Σεπτίμιος Σευήρος
Ο Λεύκιος Σεπτίμιος Σευήρος Αύγουστος (Lucius Septimius Seuerus Augustus[2], 11 Απριλίου 146 - 4 Φεβρουαρίου 211), γνωστός και ως Σεβήρος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 193 έως το 211. Ο Σευήρος γεννήθηκε στη Λέπτις Μάγκνα στη ρωμαϊκή επαρχία της Αφρικής. Ως νέος άνδρας προωθήθηκε μέσω του cursus honorum -του συνηθισμένου τρόπου διαδοχής στα αξιώματα- υπό τη βασιλεία του Μάρκου Αυρηλίου και του Κόμμοδου. Ο Σευήρος κατέλαβε την εξουσία μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Δίδιου Ιουλιανού το 193 κατά τη διάρκεια του Έτους των Πέντε Αυτοκρατόρων.
Σεπτίμιος Σευήρος | |
---|---|
Περίοδος | 9 Απριλίου 193 - 4 Φεβρουαρίου 211 |
Προκάτοχος | Δίδιος Ιουλιανός |
Διάδοχος | Καρακάλλας και Γέτας |
Γέννηση | 11 Απριλίου 146[1] Λέπτις Μάγκνα (Λιβύη) |
Θάνατος | 4 Φεβρουαρίου 211 (65 ετών) Εβόρακο (Γιορκ, Αγγλία) |
Τόπος ταφής | Καστέλ Σαντ'Άντζελο, Ρώμη |
Σύζυγος | Ιουλία Δόμνα |
Επίγονοι | Καρακάλλας και Γέτας |
Οίκος | Δυναστεία των Σεβήρων |
Πατέρας | Πόπλιος Σεπτίμιος Γέτας |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Μετά την καθαίρεση και τη δολοφονία του αυτοκράτορα Διδίου Ιουλιανού, ο Σευήρος πολέμησε εναντίον των αντίπαλων διεκδικητών. Το 194, ο Σευήρος πραγματοποίησε μία σύντομη εκστρατεία πέραν των ανατολικών συνόρων, προσαρτώντας το βασίλειο της Οσροηνής ως νέα επαρχία.
Μετά την εδραίωση της κυριαρχίας του στις δυτικές επαρχίες, ο Σευήρος διεξήγαγε έναν άλλο σύντομο και πιο επιτυχημένο πόλεμο στα ανατολικά εναντίον της δυναστείας των Αρσακιδών της Παρθίας, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσά τους Κτησιφών και επεκτείνοντας τα ανατολικά σύνορα μέχρι τον Τίγρη.
Ήταν και ιδρυτής της δυναστείας των Σευήρων (193-238). Ο Σευήρος ανήκε στην τάξη των ιππέων και υπηρέτησε σε διάφορα ανώτερα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Μεταξύ άλλων, έγινε συγκλητικός επί Μάρκου Αυρηλίου, το 173 μ.Χ, και ύπατος επί Κομμόδου, το 190 μ.Χ. Μετά τη δολοφονία του διαδόχου του Κομμόδου από τους πραιτοριανούς τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., και την ανακήρυξη από την πραιτοριανή φρουρά ως αυτοκράτορα ύστερα από πλειστηριασμό του συγκλητικού Μάρκου Διδίου Ιουλιανού, ο Σευήρος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του και στο όνομα της εκδίκησης για τη δολοφονία του Περτίνακος βάδισε εναντίον της Ρώμης.
