Φυλοσύνδετη κληρονομικότητα



Η φυλοσύνδετη κληρονομικότητα (ή αλλιώς Χ-συνδεδεμένη κληρονομικότητα) αναφέρεται σε γνωρίσματα που κληρονομούνται μέσω του Χ χρωμοσώματος των θηλυκών είτε των αρσενικών ατόμων. Τα γονίδια που ελέγχουν τα συγκεκριμένα γνωρίσματα λέγονται φυλοσύνδετα και βρίσκονται στο φυλετικό χρωμόσωμα "Χ".

Κληρονομικότητα ενός φυλοσύνδετου γνωρίσματος από ετερόζυγη μητέρα στην περίπτωση επικρατούς γονιδίου

Η αιτία της φυλοσύνδετης κληρονομικότητας είναι ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη ομόλογη περιοχή του "Χ" χρωμοσώματος στο χρωμόσωμα "Υ" (το Υ χρωμόσωμα είναι μικρότερο), δηλαδή τα γονίδια αυτά στο αρσενικό άτομο δεν βρίσκονται σε ζεύγη (όπως όλα τα υπόλοιπα γονίδια που ονομάζονται αυτοσωμικά) αλλά απαντούν μόνα τους. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ότι η έκφραση αυτών των επιπλέον γονιδίων που περιέχονται στο "Χ" χρωμόσωμα, στα αρσενικά άτομα πραγματοποιείται αυτόνομα. Έτσι σε ένα αρσενικό άτομο θα εμφανιστεί ο φαινότυπος που ελέγχεται από υπολειπόμενο γονίδιο αν αυτό υπάρχει στο μοναδικό χρωμόσωμα "Χ" που κληρονόμησε από τη μητέρα του. Ενώ στα θηλυκά άτομα για να εμφανιστεί ο ίδιος φαινότυπος, είναι απαραίτητο να υπάρχει το ίδιο αλληλόμορφο γονίδιο και στο χρωμόσωμα "Χ" που κληρονόμησε από τον πατέρα, . Τα ολανδρικά γονίδια ΕΙΝΑΙ φυλοσύνδετα

Υπάρχει και η αντίθετη περίπτωση, όπου κάποια γονίδια του "Υ" χρωμοσώματος δεν υπάρχουν στο "Χ". Αυτά λέγονται ολανδρικά γονίδια και κληρονομούνται μόνο από τον πατέρα. Για τα γονίδια που κληρονομούνται αποκλειστικά απο τον ένα γονέα (τα φυλοσύνδετα ή τα ολανδρικά) λέμε ότι στο αρσενικό άτομο βρίσκονται σε ημιζυγωτία, ενώ τα γονίδια που κληρονομούνται και από τους δύο γονείς (τα αυτοσωμικά) λέμε ότι βρίσκονται σε ομοζυγωτία (αν έχουν μεταξύ τους το ίδιο αλληλόμορφο) και σε ετεροζυγωτία (αν έχουν μεταξύ τους διαφορετικό αλληλόμορφο). Γνωστές περιπτώσεις φυλοσύνδετων γνωρισμάτων στον άνθρωπο είναι η αχρωματοψία, η αιμορροφιλία, η μυική δυστροφία( πιο συχνή μορφή της η δυστροφία Duchenne), και άλλα.