Σουφραζέτες
Ο όρος Σουφραζέτες επινοήθηκε από την εφημερίδα Daily Mail σαν ένας υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τα μέλη του κινήματος υπέρ του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, το οποίο δραστηριοποιήθηκε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ιδίως δε για συγκεκριμένα μέλη της Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών)[1]. Ωστόσο, μετά την επανοικειοποίηση της λέξης από πρώην και νυν μέλη του κινήματος, ο όρος έχασε την αρχική αρνητική σημασία του.
Πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Προέλευση
ΕπεξεργασίαΟ όρος «σουφραζέτα» προέρχεται από τη λέξη «suffragist», που δηλώνει τον υποστηρικτή του «suffrage», δηλαδή του δικαιώματος ψήφου. Οι σουφραζέτες διεκδικούσαν τη συμμετοχή στα κοινά και ίση μεταχείριση με τους άντρες. Ο όρος «suffragist», όμως, είναι γενικότερος και αναφέρεται σε μέλη κινημάτων που υποστηρίζουν το δικαίωμα ψήφου, ασχέτως αν πρόκειται για ριζοσπαστικά ή συντηρητικά κινήματα ή αν το δικαίωμα ψήφου αφορά άντρες ή γυναίκες. Στη Βρετανία, ο όρος «suffragist» χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα μέλη της Εθνικής Ένωσης των Εταιρειών για το Δικαίωμα Ψήφου των Γυναικών, η οποία ιδρύθηκε το 1897.
Η λέξη «σουφραζέτα» είναι η λέξη «suffragist» στο θηλυκό γένος και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1906 από έναν δημοσιογράφο τη Daily Mail με υποτιμητικό τρόπο για να κοροϊδέψει τις γυναίκες της Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών που έκαναν πορεία ζητώντας δικαίωμα ψήφου γιατί η κατάληξη «-έτα» υποδηλώνει κάτι μικρό ή χαριτωμένο και έτσι μειώνεται η σημασία της λέξης με αποτέλεσμα να μειώνεται και η σημασία της πολιτικής δράσης που υποδηλώνει.[2][3][4] Αν και αρχικά η λέξη λέγονταν με προσβλητική πρόθεση σταδιακά η σημασία της αμβλύνθηκε και κατέληξε να σημαίνει απλά μία γυναίκα που αγωνίζεται για να αποδωθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Το 1912 μάλιστα η Κοινωνική και Πολιτική Ένωσης Γυναικών άρχισε να εκδίδει περιοδικό με τίτλο «Η Σουφραζέτα».[2] Οι γυναίκες στην Αμερική όμως ποτέ δεν ενστερνίστηκαν τον όρο.[2][3][4]
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΟι σουφραζέτες ήταν συνήθως γυναίκες από τη μεσαία τάξη, με επισφαλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, οι οποίες επιθυμούσαν να βελτιώσουν τις ζωές τους. Ο αγώνας για κοινωνική αλλαγή, σε συνδυασμό με το έργο υπέρμαχων των δικαιωμάτων των γυναικών όπως ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, προετοίμασαν την εμφάνιση ενός κινήματος, στο οποίο συσπειρώθηκαν μαζικά γυναίκες που διεκδικούσαν το δικαίωμα ψήφου. Ο Μιλ εισήγαγε πρώτη φορά την ιδέα του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες σε σχετική προκήρυξη που παρουσίασε στο βρετανικό εκλογικό σώμα το 1865[5]. Η Νέα Ζηλανδία ήταν η πρώτη αυτοδιοικούμενη χώρα που εκχώρησε ψήφο στις γυναίκες, όταν το 1893 επιτράπηκε σε όλες τις γυναίκες άνω των 21 να ψηφίσουν στις κοινοβουλευτικές εκλογές.[6]
Την ένωση διηύθυνε η Μίλισεντ Φόσετ, που ηγήθηκε της σχετικής εκστρατείας με την έκδοση φυλλαδίων, την οργάνωση συναντήσεων και την παρουσίαση αιτημάτων. Ωστόσο, η εκστρατεία δεν απέδωσε καρπούς. Το 1903 η Έμελιν Πάνκχερστ ίδρυσε μια νέα οργάνωση, την Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών. Η Πάνκχερστ πίστευε πως η οργάνωση, για να δει αποτελέσματα, έπρεπε να γίνει πιο ριζοσπαστική και αγωνιστική. Αργότερα, η Daily Mail βάφτισε τα μέλη της οργάνωσης «Σουφραζέτες».[7]
Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι κάποιες από τις ενέργειες των σουφραζετών ήταν επιζήμιες για τους σκοπούς τους. Όσοι τάσσονταν κατά του κινήματος υποστήριζαν πως δεν έπρεπε να δοθεί δικαίωμα ψήφου στις σουφραζέτες, επειδή ήταν υπερβολικά συναισθηματικές και ανίκανες για ορθολογική σκέψη, σε αντίθεση με τους άντρες. Στήριζαν μάλιστα το επιχείρημά τους στις βίαιες και επιθετικές δράσεις των γυναικών του κινήματος.[8] [9] [10] [11]
Το 1912 ήταν μια κομβική χρονιά για τις σουφραζέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς υιοθέτησαν πιο επιθετικές τακτικές. Μεταξύ άλλων, αλυσοδένονταν σε κιγκλιδώματα, έβαζαν φωτιά σε γραμματοκιβώτια, έσπαγαν παράθυρα και σε ορισμένες περιπτώσεις τοποθετούσαν εκρηκτικούς μηχανισμούς.[12] Ο τότε πρωθυπουργός, Χ. Χ. Άσκουιθ ήταν έτοιμος να υπογράψει ένα νομοσχέδιο που εκχωρούσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 30, με τον όρο να είναι παντρεμένες με σύζυγο που είχε περιουσιακά στοιχεία ή να έχουν οι ίδιες περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή, ανησυχώντας πως οι γυναίκες θα τον καταψήφιζαν στις επόμενες γενικές εκλογές και θα εμπόδιζαν το κόμμα του (Φιλελεύθεροι) να μπει στη Βουλή.
Μια σουφραζέτα, η Έμιλι Ντέιβισον πέθανε στην προσπάθειά της να πετάξει ένα πανό πάνω στο άλογο του βασιλιά στις Ιπποδρομίες του Έπσομ, στις 5 Ιουνίου 1913.[13] Πολλές από τις συντρόφισσές της συνελήφθησαν και έκαναν απεργία πείνας, σε μια προσπάθεια να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αντέδρασε με τη λεγόμενη Νομοθετική Πράξη «της Γάτας και του Ποντικιού». Βάσει αυτής, επιτρεπόταν στις κρατούμενες να προχωρούν σε απεργία πείνας, χωρίς να τους παρέχεται τροφή διά της βίας, αλλά αφήνονταν ελεύθερες όταν η κατάσταση της υγείας τους κρινόταν πλέον επικίνδυνη. Ωστόσο, λίγο μετά την αποφυλάκισή τους, συχνά συλλαμβάνονταν εκ νέου για ασήμαντους λόγους. Η διαδικασία αυτή της σύλληψης, αποφυλάκισης και επανασύλληψης επαναλαμβανόταν πολλές φορές, λίγο πολύ όπως η γάτα παίζει με το ποντίκι.
Οι διαμαρτυρίες συνεχίζονταν τόσο στη Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ. Η Άλις Πολ και η Λούσι Μπερνς ηγήθηκαν μιας σειράς διαμαρτυριών κατά της κυβέρνησης Γουίλσον στην Ουάσινγκτον. Οι γυναίκες του κινήματος στις ΗΠΑ αναφέρονταν στον πρόεδρο Γούντροου Γουίλσον ως «Κάιζερ Γουίλσον» και συνέκριναν το δράμα του γερμανικού λαού με αυτό των γυναικών της Αμερικής.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα ως και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περίπου χίλιες σουφραζέτες ήταν φυλακισμένες στη Βρετανία.[14] Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σημειώθηκε έλλειψη ικανών και αρτιμελών αντρών, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να αναλάβουν πολλούς παραδοσιακά αντρικούς ρόλους. Η εν λόγω εξέλιξη κατέδειξε τις νέες δυνατότητες των γυναικών. Λόγω του πολέμου σημειώθηκε επίσης μια ρήξη εντός του κινήματος των σουφραζετών της Βρετανίας. Η κύρια πτέρυγα, που εκπροσωπούσαν η Έμμελιν Πάνκχερστ και η κόρη της, Κρίσταμπελ, κάλεσε σε παύση της φεμινιστικής ανυπακοής και υποστήριξε ενεργητικά τον πόλεμο. Πέρα από το "καθαρό πατριωτικό πιστεύω τους" στον πόλεμο, η εκτίμηση που έκαναν ήταν ότι ο πόλεμος ήταν μια ευκαιρία για τις γυναίκες να αποδείξουν, συντασσόμενες με τον εθνικό αγώνα, ότι αποτελούσαν αξιόπιστα στηρίγματα, και κατά συνέπεια πλήρεις πολίτες, του κράτους[15]. Πιο ριζοσπαστικές σουφραζέτες, όπως η άλλη κόρη της Έμελιν, Σίλβια Πάνκχερστ, που εκπροσωπούσε την Ομοσπονδία του Δικαιώματος Ψήφου των Γυναικών, κριτίκαραν αρνητικά τις καμπάνιες στρατολόγησης αντρών της Έμελιν, και τη συμμετοχή των υποστηρικτριών της στην καμπάνια του Άσπρου Φτερού, και συνέχισαν τον φεμινιστικό αγώνα.