Έργα
ΕπεξεργασίαΜετά τη δολοφονία του Διδίου Ιουλιανού τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ο Σευήρος αναγνωρίστηκε από την Σύγκλητο ως αυτοκράτορας. Το πρώτο μέτρο που έλαβε ήταν η διάλυση της πραιτοριανής φρουράς και η αντικατάστασή της από νέα που προερχόταν από τα στρατεύματα του Δούναβη και ήταν απόλυτα πιστή σε αυτόν. Στην συνέχεια και μέχρι το 197 μ.Χ. επιδόθηκε, μαζί με άλλους διεκδικητές του αυτοκρατορικού θρόνου, σε έναν αγώνα επικράτησης που μετά από πολλά επεισόδια, ανατροπές και μάχες έλαβε τέλος με την νίκη του επί του Αλβίνου Δεκίου Κλαυδίου στο Λούγδουνον (σημερινή Λυών Γαλλίας). Ο Σευήρος, ο οποίος αποδείχτηκε ο πλέον ικανός από τους διεκδικητές, έδωσε οριστικό τέλος στις διαμάχες με τη θανάτωση 29 συγκλητικών οι οποίοι είχαν υποστηρίξει τον Αλβίνο. Αναζητώντας τρόπο να νομιμοποιήσει τη σφετερισμένη εξουσία του και θέλοντας για τον λόγο αυτό να παρουσιάσει τον εαυτό του ως νόμιμο συνεχιστή της δυναστείας των Αντωνίνων, ανακήρυξε εαυτόν θετό γιο του Μάρκου Αυρηλίου, ενώ προσπάθησε να αποδείξει ότι καταγόταν από τον αυτοκράτορα Νέρβα (96-98). Στη συνέχεια, και μετά από εισβολή των Περσών στη Μεσοποταμία, το 197, επιχείρησε νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των Πάρθων (197-202), καταλαμβάνοντας και λεηλατώντας την πρωτεύουσά τους, Κτησιφώντα (197). Μέχρι το 199 είχε καταλάβει και προσαρτήσει στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την Οσροηνή και τη Μεσοποταμία. Σε ανάμνηση της νίκης του έστησε στη Ρώμη θριαμβευτική αψίδα, η οποία σώζεται έως σήμερα, ενώ έλαβε και το προσωνύμιο Παρθικός (Parthicus Maximus). Από το 202 έως το 205, έχοντας εδραιώσει την ειρήνη, ασχολήθηκε με την ανοικοδόμηση του κράτους.
Το τέλος του Σευήρου
ΕπεξεργασίαΤο 208 αναχώρησε για τη Βρετανία μαζί με τους γιους του, Καρακάλλα και Γέτα, για να καταστείλει τις εξεγέρσεις των ορεσίβιων λαών της Σκωτίας. Κατά τη διάρκεια όμως της εκστρατείας αυτής, πέθανε στο Εβόρακο (σημερινό Γιορκ), το 211 μ.Χ. Τάφηκε στη Ρώμη και θεοποιήθηκε. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι υπήρξε ο ηγεμόνας που μετέτρεψε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε στρατιωτική μοναρχία. Στερούμενος ουσιαστικής νομιμοποίησης, στήριξε την εξουσία στην πραιτοριανή φρουρά και στον στρατό παραχωρώντας τους μια σειρά από προνόμια, ενώ στην προσπάθειά του να ελέγξει τον δημόσιο βίο, προώθησε στα δημόσια αξιώματα άτομα από την τάξη των ιππέων, περιορίζοντας έτσι την επιρροή και το κύρος των συγκλητικών. Ωστόσο, παρά τον δεσποτισμό του υπήρξε ηγέτης που φρόντισε για την ανακούφιση των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων, ενώ κατάφερε να αναδιοργανώσει τη δημόσια διοίκηση και να ανορθώσει τα δημόσια οικονομικά. Ενδεικτικό της χρηστής του διοίκησης είναι το γεγονός ότι, αν και δαπάνησε σημαντικά ποσά για την ανέγερση μνημείων, για τη διανομή τροφίμων και για τις ανάγκες του στρατού, κατά τον θάνατό του το κρατικό θησαυροφυλάκιο παρουσίαζε πλεόνασμα. Ο Σ. είχε επίσης λαμπρή ελληνική και λατινική παιδεία και προστάτευσε τα γράμματα και τις τέχνες. Το νομοθετικό του έργο υπήρξε επίσης σημαντικότατο· στις ημέρες του άκμασαν οι νομοδιδάσκαλοι Παπινιανός, Ουλπιανός και Παύλος. Τα δημόσια έργα που κατασκεύασε μαρτυρούν τη λαμπρότητα στην οποία έφτασε η Ρώμη επί των ημερών του. Σημαντικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του έπαιξε η δεύτερη σύζυγός του, Δόμνα Ιουλία, μια γυναίκα εξαιρετικά έξυπνη, πνευματώδης και μορφωμένη, η οποία συχνά παρενέβαινε στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Anthony Richard Birley, Septimius Severus: The African Emperor, Λονδίνο: Routledge (1999) ISBN 0415165911
- ↑ Στην κλασική λατινική, το όνομα του Σευήρου θα αναγραφόταν ως LVCIVS SEPTIMIVS SEVERVS AVGVSTVS
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία