Αντίδοτο
Το αντίδοτο είναι χημική ουσία η οποία εξουδετερώνει ή περιορίζει την βλαπτική ενέργεια ενός δηλητηρίου σε ένα ζωντανό οργανισμό. Το αντίδοτο μετά τη χορήγησή του δρα άμεσα πάνω στην τοξίνη ή πάνω στον υποδοχέα στον οποίο προσδένεται, είτε αδρανοποιώντας την είτε μειώνοντας τις ανεπιθύμητες επιδράσεις της.[1]
Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις δηλητηρίασης η αντιμετώπιση είναι συντηρητική, σε κάποιες περιπτώσεις η χορήγηση αντιδότου εγκαίρως μπορεί να μειώσει δραματικά ή τουλάχιστον να εμποδίσει την εξέλιξη της δηλητηρίασης, αυξάνοντας την επιβίωση.[2][3] Λιγότερο από το 2% των τοξινών έχουν αναγνωρισμένο αντίδοτο.[4]
Τρόπος δράσης
ΕπεξεργασίαΓενικά τα αντίδοτα ανάλογα με τον τρόπο δράσης τους χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες. Αυτές είναι: μείωση των επιπέδων ενεργής τοξίνης, μπλοκάρισμα του σημείου πρόσδεσης, μείωση των τοξικών μεταβολιτών και αντιμετώπιση των επιδράσεων της τοξίνης.[4]
Ο ενεργός άνθρακας είναι παράδειγμα μη ειδικού αντιδότου το ποίο δρα προσδένοντας πάνω στη τοξίνη και αποτελεί το πιο κοινό αντίδοτο αυτού του είδους. Επίσης υπάρχουν και χηλικές ενώσεις οι οποίες προσδένονται εξειδικευμένα πάνω σε τοξίνες, καθώς και ανοσοθεραπείες με αντισώματα. Άλλα αντίδοτα δρουν ανταγωνιστικά στα ένζυμα ή τους υποδοχείς τα οποία επηρεάζουν τις τοξίνες (όπως η αιθανόλη σε περίπτωση δηλητηρίασης από μεθανόλη), ενισχύουν τη δράση των ενζύμων. Κάποια άλλα αντίδοτα μειώνουν το σχηματισμό τοξικών μεταβολιτών, όπως στην περίπτωση της Ν-ακετυλοκυστεΐνης στην τοξικότητα από παρακεταμόλη.[4]
Κατάλογος αντιδότων
ΕπεξεργασίαΟυσία | Ένδειξη |
---|---|
Ενεργός άνθρακας με σορβιτόλη | Σε πολλές τοξίνες που καταναλώθηκαν διά του στόματος |
Θεοφυλλίνη ή Καφεΐνη | Δηλητηρίαση με αγωνιστές υποδοχέων Αδενοσίνης |
Αντιμουσκαρινικά φάρμακα (π.χ. Ατροπίνη) | Οργανοφωσφορικά και καρβαμιδικά εντομοκτόνα, νευροτοξικοί παράγοντες και κάποιες δηλητηριάσεις από μανιτάρια |
Βήτα αναστολείς | Θεοφυλλίνη |
Χλωριούχο ασβέστιο[5] | Τοξικότητα από αναστολείς διαύλων ασβεστίου,[5] δήγμα μαύρης χήρας |
Γλυκονικό ασβέστιο [5] | Τοξικότητα από αναστολείς διαύλων ασβεστίου,[5] εγκαύματα από υδροφθορικό οξύ |
Χηλικές ενώσεις, όπως το EDTA, διμερκαπρόλη (BAL), πενσιλαμίνη και DMSA | Τοξικότητα από βαρέα μέταλλα |
Αντίδοτα κυανίου (υδροξοκοβαλαμίνη, νιτρικό άμυλο, νιτρικό νάτριο ή θειοσουλφάτη) | Δηλητηρίαση από κυάνιο |
Κυπροεπταδίνη | Σεροτονινεργικό σύνδρομο |
Δεφεροξαμίνη μεθανοσουλφονική | Δηλητηρίαση από σιδήρου |
Τεχνητό αντίσωμα διγοξίνης (Digibind και Digifab) | Τοξικότητα από διγοξίνη, κατάποση πικροδάφνης [6] |
Διφαινυδραμίνη υδροχλωρική και μπενζατροπίνη | εξωπυραμιδικά συμπτώματα από αντιψυχωσικά |
100% Αιθανόλη ή φομεπιζόλη | Δηλητηρίαση από αιθυλενογλυκόλη και μεθανόλη |
Φλουμαζενίλη | Υπερδοσολογία από βενζοδιαζεπίνες |
100% οξυγόνο ή υπερβαρική οξυγονοθεραπεία (HBOT) | Δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα και υδροκυάνιο |
Ινταρουκιζουμάμπη | Αντιστροφή της δράσης της δαβιγατράνης |
Ινσουλίνη + Γλυκαγόνη | Δηλητηρίαση από β-αναστολείς και αναστολείς διαύλων ασβεστίου |
Λευκοβορίνη | Υπερδοσολογία μεθοτρεξάτης, τριμεθοπρίμης και πυριμεθαμίνης |
Μπλε του μεθυλενίου | Θεραπεία ασθενειών που προκαλούν μεθαιμοσφαιριναιμία |
Ναλοξόνη | Υπεροδοσολογία οπιοειδών |
Ν-ακετυλοκυστεΐνη | Τοξικότητα από παρακεταμόλη |
Οκτρεοτίδη | Υπογλυκαιμικά χάπια |
Πραλιδοξίμη (2-PAM) | Μαζί με ατροπίνη: Οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα, νευροτοξικοί παράγοντες και κάποιες δηλητηριάσεις από μανιτάρια |
Θειική πρωταμίνη | Δηλητηρίαση από ηπαρίνη |
Πρωσικό μπλε | Δηλητηρίαση από θάλλιο |
Φυσοστιγμίνη | Δηλητηρίαση από αντιχολινεργικά |
Πυριδοξίνη | Δηλητηρίαση από ισονιαζίδη, αιθυλενογλυκόλη, έκθεση σε υδραζίνη |
Βιταμίνη Κ και φρέσκο παγωμένο πλάσμα | Υπερδοσολογία από βαρφαρίνη και κουμαρινικά μυοκτόνα |
Διττανθρακικό νάτριο | Ασπιρίνη, τρικυκλικά αντικαταθληπτικά |
Διμερκαπτοσουξινικό οξύ (DMSA) | Δηλητηρίαση από μόλυβδο |
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Bello Gutiérrez, José. (2000). Fundamentos de ciencia toxicológica. Ediciones Díaz de Santos. ISBN 978-84-7978-472-0. 928635825.
- ↑ Vv, Pillay (2008 Nov) (στα αγγλικά). Current Views on Antidotal Therapy in Managing Cases of Poisoning and Overdose. PMID 19263688. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/19263688/.
- ↑ Smollin, Craig G. (2010-02). «Toxicology: Pearls and Pitfalls in the Use of Antidotes» (στα αγγλικά). Emergency Medicine Clinics of North America 28 (1): 149–161. doi:. https://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0733862709001163.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Chacko, Binila; Peter, John V (2019-12). «Antidotes in Poisoning». Indian Journal of Critical Care Medicine : Peer-reviewed, Official Publication of Indian Society of Critical Care Medicine 23 (Suppl 4): S241–S249. doi: . ISSN 0972-5229. PMID 32020997. PMC 6996653. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC6996653/.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 «Calcium channel blocker poisoning». UpToDate. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουλίου 2019.
- ↑ https://calpoison.org/news/cardiac-glycoside-poisoning