Ο μάγιστρος ήταν ανώτατο αξίωμα της πολιτείας στην ύστερη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Τα εμβλήματα του μάγιστρου των οφφικίων: ο κωδίκελλος του διορισμού του σε βάθρο, ασπίδες με τα εμβλήματα των σχολών και οπλισμός από τα κρατικά εργοστάσια. Εικόνα από το Notitia Dignitatum.

Το αξίωμα ανάγεται στις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου. Κατά την υστερορωμαϊκή/πρωτοβυζαντινή περίοδο, ο μάγιστρος των οφφικίων (λατινικά: magister officiorum) ήταν επικεφαλής της παλατινής γραμματείας, των τεσσάρων ιερών σκρινίων (sacra scrinia). Η θέση του μάγιστρου είχε ιδιαίτερη σημασία λόγω του ελέγχου του επί των λεγόμενων μαγιστριανών (agentes in rebus), των διαβόητων ειδικών πρακτόρων της κεντρικής κυβέρνησης. Σταδιακά το αξίωμα ενισχύθηκε εις βάρος των υπάρχων του πραιτωρίου, και ο μάγιστρος ανέλαβε επιπλέον την επιστασία της αυτοκρατορικής φρουράς των σχολών, του δημοσίου δρόμου, των κρατικών εργοστασίων (fabricae) και των παραμεθόριων στρατευμάτων (limitanei). Κατά τον 6ο αιώνα, ο μάγιστρος μαζί με τον ύπαρχο της Ανατολής αποτελούσαν τους δυο πιο ισχυρούς υπουργούς του βυζαντινού κράτους.

Τον ύστερο 7ο ή τον 8ο αιώνα, με την πολυδιάσπαση των μεγάλων υστερορωμαϊκών υπουργείων σε αυτόνομα «σέκρετα», και την απώλεια των στρατιωτικών του αρμοδιοτήτων, ο μάγιστρος χάνει την ισχύ του. Μέχρι το β΄ ήμισυ του 9ου αιώνα υπήρχαν ένας ή δύο μάγιστροι ως οι πιο σημαντικοί σύμβουλοι του αυτοκράτορα, εκ των οποίων ο πρεσβύτερος ονομαζόταν πρωτομάγιστρος. Μετά ο τίτλος μετατράπηκε σε καθαρά τιμητικό αξίωμα («αξία δια βραβείου»), που παρέμεινε όμως ο υψηλότερος μη αυτοκρατορικός τίτλος στην βυζαντινή ιεραρχία μέχρι το β΄ ήμισυ του 10ου αιώνα. Ο τίτλος του μάγιστρου συναντάται συνήθως μαζί με άλλα αξιώματα. Έτσι ο επί Θεοφίλου Μανουήλ ο Αρμένιος και ο Βάρδας, θείος του Μιχαήλ Γ΄, υπήρξαν μάγιστροι και δομέστικοι των σχολών, επί Λέοντος Στ΄ ο Στυλιανός Ζαούτζης ήταν μάγιστρος και λογοθέτης του δρόμου πριν γίνει βασιλεοπάτωρ, και ο Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν μάγιστρος και μέγας εταιρειάρχης πριν γίνει βασιλεοπάτωρ. Σταδιακά πολλαπλασιάστηκαν οι κάτοχοί του, από 12 επί Λέοντος Στ΄ σε 24 επί Νικηφόρου Φωκά, όταν και υπερκεράστηκε από άλλα αξιώματα, τον πρόεδρο και τον σεβαστοφόρο. Παύει να αναφέρεται μετά τις αρχές του 12ου αιώνα. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγεται ο Αλέξιος ο Μάγιστρος (11ος-12ος αι.), μαθητής του Συμεών του Νέου Θεολόγου. Ο Αλέξιος τιμήθηκε με το κρατικό αξίωμα του Μαγίστρου των θείων βασιλικών οφφικίων των τάξεων του ιερού παλατίου[1].

  • Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1871). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεωτέρων. Τόμος Δ'. Εκ του Τυπογραφείου Ν.Γ. Πάσσαρη. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2011. 
  • Bury, John B. (1911). The Imperial Administrative System of the Ninth Century. With a Revised Text of the Kletorologion of Philotheos. Oxford University Publishing. 
  • Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). Oxford Dictionary of Byzantium. Νέα Υόρκη και Οξφόρδη: Oxford University Press. doi:10.1093/acref/9780195046526.001.0001. ISBN 978-0-19-504652-6. 
  • Kelly, Christopher (2004). Ruling the later Roman Empire. Harvard University Press. ISBN 9780674015647. 

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. ΚΑΨΑΛΗΣ, Α (2011). «Αλέξιος ο Μάγιστρος». Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια 2 (2011) 185.