Υποθυρεοειδισμός

ασθένεια του θυρεοειδή όπου παρατηρείται μείωση των ορμονών T3 και Τ4, που έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση του μεταβολισμού στα σπουδαιότερα

Ο υποθυρεοειδισμός είναι μία κατάσταση στην οποία ο θυρεοειδής αδένας δεν παράγει αρκετή θυρεοειδική ορμόνη.

Υποθυρεοειδισμός
Η Θυροξίνη (T4), μια από τις δυο θυρεοειδικές ορμόνες, που κανονικά παράγεται σε αναλογία 20:1 σε σχέση με την τριιωδοθυρονίνη (T3)
Ειδικότηταενδοκρινολογία
Ταξινόμηση
ICD-10E03.9
ICD-9244.9
DiseasesDB6558
eMedicinemed/1145
MeSHD007037

Ως πιο κοινή αιτία του υποθυρεοειδισμού παγκόσμια αναφέρεται συχνά η έλλειψη ιωδίου, αλλά μπορεί να προκαλείται από πολλούς άλλους παράγοντες. Μπορεί να προκύψει από την κακή λειτουργία του αδένα ή την μερική ή ολική αφαίρεσή του, ως αυτοάνοσο νόσημα, ή από προσβολή και καταστροφή του αδένα από ραδιενεργό Ιώδιο-131, ενώ μπορεί να σχετίζεται και με αυξημένο άγχος. Τα επίπεδα της θυρεοειδικής ορμόνης στο αίμα έχουν άμεση επίπτωση στις μεταβολικές λειτουργίες του οργανισμού και τη λειτουργία του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, και όταν είναι ελαττωμένα παρουσιάζονται μια σειρά δυσλειτουργίες σε διάφορα συστήματα του οργανισμού. Στα βρέφη, ο σοβαρός υποθυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσει σε κρετινισμό.

Σε γενικές γραμμές ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χορήγηση συνθετικής θυρεοειδικής ορμόνης, αν και η ρύθμιση των επιπέδων της στο αίμα εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες, όπως μεταβολές στο βάρος ή τη δραστηριότητα του ατόμου, τρόπος ζωής, άλλες παθήσεις κλπ.

Μία μελέτη του 2011 κατέληξε ότι περίπου 8% των γυναικών άνω των 50 και αντρών άνω των 65 στο Ηνωμένο Βασίλειο υποφέρουν από υπό-ενεργό θυρεοειδή και ότι μέχρι και 100.000 από αυτούς τους ανθρώπους θα μπορούσαν να ωφεληθούν από θεραπεία που επί του παρόντος δεν λαμβάνουν.[1]

Η αντίθετη με τον υποθυρεοειδισμό κατάσταση, όπου τα επίπεδα της θυρεοειδικής ορμόνης είναι υψηλότερα από τα φυσιολογικά, λέγεται υπερθυρεοειδισμός.

Κατάταξη

Επεξεργασία

Ο υποθυρεοειδισμός κατατάσσεται συνήθως ανάλογα με το όργανο που ευθύνεται για την εμφάνισή του, όπως στον πίνακα που ακολουθεί.[2][3]

Τύπος Προέλευση
Πρωτογενής ή θυρεογενής Θυρεοειδής αδένας Ευθύνεται ο θυρεοειδής αδένας, που δεν παράγει αρκετή ποσότητα ορμόνης. Οι πιο κοινές μορφές περιλαμβάνουν την θυρεοειδίτιδα Χασιμότο (που είναι αυτοάνοσο νόσημα) και δυσλειτουργία ή καταστροφή του θυρεοειδούς από Ιώδιο-131 ως συνέπεια πυρηνικού ατυχήματος ή ραδιοθεραπείας.
Δευτερογενής Υπόφυση Εμφανίζεται όταν η υπόφυση δεν παράγει αρκετή θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH), την ορμόνη που ειδοποιεί τον θυρεοειδή να εκκρίνει θυρεοειδική ορμόνη. Αν και δεν έχουν ολες οι περιπτώσεις ξεκάθαρη αιτία, ο δευτερογενής υποθυρεοειδισμός προκαλείται συνήθως από βλάβη στην υπόφυση, που μπορεί να προκληθεί από κάποιον όγκο, απο ακτινοβολία, ή εγχείρηση.[4] Οι δευτερογενείς υποθυρεοειδισμοί αποτελούν λιγότερο από 5%[5] ή 10%[6] του συνόλου των περιπτώσεων.
Τριτογενής Υποθάλαμος Προκύπτει όταν ο υποθάλαμος δεν παράγει αρκετή Θυρεοειδεκλυτίνη (TRH), την ορμόνη που ειδοποιεί την υπόφυση να εκκρίνει την TSH. Αποτελεί λιγότερο από 5% των περιπτώσεων.[5]

