Στέφαν Μπόμπεκ
Ο Στέφαν Μπόμπεκ (Stjepan Bobek, 3 Δεκεμβρίου 1923 – 22 Αυγούστου 2010), ή Στιέπαν στη μητρική του γλώσσα, ήταν Γιουγκοσλάβος (από την Κροατία) ποδοσφαιριστής και προπονητής. Ως ποδοσφαιριστής είναι ο πρώτος σκόρερ των πρωταθλημάτων της Γιουγκοσλαβίας με 403 γκολ, ενώ ως προπονητής έκανε ιδιαίτερη επιτυχημένη καριέρα στην Ελλάδα.
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 3 Δεκεμβρίου 1923 | |||||||||||||
Τόπος γέννησης | Ζάγκρεμπ, Γιουγκοσλαβία | |||||||||||||
Ημερ. θανάτου | 22 Αυγούστου 2010 (86 ετών) | |||||||||||||
Τόπος θανάτου | Βελιγράδι, Σερβία | |||||||||||||
Ύψος | 1,77 μ. | |||||||||||||
Θέση | Επιθετικός | |||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1942 | Αντμίρα Βάκερ | 8 | (7) | |||||||||||
1944–1945 | ΧΣΚ Γκρατζάνσκι Ζάγκρεμπ | 15 | (13) | |||||||||||
1945–1959 | Παρτιζάν Βελιγραδίου | 468 | (403) | |||||||||||
Σύνολο | 491 | (423) | ||||||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1946–1956 | Γιουγκοσλαβία | 63 | (38) | |||||||||||
Προπονητική καριέρα | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | |||||||||||||
1959 | Λέγκια Βαρσοβίας | |||||||||||||
1960–1963 | Παρτιζάν Βελιγραδίου | |||||||||||||
1963 | Λέγκια Βαρσοβίας | |||||||||||||
1963–1967 | Παναθηναϊκός | |||||||||||||
1967–1969 | Παρτιζάν Βελιγραδίου | |||||||||||||
1969–1970 | Ολυμπιακός Πειραιώς | |||||||||||||
1970 | Αλτάι ΣΚ | |||||||||||||
1972 | Ντιναμό Ζάγκρεμπ | |||||||||||||
1974–1975 | Παναθηναϊκός | |||||||||||||
1975–1976 | Παναιτωλικός | |||||||||||||
1976–1978 | Εσπεράνς Σπορτίβ ντε Τυνίς | |||||||||||||
1978–1981 | ΦΚ Βάρνταρ | |||||||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Βιογραφία
ΕπεξεργασίαΠρώτα χρόνια - καριέρα ως ποδοσφαιριστής
ΕπεξεργασίαΓεννήθηκε στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας στις 3 Δεκεμβρίου του 1923 και άρχισε να παίζει στην ηλικία των 13 ετών για τη Viktorija, μια λέσχη κατώτερου πρωταθλήματος, χρησιμοποιώντας τα έγγραφα του αδερφού του. Ξεκίνησε την καριέρα του κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την αυστριακή Αντμίρα Βάκερ. Όταν ήταν 20 ετών έγινε μέλος της Γκρατσιάνσκι Ζάγκρεμπ και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος με 8 γκολ.[1] Έπαιξε για την εθνική Κροατίας κάτω των 21 ετών μεταξύ 1943 και 1945.[2]
Αγωνιζόταν ως επιθετικός, συνήθως εσωτερικός αριστερά. Ήταν ικανός τόσο στο να δημιουργεί ευκαιρίες για γκολ όσο και να τις εκμεταλλεύεται.[3] Το 1945 μεταγράφηκε στην Παρτιζάν Βελιγραδίου με την οποία αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος άλλη μία φορά το 1954 (21 γκολ). Κέρδισε δύο τίτλους Γιουγκοσλαβικού Πρωταθλήματος και το Κύπελλο τέσσερις φορές.[1] Σημείωσε τα πρώτα του γκολ σε επίσημους αγώνες με την Παρτιζάν, την 1η Σεπτεμβρίου 1946 (δύο τέρματα στη νίκη εντός έδρας 6-1 επί της Μπούντουκνοστ). Σε αγώνα πρωταθλήματος που έπαιξε στο Νις στις 14 Οκτωβρίου (1-10), σημείωσε 9 γκολ - ένα απόλυτο ρεκόρ που δεν έχει καταρριφθεί μέχρι το τέλος της Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος ή των διαδόχων πρωταθλημάτων της. Σημείωσε 25 γκολ σε 22 αγώνες στην πρώτη αγωνιστική περίοδο του πρωταθλήματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και κέρδισε επίσης τον πρώτο τίτλο.
Τον Μάιο του 1951, η Παρτιζάν έπαιξε τρεις φιλικούς αγώνες στην Αγγλία. Ο πρώτος αγώνας παίκτηκε στις 9 Μαΐου, με αντίπαλο τη Χαλ Σίτι και η Παρτιζάν νίκησε με 3-2. Ο Μπόμπεκ έπαιξε εξαιρετικά και σημείωσε δύο γκολ, ενώ τρεις μέρες αργότερα αγωνίστηκε ξανά λαμπρά και σημείωσε ένα γκολ στη δεύτερη νίκη της Παρτιζάν, έναντι των αγγλικών ομάδων. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο όπως τρεις μέρες πριν, αλλά αυτή τη φορά εναντίον της Μίντλεσμπρο. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, πέτυχε επίσης ρεκόρ στο Γιουγκοσλαβικό Κύπελλο με 8 τέρματα στη νίκη εντός έδρας 15-0 επί της Sloga Petrovac na Mlavi.
Στις 29 Νοεμβρίου 1952, σημείωσε ένα γκολ στη νίκη επί του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου στον τελικό του Γιουγκοσλαβικού Κυπέλλου. Τρεις εβδομάδες πριν, πέτυχε χατ-τρικ στη νίκη εντός 4-0 επί μιας από τις καλύτερες γερμανικές ομάδες εκείνη την εποχή, την Κολωνία.
Δύο χρόνια αργότερα, αφού κέρδισε το δεύτερο Γιουγκοσλαβικό Κύπελλο, κέρδισε και το τρίτο. Και πάλι η Παρτιζάν νίκησε τον Ερυθρό Αστέρα, αλλά αυτή τη φορά 4-1 και σκόραρε και πάλι ένα γκολ. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1955, σημείωσε το πρώτο τέρμα στον πρώτο αγώνα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης στην ισοπαλία (3-3) με την Σπόρτιγκ Λισαβόνας, στη Λισαβόνα. Έπαιξε και στους τέσσερις αγώνες της πρώτης διοργάνωσης 1955-56. Πρέπει να σημειωθεί μια θρυλική νίκη 3-0 επί της Ρεάλ Μαδρίτης στους προημιτελικούς. Σημείωσε 403 τέρματα πρωταθλήματος (πρώτος σκόρερ στην ιστορία των πρωταθλήματων Γιουγκοσλαβίας)[4][5] και συνολικά 425 τέρματα αγωνιζόμενος σε 478 επίσημους αγώνες της Παρτιζάν και αποτελεί τον πρώτο σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου.
Ο Μπόμπεκ έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γιουγκοσλαβίας στις 9 Μαΐου 1946, στο Στάδιο Letná με 2-0 νίκη επί της Τσεχοσλοβακίας στην Πράγα. Σημείωσε το πρώτο του γκολ στην εθνική ομάδα, με αντίπαλο την Τσεχοσλοβακία, στο Βελιγράδι, στις 29 Σεπτεμβρίου 1946.[6] Αυτός ήταν ο πρώτος αγώνας της εθνικής ομάδας στην νεόδμητη Γιουγκοσλαβία. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο με την εθνική ομάδα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας με την οποία κατέκτησε δύο ασημένια ολυμπιακά μετάλλια.[7] Κέρδισε ασημένιο μετάλλιο με την εθνική ομάδα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο το 1948. Σημείωσε τέσσερα γκολ σε τέσσερις αγώνες. Σε κάθε αγώνα, σκόραρε ένα γκολ. Ένα γκολ με αντίπαλο το Λουξεμβούργο στον πρώτο γύρο (νίκη 6-1), τη Τουρκία στους προημιτελικούς (νίκη 3-1), τη Μεγάλη Βρετανία στους ημιτελικούς (νίκη 3-1) και ένα εναντίον της Σουηδίας στον τελικό (ήττα 1-3).[8]
Αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950, στη Βραζιλία (όπου σημείωσε ένα γκολ στη νίκη 4-1 επί του Μεξικού). Στις 21 Σεπτεμβρίου 1952, ο Μπόμπεκ σημείωσε το πρώτο χατ τρικ του στην εθνική ομάδα, με 4-2 νίκη επί της Αυστρίας. Δύο χρόνια αργότερα, σημείωσε το δεύτερο χατ τρικ του στην εθνική ομάδα, με 5-1 εντός έδρας νίκη επί της Τουρκίας.[6] Στην Ολυμπιάδα του 1952 στο Ελσίνκι σημείωσε τρία γκολ. Με 38 γκολ σε 63 εμφανίσεις έγινε ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Γιουγκοσλαβίας.[3][7]
Προπονητής
ΕπεξεργασίαΣτη συνέχεια ασχολήθηκε με την προπονητική αναλαμβάνοντας τη Λέγκια Βαρσοβίας το 1959. Ως τεχνικός της Παρτίζαν Βελιγραδίου από το 1960 κατέκτησε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας (1961, 1962, 1963). Στη συνέχεια ανέλαβε την ομάδα του Παναθηναϊκού για να αναδειχθεί πρωταθλητής για δύο συνεχόμενες χρονιές (1964, 1965) και να κατακτήσει ένα κύπελλο Ελλάδας (1967). Από την ημέρα της άφιξής του (17 Μαΐου 1963) έβαλε συστηματικές προπονήσεις και εστίασε στη σωστή προετοιμασία των παικτών. Αυτά φαίνονταν παράξενα μέχρι τα τότε ελληνικά δεδομένα, αφού απλώς «έπαιζαν μπάλα». Ο τρόπος λειτουργίας και ο τρόπος με τον οποίο έπαιζε η ομάδα άλλαξαν ριζικά. Μέχρι τότε αγωνίζονταν με το 4-2-4 σύστημα, αλλά γνώρισαν και υιοθέτησαν το 4-3-3. Όσα προσπαθούσε να τους μάθει ήταν δύσκολα, αλλά όχι και ακατόρθωτα. Η σεζόν έκλεισε με τον πιο όμορφο τρόπο για σύλλογο και φιλάθλους. Στέφονται αήττητοι πρωταθλητές με 24 νίκες και 6 ισοπαλίες, ρεκόρ ακατάρριπτο μέχρι σήμερα.[1][9] Το 1964 έγινε ο μοναδικός προπονητής που κατέκτησε ελληνικό πρωτάθλημα πρώτης Εθνικής κατηγορίας χωρίς ήττα. Την επόμενη χρονιά νέο πρωτάθλημα κατακτήθηκε με μια μόνο ήττα. Η απώλεια του πρωταθλήματος το 1966 τον οδήγησε σε αλλαγές στη σύνθεση της ομάδας αλλά χάρη στο πείσμα του, έφερε νεαρούς και στη Λεωφόρο. Οι αποφάσεις του Μπόμπεκ βραχυπρόθεσμα κόστισαν, αν και κατακτήθηκε το Κύπελλο Ελλάδας το 1967. Μακροπρόθεσμα, όμως, ο Παναθηναϊκός ωφελήθηκε αφού το δυναμικό ανανεώθηκε με ποδοσφαιριστές όπως οι Χάρης Γραμμός, Γιώργος Βλάχος, Τότης Φυλακούρης και δημιουργήθηκε η βάση για την επιτυχία του Γουέμπλεϊ το 1971.[10]
Επέστρεψε στην Παρτίζαν Βελιγραδίου και το 1969 ξαναβρέθηκε στην Ελλάδα ως προπονητής του Ολυμπιακού. Κατόπιν ανέλαβε την τουρκική Αλτάι Σ.Κ., τη Δυναμό Ζάγκρεμπ και την περίοδο 1974-75 και πάλι τον Παναθηναϊκό. Την επόμενη περίοδο βρέθηκε στην Τυνησία για λογαριασμό της Εσπεράνς Σπορτίβ ντε Τυνίς και το 1979 κατέκτησε το πρωτάθλημα Β΄ Εθνικής της πατρίδας του με τη ΦΚ Βαρντάρ. Ολοκλήρωσε την προπονητική καριέρα του στην ΦΚ Σεμλίνο.[11]
Τίτλοι και διακρίσεις
ΕπεξεργασίαΠοδοσφαιριστής
Επεξεργασία- Πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας (2) : 1947, 1949
- Κύπελλα Γιουγκοσλαβίας (4) : 1947, 1952, 1954, 1957
- Ολυμπιακοί Αγώνες αργυρό μετάλλιο (2) : 1948, 1952
- Πρώτος σκόρερ στο Γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα (2) : 1945, 1954
- Πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Παρτιζάν: 425 γκολ
- Πρώτος σκόρερ πρωταθλήματων Γιουγκοσλαβίας : 403 γκολ
- Πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Γιουγκοσλαβίας : 38 γκολ
Προπονητής
Επεξεργασία- Πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας (3) : 1961, 1962, 1963
- Πρωταθλήματα Ελλάδας (2) : 1964, 1965
- Κύπελλο Ελλάδας: 1967
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 «Ο «θρύλος» με το όνομα Στέφαν Μπόμπεκ». Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2020.
- ↑ «Vošini navijači izvrijeđali nedavno preminulog Bobeka». Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2020.
- ↑ 3,0 3,1 «Stjepan Bobek obituary». Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2022.
- ↑ «UEFA : Master-dribbler Bobek's huge Partizan haul». Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2020.
- ↑ «UEFA : All-time top scorers: Messi reaches 400 Liga goals». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2022.
- ↑ 6,0 6,1 «Stjepan Bobek - Goals in International Matches». Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2020.
- ↑ 7,0 7,1 Στέφαν Μπόμπεκ - Ο αναμορφωτής του Ελληνικού ποδοσφαίρου -e-soccer.gr/
- ↑ «STJEPAN BOBEK». Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2020.
- ↑ ««Έφυγε» ο Στέφαν Μπόμπεκ…». Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2022.
- ↑ «Παναθηναϊκός: Ο θρυλικός Μπόμπεκ και το ιστορικό... κράξιμο με το οποίο μας συστήθηκε». Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2023.
- ↑ «Stjepan Bobek : manager». Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2020.