Οσροηνή
Η Οσροηνή (κλασικά συριακά: ܡܠܟܘܬܐ ܕܒܝܬ ܐܘܪܗܝ), με πρωτεύουσα την Έδεσσα (νυν Σανλιούρφα, Τουρκία ), ήταν ένα ιστορικό βασίλειο στην Άνω Μεσοποταμία[2], το οποίο διακυβερνείτο από τη δυναστεία των Αβγαρίδων αραβικής καταγωγής.[3][4][5][6][7][8]
Βασίλειο της Οσροηνής
ܡܠܟܘܬܐ ܕܒܝܬ ܐܘܪܗܝ | |
---|---|
Ο χάρτης περιλαμβάνει την Οσροηνή υπό τον Τιγράνη τον Μέγα | |
Έδεσσα | |
συρο-αραμαϊκά Ελληνιστική Κοινή Ναβαταϊκά αραβικά | |
Μοναρχία | Ελληνιστική περίοδος: 132 π.Χ. - 214 μ.Χ. [1] |
Σε γενικές γραμμές με συμμάχους τους Πάρθους, το Βασίλειο της Οσροηνής απολάμβανε ημιαυτονομία έως πλήρη ανεξαρτησία μεταξύ 132 π.Χ. - 214 μ.Χ. Αν και κυβερνήθηκε από μια δυναστεία αραβικής καταγωγής, ο πληθυσμός του βασιλείου ήταν κυρίως Αραμαίοι με ελληνικές και παρθικές μειονότητες.[9] Επιπλέον, αν και αραβική λατρεία τεκμηριώθηκε στην Έδεσσα, το πολιτιστικό σκηνικό της πόλης ήταν βασικά αραμαϊκό (συριακό) παράλληλα με ισχυρές παρθικές επιρροές.[10]
Η κυρίαρχη δυναστεία των Αβγαρίδων εκδιώχθηκε από τους Ρωμαίους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217), πιθανώς το 214, και η Οσροηνή ενσωματώθηκε ως επαρχία (colonia).[11]
Ο Χριστιανισμός έφτασε νωρίς στην Οσροηνή. Από το 318, ήταν μέρος της Επισκοπής της Ανατολής. Μέχρι τον 5ο αιώνα, η Έδεσσα είχε γίνει κέντρο της συριακής λογοτεχνίας και μάθησης. Το 608, ο αυτοκράτορας της δυναστείας των Σασσανιδών Χοσρόης Β' κατέλαβε την Οσροηνή. Το 638, έπεσε στους μουσουλμάνους ως μέρος των μουσουλμανικών κατακτήσεων.
Ιστορικό πλαίσιο
ΕπεξεργασίαΗ Οσροηνή, ή Έδεσσα, ήταν ένα από τα πολλά κράτη, που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από την κατάρρευση της Σελευκιδικής Αυτοκρατορίας μέσω μιας δυναστείας της νομαδικής αραβικής φυλής των Ναβαταίων από τη Νότια Χαναάν και τη Βόρεια Αραβία, τους Οσροηνούς, από το 136 π.Χ. Το όνομα Οσροηνή προέρχεται είτε από το όνομα αυτής της φυλής είτε από το Orhay, το αρχικό όνομα στην αραμαϊκή-συριακή γλώσσα της Έδεσσας.[12] Η αραβική επιρροή ήταν ισχυρή στην περιοχή. [13]
Η Οσροηνή κράτησε για τέσσερις αιώνες, με είκοσι οκτώ κυβερνήτες, που ονομάζονταν περιστασιακά "βασιλείς" στα νομίσματά τους. Οι περισσότεροι από τους βασιλιάδες της ονομάζονταν Αβγάρ ή Μανού και εγκαταστάθηκαν σε αστικά κέντρα.[14]
Η Οσροηνή ήταν γενικά σύμμαχος με την Παρθική Αυτοκρατορία. Μετά από μια περίοδο υπό την κυριαρχία της Παρθικής Αυτοκρατορίας, απορροφήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 114 ως ημιαυτόνομη υποτελής και ενσωματώθηκε ως μια απλή ρωμαϊκή επαρχία το 214. Υπάρχει ένας αποκρυφικός μύθος ότι η Οσροηνή ήταν το πρώτο κράτος, που δέχτηκε τον Χριστιανισμό ως κρατική θρησκεία [15][16], αλλά δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό.[17][18]
Πληθυσμός και πολιτισμός
ΕπεξεργασίαΘα ήταν λοιπόν παράλογο να θεωρούμε την Έδεσσα ως αραβική πόλη, γιατί ο πολιτισμός της οφείλεται ελάχιστα στους νομαδικούς Άραβες της περιοχής"[10]. Αργότερα, εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Έδεσσα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του Συριακού πολιτισμού[19]. Υπό τις δυναστείες των Ναβαταίων, η Οσροηνή επηρεάστηκε όλο και περισσότερο από τον συριακό χριστιανισμό [20] και ήταν κέντρο εθνικής αντίδρασης κατά του ελληνισμού.
Στα γραπτά του, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρεται στους ιθαγενείς της Οσροηνής και του Βασιλείου της Κομμαγηνής ως Άραβες και στην περιοχή ως Αραβία.[21] Ο Άβγαρος Β' ονομάζεται "Άραβας Φύλαρχος από τον Πλούταρχο[22], ενώ ο Άβγαρος Ε' περιγράφεται ως "βασιλιάς των Αράβων" από τον Τάκιτο.[23]
Σε ρωμαϊκές πηγές
ΕπεξεργασίαΗ περιοχή του βασιλείου ήταν ίσως περίπου συναφής με εκείνη της ρωμαϊκής επαρχίας. Ο μεγάλος βρόχος του Ευφράτη ήταν ένα φυσικό σύνορο στα βόρεια και δυτικά. Στο νότο, η Βάτνα ήταν η πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου πριγκηπάτου της Ανθέμουσας μέχρι την προσάρτησή της από τη Ρώμη, το 115 μ.Χ. Το ανατολικό όριο είναι αβέβαιο. Μπορεί να είχε επεκταθεί στη Νίσιβη ή ακόμα και στην Αδιαβηνή τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Το Χαρράν, ωστόσο, μόνο 40 χιλιόμετρα νότια της Έδεσσας, διατηρούσε πάντα την ανεξάρτητη θέση του ως ρωμαϊκή αποικία.[24]
Η Έδεσσα, η πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου, ήταν ένα φρούριο μεγάλης δύναμης κοντά στον Ευφράτη. Ήταν μια σημαντική διασταύρωση, ένας αρχαίος δρόμος, κατά μήκος του οποίου τα καραβάνια μετέφεραν εμπορεύματα από την Κίνα και την Ινδία προς τη Δύση, συναντούσε εκεί έναν δρόμο από βορρά προς νότο, που συνέδεε τα Αρμενικά Υψίπεδα με την Αντιόχεια. Αναπόφευκτα, η Έδεσσα εμφανίστηκε δυναμικά στη διεθνή σκηνή.[24]
Το 64 π.Χ., καθώς ο Πομπήιος πολεμούσε κατά της Παρθικής Αυτοκρατορίας, ο Αβγάρος Β' της Οσροηνής είχε συμμαχήσει με τους Ρωμαίους, όταν ο ύπατος Λούκιος Αφράνιος κατέλαβε την Άνω Μεσοποταμία . Ο βασιλιάς ήταν αρχικά σύμμαχος του Ρωμαίου στρατηγού Μάρκου Λικίνιου Κράσσου στην εκστρατεία του εναντίον των Πάρθων το 53 π.Χ., αλλά οι Ρωμαίοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι πρόδωσε τον Κράσσο οδηγώντας τον να παρεκκλίνει από την ασφαλή διαδρομή του κατά μήκος του ποταμού και αντ' αυτού σε μια ανοιχτή έρημο, όπου τα στρατεύματα υπέφεραν και έτσι ήταν ευάλωτα σε επίθεση ιππικού. Η τεράστια και διαβόητη μάχη των Καρρών ακολούθησε και κατέστρεψε ολόκληρο τον ρωμαϊκό στρατό.
Στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., ο Βασιλιάς Αβγάρος ΣΤ' εντάχθηκε στην εκστρατεία του αυτοκράτορα Τραϊανού στη Μεσοποταμία. Ο βασιλιάς αργότερα εξεγέρθηκε εναντίον των Ρωμαίων.
Το 123, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αδριανού, η δυναστεία των Αβγαρίδων αποκαταστάθηκε με την εγκατάσταση του Μανού Ζ', και η Οσροηνή καθιερώθηκε ως βασικό βασίλειο της αυτοκρατορίας.[25]
Μετά τον Ρωμαϊκό-Παρθικό πόλεμο του 161–166 υπό τον Μάρκο Αυρήλιο, χτίστηκαν φρούρια και μια ρωμαϊκή φρουρά τοποθετήθηκε στη Νισίβη (νυν Νουσαϊμπίν). Το 195, μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο το βασίλειο είχε υποστηρίξει τον αντίπαλό του, Πεσκένιο Νίγηρα, ο Σεπτίμιος Σεβήρος εισέβαλε και προσάρτησε το έδαφος ως νέα επαρχία, καθιστώντας την Νίσιβη πρωτεύουσα.[26] Ωστόσο, ο αυτοκράτορας επέτρεψε στον βασιλιά Άβγαρο ΙΑ' να διατηρήσει την πόλη της Έδεσσας και μια μικρή περιοχή, που την περιβάλλει.[27] Το 213, ο βασιλιάς εκτοπίστηκε από τον Καρακάλλα και το υπόλοιπο έδαφος ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Οσροηνής.[28]
Σύμφωνα με θρύλους, το 201 ή νωρίτερα, η Οσροηνή έγινε το πρώτο χριστιανικό κράτος.[29][30] Πιστεύεται ότι το Ευαγγέλιο του Θωμά προήλθε από την Έδεσσα γύρω στο 140. Διακεκριμένες πρώιμες χριστιανικές φιγούρες έχουν ζήσει και έχουν αναδυθεί από την περιοχή, όπως ο Τατιανός ο Ασσύριος, ο οποίος ήρθε στην Έδεσσα από την Αδιαβηνή. Έκανε ένα ταξίδι στη Ρώμη και επέστρεψε στην Έδεσσα γύρω στο 172-173.
Στη συνέχεια, η Έδεσσα τέθηκε ξανά υπό ρωμαϊκό έλεγχο από τον Δέκιο και έγινε κέντρο ρωμαϊκών επιχειρήσεων εναντίον της αυτοκρατορίας των Σασσανίδων.
Πολλούς αιώνες αργότερα, ο δούκας της Οσροηνής συνόδευσε τον Ιουλιανό στον πόλεμο κατά του αυτοκράτορα Σαπώρη Β' τον 4ο αιώνα.
Ρωμαϊκή επαρχία
ΕπεξεργασίαΗ ανεξαρτησία του κράτους τελείωσε πιθανώς το 214. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καρακάλλα, η μοναρχία καταργήθηκε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Οσροηνή ενσωματώθηκε ως επαρχία.[11] Ήταν μια παραμεθόρια επαρχία, που βρισκόταν κοντά στις περσικές αυτοκρατορίες, με τις οποίες οι Ρωμαίοι πολεμούσαν επανειλημμένα.
Μετά την μεταρρύθμιση της τετραρχίας του αυτοκράτορα Διοκλητιανού κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (284-305), ήταν μέρος της επισκοπής Ανατολής.
τον φίλον Ρέμωνα χθες περί τα μεσάνυχτα. Απ' τα παράθυρα που αφίσαμεν ολάνοιχτα, τ' ωραίο του σώμα στο κρεββάτι φώτιζε η σελήνη. Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι. Τέτοιος κι ο Ρέμων είναι. Ομως χθες σαν φώτιζε το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη,
ο νους μας πήγε στον πλατωνικό Χαρμίδη.Κ.Π. Καβάφης, Εν πόλει της Οσροηνλης
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Segal 1982, σελίδες 210-213.
- ↑ Dupuy, Richard Ernest· Dupuy, Trevor Nevitt (1970). The Encyclopedia of Military History: From 3500 B.C. to the Present. Harper & Row. σελ. 115. ISBN 978-0-06-011139-7.
- ↑ Bowman, Alan· Garnsey, Peter (2005). The Cambridge Ancient History: Volume 12, The Crisis of Empire, AD 193-337 (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. ISBN 9780521301992.
- ↑ «Osroëne | ancient kingdom, Mesopotamia, Asia». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2020.
- ↑ Skolnik, Fred· Berenbaum, Michael (2007). Encyclopaedia Judaica (στα Αγγλικά). Macmillan Reference USA. ISBN 9780028659435.
- ↑ Roberts, John Morris· Westad, Odd Arne (2013). The History of the World (στα Αγγλικά). Oxford University Press. ISBN 9780199936762.
- ↑ «ABGAR – Encyclopaedia Iranica». www.iranicaonline.org (στα Αγγλικά).
- ↑ Laet, Sigfried J. de· Herrmann, Joachim (1996). History of Humanity: From the seventh century B.C. to the seventh century A.D. (στα Αγγλικά). UNESCO. ISBN 9789231028120.
- ↑ Drower, Gray & Sherwin-White 2012.
- ↑ 10,0 10,1 Sartre 2005, σελ. 500.
- ↑ 11,0 11,1 Segal 1982.
- ↑ Mango 1991.
- ↑ Lieu 1997.
- ↑ Fortescue, Adrian (1923). The uniate Eastern churches: the Byzantine rite in Italy, Sicily, Syria and Egypt. Burns, Oates & Washbourne, ltd. σελ. 22.
- ↑ Ball, W (2001). Rome in the East: the transformation of an empire. Routledge. σελ. 91. ISBN 978-0-415-24357-5.
- ↑ Frankfurter, David (1998). Pilgrimage and Holy Space in Late Antique Egypt. BRILL. σελ. 383. ISBN 90-04-11127-1.
It was around 200 CE that Abgar IX adopted Christianity, thus enabling Edessa to become the first Christian state in history whose ruler was officially and openly a Christian.
- ↑ Brock, Sebastian (2004). «The earliest Syriac literature». Στο: Young, επιμ. The Cambridge History of Early Christian Literature. Cambridge University Press. σελ. 162. ISBN 978-0-521-46083-5.
Modern scholars have taken basically two very different approaches to this legend (which obviously reflects the general search for apostolic origins, characteristics of the fourth century). Some would dismiss it totally, while others prefer to see it as a retrojection into the first century of the conversion of the local king at the end of the second century. In other words Abgar (V) the Black of the legend in fact represents Abgar (VIII) the Great (c. 177-212), contemporary of Badaisan. Attractive though this second approach might seem, there are serious objections to it, and the various small supportive evidence that Abgar (VIII) the Great became Christian disappears on closer examination.
- ↑ Ball, Warwick (2000). Rome in the East: The Transformation of an Empire. Psychology Press. σελ. 95. ISBN 978-0-415-11376-2.
More significant than Bardaisan's conversion to Christianity was the conversion -reported by Bardaisan - of Abgar the Great himself." The conversion is controversial, but whether or not he became a Christian, Abgar had the wisdom to recognise the inherent order and stability in Christianity a century before Constantino did. Ho encouraged it as essential for maintaining Edessa's precarious balance between Rome and Iran. Thus, it is Abgar the Great who lays claim to being the world's first Christian monarch and Edessa the first Christian state. More than anything else, a major precedent had been set for the conversion of Rome itself. // The stories of the conversions of both Abgar V and Abgar VIII may not be true, and have been doubted by a number of Western authorities (with more than a hint at unwillingness to relinquish Rome's and St Peter's own primogeniture?). But whether true or not. the stories did establish Edessa as one of the more important centres for early Christendom."
- ↑ Keser-Kayaalp & Drijvers 2018.
- ↑ Harrak, Amir (1992). «The Ancient Name of Edessa». Journal of Near Eastern Studies 51 (3): 209–214. doi:. https://archive.org/details/sim_journal-of-near-eastern-studies_1992-07_51_3/page/209.
- ↑ H. I. MacAdam, N. J. Munday, "Cicero's Reference to Bostra (AD Q. FRAT. 2. 11. 3)", Classical Philology, pp.131-136, 1983.
- ↑ Ring, Steven. «History of Syriac texts and Syrian Christianity - Table 1». www.syriac.talktalk.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2018.
- ↑ Guscin, Mark (2016). The Tradition of the Image of Edessa. Cambridge Scholars Publishing. p. 13.
- ↑ 24,0 24,1 J. B. Segal, “Abgar,” Encyclopædia Iranica, I/2, pp. 210-213; http://www.iranicaonline.org/articles/abgar-dynasty-of-edessa-2nd-century-bc-to-3rd-century-ad
- ↑ Ball, W (2001). Rome in the East: the transformation of an empire. Routledge. p. 90.
- ↑ Southern, Pat, "The Empress Zenobia: Palmyra's Rebel Queen", 2009: pg. 36
- ↑ Birley, Anthony, "Septimius Severus: The African Emperor", 1999: pg. 115
- ↑ Sinclair, T.A., "Eastern Turkey: An Architectural & Archaeological Survey, Volume IV: pg. 196
- ↑ Cheetham, Samuel (1905). A History of the Christian Church During the First Six Centuries. Macmillan and Co. p. 58.
- ↑ Lockyer, Herbert (1988). All the Apostles of the Bible. Zondervan. p. 260. (ISBN 0310280117).