Ρόκκος Χοϊδάς

Έλληνας δημοσιογράφος, σοσιαλιστής βουλευτής

Ο Ρόκκος Χοϊδάς (1830- 3 Μαΐου 1890 -15 Μαΐου με το νέο ημερολόγιο[1]) ήταν δικαστικός, βουλευτής και γνωστός κυρίως για τους αγώνες του ενάντια στη διαφθορά της πολιτικής και των πολιτικών γενικότερα. Αν και υπήρξε προσωπικός φίλος του βασιλιά Γεωργίου του Α΄, τον κατηγόρησε δημόσια ώς δειλό και άνανδρο με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί[2].

Ρόκκος Χοϊδάς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1830
Ναύπλιο
Θάνατος1890
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
νέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδικηγόρος
πολιτικός
δημοσιογράφος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλής των Ελλήνων (εκλογική περιφέρεια Αττικής)
μέλος της Βουλής των Ελλήνων (εκλογική περιφέρεια Κεφαλληνίας)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ρόκκος Χοϊδάς γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1830 [3] και ήταν γιος ιερολοχίτη, γόνου παλαιάς αρχοντικής οικογένειας της Κεφαλονιάς που στα 1500 εγκαταστάθηκε στο νησί προερχόμενη από την Κρήτη. Το 1593 η οικογένεια εγγράφηκε στο Libro d'oro. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του αντιεισαγγελέα εφετών. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στην Ιταλία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα στις αρχές του 1860 εργάσθηκε ως δικηγόρος ενώ συμμετείχε ενεργά στην εκθρόνιση του Όθωνα.[3] Το 1875 σε μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας του λαού στην πλατεία Συντάγματος για τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης Βούλγαρη, ο Μεσολογγίτης βουλευτής Στάικος εξύβρισε τον συγκεντρωμένο λαό με αποτέλεσμα την επέμβαση υπέρ του λαού του Χοϊδά, ο οποίος ένα χρόνο πρίν είχε παραιτηθεί[2] απο την θέση του εισαγγελέα εφετών για να μπορεί ελεύθερα να υπερασπίζεται τα πιστεύω του. Τελικά η φιλονικία κατέληξε σε μονομαχία, στην οποία ο Στάικος τον πυροβόλησε στον πνεύμονα. Επί έναν μήνα χαροπάλευε ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο καθημερινά έξω από την οικία του. Η βασιλική Αυλή για να προλάβει τις αναταραχές του πρότεινε να σταλεί με υποτροφία από το παλάτι η κόρη του, Πηνελόπη, για σπουδές στην Ελβετία και στη συνέχεια να διοριστεί κυρία επί των τιμών της βασίλισσας. Ο Χοϊδάς όμως αρνήθηκε, κερδίζοντας την εκτίμηση των ομοϊδεατών του και παράλληλα το μένος των φιλομοναρχικών. Είχε παντρευτεί την Πηνελόπη Καφετζόγλου, κόρη του Χαλκιδαίου γιατρού Κωνσταντίνου Καφετζόγλου που όμως ασθένησε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και πέθανε στην γέννα. Προς τιμή της το μωρό ονομάστηκε και αυτό Πηνελόπη.[2]

Στις 18 Ιουλίου του 1875 εκλέχτηκε βουλευτής Κραναίας Κεφαλληνίας και το 1883 βουλευτής Αττικής. Κατα τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας διακρίθηκε για τις ρητορικές του ικανότητες αλλά κυρίως για την αντίθεσή του προς τη Βασιλεία. Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, κυρίως στις προεκλογικές του περιοδείες, από διαφόρους παρακρατικούς μηχανισμούς έχοντας ως αποτέλεσμα να μην εκλέγεται πάντα βουλευτής. Το 1885 παραιτήθηκε οριστικά από το βουλευτικό αξίωμα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του που πραγματοποιήθηκε στις σκάλες της Βουλής με κύριο οργανωτή τον αστυνόμο Κοκκινόπουλο.Μερικοί βουλευτές μεταξύ των οποίων ήταν και οι,Αντ.Ζυγομαλάς,Άγγελος Βλάχος,Ν.Μπουφίδης,Γ.Κρεστενίτης,και Κ.Κουμουνδούρος,στην συνεδρίαση της Βουλής (15 Νοέμβρη),έπλεξαν το εγκώμιό του και ζήτησαν να μην γίνει δεκτή η παραίτησή του.Πράγματι η παραίτηση του δεν έγινε αποδεκτή, με ψήφους 92 υπέρ της μή αποδοχής της παραίτησης.Όμως παρ' όλα αυτά δεν επανήλθε στη Βουλή, συνεχίζοντας έτσι τους δημοκρατικούς του αγώνες έξω από την αίθουσα του κοινοβουλίου. Τον ίδιο χρόνο ίδρυσε με τον Καλαβρυτινό βουλευτή Οικονόμου το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο διαλύθηκε σύντομα ενώ στήριξε δημοκρατικούς συλλόγους όπως τον «Δημοκρατικό Σύλλογο των Πατρών» και τον «Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο» του Σταύρου Καλλέργη. Έπειτα συνεργάστηκε με τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο στην έκδοση του πολιτικοσατιρικού περιοδικού Ραμπαγάς. Η ιδεολογία του ήταν αντίθετη με αυτή του Τρικούπη με αποτέλεσμα να έρθουν σε ρήξη. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1888, αν και γνώστης των άρθρων του ισχύοντος τότε Συντάγματος της Ελλάδος, δημοσίευσε δύο άρθρα του στην εφημερίδα Ραμπαγάς, τα οποία θεωρήθηκαν υβριστικά τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τους βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο. Τότε ο Χοϊδάς συνελήφθη, κατόπιν και πιθανής συναίνεσης του αρθρογράφου του «Τις πταίει;», εκείνης της εποχής, πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, και οδηγήθηκε σε δίκη στην Άμφισσα, όπου τον Μάιο του 1889 μετά από μία απολογία που διήρκεσε 24 ώρες, κατά την οποία κατηγόρησε δριμύτατα τους αυλοκόλακες και τα βασιλικά κόμματα της εποχής, καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση και οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας. Δεν υπάρχει καμία πηγή που να αναφέρει ότι ο Χοϊδάς αρνήθηκε την χάρη που του πρόσφερε η κυβέρνηση [Ο Γιάνης Κορδάτος αναφέρει ότι ο Βασιλιάς Γεώργιος παρήγγειλε στον Χοϊδά να ζήτήσει χάρη αλλά εκείνος δεν δέχτηκε. Πηγή : Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας Τόμος 23 σελ.392 παραπομπή 2] και δεν θα ήταν καθόλου απίθανο για τον χαρακτήρα του και κάποιες άλλες φήμες τον ήθελαν να αυτοκτονεί. Τίποτα απο όλα αυτά δεν συνέβη. Με πρωτοσέλιδο η εφημερίδα της Χαλκίδας Εύριπος στις 5/9/1891, αρ. φ. 1262 ανακοίνωσε τον θάνατο του σπουδαίου αυτού άνδρα. Ο θάνατος τον βρήκε ελεύθερο, στο σπίτι του στην Χαλκίδα δίπλα στους φίλους του και στην κόρη του που πριν λίγες μέρες είχε παρευρεθεί στον γάμο της. Η κυβέρνηση αφού εξάντλησε την αυστηρότητα της απέναντι του, στο τέλος έδειξε επιείκεια και λόγω της επιπλοκής του τραύματος του τον άφησε ελεύθερο να πεθάνει δίπλα στους δικούς του ανθρώπους. Η κηδεία του έγινε στο παλαιό κοιμητήριο του Αγιάννη στην Χαλκίδα[2].

Παραπομπές

Επεξεργασία