Η Εθνική Ένωση των Εταιρειών του Δικαιώματος Ψήφου στις Γυναίκες συνέχισε την εκστρατεία την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ προχώρησε και σε συμφωνίες με την κυβέρνηση συνασπισμού. Στις 6 Φεβρουαρίου 1918, πέρασε η Νομοθετική Πράξη της Εκπροσώπησης των Πολιτών, η οποία εκχωρούσε δικαίωμα ψήφου σε γυναίκες άνω των 30 που πληρούσαν τα ελάχιστα κριτήρια περιουσίας. Περί τις 8,4 εκατομμύρια γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου. Το Νοέμβριο του 1918, πέρασε η Νομοθετική Πράξη της Εκλεξιμότητας των Γυναικών, εκχωρώντας στις γυναίκες το δικαίωμα της εκλογής στη Βουλή. Η Νομοθετική Πράξη Εκπροσώπησης του 1928 επέκτεινε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες άνω των 21, εξισώνοντας έτσι οριστικά το δικαίωμα ψήφου μεταξύ αντρών και γυναικών [16].
Διαφορά των όρων «σουφραζέτα» και «σουφραζίστρια»
ΕπεξεργασίαΑρχικά το κίνημα της διεκδίκησης ψήφου για τις γυναίκες χρησιμοποιούσε ειρηνικές μεθόδους που στηρίζονταν στην πειθώ, την πολιτική πίεση και τη συλλογή υπογραφών. Οι οπαδοί αυτού του κινήματος ονομάζονταν σουφραζιστές (θηλ. σουφραζίστριες).[17] Όλοι οι ηγέτες των σουφραζιστών και οι περισσότεροι οπαδοί τους άνηκαν στην ανώτερη ή μέση τάξη και διεκδικούσαν δικαίωμα ψήφου μόνο για τις γυναίκες ανώτερης και μέσης τάξης.[17]
Τα αποτελέσματα όμως αυτού του πρώτου κύματος διεκδίκησης πολτικών δικαιωμάτων για τις γυναίκες ήταν ασήμαντα με αποτέλεσμα να εμφανιστεί μία νέα γενιά ακτιβιστριών που σε μεγάλο βαθμό προέρχονταν από την εργατική τάξη και που διεκδικούσαν δικαιώματα για όλες τις γυναίκες ανεξάρτητα από την τάξη τους.[17] Αυτές οι γυναίκες είχαν ως μότο τη φράση «πράξεις, όχι λόγια» και αγωνίζονταν με πιο άμεσο τρόπο που συχνά περιλάμβανε και τη χρήση βίας όπως π.χ. το σπάσιμο βιτρινών από πολυκαταστήματα.[17] Η Κρίσταμπελ Πάνκχερστ, η κόρη της Έμελιν Πάνκχερστ, είπε κάποτε πως «αν οι άντρες μπορούν να χρησιμοποιούν βία και βόμβες για να κάνουν πόλεμο και περιγράφουν την καταστροφή που προκαλούν σαν κάτι ένδοξο και ηρωικό τότε γιατί να μην κάνουν το ίδιο και οι γυναίκες; Στο κάτω κάτω βρισκόμαστε σε πόλεμο. Κάνουμε μια επανάσταση.»[4] Οι σουφραζέτες όμως πρόσεχαν να κάνουν ζημιές μόνο σε δημόσια περιουσία και ποτέ δεν έβλαπταν άνθρωπο.[4]
Αυτές οι γυναίκες αποδείχθηκαν πραγματικά απειλητικές για το «στάτους κβο» και γι' αυτό δέχτηκαν πολλές επιθέσεις μεταξύ των οποίων ήταν να τις αποκαλούν κοροϊδευτικά σουφραζέτες. Το 1914 το περιοδικό της Κοινωνικής και Πολιτικής Ένωσης Γυναικών «Η Σουφραζέτα» έγραψε χαρακτηριστικά: «Όλοι γνωρίζουμε την ιστορία με το κορίτσι που ρώτησε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια σουφραζίστρια και σε μία σουφραζέτα και η απάντηση είναι πως η σουφραζίστρια απλά θέλει την ψήφο ενώ η σουφραζέτα σκοπεύει να την πάρει».[2] Οι σουφραζέτες δεν δίσταζαν να προκαλέσουν αναταραχή βάζοντας φωτιά σε γραμματοκιβώτια, ορμώντας και διακόπτωντας συζητήσεις και ψηφοφορίες στο κοινοβούλιο ή ρίχνοντας τούβλα σε παράθυρα αλλά πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και πιο ειρηνικές μεθόδους όπως απεργίες πείνας και διαμαρτυρίες.[4]
