Σημαντήρας (αγγλικά: buoy) ή σημαδούρα ή τσαμαδούρα ή τσαμαδούρι,[1] λέγεται γενικά οποιοδήποτε μέσον που παραμένει στη επιφάνεια της θάλασσας, σε συγκεκριμένη θέση, προς επισήμανση συγκεκριμένου σκοπού ή λόγου, όπως: θέση ναυαγίων, ποντισμένης αγκύρας (σημαντήρας αγκύρας), όρια θαλάσσιου διαύλου (σημαντήρας διαύλου), θέση αλιευτικών εργαλείων, τηλεφωνικών καλωδίων, υποβρύχιων δραστηριοτήτων πάσης φύσεως (εκτός στρατιωτικών), όρια πεδίων βολών, όρια κολύμβησης λουομένων οργανωμένων λουτρικών εγκαταστάσεων κλπ.

Σημαντήρας ρομβοειδής μεταλλικός ύψους 1,5 μ.

Τα σχήματα των σημαντήρων είναι κωνικά, σφαιρικά, ρομβοειδή, κυλινδρικά ή τραπεζοειδή και φέρουν χρώμα συνήθως κόκκινο, πράσινο, ή πορτοκαλί, ή κεραμιδί και σπάνιες φορές μαύρο. Οι πλέον συνήθεις αυτών είναι οι καθοδηγητικοί (leading buoy) που φέρονται κυρίως σε διαύλους, οι σημαδούρες αγκυρών, σημαδούρες ναυαγίων, αλιευτικών εργαλείων κλπ.

Όταν ο σημαντήρας φέρει φανό (για ανάγκες ασφάλειας ναυσιπλοΐας) τότε καλείται φωτοσημαντήρας, συμπεριλαμβανόμενος στους φάρους και τους φανούς του φαρικού συστήματος της περιοχής. Οι φωτοσημαντήρες διαύλων φέρουν επίσης χαρακτηριστικές χρωματικές γραμμώσεις ή αριθμούς που δηλώνουν έτσι την αριθμητική τους σειρά.

Επίσης για καλύτερη εξυπηρέτηση της ναυτιλίας χρησιμοποιούνται σε περιοχές συχνής παρουσιαζόμενης ομίχλης ηχητικοί σημαντήρες που φέρουν κύμβαλο, κουδούνι ή συρίκτρα, καλούμενοι αντίστοιχα κυμβαλοσημαντήρες, κωδωνοσημαντήρες, και συρικτροσημαντήρες.

Σημειώσεις

Επεξεργασία
 
Σημαντήρες διαφόρων τύπων
  • Η επισήμανση με σημαντήρα της όποιας υποβρύχιας αλιείας (με ψαροτούφεκο), όταν διενεργείται αυτή, κρίνεται λίαν απαραίτητη και κάθε ολιγωρία επ΄ αυτού αποτελεί παιγνίδι ζωής και θανάτου.
  • Στους χάρτες η θέση των σημαντήρων απεικονίζεται με μιά έντονη τελεία επί μιας παύλας.
  • Στη αγγλική ναυτική ορολογία υφίστανται δύο παράλληλοι όροι "buoys" και "beacons". Ο δεύτερος είναι ιδιαίτερα γενικός όπου χαρακτηρίζεται οτιδήποτε φωτοβολεί με αναλαμπές που μπορεί να είναι είτε στη θάλασσα είτε στη ξηρά (όπως π.χ. φλας οχημάτων). Στην ελληνική ναυτική ορολογία υφίστανται οι όροι σημαντήρες και αλεώρια. Αν και οι δύο αυτές έννοιες είναι ταυτόσημες καθιερώθηκε με τον καιρό μόνο από αξιωματικούς του Π.Ν. και Λ.Σ. τα αλεώρια να θεωρούνται δευτερεύουσας σημασίας σκοπού από τους σημαντήρες. Αντίθετα στη κοινή ναυτική γλώσσα διατηρείται ένας όρος "σημαντήρες" ή σημαδούρες, ή τσαμαδούρες. Οι σημαντήρες στην αγγλική χαρτογράφηση διακρίνονται ως ακολούθως με τις αντίστοιχες συντμήσεις:
    • opsional (= σφαιρικός),
    • can (= κυλινδρικός),
    • nun (= κωλουροκωνικός),
    • spar (= πασσαλοειδής),
    • bell (= κωδωνοφόρος),
    • whistle (= με σειρήνα ομίχλης),
    • lighted (= φωτοβόλος),
    • L. bell (= φωτοβόλος - κωδωνοφόρος) και
    • L.w. (= φωτοβόλος - συρικτροφόρος)

Αναφορές

Επεξεργασία
  1. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "Ηλίου", Τόμος Κ, σελ. 218

Δείτε επίσης

Επεξεργασία