Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς

μεγάλος βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
(Ανακατεύθυνση από Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς Κιουταχής)

Ο Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς, ο επονομαζόμενος Κιουταχής (τουρκικά: Reşid Mehmed Paşa) (1780 - 1839), ήταν διαβόητος Οθωμανός στρατηγός κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, που αργότερα διετέλεσε και Μέγας Βεζίρης.

Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς Κιουταχής
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Reşid Mehmed Paşa (Τουρκικά)
Γέννηση1780
Γεωργία
ΘάνατοςΝοέμβριος 1836
Εγιαλέτι του Ντιγιάρμπακιρ
Τόπος ταφήςΝτιγιάρμπακιρ
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΙσλάμ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμεγάλος βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1829–1833)

Βιογραφία Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά

Επεξεργασία

Γεννήθηκε στη Γεωργία το 1780 και ήταν γιος Έλληνα ορθόδοξου ιερέα καταγόμενου από τον Πόντο. Αιχμαλωτίστηκε σε μικρή ηλικία σε επιχείρηση του οθωμανικού στόλου υπό τον Καπουδάν Πασά (δηλ. στόλαρχο) Μεχμέτ Χοσρέφ Πασά ο οποίος και τον παρέδωσε στο Σαράι της Κωνσταντινούπολης. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον μετέπειτα Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄.

Σε ηλικία μόλις 20 ετών έλαβε το αξίωμα του «Πεσκήρ Αγά» και εξετέλεσε πολλές διπλωματικές αποστολές, μεταξύ των οποίων και στην Ύδρα προς συνεννόηση με τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν. Το 1809 διορίστηκε Βαλής (κυβερνήτης) της Κιουτάχειας, απ' όπου πήρε και το προσωνύμιο «Κιουταχής» (οι Έλληνες επαναστάτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά και «Κιουτάγα», κάτι που τον εξόργιζε). Το 1820 στάλθηκε επικεφαλής τουρκικού στρατού εναντίον του αποστάτη Αλή Πασά στα Ιωάννινα, τον οποίο και κατόρθωσε να νικήσει ενώ μετά το τέλος της εκστρατείας διορίστηκε πασάς των Τρικάλων και κατέπνιξε στο αίμα την εξέγερση των Αγράφων (1821).

Με τη γενίκευση της Επανάστασης, και αφού είχε νικήσει τους Έλληνες στη μάχη του Πέτα, ο Κιουταχής διορίστηκε Σερασκέρης της Ρούμελης (δηλ. διοικητής των στρατευμάτων της Ρούμελης) και ουσιαστικά ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας που είχε ως σκοπό να προβεί σε γενικές εκκαθαρίσεις από κάθε επαναστατικό στοιχείο, ό,τι δεν κατάφεραν δηλαδή οι προκάτοχοί του, ο Ομέρ Βρυώνης, ο Αμπάς Πασάς, ο Ντίμπρα Πασάς και ο Μουσταή Πασάς Σκόδρας. Έτσι το 1823 αφού κατέλαβε όλη τη Στερεά Ελλάδα προχώρησε στο Μεσολόγγι το οποίο και πολιόρκησε. Η πεισματώδης και σκληρή όμως αντίσταση των πολιορκούμενων, σε συνδυασμό με την καταστροφή, κατά την ναυμαχία της Άνδρου, (γνωστή και ως ναυμαχία του Καφηρέα), της τουρκικής αρμάδας που μετέφερε πολεμοφόδια στους πολιορκητές, από τον Γεώργιο Σαχτούρη, οδήγησε τον Κιουταχή να ζητήσει τη βοήθεια του Ιμπραήμ, πράγμα που τελικά ανάγκασε τους Μεσολογγίτες να κάνουν την ηρωική έξοδό τους στις 10 Απριλίου του 1826.

Στη συνέχεια ο Κιουταχής στράφηκε κατά της Αθήνας και πολιόρκησε για περίπου ένα χρόνο (Φθινόπωρο του 1826 - τέλη Μαΐου του 1827) τους επαναστάτες που ήταν κλεισμένοι στην Ακρόπολη. Μετά από πολλές μάχες στις οποίες διακρίθηκαν πολλοί Έλληνες οπλαρχηγοί και κυρίως ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Κιουταχής, στις 24 Μαΐου του 1827, πέτυχε την παράδοση της Ακρόπολης.

Τον επόμενο χρόνο ο Κιουταχής ανέλαβε Σερασκέρης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ενώ επέκειτο ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Στη συνέχεια διορίστηκε Μέγας Βεζίρης, θέση από την οποία ηγήθηκε του τουρκο-οθωμανικού στρατού κατά των Ρώσων, πλην όμως ηττήθηκε από τον στρατηγό Δίεβιτς στη περιοχή της Αδριανούπολης. Αργότερα επιχείρησε όμοια εκστρατεία στην Αλβανία όπου κατάφερε να συγκεντρώσει τους κυριότερους φύλαρχους στο Μοναστήριο όπου και τους κατέσφαξε. Το 1832 στράφηκε εναντίον του Ιμπραήμ Πασά που είχε εισβάλλει στη Συρία, πλην όμως, κοντά το Ικόνιο, ηττήθηκε κατά κράτος και αιχμαλωτίσθηκε μαζί με 5.000 στρατιώτες του, με άλλους 3.000 να κείτονται νεκροί από το σύνολο των 53.000-60.000 ανδρών του. Ύστερα από την παρέμβαση των Ρώσων και την καταβολή πλούσιων ανταλλαγμάτων, απελευθερώθηκε τον επόμενο χρόνο και ανέκτησε το αξίωμά του τού Μεγάλου Βεζύρη.

Απεβίωσε το 1839 στη Σεβάστεια σε ηλικία 59 ετών, από εγκεφαλίτιδα, ενώ προσπαθούσε να καταστείλει την εξέγερση των Κούρδων.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία
  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ.10ος, σελ.776.