Μάρκος Α΄ Σανούδος
Ο Μάρκος Α' Σανούδος (Marco I Sanudo, 2 Δεκεμβρίου 1153 - 12 Μαΐου 1227) επιφανής Βενετός ευγενής, μέλος του Οίκου των Σανούδων ήταν μεγαλύτερος γιος του Βενετού ευγενούς Πιέτρο Σανούδου και μιας αδελφής του υπέργηρου Βενετού δόγη Ενρίκο Ντάντολο. Ο Μάρκος Σανούδος με τη συμμετοχή του Δ΄ Σταυροφορία έγινε ο ιδρυτής και πρώτος δούκας του Δουκάτου του Αρχιπελάγους του Αιγαίου με έδρα τη Νάξο (1207 - 1227). Συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με τις οποίες η Δημοκρατία της Βενετίας αγόρασε την Κρήτη από τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό.
Μάρκος Α΄ | |
---|---|
Το οικόσημο των Σανούδων, δουκών της Νάξου | |
Περίοδος | 1207 - 1227 |
Προκάτοχος | Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία |
Διάδοχος | Άγγελος |
Θάνατος | 1227 |
Σύζυγος | Ντάντολο (ανιψιά του δόγη Ενρίκο Ντάντολο) |
Επίγονοι | Άγγελος Α΄ Σανούδος |
Οίκος | Οίκος των Σανούδων |
Θρησκεία | Καθολικός Χριστιανός |
δεδομένα ( ) |
Αφότου η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων και ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία (1204), τα επόμενα χρόνια, ο Μάρκος Σανούδος συγκέντρωσε στόλο, κατέλαβε τη Νάξο και ίδρυσε το Δουκάτο του Αρχιπελάγους με έδρα την ίδια. Έκτισε τη Χώρα της Νάξου με το λιμάνι που διατηρείται ως πρωτεύουσα τον νησιού έως σήμερα. Την περίοδο της ηγεμονίας του στο Δουκάτο ανέμειξε τα Βυζαντινά έθιμα με τα Λατινικά. Όντας υποτελής του Λατίνου αυτοκράτορα Ερρίκου της Φλάνδρας (1210) πολέμησε στο πλευρό του έναντι της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Συμμετείχε επίσης στην εκστρατεία των Βενετών κατά της Κρήτης (1211)
Πρώτα χρόνια
ΕπεξεργασίαΙστορικές πηγές
ΕπεξεργασίαΌλες οι βιογραφίες για τον Μάρκο Σανούδο γράφτηκαν πολλά χρόνια μετά την εποχή του. Οι περισσότεροι Βενετοί χρονικογράφοι έζησαν τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Η «Ιστορία της Ρωμανίας» που έγραψε ο Μαρίνος Σανούδος ο Πρεσβύτερος μέλος του Οίκου των Σανούδων γράφει μονολεκτικά: «Κατέκτησε όλα τα νησιά».[1]
Ο δόγης Ανδρέας Δάνδολος έγραψε ένα έργο για τη Βενετία γύρω στο 1350 και στο σχετικό κείμενο με την κατάκτηση των νησιών του Αιγαίου γράφει :[2]
«Το 1207 ο Μάρκος Σανούδος μαζί με άλλους Σταυροφόρους, κυρίως Βενετσιάνικης καταγωγής αφού διαχωρίστηκε από τους υπόλοιπους κατέκτησε τη Νάξο, την Πάρο, τη Μήλο και τη Σαντορίνη. Ο Μαρίνο Ντάντολο κατέκτησε την Άνδρο, ο Ανδρέας Γκίζι και ο Ιερεμίας Γκίζι κατέκτησαν την Τήνο, τη Μύκονο, τη Σκύρο, τη Σκόπελο και τη Σκιάθο.»
Ένα Βενετικό έγγραφο (1360 - 1362) που αποδίδεται σε κάποιον Ενρίκο Δάνδολο δίνει μια σύντομη βιογραφία του Μάρκου Σανούδο. Ξεκινά με μια διαμάχη του στην Κρήτη με τον Ενρίκο Πεσκατόρε. Το κείμενο καταγράφει για πρώτη φορά τη συγγένεια ανάμεσα στον Μάρκο Σανούδο και τον δόγη Ενρίκο Δάνδολο.[3] Το κείμενο δεν επιβεβαιώνεται επίσημα.
Ο Φλάβιος Μπιόντο στο έργο του «Αρχές της Βενετσιάνικης κυριαρχίας» (1454) μεταφέροντας τις πληροφορίες του Ανδρέα Δανδόλου, γράφει ότι η Δημοκρατία της Βενετίας έδωσε άδεια σε όλους τους ευγενείς της πόλης να καταλάβουν νησιά της Ανατολής και να τα θέσουν υπό την προσωπική τους κυριαρχία. Ο μοναδικός όρος της συμφωνίας ήταν τα νησιά να μην μεταβιβαστούν ποτέ σε μη Βενετούς. Η θεωρία αυτή που προτάθηκε πρώτη φορά τον 15ο αιώνα βασίστηκε σε πηγές της εποχής.[4]
Οι πιο αξιόπιστες πληροφορίες με πολλές γεωγραφικές και ιστορικές λεπτομέρειες δίνονται από τον Ντανιέλ Μπαρμπάρο (1514 - 1570) που συνδυάζει όλες τις παλαιότερες πηγές, ειδικά τα έργα των δύο Δανδόλων, και έγιναν η βάση για μετέπειτα ιστορικούς όπως ο Τζον Νάιτ Φόδερινγκχαμ (1874 - 1936). Ο Γουίλιαμ Σαιντ-Γκουιγιάν έγραψε ένα νέο άρθρο (2004) που βασίστηκε σε όλες τις πρόσφατες εργασίες με τα επίσημα έγγραφα της εποχής.[5] Ένα άλλο έργο με τίτλο «Αρχαίοι δούκες του Αρχιπελάγους» έγραψε ο Φάδερ Σόλγκερ, Ιησουίτης Γάλλος μοναχός στο μοναστήρι της Νάξου τον 17ο αιώνα.
