειδικά τη δεκαετία του 1920 και μέχρι να φτάσει και στην Ελλάδα ο απόηχος του μεγάλου οικονομικού κραχ του 1929. Οι υψηλές τιμές των ελληνικών καπνών, που πλήρωναν οι αμερικανικές και άλλες ξένες εταιρείες την εποχή εκείνη, έφεραν στους περισσότερους κατοίκους μια οικονομική ευμάρεια, δείγματα της οποίας αποτελούν μερικά σπίτια νεοκλασικού ρυθμού που χτίστηκαν τότε και σώζονται μέχρι σήμερα. Το χωριό μετατρέπεται σε σημαντικό κέντρο παραγωγής κι επεξεργασίας καπνού και λειτουργεί καπνομάγαζο, το οποίο απασχολεί πάνω από 400 εργάτες που συρρέουν από τις Σέρρες και άλλα χωριά. Πολλά και διάφορα καταστήματα ανοίγουν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του εργατικού αυτού πληθυσμού, ενώ λειτουργεί και ιδιωτική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία ηλεκτροδοτεί τα σπίτια και τους δρόμους του χωριού. Παράλληλα, υπάρχει και αξιόλογη πνευματική άνθηση, καθώς ιδρύονται διάφοροι σύλλογοι οι οποίοι αναπτύσσουν αξιόλογη πολιτιστική δραστηριότητα, όπως το ανέβασμα θεατρικών παραστάσεων και η έκδοση περιοδικού που αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Την ίδια εποχή επίσης, ο Μουσικογυμναστικός Σύλλογος Εμμανουήλ Παπάς ιδρύει και ποδοσφαιρική ομάδα. Την περίοδο 2024-25 αγωνίζεται στην Β΄ Κατηγορία της ΕΠΣ Σερρών.
Στη Μικρασιατική εκστρατεία, οι κάτοικοι του χωριού σε ηλικία στράτευσης επιστρατεύονται, και 11 από αυτούς συγκαταλέγονται ανάμεσα στις χιλιάδες άλλων Ελλήνων που πλήρωσαν με τη ζωή τους τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Εμφύλιος
ΕπεξεργασίαΝέες περιπέτειες περίμεναν τους κατοίκους του χωριού με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ολόκληρη η περιοχή ανατολικά του Στρυμόνα και μέχρι τα ελληνοτουρκικά σύνορα του Έβρου περιέρχεται και πάλι υπό βουλγαρική κατοχή («Τρίτη Βουλγαρία», κατά τους παλιούς) και οι Έλληνες κάτοικοί της υποφέρουν για ακόμη μία φορά τα πάνδεινα από τις βουλγαρικές κατοχικές αρχές. [14][15] Εφαρμόζονται και πάλι οι ίδιες μέθοδοι με τις προηγούμενες φορές, οι γνωστές απαγορεύσεις της θείας λειτουργίας στην ελληνική γλώσσα και το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων, αλλά και καινούργιες: οι μαθητές πρέπει υποχρεωτικά να παρακολουθούν τα μαθήματα στα βουλγαρικά σχολεία που αντικαθιστούν τα ελληνικά, ενώ επιβάλλεται μέχρι και απαγόρευση της χρήσης της ελληνικής γλώσσας δημοσίως. Οι ελληνικές επιγραφές των εικόνων και των τοιχογραφιών αντικαθίστανται από βουλγαρικές, ακόμα και οι επιτύμβιες επιγραφές με τα ονόματα των νεκρών στα νεκροταφεία. Οι καταστηματάρχες υποχρεώνονται να δεχτούν ως συνεταίρο έναν Βούλγαρο υπήκοο, ο οποίος είναι ο ουσιαστικός ιδιοκτήτης αφού αυτός διαχειρίζεται αποκλειστικά το ταμείο, κι έτσι με τον καιρό οι Έλληνες χάνουν τα καταστήματά τους. Οι αγρότες υποχρεώνονται να παραχωρούν στις βουλγαρικές αρχές το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους καθώς και να φιλοξενούν στα σπίτια τους βουλγαρικές οικογένειες που εγκαθίστανται σε πολλά ελληνικά χωριά, ώστε να αλλοιωθεί η εθνογραφική σύνθεση του πληθυσμού. Επίσης, στα χωριά διορίζονται Βούλγαροι πρόεδροι και οι βουλγαρικές αρχές προσπαθούν να προσελκύσουν τους Έλληνες ώστε να αποδεχτούν τη βουλγαρική υπηκοότητα (οι λεγόμενοι «βουλγαρογραμμένοι»), δελεάζοντάς τους με τρόφιμα που τους παρείχαν και κυρίως ελαιόλαδο, το οποίο είχε καταντήσει τότε δυσεύρετο. Οι ελάχιστοι που υποκύπτουν, αποκαλούνται περιφρονητικά «Λαδοβούργαροι».
Οι βουλγαρικές αρχές δείχνουν ιδιαίτερο ζήλο στην ανεύρεση παλιών Μακεδονομάχων, τους οποίους συχνά εκτελούν εν ψυχρώ ή αποτελειώνουν με βάναυσο ξυλοδαρμό. Ενδεικτικό της αγριότητας της βουλγαρικής κατοχής είναι το ότι πολλοί Έλληνες, μην αντέχοντας όλο αυτό το κλίμα τρομοκρατίας περνούν κρυφά τον ποταμό Στρυμόνα, για να φτάσουν στη γερμανοκρατούμενη ζώνη την οποία αποκαλούν «το ελληνικό»! Άλλοι πάλι κατατάσσονται στις αντιστασιακές οργανώσεις και βγαίνουν στο βουνό. Όμως, ο κατακτητής τιμωρεί σκληρά τον άμαχο πληθυσμό για κάθε χτύπημα που δέχεται. Έτσι, όταν μία μέρα του Μαΐου του 1944, Έλληνες αντάρτες σκότωσαν δύο διερχόμενους Γερμανούς μοτοσυκλετιστές στην εθνική οδό Σερρών-Δράμας, ανάμεσα στα χωριά Χρυσό και Νέο Σούλι, οι Γερμανοί ζήτησαν από τις βουλγαρικές αρχές, που είχαν τον έλεγχο της περιοχής, να εκτελέσουν σε αντίποινα 10 κατοίκους από κάθε ένα από τα γειτονικά χωριά. Πράγματι, οι Βούλγαροι συνέλαβαν από τον Εμμανουήλ Παπά 9 άτομα (ο δέκατος κατόρθωσε να διαφύγει και δεν τον αντικατέστησαν με άλλον), κατόπιν κλήρωσης που έκαναν με τα ονόματα του δημοτολογίου. Τους μετέφεραν στο χωριό Παραλίμνιο και τους εκτέλεσαν δίπλα σε ένα ανάχωμα του Στρυμόνα, όπου και τους έθαψαν. [16] Εκτός από τους 9 αυτούς εκτελεσθέντες, κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής άλλοι 6 κάτοικοι του χωριού έχασαν τη ζωή τους, μετά από τη σύλληψή τους από τις βουλγαρικές αρχές, λόγω ξυλοδαρμών και βασανιστηρίων, ενώ άλλοι δύο πέθαναν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα από τους Γερμανούς και Ιταλούς εισβολείς (και οι δύο σε στρατιωτικά νοσοκομεία, έχοντας τραυματιστεί βαριά, ο ένας στη Μάχη της Κρήτης κι ο άλλος στο αλβανικό μέτωπο). Έτσι, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων που είχε το χωριό καθ' όλη τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου ανέρχεται στα 17.
Την εποχή του Εμφυλίου, τα πολιτικά πάθη και μίση ήταν ιδιαίτερα οξυμένα στο χωριό και διαπράχθηκαν ορισμένες ακρότητες εκατέρωθεν. Το ΚΚΕ είχε σημαντικό λαϊκό έρεισμα και χαρακτηριστικά, η συνοικία του χωριού "Πχαδούδ" (<Πηγαδούδι) αποκαλούνταν «Μικρή Μόσχα». Αρκετοί από τους οπαδούς του, στελέχωσαν τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού και μετά την ήττα του μερικοί κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες σε χώρες του ανατολικού μπλοκ (κυρίως Ρουμανία, Ουγγαρία και Βουλγαρία). Συνολικά το χωριό θρήνησε 23 θύματα στον Εμφύλιο, από τους οποίους οι 11 ήταν στην κυβερνητική παράταξη (στρατιώτες, χωροφύλακες και απλοί πολίτες) και οι 12 μαχητές του ΔΣΕ.
Μεταπολεμική εποχή
ΕπεξεργασίαΣτα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι κάτοικοι του χωριού προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές που άφησαν ο Β Παγκόσμιος κι ο Εμφύλιος Πόλεμος, όμως η γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας και η τεράστια καταστροφή που έχει προκληθεί, δεν τους επιτρέπουν να ορθοπηδήσουν εύκολα. Τα δεδομένα έχουν πια αλλάξει και όσον αφορά την καπνοκαλλιέργεια, αφού τα καπνά δεν πιάνουν πλέον τις προπολεμικές τιμές. Συχνά μάλιστα, μένουν και απούλητα και καίγονται απ' τους παραγωγούς ή πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές. Αυτή η κατάσταση έχει αντίκτυπο και στον δημογραφικό τομέα, καθώς πολλοί κάτοικοι του χωριού μεταναστεύουν προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης κι ο πληθυσμός του χωριού αρχίζει να φθίνει συνεχώς, από τη δεκαετία του 1960 και μετά. Μπορεί την ίδια εποχή να γίνονται τα πρώτα βήματα εκσυγχρονισμού του χωριού, με την ηλεκτροδότησή του από τη ΔΕΗ και την κατασκευή δικτύου ύδρευσης που παρέχει πόσιμο νερό σε κάθε σπίτι (μέχρι τότε οι κάτοικοι προμηθεύονταν νερό για τις καθημερινές ανάγκες τους από δημόσιες βρύσες που υπήρχαν άφθονες σε κάθε γειτονιά), όμως η ανέχεια ωθεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στη μετανάστευση. Πολλοί ακολουθούν το ρεύμα της αστυφιλίας και εγκαθίστανται στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες, ενώ άλλοι φεύγουν στο εξωτερικό (κατά κύριο λόγο στη Δυτική Γερμανία). Ακόμη και οι επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων αλλάζουν ριζικά, καθώς η καλλιέργεια του καπνού, που αποτελούσε για δεκαετίες την κύρια ενασχόληση των κατοίκων του χωριού εγκαταλείπεται. Μερικοί στρέφονται σε άλλες καλλιέργειες (καλαμπόκια και βαμβάκι κυρίως), ενώ άλλοι εγκαταλείπουν εντελώς τη γεωργία και στρέφονται σε διαφορετικά επαγγέλματα που σχετίζονται κυρίως με την οικοδομική δραστηριότητα. Ένα άλλο επακόλουθο της δημογραφικής κρίσης που πλήττει το χωριό στις μεταπολεμικές δεκαετίες είναι η σταδιακή γήρανση του πληθυσμού, ο οποίος πλέον αποτελείται από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και μετά, στο μεγαλύτερο μέρος του από ηλικιωμένα άτομα, ενώ ο αριθμός των νέων ολοένα και μειώνεται.
Λαογραφία
ΕπεξεργασίαΉθη, έθιμα και παραδόσεις
ΕπεξεργασίαΟ Εμμανουήλ Παπάς και τα γειτονικά χωριά Πεντάπολη, Άγιο Πνεύμα, Νέο Σούλι και Χρυσό αποτελούν μια ιδιαίτερη πολιτισμική και λαογραφική ενότητα, τα λεγόμενα Νταρνακοχώρια[νεκρός σύνδεσμος], τα οποία παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στα ήθη κι έθιμα, στις παραδόσεις, στη γλώσσα καθώς και στη μουσική. Πέρα όμως από τα κοινά χαρακτηριστικά, υπάρχουν και κάποια που είναι μοναδικά για το συγκεκριμένο χωριό, κι ένα από αυτά είναι το αποκριάτικο έθιμο που είναι γνωστό ως "κούσασι" (παραφθορά της φράσης "ακούς εσύ") ή και "μάτιασμα" (χωρίς να έχει καμία σχέση με τις γνωστές δεισιδαιμονικές αντιλήψεις περί "κακού ματιού", βασκανείας κ.τ.λ.). Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα είδος τελετουργικού παντρολογήματος που τελούνταν παλιά σε κάθε γειτονιά του χωριού από ομάδες παιδιών προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, μπροστά στη φωτιά που άναβαν το βράδυ της Κυριακής των Αποκριών. Εκεί, αφού είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες κι άρχιζαν την τέλεση του εθίμου, εκφωνώντας δυνατά κάθε φορά τα εξής τελετουργικά λόγια:
Ιεεεεεεέ!
Κους ασύ, κους ασύ
γέρου παπαγέρου.
Να πάνουμι στ' άλας
να γυρίσουμι απ' τ' άλας.
Να πάν' ς κι συ στ' άλας.
Κι ο............ (εκφωνείται το ονοματεπώνυμο κάποιου αγοριού)
να παρ' την............... (εκφωνείται το ονοματεπώνυμο κάποιου κοριτσιού).
κάηκι τ' παπά αχυρώνα"! [17]
Το έθιμο της χελιδόνας ή "χελιδονίσματα"" που απαντάται σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου και Δωδεκανήσων τηρούνταν επίσης και στον Εμμανουήλ Παπά (όπως και στα υπόλοιπα Νταρνακοχώρια και σε πολλά άλλα χωριά του νομού Σερρών), μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες. Τα παιδιά γυρνούσαν στα σπίτια του χωριού κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού και τραγουδώντας το τραγούδι της χελιδόνας και οι νοικοκυρές τους πρόσφεραν αβγά, γλυκίσματα, κουλούρια ή και λεφτά:
Χελιδόνα έρχεται απ' τη Μαύρη Θάλασσα
Θάλασσα κι αν πέρασε, έκατσε και λάλησε
λάλησε τα γράμματα, γράμματα ελληνικά
που μαθαίνουν τα παιδιά, τα παιδιά απ' τον δάσκαλο
Δάσκαλος μας έστειλε να μας δώστε πέντ'αβγά
κι αν δεν έχ'τε πέντ' αβγά δώστε μας την κλωσσαριά
να γεννά και να κλωσσά και να σέρνει τα πουλιά
Μάρτης μας ήρθε, καλώς μας ήρθε
Τα λουλούδια άνθισαν, τόπος μυριζει
Κι η αγία πασχαλιά, με τα κόκκινα τ'αβγά
και του χρόνου!
Μάλιστα ο Άγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζορτζ Φρέντερικ Άμποτ που είχε σταλεί απ' το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ στη Μακεδονία το 1900 για να μελετήσει τη λαογραφία των ελληνόφωνων περιοχών της, αναφέρει στο σχετικό βιβλίο του "Macedonian Folklore" ότι στο χωριό Λακκοβήκια (σημερινή Μεσολακκιά Σερρών) όπου επίσης τηρούνταν το έθιμο των χελιδονισμάτων, τα παιδιά τραγουδούσαν μια ελαφρώς διαφορετική παραλλαγή του πιο πάνω τραγουδιού της χελιδόνας.[18] Η αξιοσημείωτη, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Άμποτ,[19][20] ομοιότητα μεταξύ των δύο πρώτων στίχων του σύγχρονου τραγουδιού της χελιδόνας και των αντίστοιχων του αρχαίου αγερμού που τραγουδιούνταν στη Ρόδο και τους αναφέρει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του, ασφαλώς μαρτυρούν την αρχαία καταγωγή του εθίμου αυτού:
Καὶ χελιδονίζειν δὲ καλεῖται παρὰ Ῥοδίοις ἀγερμός τις ἄλλος, περὶ οὗ φησι Θέογνις ἐν δευτέρῳ περὶ τῶν ἐν Ῥόδῳ θυσιῶν γράφων οὕτως· « Εἶδος δέ τι τοῦ ἀγείρειν χελιδονίζειν Ῥόδιοι καλοῦσιν, ὃ γίνεται τῷ Βοηδρομιῶνι μηνί. Χελιδονίζειν δὲ λέγεται διὰ τὸ εἰωθὸς ἐπιφωνεῖσθαι·
Ἦλθ´, ἦλθε χελιδὼν
καλὰς ὧρας ἄγουσα,
καλοὺς ἐνιαυτούς,
ἐπὶ γαστέρα λευκά,
ἐπὶ νῶτα μέλαινα...'' [21]
Άλλα έθιμα του χωριού που είναι κοινά με τα άλλα Νταρνακοχώρια είναι τα λεγόμενα "κηρούδια" την παραμονή της εορτής των Φώτων, όταν ο νονός έστελνε στα βαφτιστήρια του ένα πανέρι γεμάτο ξηρούς καρπούς, χουρμάδες, σοκολατάκια κι άλλα γλυκίσματα, στολισμένο με κλωνάρι ελιάς και μεγάλα κεριά, περασμένα μέσα από πορτοκάλια και με αποξηραμένα σύκα κρεμασμένα στις άκρες τους,[22] καθώς και το "θύμιασμα", την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, όταν στο βραδινό τραπέζι τοποθετούσαν ένα αναμμένο θυμιατό και μ' αυτό ο αρχηγός της οικογένειας θύμιαζε ένα ένα όλα τα μέλη της και στη συνέχεια όλα τα δωμάτια του σπιτιού καθώς και τον στάβλο με τα ζώα.[23]. Τα έθιμα της γέννησης, του αρραβώνα και του γάμου είναι επίσης ίδια με αυτά των άλλων Νταρνακοχωρίων,[24] ενώ το έθιμο των Λαζαρίνων είναι διαδεδομένο σε ολόκληρο σχεδόν τον βορειοελλαδικό χώρο. Το Σάββατο του Λαζάρου, κοπέλες γυρνάνε στα σπίτια του χωριού κρατώντας καλάθια με λουλούδια και τραγουδούν τα κάλαντα του Λαζάρου, ενώ οι νοικοκυρές φτιάχνουν κουλουράκια με σχήμα ανθρώπου, τα "λαζαράκια" [18] . Κάποιοι λαογράφοι θεωρούν ότι αυτό είναι ένα από τα αρκετά χριστιανικά έθιμα που στην πραγματικότητα έχουν τις ρίζες τους σε ειδωλολατρικές γιορτές της αρχαιότητας (στην προκειμένη περίπτωση τα Αδώνια), οι οποίες απλώς καλύφθηκαν μ' έναν χριστιανικό "μανδύα" για να κληροδοτηθούν και στη νέα θρησκεία και να επιβιώσουν έτσι μεταλλαγμένα μέχρι και σήμερα. [19] Την ίδια προέλευση έχει κατά πάσα πιθανότητα κι ένα έθιμο της Μεγάλης Παρασκευής που απαντάται και σ' άλλα χωριά του νομού Σερρών, η τοποθέτηση ενός μικρού πιάτου ή γλάστρας με φρεσκοφυτεμένες φακές ή σιτάρι (ή ακόμα και οποιοδήποτε άλλο φυτό της εποχής που ανθίζει γρήγορα), δίπλα από την εικόνα του Εσταυρωμένου κι ένα αναμμένο κερί ή καντήλι, σε ένα τραπέζι μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού την ώρα που περνά η πομπή του Επιτάφιου. [20] Η πρακτική αυτή θυμίζει το έθιμο των "Αδώνιδος Κήπων" της αρχαιότητας.
Γλώσσα
ΕπεξεργασίαΤο γλωσσικό ιδίωμα του Εμμανουήλ Παπά, όπως και των γειτονικών Νταρνακοχωρίων, τα λεγόμενα "νταρνάκικα", ανήκουν βέβαια στην ευρύτερη ομάδα των λεγόμενων βορείων νεοελληνικών ιδιωμάτων και δε διαφέρουν σημαντικά από τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους που μιλιούνται από τους ελληνόφωνους ντόπιους κατοίκους της περιοχής του νομού Σερρών και της Μακεδονίας ή του ευρύτερου βορειοελλαδίτικου χώρου γενικότερα, δηλαδή παρουσιάζει τα ίδια φωνολογικά χαρακτηριστικά με πιο χαρακτηριστικά τη στένωση (τροπή των άτονων ο και ε σε ου και ι αντίστοιχα, π.χ. παιδί>πιδί, δέντρο>δέντρου) και τις συνηθισμένες αποκοπές φωνηέντων (π.χ. γουρούνι>γρούν, ξεσηκώθηκα>ξισκώθκα) κ.τ.λ., που αποτελούν τυπικό γνώρισμα όλων των βορείων ιδιωμάτων, αλλά παρ' όλα αυτά παρουσιάζουν κάποιες ιδιαιτερότητες που είναι αποκλειστικό τους γνώρισμα. Ένα από αυτά π.χ. είναι ο ιδιόμορφος σχηματισμός της προστακτικής Αορίστου της παθητικής φωνής σε -ους, π.χ. "κουριφτούς", "κοιμθούς", "ξουρστούς", "φλαχτούς", "θμηθούς" κ.τ.λ. αντί για "κουρέψου", "κοιμήσου", "ξυρίσου", "φυλάξου" και "θυμήσου" αντίστοιχα. Ενώ η προστακτική Ενεστώτα της παθητικής σχηματίζεται σε -ουν, π.χ. "κμούν" (να κοιμάσαι), "σλλουγιούν" (να συλλογιέσαι), "γουνιούν" (να αγωνιέσαι=βιάζεσαι) κ.τ.λ. Ένας άλλος αξιοσημείωτος σχηματισμός προστακτικής, στην ενεργητική φωνή αυτή τη φορά, είναι αυτός του Αορίστου των ρημάτων βλέπω, λέω και βρίσκω, που αντίθετα απ'ότι συμβαίνει στην κοινή νεοελληνική και σε άλλες διαλέκτους δεν έχει τελικό σίγμα (π.χ. "δγιε" αντί "δες", "πε" αντί "πες" και "βρε" αντί "βρες", τύποι που ασφαλώς βρίσκονται πιο κοντά στους αντίστοιχους της αρχαίας ελληνικής "ιδέ", "ειπέ" και "ευρέ"). Τα υποκοριστικά έχουν συνήθως την κατάληξη -ούδης (και -ούδας), -ούδα, -ούδι, π.χ. καρικλούδα, πιτρούδα, λαμπούδα, πιδούδ, κουρτσούδ, γατούδ κ.τ.λ. Τα αρσενικα -ούδης και -ούδας χρησιμοποιούνται μόνο σε επώνυμα π.χ. Αντωνούδης, Ευαγγελούδης, Αλεξούδας, Μαλούδας, καθώς και σε υποκοριστικά βαφτιστικών ονομάτων (μόνο το δεύτερο) π.χ. Δημητρούδας, Γιαννούδας, Νικουλούδας. Μια άλλη ιδιομορφία, που ωστόσο απαντάται και σε άλλες περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου (Χαλκιδική), είναι ο τονισμός της συλλαβής πριν από την προπαραλήγουσα που συμβαίνει στο α και β πρόσωπο πληθυντικού του Παρατατικού και του Αορίστου ορισμένων ρημάτων, π.χ. έχαναμι, κέρδισαμι, νίκησαμι, έφιρατι, φαίνουσασταν, έρχουμασταν κ.τ.λ. Επίσης το α πρόσωπο Παρατατικού των ρημάτων της παθητικής φωνής σχηματίζεται με κατάληξη -αν αντί για -ουν της κοινής νεοελληνικής, π.χ. έρχουμαν, κάθουμαν, φουβούμαν, λυπούμαν κ.ο.κ., φαινόμενο που απαντάται και σε πολλά άλλα βόρεια ιδιώματα και ασφαλώς πρόκειται για κατάλοιπο της αρχαίας δωρικής και αιολικής διαλέκτου οι οποίες επίσης σχημάτιζαν τον Παρατατικό της μέσης και παθητικής φωνής με κατάληξη -αν [21] στο α πρόσωπο αντί για το κλασικό -ην [22] της αττικής. Παρομοίως, αρχαία προέλευση έχουν και οι ιδιόμορφες καταλήξεις Παρατατικού σε -σκα κάποιων ρημάτων όπως "έμνησκα/απόμνησκα", "πέθνησκα" κ.ο.κ. [23], που μας θυμίζουν την κατάληξη Παρατατικού -σκον των αντίστοιχων αρχαίων ρημάτων, π.χ. θνήσκω-έθνησκον, μένω-μένεσκον (ιωνικός τύπος) κ.α. [24] Με τη διάλεκτο των Νταρνακοχωρίων έχουν ασχοληθεί διάφοροι Έλληνες λόγιοι του 19ου αιώνα. Το 1862, ο διακεκριμένος φιλόλογος και πανεπιστημιακός Ιωάννης Πανταζίδης δημοσιεύει ένα ενδιαφέρον άρθρο στον τρίτο τόμο του μηνιαίου φιλολογικού περιοδικού "Φιλίστωρ" [25] με τίτλο "Λέξεις μακεδονικαί" [26], όπου μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής, σχετικά με τη διάλεκτο των Νταρνακοχωρίων, στη σελίδα 120:
"Τοιαύτα τινά φρονούντες και προ της εκδόσεως του Φιλίστορος, ηρχίσαμεν ευθύς ως ήλθαμεν εις τας Σέρρας, να συλλέγωμεν λέξεις μακεδονικάς ουχί μετ΄ επιμελείας, αλλ΄ όπως η τύχη έφερεν αυτάς εις τας ακοάς ημών και μάλλον χάριν διατριβής ή προς ορισμένον τινά σκοπόν. Και συλλέξαντες ούτω ολίγας παραθέτωμεν αυτάς εν τας εξής μετά συντόμων τινών παρατηρήσεων. Ομολογούμεν όμως ότι ηδύνατο τις πλειοτέραν ευκαιρίαν έχων και εις τα πέριξ χωρία περιερχόμενος, ιδίως δε τα λεγόμενα Δαρνάκικα, να συλλέξη περισσοτέρας΄ διότι κατά την ομολογίαν πολλών εκεί απαντώσι μάλιστα παρά τοις γυναιξί λέξεις δύσληπτοι εις τους κατοίκους της πόλεως, αλλ΄ εξ άπαντος ελληνικαί, επειδή ούτε βουλγαρικαί είναι, ούτε τουρκικαί."[27]
Ο Φιλόλογος Ιωάννης Τσικόπουλος[νεκρός σύνδεσμος], διευθυντής του ημιγυμνασίου Σερρών και συγγραφέας διάφορων φιλολογικών και γλωσσολογικών πονημάτων, γράφει το 1892 τα εξής για τη διάλεκτο των Νταρνακοχωρίων, στις σελ. 42-43 του έργου του Μελέτη περί λεξικού της καθ' ημάς δημώδους γλώσσης:
Προς Ανατολάς των Σερρών κείνται τα λεγόμενα Δαρνακοχώρια, ελληνόφωνοι κώμαι, ούτω κληθείσαι εκ του ονόματος των οικούντων, "Δαρνάκιδες". Θεωρείται πιθανόν ότι εδόθη αυτοίς το όνομα τούτο δια την συχνοτάτην χρήσιν της λέξεως δάρι = τώρα και 2) = βρε. Πόθεν η λέξις δάρι, άγνωστον. Το βέβαιον είναι ότι διέσωσσαν οι Δαρνάκιδες λέξεις τινάς ακριβώς αρχαίας. Εάν ο Σωλεφέβρ, ο διαπρεπής Άγγλος βουλευτής εξ αυτοψίας και αυτηκοϊας εγίγνωσκε τον ελληνισμόν των Δαρνακοχωρίων, της επαρχίας Σερρών εν γένει και της Ζίχνας, δεν θα παρεπλανάτο (ίσως υπό των εχόντων συμφέρον να διαδίδωσι στρεβλάς και ψευδείς πληροφορίας περί του ελληνικού της Μακεδονίας πληθυσμού), ώστε να πιστεύση και να γράψη «Η εθνολογία μαρτυρεί ότι προς Ανατολάς (!!!) της Θεσσαλονίκης οι Βούλγαροι είναι πολυαριθμότεροι των Ελλήνων !!». (Ν. Ημέρα, 2/14 Φεβρουαρίου 1891]. Ω γη και θεοί ! Ούτω γράφεται η σύγχρονος ιστορία! [28][29]
Ο γνωστός φιλόλογος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας αρκετών ιστορικών, φιλολογικών και αρχαιολογικών συγγραμμάτων Πέτρος Ν. Παπαγεωργίου, ο οποίος είχε διατελέσει και Γυμνασιάρχης του ελληνικού γυμνασίου Σερρών, γράφει σχετικά στο έργο του "Αι Σέρραι μετά των προαστείων, τα περί τας Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου"(1894):
"Αξία μελέτης λόγω της τε προφοράς και του τονισμού και του τυπικού είναι και η νυν λαλουμένη γλώσσα εν Σέρραις και εν τοις χωρίοις, μάλιστα εν τοις πλησίον προς Ανατολήν κειμένοις : Βεζνίκω, Ντερβέσιανη, Ντοβίστα, Ζιλί, Σουμπάς – κιόϊ, Σαρμουσακλί και Τοπόλιανη τοις επιλεγομένοις ‘’Δαρνάκικα’’ ή ‘’Δαρνακοχώρια, ων οι κάτοικοι ‘’Δαρνάκηδες’’ έλαβον ίσως το όνομα εκ της εν τη ομιλία αυτών συχνής χρήσεως της λέξεως ‘’δάρι’’, σημαινούσης και το τώρα (νυν) και το βρε (du) και το αμέσως, και το ‘’νάκα’’ (όρα κατωτέρω)". [30]
Δείγμα σπάνιων λέξεων αρχαίας προέλευσης του ιδιώματος των Νταρνακοχωρίων
Επεξεργασίαανήγατος=αυτός που δεν έχει χρησιμοποιηθεί πολύ, καινούργιος, από το αρχαίο επίθετο νηγάτεος-α-ον με την ίδια σημασία [31]. Ο Πανταζίδης εκφράζει την έκπληξή του για το πώς η ομηρική αυτή λέξη διασώθηκε στα στόματα των γυναικών των Σερρών. [32]
βάζει=πρόκειται για ένα ρήμα πιθανότατα αρχαίας προέλευσης που χρησιμοποιείται πάντοτε απρόσωπα, είτε στον ενεστώτα ή στον Αόριστο ως "έβαξι" ή και στο Μέλλοντα ως "θα βάξει" με τη σημασία του "κάνει θόρυβο, ακούγεται δυνατά, ακούγεται κάποιος παράξενος ήχος". Π.χ. όταν ακούγεται κάποιος παράξενος θόρυβος: "Τι είναι αυτό που βάζει έτσι;"=Τι είναι αυτό που ακούγεται έτσι/κάνει τέτοιο θόρυβο ή "τι έβαξε έτσι;"=τι ακούστηκε έτσι/έκανε τέτοιο θόρυβο". Στον Μέλλοντα χρησιμοποιείται σε φράσεις όπως "αν σου δώσω μια στη μούρη ξέρεις πώς θα βάξει;"=ξέρεις πώς θα ακουστεί/τι δυνατό θόρυβο θα κάνει. Υπάρχει επίσης και το ουσιαστικό "βάξμου/βάξιμο"=δυνατός θόρυβος, ήχος, βουή κ.τ.λ. Όλα αυτά πιθανότατα προέρχονται από τα αρχαία "βάζω"=μιλώ, λέω και "βάξις"=ομιλία,φήμη. [33] [34]
γλέφαρο=μέτωπο, από το αρχαίο "γλέφαρον" (δωρικός τύπος του "βλέφαρον") με την ίδια ακριβώς σημασία. [35]
δουκάνη και θκάνη=ξύλινο εργαλείο που χρησιμοποιούσαν παλιά οι αγρότες για το αλώνισμα του σιταριού, από το αρχαίο τυκάνη. [36]
έβα και έιβα=θαυμαστικό επιφώνημα, όπως το πω πω! Πιθανότατα από το αρχαίο θαυμαστικό επιφώνημα βαβαί. [37]
Θρασιάς=ένας κρύος βορειοδυτικός άνεμος που πνέει τον χειμώνα. Απο το αρχαίο Θρασκίας με την ίδια σημασία, που αναφέρει και ο Αριστοτέλης στα "Μετεωρολογικά" του. [38]
κανάπι=σπάγγος, απ' το αρχαίο καννάβιον που ονομάστηκε έτσι επειδή παρασκευαζόταν από τις ίνες του φυτού κάνναβις. [39]
κνήθω=αντί για το "ξύνω" της κοινής νεοελληνικής συνηθίζεται αυτό το αρχαιοπρεπές ρήμα.
κουμάσι=κοτέτσι, συνήθως για περιστέρια, από το αρχαίο κουμάσι, "το των ορνίθων οίκημα" κατά τον Ησύχιο. [40]
κρούω=άλλο ένα αρχαιοπρεπές ρήμα αντί του συνηθισμένου "χτυπώ" της κοινής νεοελληνικής.
κφόγρουνο= έτσι χαρακτηρίζεται αυτός που δε μιλάει καθόλου, συνήθως όταν βρίσκεται σε κάποια παρέα π.χ. λέγεται για τέτοιους ανθρώπους "αυτός μόνο ακούει και σωπαίνει σαν το κφόγρουνο, δεν απαντάει καθόλου". Το δεύτερο συνθετικό της λέξης μάλλον δεν έχει σχέση με το "γουρούνι" αλλά κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται απ' το αρχαίο "γρώνος". Σύμφωνα με το λεξικό του Ησύχιου, έτσι αποκαλούσαν τους "ακούοντας και μη λαλούντας". [41]
λείξουρος=ο λιχούδης, λαίμαργος, καλοφαγάς, από το αρχαίο λείξουρος με παρόμοια σημασία. [42]
λιμάζω=πεινάω πολύ, απ' τα αρχαία "λιμώττω/λιμώσσω", λιμός κ.τ.λ. και λιμασμένος=πολύ πεινασμένος, ξελιγωμένος [43]
λυγκρίζω=λέγεται για σκυλιά συνήθως, όταν γαβγίζουν σαν να κλαίνε λόγω χτυπήματος αλλά όχι σπάνια και για ανθρώπους, με μεταφορική βέβαια σημασία. Πιθανότατα από το αρχαίο "λυγρός" που σημαίνει λυπητερός, θρηνητικός. [44]
μανίζω=θυμώνω και μαν(ι)σμένος=θυμωμένος, απ' το αρχαίο "μηνίζω" (παράλληλος τύπος του μηνίω) με την ίδια σημασία. [45]
μουλώνω=σωπαίνω, κλείνω το στόμα μου, απ' το αρχαίο μυλλαίνω που σημαίνει στραβώνω το στόμα μου. [46]
ξαπείκαστος=ξαφνικός, αναπάντεχος .Υπάρχει και επίρρημα "ξαπείκαστα" με την ίδια σημασία. Ολοφάνερη η προέλευση απ' το αρχαίο εικάζω.
όχτος=χωμάτινος τοίχος, από το αρχαίο "όχθος" με την έννοια του "λόφος" όπως συναντάται στον Ηρόδοτο, 8.52. [47] [48]
παραφτίδα=η περιοχή του κροτάφου, από το αρχαίο "παρωτίς/γεν. παρωτίδος". [49]
παταύρα=πολύ λεπτή σανίδα που χρησιμοποιείται στην κατασκευή των κεραμοσκεπών, καθώς με αυτές καλύπτεται το κενό διάστημα ανάμεσα στα χοντρά δοκάρια και στη συνέχεια πάνω τους τοποθετούνται τα κεραμίδια. Από το αρχαίο "πέτευρον" που σήμαινε κατά τον Ησύχιο "σανίς εφ' ης αι όρνεις κοιμώνται". [50]
πνάκ(ι)=το πιάτο, φυσικά από το αρχαίο "πινάκιον" (βλ. τη βιβλική φράση "αντί πινακίου φακής").
πρίνος=το πουρνάρι, απ' το αρχαίο πρίνος με την ίδια σημασία. [51]
προμηθεύω=συμβουλεύω. Βλέπουμε ότι το ρήμα αυτό έχει διατηρήσει περίπου την αρχαία του σημασία, όπως αυτή εκφράζεται στις λέξεις "προμήθεια", "προμήθης", "προμηθεύομαι", "Προμηθεύς" κ.τ.λ. [52]
σφάλακας=τυφλοπόντικας, και μεταφορικά ο πολύ κοντός άνθρωπος. Από το αρχαίο σπάλαξ (και ασπάλαξ). [53]
ρουμνίδα=στενό δρομάκι που είναι αδιέξοδο, πιθανότατα από το αρχαίο "ρύμη".
ρουγαλίδα=ένα είδος αράχνης. Σε άλλες περιοχές όπως η Κρήτη λέγεται ρώγαλος. Από το αρχαίο "ρώξ", γεν. ρωγός, είδος δηλητηριώδους αράχνης ("είδος φαλαγγίου") που αναφέρει ο Ησύχιος. [54]
σταλαχίδα=η μεγάλη στενοχώρια, λύπη. Υπάρχει επίσης και το ρήμα "σταλαχίζομαι". Κατά τον Ι. Πανταζίδη προέρχεται από το αρχαίο "σαλάσσω". [55] [56]
στουλίζω=πιτσιλώ, βρέχω κάποιον ή κάτι με σταγόνες κάποιου υγρού. Πιθανότατα από τη λέξη "στίλη" και "στίλα" που αναφέρει ο Ησύχιος και σημαίνει σταγόνα. Η τροπή του ι της αρχικής συλλαβής σε ου συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις στα βόρεια ιδιώματα, π.χ. κρεμμύδι>κριμμύδ>κρουμμύδ, ρεβίθι>ριβίθ>ρουβίθ, κρικέλι>κουρκέλι κ.α. [57]
τανύζομαι=τεντώνομαι, φυσικά από το αρχαίο ρήμα "τανύω" με την ίδια σημασία. [58]
τράφος=χαντάκι που συνήθως χρησιμεύει ως όριο ανάμεσα σε γειτονικά χωράφια. Από το ομώνυμο αρχαίο ουσιαστικό που επίσης σήμαινε τάφρος, χαντάκι. [59]
τροχαλιά=σωρός από πολλές πέτρες, από το αρχαίο "τρόχμαλος" με την ίδια σημασία. Σε άλλες περιοχές λέγεται και τρόχαλος. [60]
τώντι=πράγματι, ειλικρινά, φυσικά από το αρχαίο "τώ όντι". [61]
φτίνα=είδος πήλινου δοχείου,από το αρχαίο "βυτίνη" και "πυτίνη". [62]
χλιάρι=κουτάλι, από το αρχαίο κοχλιάριον με την ίδια σημασία. [63]
χρεία=τουαλέτα, αποχωρητήριο.
ψιακή=δηλητήριο και υπάρχει επίσης και το ρήμα ψιακώνω=δηλητηριάζω. Από το αρχαίο "ψίαξ", γεν. ψίακος, που σημαίνει σταγόνα κατά τον Ησύχιο. [64]
Προσωπικότητες
Επεξεργασία- Γεννήθηκαν στον Εμμανουήλ Παππά
- Αντώνης Μαλλιάρης (1941), Έλληνας συγγραφέας και εκδότης
- Αρσένιος Μενεξές, Έλληνας πρωτοσύγκελλος, βραβευμένος για φιλανθρωπικό και φιλοπροσφυγικό έργο
- Εμμανουήλ Παπάς (1772 - 1821), Έλληνας μεγαλέμπορος, τραπεζίτης, φιλικός, οπλαρχηγός της επανάστασης του 1821 και ηγέτης της εξέγερσης στη Χαλκιδική
- Κατάγονται από τον Εμμανουήλ Παππά
- Παναγιώτης Κόκορας, Έλληνας αναπληρωτής καθηγητής σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο του Βορείου Τέξας, διευθυντής του Ινστιτούτου Πειραματικής Μουσικής και Πολυμέσων CEMI και κάτοχος σημαντικών διεθνών διακρίσεων
- Νικόλ Κυριακοπούλου, Ελληνίδα αθλήτρια του άλματος επί κοντώ
- Νίκος Οικονόμου, Έλληνας πρώην καλαθοσφαιριστής και νυν προπονητής μπάσκετ
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ «Διοικητικές μεταβολές / ΟΤΑ, Κ. Δοβίστης Ν. Σερρών, Κ. Παππά Ν. Σερρών, Κ. Εμμανουήλ Παππά Ν. Σερρών». Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2011.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Καλλικράτης - Διοικητική Διαίρεση - ΦΕΚ Β' 1292/11-8-2010
- ↑ Δ. Κ. Σαμσάρης, Συμβολή εις την ιστορίαν της Κοινότητος Εμμανουήλ Παππά (Ο ναός του Αγίου Αθανασίου και ο ανέκδοτος κώδιξ αυτού), Σέρρες 1970
- ↑ Nikolaidy, B[asil] (1859). Les Turcs et la Turquie contemporaine. 1. Παρίσι. σελ. 164.
- ↑ Synvet, Alexandre (1878). Les Grecs de l’Empire Ottoman. Etude Statistique et Ethnographique. Constantinople: L' Orient illustre. σελ. 43.
- ↑ Σχινά, Νικολάου Θ (1886). Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου Νέας Οροθετικής Γραμμής και Θεσσαλίας. Β΄. Εν Αθήναις: Messager d' Athènes. σελ. 444.
- ↑ Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, Β τόμος σελ.68, Νικολάου Κασομούλη
- ↑ [Κώστα Δούφλια,"Κοινότης Εμμανουήλ Παπάς, η ηρωική γενέτειρα του μεγάλου αρχιστράτηγου των Μακεδονικών δυνάμεων του 1821" σελ. 31]
- ↑ [Κώστα Δούφλια,"Κοινότης Εμμανουήλ Παπάς, η ηρωική γενέτειρα του μεγάλου αρχιστράτηγου των Μακεδονικών δυνάμεων του 1821" σελ. 33]
- ↑ «Η μάχη της Δοβίστας». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουλίου 2015.
- ↑ Ο Μακεδονικός Αγώνας στον νομό Σερρών
- ↑ «www.darnakas.gr "Έπεσαν στο χάραμα της λευτεριάς"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2015.
- ↑ Report of the International commission to inquire into the causes and conduct of the Balkan wars, σελ. 295
- ↑ Η Βουλγαρική εισβολή στην Ανατ. Μακεδονία
- ↑ Relief work in eastern Macedonia, σελ. 37
- ↑ Relief work in eastern Macedonia, σελ. 113
- ↑ War flying in Macedonia, σελ. 38-39
- ↑ "Macedonian Folklore", σελ. 18, George Frederick Abbott, 1903.
- ↑ "Macedonian Folklore", σελ. 19, George Frederick Abbott, 1903.
- ↑ "Macedonian Folklore", σελ. 21, George Frederick Abbott, 1903.
- ↑ "Αθηναίου Δειπνοσοφισταί", Βιβλίο Β, σελ. 154, Εκδ. August Meineke, Λειψία, 1858.
- ↑ "Η φωνητική παράδοση στα Δαρνακοχώρια Σερρών, η περίπτωση του χωριού Εμμανουήλ Παπά", σελ. 24, πτυχιακή εργασία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας της Μαγδαληνής Βελλή, 2008.
- ↑ "Η φωνητική παράδοση στα Δαρνακοχώρια Σερρών, η περίπτωση του χωριού Εμμανουήλ Παπά", σελ. 23, πτυχιακή εργασία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας της Μαγδαληνής Βελλή, 2008.
- ↑ "Η φωνητική παράδοση στα Δαρνακοχώρια Σερρών, η περίπτωση του χωριού Εμμανουήλ Παπά", σελ. 19-22, πτυχιακή εργασία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας της Μαγδαληνής Βελλή, 2008.