Έτσι σε γενικές γραμμές σουφραζίστριες ονομάζονταν οι γυναίκες ανώτερων τάξεων που διεκδικούσαν δικαίωμα ψήφου μόνο για τις γυναίκες ανώτερων τάξεων και χρησιμοποιούσαν ειρηνικές μεθόδους που δεν διατάρασσαν το «στάτους κβο» ενώ οι σουφραζέτες συνήθως (αλλά όχι πάντα) προέρχονταν από την εργατική τάξη, διεκδικούσαν ψήφο για όλες τις γυναίκες και δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν ακόμα και βίαια μέσα αλλά πάντα σέβονταν την ανθρώπινη ζωή.
Δείτε ακόμα
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Ray Strachey, The Clause: A Short History of the Women's Movement in Great Britain (1928) p 302
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Gonzales, Erica (18 Αυγούστου 2020). «How the Term 'Suffragette' Evolved from Its Sexist Roots». Harper's BAZAAR (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2021.
- ↑ 3,0 3,1 «Did You Know? Suffragist vs Suffragette (U.S. National Park Service)». www.nps.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2021.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 «Suffragettes or Suffragists? The Difference Explained». Better Days Curriculum (στα Αγγλικά). 10 Οκτωβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2021.
- ↑ Sophia A. Van Wingerden. The women's suffrage movement in Britain, 1866–1928 (Palgrave Macmillan, 1999) p. 9
- ↑ Ida Husted Harper. History of Woman Suffrage, volume 6 (National American Woman Suffrage Association, 1922) p. 752
- ↑ Ben Walsh. GCSE Modern World History second edition (Hodder Murray, 2008) p. 60.
- ↑ Harrison, Brian (2012). Separate Spheres: The Opposition to Women's Suffrage in Britain. Routledge. p. 176.
- ↑ Christine Bolt (1993). The Women's Movements in the United States and Britain from the 1790s to the 1920s. U. of Massachusetts Press. p. 191
- ↑ ,"Did the Suffragettes Help?". Claire. John D. (2002/2010), Greenfield History Site. Retrieved January 5, 2012.
- ↑ "The Suffragettes: Deeds not words". National Archives. Retrieved January 5, 2012.
- ↑ "SUFFRAGETTES.". The Register (Adelaide, SA : 1901–1929) (Adelaide, SA: National Library of Australia). 16 April 1913. p. 7. Retrieved 26 October 2011
- ↑ Ben Walsh GCSE Modern World History second edition (Hodder Murray, 2008) p. 64.
- ↑ June Purvis, “The prison experiences of the suffragettes in Edwardian Britain,” Women’s History Review 4 no. 1 (1995): 103
- ↑ Smith, K., Angela (2005). Suffrage Discourse in Britain during the First World War. ISBN 0754639517.
- ↑ Crawford, Elizabeth. The Women's Suffrage Movement: A Reference Guide, 1866-1928. Routledge
- ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 «What is the difference between the suffragists and the suffragettes?». The British Library. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2021.