Καταγωγή
ΕπεξεργασίαΗ αρχική καταγωγή της Οικογένειας Σανούδου ήταν η Ηράκλεια στον κόλπο της Τεργέστης λίγο βόρεια της Βενετίας, η οικογένεια μετανάστευσε στα Βενετικά νησιά μετά την καταστροφή της πόλης τον 9ο αιώνα. Η Οικογένεια λεγόταν πολλούς αιώνες "Καντιάνο", με το όνομα αυτό ανέβηκαν πολλά μέλη της στη θέση του δόγη της Βενετίας όπως ο Πιέτρο Α΄ Καντιάνο (887 - 888), ο Πιέτρο Β΄ Καντιάνο (932 - 939), ο Πιέτρο Γ΄ Καντιάνο (942 - 959), ο Πιέτρο Δ΄ Καντιάνο (959 - 976) και ο Βιτάλε Καντιάνο (978 - 979). Οι τελευταίοι εκπρόσωποι της οικογένειας Καντιάνο προσπάθησαν να αποκτήσουν κληρονομική εξουσία στη Βενετία τον 10ο αιώνα, το όνομα από τότε εξαφανίζεται και εμφανίζεται η οικογένεια με το νέο επώνυμο "Σανούδος".[6] Το επώνυμο "Καντιάνο" σχετίζεται με την "Κανδία" την ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι Βενετοί για την Κρήτη, ο όρος "Καντιάνο" μεταφράζεται στη Βενετική γλώσσα σαν "Κρητικός" αλλά η σχέση της οικογένειας με το νησί παραμένει άγνωστη. Πολλές γενεές μετά τον Πιέτρο Δ΄ καταγράφεται στην οικογένεια ο Μάρκος Σανούδος ως "Καπετάνιος" και "Σύμβουλος". Ο Μάρκος ήταν πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη και συμμετείχε σε διαπραγματεύσεις να αναγνωρίσει ο αυτοκράτορας την κυριαρχία της Βενετίας στη Δαλματία και την Κροατία (1084 - 1085). Την ίδια εποχή απέκτησε πολλές φιλίες και σχέσεις στον Ελληνικό χώρο ιδιαίτερα το Αιγαίο Πέλαγος, πήρε το ψευδώνυμο "Κωνσταντινουπολίτης". Ο Μάρκος Σανούδος απέκτησε έναν γιο τον Πιέτρο που παντρεύτηκε μια αδελφή του δόγη Ενρίκο Ντάντολο και απέκτησε τρεις γιους : τον Μάρκο, τον Μπερνάρντο και τον Λουνάρδο.[7][8]
Πρώτες καταγραφές
ΕπεξεργασίαΟ Μπερνάρντο Σανούδο σαν νέος άντρας βρισκόταν ανάμεσα στους εκλέκτορες του δόγη Ενρίκο Ντάντολο (1192). Ο Λουνάρδο ήταν ένας από τους αξιωματούχους του Βενετσιάνικου στόλου που επιτέθηκε στην Άβυδο (1196). Ο Λουνάρδο σύμφωνα με Βενετούς ιστορικούς της εποχής ήταν ο αρχηγός του στόλου του Ενρίκο Ντάντολο όταν οι Σταυροφόροι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη (1204).[9] Η πραγματική ημερομηνία που γεννήθηκε ο Μάρκος δεν είναι γνωστή, οι ιστορικοί προσπαθούν να την προσδιορίσουν με βάση την ημερομηνία του θανάτου του, ο Σόλγκερ γράφει ότι το 1220 ήταν 67 ετών.[10] Το πιο πιθανό είναι να γεννήθηκε γύρω στο 1153 αναφέρεται για πρώτη φορά η παρουσία του στην εκστρατεία του Βενετικού στόλου με 30 γαλέρες υπό τον Δόγη Σεμπάστιαν Τζιάνι εναντίον των 30 γαλέρων του Γερμανού πρίγκιπα Όθωνα Α΄ της Βουργουνδίας γιου του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα (1176 - 1177). Η εκστρατεία δεν έχει αποδειχτεί ιστορικά.[11] Η πρώτη βέβαιη παρουσία του Μάρκου Σανούδου ήταν η συμμετοχή του στην Δ΄ Σταυροφορία. Δεν είναι γνωστά πολλά γεγονότα για τον Μάρκο, η μόνη πληροφορία γράφει ότι είχε μεγάλο θάρρος στις πολιορκίες της Ζάρας και της Κωνσταντινούπολης αλλά δεν φαίνεται πουθενά το όνομα του στη διοίκηση των πλοίων. Ανήκε πιθανότατα στο πλήρωμα κάποιας γαλέρας που κυβερνούσε ένας από τους αδελφούς του ή ο θείος του δόγης Ενρίκο Ντάντολο.[12]
Οι Κυκλάδες το Βυζάντιο
ΕπεξεργασίαΟ αυτοκράτορας Ηράκλειος οργάνωσε τον 7ο αιώνα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε Θέματα. Τον 10ο αιώνα δημιουργήθηκε το θέμα του Αιγαίου στο οποίο ανήκαν: οι Κυκλάδες, οι Σποράδες, η Χίος, η Λέσβος και η Λήμνος αλλά η κεντρική Βυζαντινή διοίκηση δεν μπορούσε να ελέγξει όλα τα απομονωμένα νησιά. Στις αρχές του 13ου αιώνα ανέλαβε τη διοίκηση των Κυκλάδων ο άρχοντας της Ρόδου Λέων Γαβαλάς για να τις προστατεύσει από την απειλή της επέλασης των Σταυροφόρων που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, πήρε τον τίτλο του "Άρχοντα της Ρόδου και των Κυκλάδων".[13] Ο Λέων Γαβαλάς δεν κατάφερε ωστόσο ούτε να συλλέξει τους φόρους, ούτε να προστατεύσει τα νησιά από Γενοβέζους και Τούρκους πειρατές.[14] Την ίδια εποχή οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τις παραλιακές περιοχές και εγκαταστάθηκαν σε ορεινούς οικισμούς όπως το οροπέδιο του Τραγκέα στη Νάξο.[15]
Δ΄ Σταυροφορία
ΕπεξεργασίαΕμπορικές δραστηριότητες των Βενετών
ΕπεξεργασίαΑπό τον 11ο αιώνα οι μεγάλες Ιταλικές πόλεις, ιδιαίτερα η Δημοκρατία της Βενετίας και η Δημοκρατία της Γένοβας, ξεκίνησαν έντονες εμπορικές δραστηριότητες με την Ανατολή, ιδιαίτερα την Κωνσταντινούπολη και την Αίγυπτο που ήταν οι κύριοι εμπορικοί σταθμοί προς το δρόμο του μεταξιού.
Τα πλοία της Βενετίας έπλεαν κατά μήκος των ανατολικών ακτών στην Αδριατική θάλασσα, με σταθμούς τη Ζάρα, το Δυρράχιο και την Κέρκυρα, και στη συνέχεια κατά μήκος των δυτικών ακτών της Πελοποννήσου, έως την Κορώνη, και από εκεί, είτε κατευθύνονταν προς την Κωνσταντινούπολη, με στάσεις στη Νάξο, την Εύβοια και την Θεσσαλονίκη, είτε την Αλεξάνδρεια, με στάσεις στην Κρήτη και τη Συρία.
Τα πλοία της Γένοβας περνούσαν από το Στενό της Μεσσήνης στο Στενό του Οτράντο, έκαναν τον γύρο της Πελοποννήσου, και από εκεί κατέληγαν στην Κωνσταντινούπολη, με στάσεις στη Μονεμβασιά και τη Χίο, ή την Αίγυπτο και τη Συρία, με στάσεις στη Μήλο, τη Νάξου και την Αμοργό.[16]
Οι Ιταλικές πόλεις ήθελαν να έχουν στην κατοχή τους τους εμπορικούς σταθμούς κατά μήκος αυτών των διαδρομών. Οι εμπορικές δραστηριότητες των Βενετών αυξήθηκαν πολύ τον 12ο αιώνα ως αποτέλεσμα των ευνοϊκών προνομίων που τους παραχώρησε ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος. Ο διάδοχος και αδελφός του Αλέξιος Γ´ Άγγελος, που τον ανέτρεψε, κατάργησε πολλά από τα προνόμια της Βενετίας και τα εκχώρησε στη Γένοβα και την Πίζα. Τα Γενοβέζικα πλοία, που ενισχύθηκαν σημαντικά, διέλυσαν τους πειρατές που επιτίθονταν στους εμπορικούς σταθμούς της Βενετίας και του Βυζαντίου.
Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους
ΕπεξεργασίαΗ Γενουάτικη συνοικία στην Κωνσταντινούπολη ενισχύθηκε σημαντικά (1201). Την ίδια εποχή ενισχύθηκε και η συνοικία της Πίζας στη Θεσσαλονίκη. Οι Βενετοί έντονα ενοχλημένοι αποφάσισαν να διεκδικήσουν τα παλιά τους προνόμια, όταν ο νεαρός Αλέξιος Δ΄ Άγγελος γιος του εκθρονισθέντος Ισαάκιου Β΄ ζήτησε τη βοήθεια των Βενετών για να ανατρέψει τον θείο του δέχτηκαν πρόθυμοι να του την προσφέρουν. Οι Βενετοί ήταν βέβαιοι ότι με τον νεαρό αυτοκράτορα θα ανακτούσαν τα παλιά προνόμια που είχαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[17] Οι Βενετοί Σταυροφόροι ανέτρεψαν τον Αλέξιο Γ΄ και τοποθέτησαν στον αυτοκρατορικό θρόνο τον ανιψιό του Αλέξιο Δ΄ που από την πρώτη στιγμή κυβέρνησε αυταρχικά και έβαλε τεράστιους φόρους για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα που είχε υποσχεθεί στους Σταυροφόρους. Οι Κωνσταντινουπολίτες εξεγέρθηκαν με επικεφαλής τον Μέγα Δομέστικο Αλέξιο Δούκα, με τη βοήθεια των Βαράγγων ανέτρεψε τον Αλέξιο Δ΄ και ανακηρύχτηκε νέος αυτοκράτορας ως Αλέξιος Ε΄ Δούκας.[18][19] Η βασιλεία του Αλέξιου Ε΄ ή Αλέξιου Μούρτζουφλου κράτησε μόλις δυο μήνες (8 Φεβρουαρίου 1204 - 12 Απριλίου 1204). Την 13η Απριλίου 1204 οι Σταυροφόροι, που οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν «Λατίνους» ή «Φράγκους»', κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και ίδρυσαν τη Λατινική Αυτοκρατορία.
Διανομή των εδαφών
ΕπεξεργασίαΗ διανομή αποφασίστηκε από συμβούλιο 24 ευγενών στο οποίο συμμετείχαν 12 Βενετοί και 12 μη Βενετοί. Το 1/4 δόθηκε στον Βαλδουίνο Θ΄ της Φλάνδρας που εξελέγη ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, από τα υπόλοιπα μερίδια τα 3/8 δόθηκαν στους Βενετούς και τα τελευταία 3/8 στους υπόλοιπους Σταυροφόρους. Οι Κυκλάδες δεν αναφέρονται στη διανομή σε αντίθεση με τις Σποράδες και τα Ιόνια Νησιά. Μονάχα η Άνδρος και η Τήνος βρίσκονται στη διανομή, η πρώτη δόθηκε στους Βενετούς και η δεύτερη στη διάθεση του Λατίνου αυτοκράτορα. Οι ιστορικοί έψαξαν αναλυτικά για τα υπόλοιπα νησιά αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ο Πολ Χέθερινγκτον έκπληκτος παρατηρεί την απουσία νησιών των Κυκλάδων ιδιαίτερα της Νάξου που ήταν το μεγαλύτερο νησί του Αιγαίου. Η Συνθήκη πιθανότατα έκλεισε βάση των φόρων που είχαν συγκεντρωθεί το 2003, οι Κυκλάδες δεν είχαν πληρώσει φόρους. Η Βενετία γνώριζε πολύ καλά το Αιγαίο περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πόλη στη δύση, φρόντισε επιμελώς να παραμεληθούν τα νησιά από τη συνθήκη για να μπορέσει να τα καταλάβει εύκολα κάτι που έγινε.
Κατάληψη της Νάξου
ΕπεξεργασίαΜετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ο Μάρκος Σανούδος διορίστηκε δικαστής και συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Δημοκρατία της Βενετίας και τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό για την πώληση της Κρήτης στη Βενετία.[20] Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός ήταν περισσότερο συνδεδεμένος με τους Γενουάτες παρά με τους Βενετούς γι'αυτό δεν πήρε το Λατινικό στέμμα, του έδωσαν σαν αποζημίωση το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης και την Κρήτη.[21] Η Μακεδονία δεν είχε ακόμα κατακτηθεί και ο Βονιφάτιος επαναστάτησε με τη δικαιολογία ότι ήθελε ο αυτοκράτορας να του πάρει το μερίδιο του και πολιόρκησε την Αδριανούπολη. Ο Ενρίκο Ντάντολο έστειλε μια αποστολή για να διαπραγματευτεί με τον Βονιφάτιο, συμμετείχαν ο Μάρκος Σανούδος και ο ιστορικός Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος. Ακολούθησε η Συνθήκη της Αδριανούπολης (12 Αυγούστου 1204) με την οποία ο Βονιφάτιος πούλησε την Κρήτη στους Βενετούς και ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης.[22] Οι Μεσαιωνικοί χρονικογράφοι αναφέρουν ότι με τη συνθήκη ο Μάρκος Σανούδος πήρε εδάφη στην Κρήτη αλλά αυτό δεν φαίνεται στο αρχικό κείμενο.[23]
Οι Βενετοί ήταν τότε σε σκληρή σύγκρουση με τους Γενουάτες, οι Γενουάτες εκμεταλλεύτηκαν τις ταραχές στην Ανατολική Μεσόγειο για να κερδίσουν εδάφη και απειλούσαν τους Βενετούς με πόλεμο αν δεν εγκαταλείψουν την Κρήτη.[24] Στις αρχές του 1205 έφτασε στο Αιγαίο ένας στόλος από τη Γένοβα, ο Μάρκος Σανούδος και ο θείος του Ενρίκο Ντάντολο εξόπλισαν οκτώ γαλέρες με Βενετούς ναύτες έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουν.[20][25] Ο έλεγχος της Νάξου ήταν βασική προτεραιότητα για τους Βενετούς, ο στόλος τους άραξε στα νοτιοδυτικά του νησιού κοντά στις Ποταμίδες. Ο κύριος στόχος των Βενετών ήταν το κάστρο του Απαλίρου περίπου τρία χιλιόμετρα εσωτερικά που είχε Ελληνική και Γενοβέζικη φρουρά. Ο Μάρκος Σανούδος δεν δίστασε ακόμα και να κάψει τα πλοία του για να παρακινήσει τους στρατιώτες του να επιτεθούν, η πολιορκία κράτησε πέντε βδομάδες και η κατάληψη του κάστρου έδωσε στον Μάρκο Σανούδο την κυριαρχία σε ολόκληρο το νησί.[26][27]
Δούκας του Αρχιπελάγους
ΕπεξεργασίαΒενετική Επικύρωση
ΕπεξεργασίαΟ Μάρκος Σανούδος έπρεπε να λάβει την επικύρωση των κατακτήσεών του από τη Λατινική Αυτοκρατορία αλλά ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος συνελήφθη αιχμάλωτος στη μάχη της Αδριανούπολης (1205) και ο υπέργηρος θείος του Ερρίκος Δάνδολος πέθανε τον Ιούνιο. Το Συμβούλιο των Βενετών στην Κωνσταντινούπολη νομιμοποίησε τις κατακτήσεις του υπό τον όρο ότι δεν θα κληρονομηθούν από μη Βενετούς.[26][28] Τον Ιούλιο του 1205 ο Μάρκος Σανούδος αναχώρησε για τη Βενετία για να αναγγείλει στην κυβέρνηση τον θάνατο του θείου του και να ζητήσει την επικύρωση των κατακτήσεών του. Στη Βενετία συμμετείχε στην εκλογή του νέου δόγη Πιέτρο Ζιανί. Το συμβούλιο επικύρωσε τις κατακτήσεις του για όλα τα νησιά των Κυκλάδων που δεν ήταν μέρος της αρχικής διανομής του 1204, έδωσε ταυτόχρονα δικαιώματα σε όλους τους Βενετούς πολίτες να κάνουν το ίδιο.[29][30]
Οι Γενοβέζοι είχαν κατακτήσει κάστρα στην Κρήτη και απειλούσαν τους Βενετούς. Η Βενετία εξόπλισε στόλο για να τους εκδιώξει. Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχε ο Μάρκος Σανούδος ο οποίος είδε ότι απειλούνταν και οι δικές του κατακτήσεις. Ο Ενρίκο Πεσκατόρε, που βρισκόταν στην υπηρεσία της Γένοβας, εξόπλισε στόλο αποτελούμενο από οκτώ γαλέρες και αποβιβάστηκε στην Κρήτη (1206). Οι Βενετοί όμως κυρίευσαν τις οκτώ γαλέρες στη Σπιναλόγκα και απέκτησαν τον έλεγχο των ακτών του νησιού αλλά δεν επεχείρησαν να το καταλάβουν ολόκληρο. Μετά το τέλος της εκστρατείας, οι Βενετοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους και ο Μάρκος Σανούδος πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει την επικύρωση των κτήσεών από τον αυτοκράτορα και να πάρει την άδεια για να κατακτήσει και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων.[31][32]
Κατάληψη των υπολοίπων νησιών
ΕπεξεργασίαΗ εξουσία που δόθηκε από τις Βενετικές και αυτοκρατορικές αρχές παρότρυνε νέους τυχοδιώκτες τη διετία 1206 - 1207 να συνεχίσουν τις κατακτήσεις. Την ίδια χρονιά οι συγγενείς του Μάρκου Σανούδου εξουσίαζαν τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Ο ξάδελφος του Μαρίνου Δανδόλου επίσης ανιψιός του Μαρίνου Δανδόλου έγινε άρχοντας της Άνδρου ενώ τα αδέλφια Ανδρέας και Ιερεμίας Γκίζι έγιναν κύριοι της Τήνου, της Μυκόνου, των Σποράδων και έλαβαν ως δώρα την Κέα και τη Σέριφο.[33] Η Πίζα μοιράστηκε την Κέα με τους Γκίζι, τους Μιτσιέλι και τους Ιουστινιάνι. Ο Τζάκομο Οικογένεια Μπαρότσι κατέλαβε τη Σαντορίνη και η Ανάφη δόθηκε στον Λεονάρδο Φώσκολο. Ο Πιέτρο Ιουστινιάνης και ο Ντομένικο Μιτσιέλι πήραν το ένα τέταρτο της Σερίφου και το ένα τέταρτο της Κέας. Ο Μάρκος Σανούδος δέχτηκε 12 από τα μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου: Νάξο, Πάρο, Αντίπαρο, Μήλο, Κίμωλο, Ίο, Αμοργό, Σίκινο, Σύρο, Φολέγανδρο και Κύθνο. Οι Καστέλλι και οι Γκοζαντίνο ήταν υποτελείς τους.[34] Μερικές πηγές αναφέρουν ότι είναι πολύ πιθανό την ίδια εποχή να κατέλαβε και τη Σμύρνη.[35]
Η κατάκτηση των νησιών ήταν ειρηνική: δεν υπάρχει καμιά πληροφορία για μάχες ή αιματοχυσίες. Οι κατακτητές απλά εμφανίζονταν στο λιμάνι του κάθε νησιού και ανακοίνωναν την κυριότητα του τελευταίου. Οι ερμηνείες του γεγονότος αυτού είναι πολλές. Οι πειρατές ρήμαζαν τις ακτές των νησιών και μόνο ο ισχυρός στόλος της Βενετίας μπορούσε να τους αντιμετωπίσει. Οι νέοι άρχοντες εμφανίστηκαν επίσης ως ιδιώτες και όχι ως εκπρόσωποι της Βενετίας. Ο Μάρκος Σανούδος προσπάθησε να κρατήσει καλές σχέσεις με την πρώην άρχουσα Ελληνική τάξη και επέτρεψε στους κατοίκους να διατηρήσουν τα έθιμα, τα προνόμια και τη θρησκεία τους, πράγμα που καθησύχασε τον ντόπιο πληθυσμό.[14]
Εναλλακτικές θεωρίες
ΕπεξεργασίαΟ συγγραφέας Γουίλιαμ Σαιντ-Γκουιλαίν σε άρθρο που δημοσίευσε σε συνεργασία με σύγχρονους ιστορικούς (2006) απέδειξε ότι δεν είναι αξιόπιστες οι πηγές των ιστορικών που έζησαν την ίδια εποχή με τον Μάρκο Σανούδο. Ο πρώην Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος των Αθηνών Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος μετά την κατάκτηση της Αθήνας από τους Λατίνους κατέφυγε στην Κέα, στις αρχές του 1209 έγραψε γράμμα στον Ορθόδοξο Οικουμενικό πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης στο οποίο αρνήθηκε το αίτημα του να αναλάβει την κενή θέση του επισκόπου της Πάρου και της Νάξου. Θεωρείται απίθανο να δραπέτευσε από μια περιοχή που κατακτήθηκε από τους Λατίνους για να καταφύγει σε άλλη Λατινοκρατούμενη περιοχή, στο ποίημα του «Θεανώ» εξυμνεί την αντίσταση των Ελλήνων στους Λατίνους. Την εποχή που έγραφε το ποίημα (1212) δεν είχε κατακτηθεί όπως φαίνεται η Κέα από τους Λατίνους. Στο ίδιο ποίημα κάνει υπαινιγμούς για μια απόπειρα των Λατίνων να κατακτήσουν την Κέα (1205) αλλά δεν υπάρχει το όνομα του Μάρκου Σανούδου, όπως προκύπτει οι Κυκλάδες κατακτήθηκαν αργότερα από τους Βενετούς.[36] Οι βασικές αρχές του Μάρκου Σανούδου και όλων των διαδόχων του δουκών του αρχιπελάγους ήταν οι καλές σχέσεις με τους Έλληνες κατοίκους και η ανεξαρτησία από την κεντρική εξουσία στη Βενετία.[37]
Φεουδαρχία
ΕπεξεργασίαΟ Μάρκος Σανούδος, αφού έδωσε όρκο υποτέλειας στον Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο της Φλάνδρας (1210), έλαβε το Βυζαντινό αξίωμα του «Δούκα του Αρχιπελάγους».[38][39] Η αποδοχή ενός Ελληνικού τίτλου δείχνει ότι είχε την τάση να ανεξαρτητοποιηθεί από τη Βενετία και να κυβερνήσει μια Ελληνική περιοχή με τοπικό τίτλο ώστε να έχει την αντίστοιχη βοήθεια σε στρατιωτικά και πολιτικά θέματα.[40][41] Την ίδια εποχή ξεκίνησε το φεουδαρχικό σύστημα στην Ελλάδα, εκτός από την Οικογένεια Γκίζι που ήταν υποτελείς του Λατίνου αυτοκράτορα όλοι οι Βενετοί κυρίαρχοι στα νησιά των Κυκλάδων ακολούθησαν την ίδια τακτική. Ο Μάρκος Σανούδος έδωσε ανταμοιβή με γη και τίτλους σε όλους τους στρατιώτες που τον είχαν βοηθήσει σύμφωνα με τα φεουδαρχικά πρότυπα της δύσης, οι οπαδοί του έγιναν φεουδάρχες και η άρχουσα τάξη, κέρδιζαν όλα τα έσοδα από τα εδάφη τους. Τα νέα έφτασαν στη δυτική Ευρώπη με αποτέλεσμα πολλοί ιππότες από τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία να έρθουν στις Κυκλάδες για να κερδίσουν εδάφη και τίτλους.[42] Ο Μάρκος Σανούδος αναγνώρισε όλους τους τίτλους και τα δικαιώματα των Ελλήνων αρχόντων, στη Νάξο τα μισά από τα 56 φεουδαρχικά δώρα παρέμειναν σε Έλληνες. Πολλά εδάφη που ανήκαν στην πρώην Βυζαντινή αυτοκρατορία παρέμειναν έρημα και αναξιοποίητα, ο Μάρκος Σανούδος τα έδωσε σε Λατίνους χωρίς να υποχρεωθεί να κάνει κατάσχεση στα εδάφη των Ελλήνων.
Οι Βενετοί έκαναν παράλληλα στην Κρήτη κατάσχεση περιουσίας των Ελλήνων αρχόντων που αρνήθηκαν να δηλώσουν την υποταγή τους, στις Κυκλάδες δεν είχαν παρόμοια προβλήματα.[43][44] Το Λατινικό φεουδαρχικό σύστημα λειτουργούσε παράλληλα με το Βυζαντινό των προκατόχων τους, οι παλιές Βυζαντινές τακτικές συλλογής φόρων διατηρήθηκαν και στα νέα φέουδα.[45] Οι παλιοί Βυζαντινοί νόμοι διατηρήθηκαν για τον τοπικό πληθυσμό σε θέματα γάμου και περιουσίας.[46] Η ίδια οργάνωση παρέμεινε και στην εκκλησία, η Ορθόδοξη ιεραρχία υπήρχε παράλληλα με την Καθολική και σε έλλειψη Καθολικών ιερέων μπορούσαν να τους αναπληρώσουν οι Ορθόδοξοι.[45] Η Λατινική και η Ελληνική κοινότητα ενώθηκαν εκμηδενίζοντας τις διαφορές τους, η άρχουσα τάξη των Ελλήνων και των Φράγκων μιλούσε τα Λατινικά και οι χωρικοί μιλούσαν μια μορφή Λατίνο-Ελληνικής γλώσσας, με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να συνεννοηθούν άνετα μεταξύ τους.[47]
Διακυβέρνηση
ΕπεξεργασίαΟ Μάρκος Σανούδος είχε την απ'ευθείας διακυβέρνηση στη Νάξο και τη Μήλο, στα υπόλοιπα νησιά διόρισε υποτελείς του. Ο Φάδερ Σόλκερ γράφει ότι ο Σανούδος δημιούργησε όλους τους θεσμούς του δουκάτου αλλά σύμφωνα με τον Σλοτ δεν υπάρχει καμιά απόδειξη για αυτό.[37] Ο Μάρκος Σανούδος κυβέρνησε με ένα συμβούλιο, σύμφωνα με τα πρότυπα της κυβέρνησης της Βενετίας, με Έλληνες και Λατίνους. Πιθανότατα έφερε τον θεσμό του Βικάριου που ήταν αντικαταστάτης του όταν έλλειπε. Υπήρχε επίσης ο Ελληνικός θεσμός του Καπετάνιου, δηλ. αρχηγού του στρατού, του Θησαυροφύλακα, του Καγκελάριου και μία δικαστική διοίκηση. Έκοψε επίσης το δικό του νόμισμα το «Δουκάτο».[48][49]
Ο Μάρκος Σανούδος άλλαξε την όψη του νησιού μετακινώντας την πρωτεύουσά του από το εσωτερικό στην παραλία, στη σημερινή Χώρα δηλαδή, σύμφωνα με τα πρότυπα της αρχαιότητας, το λιμάνι ήταν καλύτερο από ποτέ και είχε τουλάχιστον μία προβλήτα. Οι πηγές της εποχής περιγράφουν μία μικρή νησίδα στο κέντρο του λιμανιού πάνω στην οποία είχε κτισθεί το εκκλησάκι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας το οποίο υπάρχει ακόμα. Η νησίδα τότε είχε σύνδεση με την ξηρά με την προβλήτα. Έκτισε επίσης το κάστρο πάνω στα ερείπια της παλιάς ακρόπολης με ένα ψηλό κεντρικό πύργο και πιθανόν μέχρι δώδεκα περιμετρικούς συνδεδεμένους μεταξύ τους με τείχος το οποίο σχηματιζόταν από τους εξωτερικούς τοίχους των οικιών. Το κάστρο είχε μία τράπεζα, ένα Γοτθικό παρεκκλήσι, τις οικίες των Λατίνων ευγενών και τον Λατινικό Καθεδρικό ναό. Οι Έλληνες κατοικούσαν ανάμεσα στο λιμάνι και το κάστρο με πιο βασικούς οικισμούς τον Μπούργκο και το Νεοχώριον.[50][51] Την ίδια τακτική ακολούθησε και στη Μήλο όπου οικοδόμησε ένα κάστρο, το Απονόκαστρο, στην παραλία για τους Λατίνους του νησιού.[52]
Σχέσεις Ελλήνων και Λατίνων
ΕπεξεργασίαΟι λαοί από τη Δυτική Ευρώπη ήταν πολύ λίγοι στο δουκάτο του Σανούδου, στη Νάξο συγκεκριμένα αποτελούσαν το 10% του συνολικού πληθυσμού στη Χώρα και το 5% στο υπόλοιπο νησί. Οι Λατίνοι και οι Έλληνες αναμείχθηκαν σύντομα σε έναν λαό, οι Λατίνοι ευγενείς δεν ήταν πρόθυμοι να κάνουν μακρινά ταξίδια στην Ευρώπη για να παντρέψουν τις κόρες τους και τις πάντρεψαν όλες με Έλληνες.[43] Ο Μάρκος Σανούδος πέθανε το 1227, δυο χρόνια μετά την αναχώρηση του πρώτου Δούκα των Αθηνών Όθωνα ντε Λα Ρος για την Ευρώπη, τρία χρόνια μετά την κατάρρευση του βασιλείου της Θεσσαλονίκης και λίγο πριν τον θάνατο του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου. Η πολιτική κατάσταση στη Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα σύντομα άλλαξε ριζικά.
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΟ ιστορικός Γουίλιαμ Μίλλερ με βάση τα Ιταλικά Χρονικά αναφέρει ότι ο Μάρκος Σανούδος παντρεύτηκε μια σύζυγο από τη Δυναστεία των Λασκαριδών, αδελφή του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη και του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Λάσκαρη.[53] Το «Ιστορικό Λεξικό των μεγάλων Οικογενειών της Ελλάδας, της Αλβανίας και της Κωνσταντινούπολης» του Μιχαήλ Στούρτζα που βασίστηκε στις πρωτογενείς Βυζαντινές πηγές απορρίπτει αυτή τη θεωρία.[54] Σε κάθε περίπτωση ο Μάρκος Σανούδος είχε έναν γιο, τον διάδοχο του Άγγελο Α΄ Σανούδο, ο Μαρίνος Σανούδος ο Πρεσβύτερος θεωρείται απόγονος του αλλά δεν είναι γνωστή η ακριβής γενεαλογική γραμμή.[55]
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Guillaume Saint-Guillain, p. 130.
- ↑ Guillaume Saint-Guillain, op. cit., p. 140-142.
- ↑ Guillaume Saint-Guillain, op. cit., p. 149-152.
- ↑ Guillaume Saint-Guillain, p. 160-164.
- ↑ Guillaume Saint-Guillain, p. 127 et 178.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 1-12.
- ↑ Mihail-Dimitri Sturdza, Dictionnaire Historique et Généalogique des Grandes Familles de Grèce, d'Albanie et de Constantinople, Paris: Sturdza, 1983, p. 549.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 12-13.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 13.
- ↑ J.K. Fotheringham considers he died in 1229 and G. Saint-Guillain in 1227.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 14-15.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 15.
- ↑ P. Hetherington, op. cit., p. xiv et xvi et Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 6-9.
- ↑ 14,0 14,1 Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 15.
- ↑ Guide Bleu. Îles grecques., p. 298.
- ↑ Anna Avramea, «Land and Sea Communications. 4th-15th centuries», in Economic History of Byzantium., p. 87.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 17-20.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 20-21.
- ↑ P. Hetherington, op. cit., p. xvii-xviii.
- ↑ 20,0 20,1 Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 12.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 24-31.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 32-33.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 35. et Guillaume Saint-Guillain, op. cit., p. 150.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 39.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 41.
- ↑ 26,0 26,1 Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 13.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 42-44.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 46-47.
- ↑ Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 13-14.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 48-49.
- ↑ Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 14.
- ↑ J.K. Fotheringham, op. cit., p. 51-55.
- ↑ Guillaume Saint-Guillain, op. cit., p. 182, using archives says that the Ghisi came to the Aegean only half a century later. Thus they could not have taken part to this expedition.
- ↑ Jean Longnon, p. 91, P. Hetherington, p.xix. et J.K. Fotheringham, p. 56-59.
- ↑ J.K. Fotheringham, p. 62-65.
- ↑ Guillaume Saint-Guillain, op. cit., p. 204-214.
- ↑ 37,0 37,1 B. J. Slot, Archipelagus Turbatus., p. 36.
- ↑ It's the date generally used by all sources, although there are no real proof the homage took place then. 1207, 1209 and 1212 have also been suggested (J.K. Fotheringham, op. cit., p. 60-61).
- ↑ B. J. Slot, Archipelagus Turbatus, p. 35.
- ↑ P. Hetherington, p.xviii-xix
- ↑ Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 16.
- ↑ Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 16-17.
- ↑ 43,0 43,1 Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 17.
- ↑ J.K. Fotheringham, p. 73.
- ↑ 45,0 45,1 B. J. Slot, Archipelagus Turbatus.
- ↑ Article « Naxos » in Oxford Dictionary of Byzantium., Oxford U.P, 1991.
- ↑ J.K. Fotheringham, p. 79.
- ↑ Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 18.
- ↑ J.K. Fotheringham, p. 80.
- ↑ Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 20-21.
- ↑ J.K. Fotheringham, p.70-72.
- ↑ Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece., p. 43.
- ↑ William Miller, The Latins in the Levant. A History of Frankish Greece (1204–1566) (1908).
- ↑ Cawley, Charles, Profile of "Laskaraina", Medieval Lands database, Foundation for Medieval Genealogy.
- ↑ Cawley, Charles, Profile of Marco I.
Πηγές
Επεξεργασία- J.K. Fotheringham and L.R.F. Williams, Marco Sanudo, conqueror of the Archipelago, Clarendon Press, Oxford, 1915.
- Charles A. Frazee, The Island Princes of Greece: The Dukes of the Archipelago, Adolf M. Hakkert, Amsterdam, 1988.
- Paul Hetherington, The Greek Islands: Guide to the Byzantine and Medieval Buildings and their Art, Londres, 2001.
- (in French) Guillaume Saint-Guillain, «Les Conquérants de l'Archipel. L'Empire latin de Constantinople, Venise et les premiers seigneurs des Cyclades.», in Gherardo Ortali, Giorgio Ravegnani et Peter Schreiner (dir.), Quarta Crociata. Venezia - Bisanzio - Impero Latino., Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Venise, 2006.
- Setton, Kenneth M. (general editor), A History of the Crusades: Volume II — The Later Crusades, 1189–1311. Robert Lee Wolff and Harry W. Hazard, editors. University of Wisconsin Press: Milwaukee, 1969.
- (in French) J. Slot, Archipelagus Turbatus. Les Cyclades entre colonisation latine et occupation ottomane. c.1500–1718., Publications de l'Institut historique-archéologique néerlandais de Stamboul, 1982.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Το Δουκάτο του Αιγαίου[νεκρός σύνδεσμος] από την Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
(Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού)