Γενικά με τον όρο σπόγγος χαρακτηρίζεται κάθε στερεή πορώδης μάζα με μεγάλη σχετική απορροφητική ικανότητα που σχηματίζεται κυρίως από θαλάσσιο ζωόφυτο και που χρησιμοποιείται σε διάφορες χρήσεις, φαρμακευτική, οικιακή, ατομική καθαριότητα κτλ.. Πρόκειται για το κοινώς λεγόμενο σφουγγάρι. Σήμερα αντί του φυσικού σπόγγου χρησιμοποιούνται ευρύτερα τεχνικές πλαστικές απομιμήσεις περισσότερο οικονομικές.

Σπόγγος

Φυσικός σπόγγος

Επεξεργασία

Ο φυσικός σπόγγος (επιστημονική ονομασία: Euspongia) ανήκει στο γένος των κοιλεντερωτών ζώων της οικογένειας των σπογγοειδών που απαντώνται σε διάφορες θάλασσες ειδικά με χλιαρά ύδατα και θαλάσσια ρεύματα ήπια, σε διάφορα βάθη. Για την οργανική σύσταση και κατάταξη των σπόγγων οι διχογνωμίες ξεκινούν από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που διαπίστωσε ύπαρξη ζωικής αίσθησης, κατατάσσοντάς τους στα ζώα. Με τη γνώμη του συντάχθηκαν ο Πλίνιος και ο Αιλιανός. Οι μεταγενέστεροι όμως φυσιοδίφες μεταξύ των οποίων οι Έρασμος, Γκιγιόμ Ροντλέ, Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, Λουίτζι Φερνινάρντο Μαρσιλί καθώς και αυτός ο Κάρολος Λινναίος στην αρχή υποστήριζαν ότι οι σπόγγοι ανήκουν στο φυτικό βασίλειο. Ο δε Μπορί ντε Σαν Βενσάν δημιούργησε την κατάταξη «ζωόφυτα». Ο δε Παλλάς αργότερα υποστήριξε πως οι σπόγγοι ανήκουν σε πολύ κατώτατη ζωολογική βαθμίδα από άποψη οργανισμού, ενώ ο Γκραντ και άλλοι της εποχής του κατέδειξαν ότι ναι μεν ανήκουν σε κατώτατη βαθμίδα πλην όμως ζωική. Τέλος ο Λαμουαί, περισσότερο εκ του ασφαλούς, κατέταξε τους σπόγγους στη κατηγορία των «σπογγωδών», ενώ ο Ζωρζ Κυβιέ στη κατηγορία των «πολυπόδων». Το 1940 η Cyman απέδειξε την αποικιακή μορφή τους και το 1967 ο Brien, βάσει της δομής και του τρόπου ανάπτυξής τους, τους τοποθέτησε οριστικά στα μετάζωα.

Τα εμπορικά είδη των σπόγγων που συναντώνται στο Αιγαίο και στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο είναι:

  • Hippospongia communis (Lamark, 1813) ή Καπάδικο. Σφουγγάρι σχεδόν σφαιρικό. Η κάτω επιφάνειά του είναι τραχιά και με αυτή προσφύεται στο υπόστρωμα. Το χρώμα του είναι σκούρο καφέ και αλιεύεται σε βάθη από 9 έως 80 μ. Αλιευτικά πεδία βρίσκονται στην Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, τις Κυκλάδες, την Εύβοια. Σε αυτό το είδος ανήκει και ο λεγόμενος «Δροσίτης». Πρόκειται για ένα Καπάδικο,το οποίο ζει σε θαλασσινές σπηλιές και το χρώμα του είναι ανοιχτό καστανό.
  • Spongia officinalis (Linaeaus,1759) adiatica (Schmidt, 1862). Λέγεται και «ματαπάς», όταν προέρχεται από μικρά βάθη, ή «φίνο» ή ελληνικός σπόγγος μπάνιου. Το είδος αυτό χαρακτηρίζεται απο μεγάλη ποικιλομορφία. Το χρώμα του μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα προς τη θολερότητα. Eίναι σφουγγάρι ιδιαίτερα συμπαγές, ελαστικό και εύκαμπτο. Χαρακτηριστικο του γνώρισμα η αίσθηση του βελούδου που δημιουργεί η πολύ λεπτή του υφή. Το βρίσκουμε στην Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, τη Σάμο, την Eύβοια και σε βάθη μέχρι 100 μ.
  • Spongia officinalis (Linaeus,1759) mollissima (Schmidt, 1862). Λέγεται και «μεθάλη» ή «τούρκικο φλιτζάνι» ή «λεπτός σπόγγος της Συρίας». Το σχήμα του θυμίζει χωνί ή φλιτζάνι, ζει σε βυθούς με χονδρόκοκκη άμμο, μεγάλα βράχια ή σε λιβάδια ποσειδωνίας και σε βάθος 50 μ. περίπου.
  • Spongia agaricina (Pallas,1766) ή Spongia officinalis lamella (Scchulze, 1862). Οι σφουγγαράδες το λένε «λαγόφυτο» ή «ψαθούρι» ή «λαφίνα» ή «αυτί ελέφαντα». Το σφουγγάρι αυτό είναι από τα πιο όμορφα ανάμεσα στα άγρια και τα ήμερα. Το σχήμα του μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλικία του, ενώ οι νεαρές μορφές μοιάζουν με κύπελλο όπως και η «μελάθη». Όμως κατά την ενήλικη φάση της ζωής του το σχήμα αλλάζει τελείως, γίνεται ελασματοειδές και θυμίζει βεντάλια. Το χρώμα του, όταν αλιεύεται από μεγάλα βάθη είναι γκριζομπλέ και η διάμετρος του μπορεί να ξεπεράσει το 1 μ. Προτιμάει τα σκληρά, κοραλλιογενή υποστρώματα και συνήθως συναντάται σε βάθη 60–100 μ. περίπου.
  • Spongia zimoca (Schmidt,1862). Πρόκειται για τη γνωστή «τσιμούχα» ή «δερματώδης σπόγγος». Η τσιμούχα παρουσιάζεται με πολλές μορφές και οι σφουγγαράδες λένε πως καμιά τσιμούχα δεν έχει όμοιά της. Το χρώμα της εξωτερικά είναι μαύρο προς γκρι και εσωτερικά καφέ σκούρο και θυμίζει πολλές φορές το χρώμα της σκουριάς. Προτιμά τα σκληρά υποστρώματα και η συνοδός βιοκοινωνία είναι κοραλλιογενής. Τα βάθη που αλιεύεται κυμαίνονται απο 25 έως 100 μ. Αλιευτικά πεδία υπάρχουν στην Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες. Το σχεδόν συνώνυμο του σπόγγου είναι το σφουγγάρι.