Συγγενής Υποθυρεοειδισμός

Επεξεργασία

Όταν ένα νεογέννητο έχει υποθυρεοειδισμό τότε λέμε ότι πάσχει από συγγενή υποθυρεοειδισμό. Οφείλεται σε μερική ή ολική ανεπάρκεια των ορμονών του θυρεοειδούς αδένα. Η συχνότητα του συγγενή υποθυρεοειδισμού είναι περίπου 1:3000.[7]

Σημάδια και συμπτώματα

Επεξεργασία

Ο πρώιμος υποθυρεοειδισμός συχνά είναι ασυμπτωματικός ή έχει πολύ ήπια συμπτώματα. Ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός είναι η κατάσταση όπου τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα είναι κανονικά, και τα επίπεδα της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) ελαφρά ανεβασμένα.[8] Με υψηλότερα επίπεδα TSH και χαμηλά επίπεδα ελεύθερης T4, η κατάσταση περιγράφεται ως κλινικός (ή εμφανής) υποθυρεοειδισμός.

Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να σχετίζεται με τα παρακάτω συμπτώματα.[9][10][11] Καθώς εκτός από την βρογχοκήλη τα υπόλοιπα κοινά συμπτώματα ή ακόμα και συνδυασμός αυτών δεν είναι αποκλειστικά του υποθυρεοειδισμού, δεν είναι δηλαδή ειδικά συμπτώματα, η μόνη ακριβής μέθοδος διάγνωσης μιας δυσλειτουργίας του αδένα είναι οι ορμονολογικές εξετάσεις αίματος για τον θυρεοειδή, και δευτερευόντως απεικονιστικές εξετάσεις.

Συμπτώματα που δεν απαντώνται συχνά ή απαντώνται σε περιπτώσεις σοβαρού υποθυρεοειδισμού.

Εγκυμοσύνη και γονιμότητα

Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνονται οι ανάγκες για θυρεοειδικές ορμόνες και συνεπώς και ο κίνδυνος ένας προηγουμένως απαρατήρητος, υποκλινικός ή λανθάνων υποθυρεοειδισμός να μετατραπεί σε κλινικό υποθυρεοειδισμό. Ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός στην πρώιμη εγκυμοσύνη εκτιμάται ότι αυξάνει τον κίνδυνο προεκλαμψίας και της περιγεννητικής θνησιμότητας.[23] Ο υποθυρεοειδισμός, ακόμα και στην ήπια ή υποκλινική μορφή του, είναι γνωστό ότι επηρεάζει αρνητικά τη γονιμότητα.

Η ανεπάρκεια ιωδίου είναι, παγκόσμια, η πιο συχνή αιτία του υποθυρεοειδισμού.[24] Το ιώδιο είναι το βασικό συστατικό για τη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών και η έλλειψή του από τη διατροφή οδηγεί σε ανεπαρκή παραγωγή τους. Παλαιότερα οι βρογχοκήλες και ο υποθυρεοειδισμοί ήταν πιο κοινοί σε πληθυσμούς ορεινών περιοχών που ζούσαν μαρκιά από τη θάλασσα, ακριβώς λόγω της έλλειψης ιωδίου στη διατροφή τους. Στη σημερινή εποχή η προσθήκη ιωδίου στο μαγειρικό αλάτι εξασφαλίζει την ελάχιστη ιωδίωση των τροφών ανεξάρτητα από τον τόπο διαβίωσης ή την κατανάλωση τροφών πλούσιων σε ιώδιο. Παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το 2007 ανεπάρκεια ιωδίου είχαν περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκόσμια, το ένα τρίτο από τους οποίους ήταν παιδιά σχολικής ηλικίας, και μόνο 34 χώρες είχαν πετύχει την πλήρη ιωδίωση του συνόλου της παραγωγής αλατιού. Έτσι, το πρόβλημα της ανεπάρκειας ιωδίου παραμένει ένα σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας.[25]

Σε άτομα που έχουν επάρκεια ιωδίου, ο υποθυρεοειδισμός προκαλείται συχνά από την θυρεοειδίτιδα Χασιμότο, ένα αυτοάνοσο νόσημα όπου το αμυντικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται στον θυρεοειδή και τον καταστρέφει. Καταστροφή του θυρεοειδούς επιφέρει και η πρόσληψη από τον οργανισμό ραδιενεργού Ιωδίου-131. Το ραδιενεργό αυτό ισότοπο του ιωδίου απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια των υπέργειων πυρηνικών δοκιμών αλλά και μετά από ένα σοβαρό πυρηνικό ατύχημα, και μπορεί να προσληφθεί μέσω μολυσμένων τροφών. Συγκεντρώνεται στον θυρεοειδή και η διάσπασή του μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του θυρεοειδή και διάφορες θυρεοειδίτιδες ή μορφολογικές και λειτουργικές ανωμαλίες στον αδένα, ιδιαίτερα όταν προσληφθεί από παιδιά. Το Ι-131 χρησιμοποιείται επίσης και στην πυρηνική ιατρική, χορηγούμενο για να καταστρέψει εσκεμμένα τον θυρεοειδή για τη θεραπεία της νόσου Graves ή του υπερθυρεοειδισμού.

Ο εγγενής υποθυρεοειδισμός είναι μια σπάνια κατάσταση, που αποτελεί περίπου το 0.2% των περιπτώσεων, και μπορεί να οφείλεται είτε σε απλασία θυρεοειδούς, δηλαδή την εκ γενετής απουσία ή ελλιπή ανάπτυξη του αδένα, ή δυσλειτουργίες στο μεταβολισμό των ορμονών. Σε αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνεται και η έλλειψη ευαισθησίας στις θυρεοειδικές ορμόνες, αν και σε αυτή την περίπτωση τα επίπεδα των ορμονών στο αίμα είναι φυσιολογικά ή ακόμα και υψηλά.

Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανιστεί επίσης ως συνέπεια της θυρεοειδίτιδας μετά τον τοκετό, που εμφανίζεται σε πρώτη φάση ως υπερθυρεοειδισμός που μπορεί να επιστρέψει σε κανονικά επίπεδα ή να εξελιχθεί σε παροδικό ή μόνιμο υποθυρεοειδισμό. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα της θυρεοειδίτιδας de Quervain, φλεγμονής του θυρεοειδή που προκαλείται από προσβολή από ιό όπως αυτός της γρίπης και μπορεί να καταστρέψει τον αδένα.[26]

Προσωρινός υποθυρεοειδισμός μπορεί να είναι αποτέλεσμα του φαινομένου Wolff-Chaikoff, κατά το οποίο η χορήγηση μιας υπερβολικής δόσης ιωδίου, συχνά για λόγους αντιμετώπισης κάποιας επείγουσας κατάστασης, μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένα επίπεδα παραγωγής ορμόνης, λόγω της μείωσης της οργανοποίησης του ιωδίου στον αδένα. Ο αντιαρρυθμικός παράγοντας αμιωδαρόνη, πλούσιος σε ιώδιο, μπορεί να έχει αυτό το αποτέλεσμα.

Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί επίσης να προκληθεί από τη χρήση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων με βάση το λίθιο, που χρησιμοποιούνται συνήθως για να αντιμετωπιστεί η διπολική διαταραχή.[24] Μάλιστα το λίθιο έχει σποραδικά χρησιμοποιηθεί για να αντιμετωπιστεί ο υπερθυρεοειδισμός.[27] Άλλα φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν υποθυρεοειδισμό είναι η ιντερφερόνη άλφα, η ιντερλευκίνη-2, και η θαλιδομίδη.[24]

Διάγνωση

Επεξεργασία

Η μόνη αξιόπιστη μέθοδος για τη διάγνωση του υποθυρεοειδισμού είναι ο έλεγχος των επιπέδων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) και της ελεύθερης θυροξίνης (Τ4) στο αίμα.[28] Υπάρχουν όμως φορές που και αυτά τα επίπεδα επηρεάζονται από νόσους που δεν έχουν σχέση με τον θυρεοειδή.

Υψηλά επίπεδα TSH σημαίνουν ότι ο θυρεοειδής δεν παράγει αρκετές θυρεοειδικές ορμόνες (κυρίως Τ4 και δευτερευόντως τριιωδοθυρονίνη, Τ3). Όμως η μέτρηση μόνο της TSH δεν μπορεί να διαγνώσει τον δευτερογενή και τριτογενή υποθυρεοειδισμό, οπότε μπορούν να γίνουν και μετρήσεις για τις Τ3 και Τ4 αν τα επίπεδα της TSH είναι φυσιολογικά αλλά παρ' όλα αυτά υπάρχουν ενδείξεις υποθυρεοειδισμού:

  • Ελεύθερη τριιωδοθυρονίνη (fT3)
  • Ελεύθερη θυροξίνη (fT4)
  • Συνολική T3
  • Συνολική T4

Επιπλέον, μπορεί να απαιτηθούν και άλλες εξετάσεις όπως:

  • Ελεύθερη T3 από συλλογή ούρων εικοσιτετραώρου[29]
  • Αντισώματα θυρεοειδούς ως ένδειξη αυτοάνοσου νοσήματος που μπορεί να καταστρέφει τον αδένα
  • Χοληστερίνη ορού, που μπορεί να είναι αυξημένη στον υποθυρεοειδισμό
  • Έλεγχος προλακτίνης ως γενικός έλεγχος της λειτουργίας της υπόφυσης
  • Έλεγχος για αναιμία και μέτρηση φερριτίνης
  • Θερμοκρασία βάσης σώματος

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «100,000 Older People Missing Thyroid Treatment - Study». BBC News. 24-01-2011. http://www.bbc.co.uk/news/health-12252813. 
  2. Simon Η (19 Απριλίου 2006). «Hypothyroidism». University of Maryland Medical Center. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2008. 
  3. Department of Pathology (13 Ιουνίου 2005). «Pituitary Gland -- Diseases/Syndromes». Virginia Commonwealth University (VCU). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Φεβρουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2008. 
  4. American Thyroid Association (ATA) (2003). Hypothyroidism Booklet (PDF). σελ. 6. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 12 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2012. 
  5. 5,0 5,1 Agabegi, Elizabeth D· Agabegi, Steven S. (2008). Step-Up to Medicine. Step-Up. Hagerstwon, MD: Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 160. ISBN 0-7817-7153-6. 
  6. Burness, Christine E.· Shaw, Pamela J. (2008). «Thyroid Disease and the Nervous System». Στο: Aminoff, Michael Jeffrey. Neurology and General Medicine. Churchill Livingstone. σελίδες 357–81. ISBN 978-0-443-06707-5. 
  7. «Paidiatros.com». 
  8. Jack DeRuiter (2002). «Thyroid pathology» (PDF). Endocrine Module (PYPP 5260) (PDF). Auburn University School of Pharmacy. σελ. 30. 
  9. American Thyroid Association (ATA) (2003). Hypothyroidism Booklet (PDF). σελ. 4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 12 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2012. 
  10. Πρότυπο:MedlinePlus — see list of Symptoms
  11. «Hypothyroidism — In-Depth Report». New York Times. 2008. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2012. 
  12. «Hypothyroidism» (PDF). American Association of Clinical Endocrinologists. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 24 Δεκεμβρίου 2005. Ανακτήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2012. 
  13. Yeum, C; Kim, SW; Kim, NH; Choi, KC; Lee, J (2002). «Increased expression of aquaporin water channels in hypothyroid rat kidney». Pharmacological Research 46 (1): 85–8. doi:10.1016/S1043-6618(02)00036-1. PMID 12208125. 
  14. «Thyroid and Weight» (PDF). The American Thyroid Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 10 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2012. 
  15. Samuels, Mary Η (2008). «Cognitive function in untreated hypothyroidism and hyperthyroidism». Current Opinion in Endocrinology, Diabetes and Obesity 15 (5): 429–33. doi:10.1097/MED.0b013e32830eb84c. PMID 18769215. 
  16. Rubin, Devon I· Aminoff, Michael J· Ross, Douglas S· Wilterdink, Janet L (12 Νοεμβρίου 2009). «Neurologic manifestations of hypothyroidism». 
  17. Hofeldt FD, Dippe S, Forsham PH (1972). «Diagnosis and classification of reactive hypoglycemia based on hormonal changes in response to oral and intravenous glucose administration» (PDF). Am. J. Clin. Nutr. 25 (11): 1193–201. PMID 5086042. http://www.ajcn.org/cgi/reprint/25/11/1193.pdf. 
  18. Jabbar, A; Yawar, A; Waseem, S; Islam, N; Ul Haque, N; Zuberi, L; Khan, A; Akhter, J (2008). «Vitamin B12 deficiency common in primary hypothyroidism». JPMA. the Journal of the Pakistan Medical Association 58 (5): 258–61. PMID 18655403. 
  19. Cracking the Metabolic Code (Volume 1 of 2) by James B. Lavalle R.Ph. C.C.N. N.D, ISBN 1-4429-5039-0, p. 100.
  20. Velázquez, E. M.; Arata, G. Bellabarba (1997). «Effects of Thyroid Status on Pituitary Gonadotropin and Testicular Reserve in Men». Systems Biology in Reproductive Medicine 38: 85–92. doi:10.3109/01485019708988535. 
  21. Clinical Medicine by Kumar and Clark, "Thyroid Axis Endocrinology," p. 610.
  22. American College of Psychiatrists 2010 PRITE (Psychiatry Resident In-Training Exam) question 38.

  23. 24,0 24,1 24,2 American Thyroid Association (ATA) (2003). Hypothyroidism Booklet (PDF). σελ. 6. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 12 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2012. 
  24. The Lancet (12 July 2008). «Iodine deficiency—way to go yet». The Lancet 372 (9633): 88. doi:10.1016/S0140-6736(08)61009-0. PMID 18620930. http://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(08)61009-0/fulltext. Ανακτήθηκε στις 2008-12-05. 
  25. Thyroiditis Αρχειοθετήθηκε 2012-09-28 στο Wayback Machine. from Columbia University Medical Center, Department of Surgery, New York, NY. Retrieved Mars 2011
  26. Offermanns, Stefan· Rosenthal, Walter (2008). Encyclopedia of Molecular Pharmacology, Volume 1 (2nd έκδοση). Springer. σελ. 189. ISBN 978-3-540-38916-3. 
  27. Allahabadia, A.; Razvi, S.; Abraham, P.; Franklyn, J. (2009). «Diagnosis and treatment of primary hypothyroidism». BMJ 338: b725. doi:10.1136/bmj.b725. PMID 19325179. 
  28. Baisier, W. V.; Hertoghe, J.; Eeckhaut, W. (June 2000). «Thyroid Insufficiency. Is TSH Measurement the Only Diagnostic Tool?». Journal of Nutritional and Environmental Medicine 10 (2): 105–13. doi:10.1080/13590840050043521. 

Επιπλέον ανάγνωση

Επεξεργασία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία