Κλαούντιο Ρανιέρι
Ο Κλαούντιο Ρανιέρι (ιταλικά: Claudio Ranieri, γεννημένος στις 20 Οκτωβρίου 1951 στη Ρώμη) είναι Ιταλός πρώην ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν ως αμυντικός και ο νυν προπονητής της Ρόμα. Έχει διατελέσει χρέη τεχνικού κατά το παρελθόν για λογαριασμό σπουδαίων ευρωπαϊκών συλλόγων, όπως οι Κάλιαρι, Νάπολι, Φιορεντίνα, Βαλένθια, Ατλέτικο Μαδρίτης, Τσέλσι, Πάρμα, Γιουβέντους, ΑΣ Ρόμα, Ίντερ και Μονακό. Στις 25 Ιουλίου 2014 ανακοινώθηκε επίσημα[1] η συμφωνία του με την Ε.Π.Ο. ώστε να αναλάβει χρέη ομοσπονδιακού προπονητή της Εθνικής Ελλάδας, θέση από την οποία αποχώρησε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Στη συνέχεια ανέλαβε τη Λέστερ Σίτι, με την οποία κατέκτησε τη Πρέμιερ Λιγκ τη σαιζόν 2015-16 και απολύθηκε από αυτή μετά τα ανεπιτυχή αποτελέσματα της επόμενης σεζόν.
Ο Ρανιέρι στην Ίντερ το 2011 | |||
Προσωπικές πληροφορίες | |||
---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 20 Οκτωβρίου 1951 | ||
Τόπος γέννησης | Ρώμη, Ιταλία | ||
Ύψος | 1,82 μ. | ||
Θέση | Αμυντικός | ||
Πληροφορίες συλλόγου | |||
Ομάδα | Γουότφορντ ΦΚ (προπονητής) | ||
Επαγγελματική καριέρα* | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1973-1974 | Ρόμα | 6 | (0) |
1974-1982 | ΟΝ Καταντζάρο 1929 | 225 | (8) |
1982-1984 | Κάλτσιο Κατάνια | 92 | (1) |
1984-1986 | ΟΣΣ Παλέρμο | 40 | (0) |
Σύνολο | 363 | (9) | |
Προπονητική καριέρα | |||
Περίοδος | Ομάδα | ||
1986–1987 | Βίγκορ Λαμέτζια (D/R) | ||
1987–1988 | ΟΣ Πουτεολάνα | ||
1988–1991 | Κάλιαρι Κάλτσιο | ||
1991–1993 | ΣΣΚ Νάπολι | ||
1993–1997 | Φιορεντίνα | ||
1997–1999 | Βαλένθια ΚΦ | ||
1999–2000 | Ατλέτικο Μαδρίτης | ||
2000–2004 | Τσέλσι ΦΚ | ||
2004–2005 | Βαλένθια ΚΦ | ||
2007 | Πάρμα ΦΚ | ||
2007–2009 | Γιουβέντους | ||
2009–2011 | Ρόμα | ||
2011–2012 | Ίντερ | ||
2012–2014 | Μονακό | ||
2014 | Ελλάδα | ||
2015-2017 | Λέστερ Σίτι | ||
2017-2018 | ΦΚ Ναντ | ||
2018-2019 | Φούλαμ ΦΚ | ||
2019 | Ρόμα | ||
2019-2021 | ΟΚ Σαμπντόρια | ||
2021-2022 | Γουότφορντ ΦΚ | ||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ποδοσφαιρική καριέρα
ΕπεξεργασίαΟ Ρανιέρι υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο ως ποδοσφαιριστής στη ΑΣ Ρόμα, αν και στις δύο περιόδους παρουσίας του στην ομάδα της Ρώμης πραγματοποίησε συνολικά μονάχα έξι εμφανίσεις. Ενδιάμεσα, αγωνίστηκε με τη μορφή δανεισμού για διάστημα ενός μήνα στη Σιρακούζα. Ως ποδοσφαιριστής πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του αγωνιζόμενος ως αμυντικός για λογαριασμό των Καταντζάρο (1974–1982), Κατάνια (1982–1984), καθώς και Παλέρμο (1984–1986). Συμμετείχε ενεργά σε τέσσερις συνολικά επιτυχημένες πορείες που οδήγησαν στον προβιβασμό των συλλόγων του (δύο με την Καταντζάρο και από μία με τις Κατάνια και Παλέρμο).
Προπονητική καριέρα
ΕπεξεργασίαΠρώτα χρόνια
ΕπεξεργασίαΜετά το ερασιτεχνικό σωματείο της Βίγκορ Λαμέτζια, η πρώτη του δουλειά ως προπονητής ήταν στην Καμπανία Πουτεολάνα, μια μικρή ομάδα από το Ποτουόλι, αναλαμβάνοντας χρέη προπονητή στην τελευταία το 1987. Ωστόσο, ήταν με την Κάλιαρι που κατάφερε να γίνει γνωστό το όνομά του, οδηγώντας την ομάδα στην άνοδο στη Σέριε Α από την τρίτη κατηγορία Σέριε C1 με συνεχόμενες ανόδους. Στη συνέχεια ανέλαβε χρέη τεχνικού στη Νάολι για διάστημα δύο περιόδων και παρά το γεγονός ότι τερμάτισε μέχρι και στην τέταρτη θέση της Σέριε Α, δεν κατάφερε να κατακτήσει κάποιον τίτλο στο διάστημα της εκεί παρουσίας του. Πέτυχε, ωστόσο, να προωθήσει τον Τζιανφράνκο Τζόλα στην πρώτη ομάδα ώστε να αντικαταστήσει τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Ανέλαβε χρέη τεχνικού στη Φιορεντίνα το 1993, κατακτώντας την άνοδο από τη Σέριε Β, στην πρώτη του μόλις χρονιά. Στην πορεία είχε αξιοσημείωτες επιτυχίες στη Σέριε Α, ενώ κατέκτησε και το Κύπελλο Ιταλίας, καθώς και το Σούπερ Καπ Ιταλίας το 1996. Το 1997, ο Ρανιέρι μετακόμισε στην Ισπανία για να αναλάβει χρέη τεχνικού στη Βαλένθια.[2] Διετέλεσε χρέη πρώτου προπονητή του συλλόγου το διάστημα μεταξύ 1997 και 1999, οδηγώντας τη Βαλένθια στην πρόκριση για το Τσάμπιονς Λιγκ και στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ισπανίας το 1999.
Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης του θητείας, ο Ρανιέρι αποχώρησε όντας επιτυχημένος στο έργο του, ενώ του χρεώθηκε και η μετέπειτα πολύ καλή πορεία της Βαλένθια στο Τσάμπιονς Λιγκ και την Πριμέρα Ντιβιζιόν. Ήταν επίσης υπεύθυνος για την ανάδειξη αριθμού νεαρών παικτών από τις ακαδημίες του συλλόγου, μεταξύ των οποίων οι Γκάιθκα Μεντιέτα, Μιγκέλ Άνχελ Ανγκούλο και Χαβιέρ Φαρινός, ενώ προχώρησε ακόμη στην απόκτηση ορισμένων παικτών, οι οποίοι άφησαν το "στίγμα" τους στο Μεστάγια, μεταξύ των οποίων και ο τερματοφύλακας Σαντιάγο Κανιθάρες. Ο Ρανιέρι αποχώρησε από τον σύλλογο το 1999 για να συνεχίσει στην Ατλέτικο Μαδρίτης, στη διάρκεια της προπονητικής του θητείας όμως εκεί, ο σύλλογος εισήλθε σε καθεστώς διοίκησης πρωτοδικείου, ενώ στο αγωνιστικό κομμάτι η κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη. Βλέποντας τον υποβιβασμό να πλησιάζει, ο Ρανιέρι προτίμησε να παραιτηθεί παρά να απολυθεί από τον πρόεδρο των Μαδριλένων, Χεσούς Χιλ, ο οποίος ήταν ιδιαιτέρως γνωστός για το γεγονός ότι απέλυε πολύ συχνά τους προπονητές του συλλόγου,[3] με τη μαδριλένικη ομάδα να μην καταφέρνει τελικά να αποφύγει τον υποβιβασμό.
Τσέλσι
ΕπεξεργασίαΩς πρώτος προπονητής της Τσέλσι από τις 18 Σεπτεμβρίου 2000 ως τις 30 Μαΐου 2004, ο Ρανιέρι προσπάθησε σκληρά για να ξεπεράσει το πρόβλημα της γλώσσας. Όταν έφτασε στην ομάδα του Λονδίνου, είχε μονάχα περιορισμένες γνώσεις της αγγλικής γλώσσας. Ευτυχώς ωστόσο για τον ίδιο, ο σύλλογος διέθετε ορισμένους παίκτες οι οποίοι γνώριζαν να ομιλούν ιταλικά και ισπανικά και που μπορούσαν να τον βοηθήσουν στη μετάφραση των οδηγιών του κατά τη διάρκεια των προπονήσεων. Η πρώτη περίοδος του Ρανιέρι σημαδεύτηκε από ασταθή αποτελέσματα, με την Τσέλσι να τερματίζει στην έκτη θέση, εξασφαλίζοντας μια θέση για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ της επόμενης χρονιάς. Ο Ρανιέρι είχε λάβει σχετική οδηγία να μειώσει τον μέσο όρο ηλικίας του ρόστερ και προσπάθησε να χτίσει εκ νέου την Τσέλσι το καλοκαίρι του 2001, κυρίως μέσω της δημιουργίας μιας νέας μεσαίας γραμμής με την απόκτηση του Φρανκ Λάμπαρντ από την Γουέστ Χαμ Γιουνάιτεντ, των Εμμανουέλ Πετί και Μπουντεβάιν Ζέντεν από την Μπαρτσελόνα, καθώς και του Γιέσπερ Γκρόνκγιερ από τον Άγιαξ. Απέκτησε, ακόμη, τον αμυντικό Ουιλιάμ Γκαλάς από την Ολιμπίκ Μαρσέιγ, δαπανώντας συνολικό ποσό της τάξεως των £30 εκατομμυρίων.
Δέχθηκε ωστόσο κριτική, τόσο για την πώληση του αγαπημένου ποδοσφαιριστή των φίλων του συλλόγου, Ντένις Γουάιζ, όσο και για το γεγονός ότι οι επιδόσεις της Τσέλσι στο πρωτάθλημα δεν ήταν καλύτερες αυτών της προηγούμενης περιόδου. Η ομάδα τερμάτισε για ακόμη μια φορά στην έκτη θέση, κατάφερε ωστόσο να φτάσει ως τον Τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας, όπου ηττήθηκε με σκορ 2–0 από την Άρσεναλ. Κατά την περίοδο 2002–03 αλλά και σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας του στην Τσέλσι, ο Ρανιέρι δέχθηκε σκληρή κριτική για το γεγονός ότι πραγματοποιούσε πολλές αλλαγές στο αρχικό του σχήμα από τη μία αναμέτρηση στην άλλη, λαμβάνοντας το ψευδώνυμο "the Tinkerman" από τα βρετανικά ΜΜΕ. Η Τσέλσι κατάφερε να βελτιώσει την επίδοσή της εκείνη την περίοδο, παίρνοντας την πρόκριση για το Τσάμπιονς Λιγκ μετά την επικράτησή της επί της Λίβερπουλ με σκορ 2–1, κατά την τελευταία αγωνιστική της χρονιάς. Η επιτυχία του Ρανιέρι, η οποία ήρθε μετά από μία δύσκολη χρονιά η οποία βρήκε τον σύλλογο σε δεινή οικονομική κατάσταση, με τη μόνη μεταγραφή να είναι ο Ενρίκε ντε Λούκας από την Εσπανιόλ ως ελεύθερος, αναγνωρίστηκε με άκρως κολακευτικά σχόλια τόσο από τους φίλους του συλλόγου, όσο και από τα ΜΜΕ της χώρας. Επιπλέον, κατάφερε να αξιοποιήσει στο έπακρο ποδοσφαιριστές όπως οι Σαμουέλε Ντάλλα Μπόνα και Μάριο Στάνιτς, ενώ ανέδειξε νέα ταλέντα όπως οι Τζον Τέρι, Ρόμπερτ Χουτ και Κάρλτον Κόουλ.
Όταν η Τσέλσι εξαγοράστηκε από τον Ρώσο δισεκατομμυριούχο Ρομάν Αμπράμοβιτς το 2003, ο Ρανιέρι έλαβε ένα υψηλό χρηματικό ποσό για την ενίσχυση του έμψυχου υλικού της ομάδας, ενώ ταυτόχρονα είδε τη θέση του στην τεχνική ηγεσία του συλλόγου να βρίσκεται υπό κίνδυνο. Λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση της εξαγοράς του συλλόγου, ο Αμπράμοβιτς εθεάθη να έχει συνάντηση με τον τότε ομοσπονδιακό προπονητή της Αγγλίας, Σβεν Γκόραν Έρικσον. Αν και ο σύλλογος επισήμως προχώρησε σε διάψευση των σεναρίων που έφερναν τον Έρικσον στην τεχνική του ηγεσία, αυτά εξακολούθησαν να αναπαράγονται σε όλη τη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Ο Ρανιέρι ξόδεψε περί τα £120 εκατομμύρια σε ποδοσφαιριστές στη διάρκεια της θερινής μεταγραφικής περιόδου του 2003 και στις μεταγραφές αυτές συμπεριλαμβάνονταν ο Ιρλανδός χαφ Ντάμιεν Νταφ έναντι του τότε ποσού-ρεκόρ για τον σύλλογο της τάξεως των £17 εκατομμυρίων, οι νεαροί Άγγλοι Ουέιν Μπριτζ, Τζο Κόουλ και Γκλεν Τζόνσον, το αργεντίνικο δίδυμο των Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν και Ερνάν Κρέσπο, ο Γάλλος Κλοντ Μακελελέ και ο Ρουμάνος σταρ Αντριάν Μούτου. Η σημαντικότατη αυτή μεταγραφική ενίσχυση είχε ως αποτέλεσμα την καλύτερη θέση στον βαθμολογικό πίνακα του πρωταθλήματος για την ομάδα μετά από διάστημα διάρκειας 49 ετών, τερματίζοντας ως δευτεραθλήτρια στην Πρέμιερ Λιγκ, πίσω από την Άρσεναλ, την πρώτη ομάδα που ύστερα από χρονικό διάστημα άνω του αιώνα κατάφερε να τερματίσει τη χρονιά ούσα αήττητη. Η θέση αυτή αυτόματα χάρισε στην Τσέλσι την πρόκριση για το Τσάμπιονς Λιγκ της επόμενης περιόδου. Ο σύλλογος έφτασε επίσης ως τα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, αποκλείοντας στο ενδιάμεσο την Άρσεναλ, αν και η θέση του Ρανιέρι κινδύνευσε σημαντικά έπειτα από τον αποκλεισμό στα ημιτελικά της διοργάνωσης από τη Μονακό, μια αποτυχία την οποία χρεώθηκε εξ ολοκλήρου ο ίδιος λόγω των πειραματισμών που έκανε στο αρχικό του σχήμα, καθώς και στην τακτική με την οποία αγωνίστηκε η ομάδα.[4]
Η χρονιά εκείνη βρήκε την Τσέλσι να σπάει το σχετικό ρεκόρ στην ιστορία του συλλόγου του Λονδίνου για τα λιγότερα τέρματα που έχει δεχτεί σε διάστημα μίας περιόδου, καθώς και για το σύνολο συγκομιδής βαθμών κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Ο πρώην Άγγλος ποδοσφαιριστής και σχολιαστής Ντέιβιντ Πλατ χρησιμοποίησε το παράδειγμα του Ρανιέρι για να αιτιολογήσει τη θέση του ότι "το να χτίσεις μια ομάδα που να έχει ως στόχο της τον τίτλο και το να οδηγήσεις την ίδια αυτή ομάδα στην κατάκτηση του τίτλου είναι δύο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα." Στις 31 Μαΐου 2004, έπειτα από σχεδόν έναν χρόνο αδιάκοπων σεναρίων, στα οποία συμπεριλαμβανόταν το γνωστό, πλέον, ενδιαφέρον του συλλόγου για τον Σβεν Γκόραν Έρικσον, τελικά απομακρύνθηκε των καθηκόντων του από την Τσέλσι και τη θέση του τελικά πήρε ο Ζοζέ Μουρίνιο, ο οποίος είχε οδηγήσει την Πόρτο σε συνεχόμενες ευρωπαϊκές επιτυχίες. Στο συνολικό διάστημα των τεσσάρων χρόνων παρουσίας του Ρανιέρι στην τεχνική ηγεσία της Τσέλσι, ο σύλλογος βελτίωσε σταδιακά τη βαθμολογική του συγκομιδή. Ο βασικός κορμός της ομάδας της Τσέλσι που κατέκτησε δύο φορές τον τίτλο πρωταθλητή της Πρέμιερ Λιγκ υπό τις οδηγίες του Μουρίνιο, περιελάμβανε τους Τζον Τέρι, Ουιλιάμ Γκαλάς, Κλοντ Μακελελέ και Φρανκ Λάμπαρντ, οι οποίοι είχαν όλοι τους αποκτηθεί ή αναδειχτεί από την Τσέλσι στη διάρκεια της θητείας του Ρανιέρι στον σύλλογο. Ο Ρανιέρι εξέδωσε τον Σεπτέμβριο του 2004 ένα βιβλίο με τίτλο Proud Man Walking στο οποίο αναφερόταν στην τελευταία χρονιά παρουσίας του στην τεχνική ηγεσία της Τσέλσι. Όλα τα έσοδα από την πώλησή του διατέθηκαν στο Great Ormond Street Hospital του Λονδίνου .[5]
Βαλένθια
ΕπεξεργασίαΣτις 8 Ιουνίου 2004, επέστρεψε για μια δεύτερη θητεία ως προπονητής στη Βαλένθια, βάζοντας την υπογραφή του σε συμβόλαιο τριετούς διάρκειας.[6] Ο Ρανιέρι ανέλαβε να διαδεχθεί τον Ραφαέλ Μπενίτεθ, τον προπονητή ο οποίος είχε οδηγήσει τον σύλλογο στο νταμπλ με την ταυτόχρονη κατάκτηση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ και της Πριμέρα Ντιβιζιόν την προηγούμενη περίοδο, ενώ είχε παραιτηθεί για να αναλάβει στη συνέχεια την τεχνική ηγεσία της Λίβερπουλ. Ο Ρανιέρι πραγματοποίησε σειρά μεταγραφών παικτών προερχόμενων από τη Σέριε, συμπεριλαμβανομένων των Μάρκο Ντι Βάιο, Στεφάνο Φιόρε, Μπερνάρντο Κορράντι και Εμιλιάνο Μορέττι. Έπειτα από ένα λαμπρό ξεκίνημα, κατά το οποίο η ομάδα του Μεστάγια συγκέντρωσε ένα σύνολο 14 βαθμών από τους 18 διαθέσιμους, ενώ επιβλήθηκε της Πόρτο, κατακτώντας με αυτό τον τρόπο το ΟΥΕΦΑ Σούπερ Καπ, η Βαλένθια πέρασε σε περίοδο ντεφορμαρίσματος κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου. Συγκεκριμένα πέτυχε μόλις μία νίκη σε σύνολο 7 αναμετρήσεων και αποκλείστηκε από τη συνέχεια του Τσάμπιονς Λιγκ, κυρίως λόγω μίας ήττας με σκορ 5–1 από την Ίντερ στη διάρκεια της οποίας ο μέσος Μιγκέλ Άνχελ Ανγκούλο αποβλήθηκε. Έπειτα από μία σύντομη περίοδο βαθμολογικής ανάκαμψης, η Βαλένθια σημείωσε νέο σερί 6 αγώνων χωρίς νίκη, το οποίο ξεκίνησε στα μέσα Ιανουαρίου. Πέραν της αρνητικής αποδοχής που είχαν οι ιταλικές μεταγραφές του, ο Ρανιέρι δέχθηκε σκληρή κριτική για τη μη χρησιμοποίηση του Αργεντινού μέσου Πάμπλο Αϊμάρ και για τις συνεχείς αλλαγές του στη διάταξη και την τακτική της ομάδας, κάτι ανάλογο αυτού που συνέβαινε δηλαδή κι επί των ημερών του στην Τσέλσι. Απολύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2005, μετά τον αποκλεισμό της Βαλένθια από το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ από τη Στεάουα Βουκουρεστίου.[7] Η Βαλένθια βρισκόταν στην έκτη θέση της Πριμέρα Ντιβιζιόν την περίοδο κατά την οποία απομακρύνθηκε από την τεχνική της ηγεσία ο Ρανιέρι.[8] Ο Κίκε Σάντσεθ Φλόρες ανακοινώθηκε ως ο νέος τεχνικός του συλλόγου από την Βαλένθια τον Ιούνιο του 2005, για να αποτελέσει τον αντικαταστάτη του Ρανιέρι σε βάθος χρόνου. Προηγουμένως, ο Ρανιέρι είχε εισπράξει ποσό της τάξεως των £3 εκατομμυρίων από τη Βαλένθια ως αποζημίωση για τον πρόωρο τερματισμό της μεταξύ τους συνεργασίας.
Πάρμα
ΕπεξεργασίαΣτις 12 Φεβρουαρίου 2007, μία ημέρα μετά την 23η αγωνιστική, ο Ρανιέρι ανακοινώθηκε ως ο νέος προπονητής της Πάρμα, μετά την απόλυση του Στέφανο Πιόλι. Έχασε τον πρώτο του αγώνα στον πάγκο από την Σαμπντόρια με 1-0, αλλά στη συνέχεια κατάφερε να κάνει αρκετά εντυπωσιακές ενέργειες για να βοηθήσει την Πάρμα στη μάχη του υποβιβασμού, με απόκτηση 17 βαθμών σε 10 αγώνες (σε σύγκριση με 15 βαθμούς του προκατόχου του σε 23 αγώνες), συμπεριλαμβανομένου ενός 4-3 σε μία απρόσμενη εκτός έδρας νίκη στο Παλέρμο που προκάλεσε την απόλυση τον προπονητή της Ροζανέρο, Φραντσέσκο Γκιντολίν. Τα εντυπωσιακά αποτελέσματα συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της περιόδου και η Πάρμα απέφυγε τον υποβιβασμό, τελειώνοντας τη χρονιά με μια νίκη 3-1 επί της Έμπολι καταλαμβάνοντας έτσι τη 12η θέση στο πρωτάθλημα. Η ομάδα άρχισε μπαίνει σε έναν εντυπωσιακό ρυθμό επιθετικά, καθώς είχε σαρώσει τη Μεσίνα με 4-1 στις αρχές Μαΐου. Μετά, βοηθώντας την Πάρμα να ξεφύγει από τον υποβιβασμό, ο Ρανιέρι συνδέθηκε με αρκετές προπονητικές θέσεις σε πολλούς πάγκους, συμπεριλαμβανομένης της Φούλαμ, της Μάντσεστερ Σίτι, και της Παλέρμο. Στις 31 Μαΐου, η Πάρμα ανακοίνωσε πως ο Ρανιέρι δεν θα είναι προπονητής του συλλόγου για την επόμενη αγωνιστική περίοδο.
Γιουβέντους
ΕπεξεργασίαΣτις 4 Ιουνίου 2007, αναγγέλθηκε ότι ο Ρανιέρι θα αναλάβει τη Γιουβέντους υπογράφοντας συμβόλαιο 3 ετών με τον σύλλογο και η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου του 2007. Ο Ρανιέρι έφερε μεγάλα ονόματα όπως ο Βιντσέζο Ιακουίντα από την Ουντινέζε και Ζντενέκ Γκριγκέρα από τον Άγιαξ. Η πρώτη χρονιά του ως προπονητής της Γιουβέντους ήταν αρκετά επιτυχής, καθώς οδήγησε την ομάδα στην 3η θέση μόλις μία χρονιά μετά την άνοδό της από την Β’ κατηγορία, μετά το σκάνδαλο των στημένων αγώνων που είχε συγκλονίσει το ιταλικό ποδόσφαιρο. Τον Αύγουστο του 2008, ο Ρανιέρι είχε εμπλακεί σε έναν πόλεμο δηλώσεων με τον νέο προπονητή της Ίντερ, τον Ζοζέ Μουρίνιο, ο οποίος τον είχε αντικαταστήσει πριν από τέσσερα χρόνια στην Τσέλσι. Τόνισε πως η Ίντερ ήταν η μεγαλύτερη απειλή για τη Γιουβέντους στην Α’ κατηγορία. Μετά την αποτυχία της Γιουβέντους να πετύχει νίκη σε επτά συνεχόμενους αγώνες κατά τη διάρκεια μιας περιόδου δύο μηνών, είχε πει ότι δέχθηκε πιέσεις για να παραμείνει στην ομάδα ως προπονητής, με πολλούς οπαδούς του συλλόγου να επικρίνουν δημοσίως την ομάδα και ιδίως τον ίδιο. Το πρόβλημα έληξε όταν το διοικητικό συμβούλιο με επείγουσα συνεδρίασή του στις 18 Μαΐου 2009, απέλυσε τον Ρανιέρι κι ενώ η Ίντερ είχε στεφθεί πρωταθλήτρια. Αντικαταστάθηκε τελικά από τον επικεφαλής της ομάδας νέων, Τσίρο Φεράρα και η Γιουβέντους ολοκλήρωσε τη 2η χρονιά με μία θέση πιο πάνω από την προηγούμενη.
Ρόμα
ΕπεξεργασίαΤην 1η Σεπτεμβρίου 2009 υπέγραψε συμβόλαιο διάρκειας δύο ετών με τη ΑΣ Ρόμα, αντικαθιστώντας τον Λουτσιάνο Σπαλέτι, που είχε παραιτηθεί την ίδια ημέρα μετά από δύο συνεχείς ήττες στο ξεκίνημα της περιόδου 2009–10 κι έτσι ο γεννημένος στη Ρώμη Ρανιέρι έγινε προπονητής στην ομάδα που υποστήριζε από παιδί. Υπό τις οδηγίες του η Ρόμα βελτίωσε εντυπωσιακά τις εμφανίσεις της και διεκδίκησε τον τίτλο, καλύπτοντας τη βαθμολογική διαφορά με την πρωτοπόρο Ίντερ μόλις στον έναν βαθμό, μετά την 31η αγωνιστική και τη νίκη στον μεταξύ τους αγώνα, ενώ στη συνέχεια με δύο ακόμη συνεχόμενες νίκες βρέθηκε στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα, πέντε αγωνιστικές πριν το τέλος του πρωταθλήματος, βελτιώνοντας το αήττητο σερί σε 23 αγώνες και επικρατώντας στο τοπικό ντέρμπι της Λάτσιο. Η Ρόμα ωστόσο δεν κατάφερε να παραμείνει στην κορυφή, ενώ ηττήθηκε και στον τελικό του κυπέλλου από την Ίντερ, η οποία κατέκτησε και το πρωτάθλημα. Τελικά, στις 20 Φεβρουαρίου 2011 έπειτα από κάποια συνεχόμενα ανεπιτυχή αποτελέσματα, με αποκορύφωμα την ήττα με 4-3 από την Τζένοα κι ενώ στο ημίχρονο η Ρόμα είχε προηγηθεί με 3-0, υπέβαλε την παραίτησή του.
Ίντερ
ΕπεξεργασίαΣτις 22 Σεπτεμβρίου 2011 αντικατέστησε τον Γκασπερίνι στον πάγκο της Ίντερ, ο οποίος είχε ηττηθεί στους 4 από τους 5 τελευταίους αγώνες. Με τον ερχομό του Ρανιέρι η ομάδα του Μιλάνου πραγματοποίησε ένα εντυπωσιακό σερί 7 συνεχόμενων νικών στο πρωτάθλημα, με αποκορύφωμα την επικράτηση με 1-0 επί της ΑΚ Μίλαν στο τοπικό ντέρμπι της πόλης, που είχε ως αποτέλεσμα να διεκδικεί και πάλι με αξιώσεις τον τίτλο του πρωταθλητή.
Η συνέχεια όμως δεν ήταν ανάλογη για την Ίντερ και γρήγορα φήμες ήθελαν τον Ρανιέρι να αποχωρεί, κάτι που τελικά συνέβη στις 26 Μαρτίου 2012 έπειτα από την ήττα με 2-0 στον αγώνα εναντίον της Γιουβέντους, ένα αποτέλεσμα που άφησε τον σύλλογο στην 8η θέση της βαθμολογίας.
Μονακό
ΕπεξεργασίαΣτις 30 Μαΐου 2012, ο Ρανιέρι υπέγραψε διετές συμβόλαιο με τη γαλλική Μονακό που αγωνίζονταν τότε στη Λιγκ 2 και την οδήγησε ως τον προβιβασμό της στη Λιγκ 1, με τον σύλλογο να κερδίζει τον τίτλο του πρωταθλητή της Λιγκ 2 για πρώτη φορά στην ιστορία του. Ο Ρανιέρι κατάφερε να οδηγήσει την Μονακό στη δεύτερη θέση της Λιγκ 1 με 80 βαθμούς την περίοδο 2013-14. Στις 20 Μαΐου 2014, απολύθηκε από τη Μονακό.
Ελλάδα
ΕπεξεργασίαΤο καλοκαίρι του 2014 ανέλαβε ομοσπονδιακός προπονητής της Εθνικής Ελλάδας, αντικαθιστώντας τον Φερνάντο Σάντος, ο οποίος αποχώρησε έπειτα από την ολοκλήρωση των υποχρεώσεων στο Μουντιάλ του 2014 της Βραζιλίας. Τον Ιταλό προπονητή ακολούθησε στην Ελλάδα και το τεχνικό του επιτελείο, αποτελούμενο από τους Πάολο Μπενέτι (βοηθός προπονητή), Αντρέα Ατσαλίν (γυμναστής) και Τζόρτζιο Πελιτσάρο (προπονητής τερματοφυλάκων), οι οποίοι υπήρξαν οι άμεσοι συνεργάτες του σε όλες τις ομάδες που έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια.[9] Η παρουσία του στον πάγκο της ελληνικής εθνικής ομάδας υπήρξε βραχύβια, καθώς οι απογοητευτικές εμφανίσεις και τα αρνητικά αποτελέσματα στους πρώτους τέσσερις αγώνες των προκριματικών του Euro 2016, με αποκορύφωμα την εντός έδρας ήττα από τα Νησιά Φερόε, οδήγησαν την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία στη λύση της συνεργασίας της με τον Ιταλό προπονητή.[10]
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΣτατιστικά
Επεξεργασία- Τελευταία ενημέρωση: 15 Νοεμβρίου 2014.
Ομάδα | Χώρα | Από | Έως | Αποτελέσματα | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Α | Ν | Ι | Η | Νίκες % | ||||
Κάλιαρι | 1 Ιουλίου 1988 | 30 Ιουνίου 1991 | 72 | 23 | 30 | 19 | 31.94 | |
Νάπολι | 1 Ιουλίου 1991 | 30 Ιουνίου 1993 | 68 | 25 | 24 | 19 | 36.76 | |
Φιορεντίνα | 1 Ιουλίου 1993 | 30 Ιουνίου 1997 | 140 | 56 | 50 | 34 | 40.00 | |
Βαλένθια | 1 Ιουλίου 1997 | 30 Ιουνίου 1999 | 76 | 35 | 15 | 26 | 46.05 | |
Ατλέτικο Μαδρίτης | 1 Ιουλίου 1999 | 3 Μαρτίου 2000 | 38 | 9 | 11 | 18 | 23.68 | |
Τσέλσι | 18 Σεπτεμβρίου 2000 | 31 Μαΐου 2004 | 199 | 107 | 46 | 46 | 53.77 | |
Βαλένθια | 16 Ιουνίου 2004 | 25 Φεβρουαρίου 2005 | 36 | 15 | 9 | 12 | 41.67 | |
Πάρμα | 12 Φεβρουαρίου 2007 | 31 Μαΐου 2007 | 16 | 7 | 3 | 6 | 43.75 | |
Γιουβέντους | 4 Ιουνίου 2007 | 18 Μαΐου 2009 | 94 | 46 | 30 | 18 | 48.94 | |
ΑΣ Ρόμα | 1 Σεπτεμβρίου 2009 | 20 Φεβρουαρίου 2011 | 90 | 50 | 17 | 23 | 55.56 | |
Ίντερ | 22 Σεπτεμβρίου 2011 | 26 Μαρτίου 2012 | 35 | 17 | 5 | 13 | 48.57 | |
Μονακό | 30 Μαΐου 2012 | 20 Μαΐου 2014 | 75 | 43 | 23 | 9 | 57.33 | |
Ελλάδα | 25 Ιουλίου 2014 | 15 Νοεμβρίου 2014 | 4 | 0 | 1 | 3 | 0 | |
- | - | - | - | - | - | - | - | - |
Σύνολα | 943 | 433 | 264 | 246 | 45.92 |
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ Εποχή Ρανιέρι στην Εθνική, www.sport-fm.gr
- ↑ «Valencia appoint Ranieri». BBC News. 8 Ιουνίου 2004. http://news.bbc.co.uk/sport2/hi/football/europe/3786219.stm. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2010.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουνίου 2007. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2014.
- ↑ Moore, Glenn (2004-04-21). «Ranieri's tinkering backfires as Chelsea bow to Monaco's 10 men». London: The Independent. http://www.independent.co.uk/sport/football/premier-league/ranieris-tinkering-backfires-as-chelsea-bow-to-monacos-10-men-560728.html. Ανακτήθηκε στις 2011-03-05.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ «Ranieri returns to popular acclaim but sidesteps Chelsea's Machiavellian world». The Independent (London). 12 Οκτωβρίου 2004. http://www.independent.co.uk/sport/football/european/ranieri-returns-to-popular-acclaim-but-sidesteps-chelseas-machiavellian-world-543380.html. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2010.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». CNN. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2004-08-15. https://web.archive.org/web/20040815002931/http://edition.cnn.com/2004/SPORT/football/06/08/spain.ranieri/index.html. Ανακτήθηκε στις 2014-07-02.
- ↑ «Coach Ranieri sacked by Valencia». BBC News. 25 Φεβρουαρίου 2005. http://news.bbc.co.uk/sport2/hi/football/europe/4298283.stm. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2010.
- ↑ Talbot, Simon (26 Φεβρουαρίου 2005). «Ranieri sacked by Valencia». The Guardian (London). http://www.guardian.co.uk/football/2005/feb/26/europeanfootball.sport. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2010.
- ↑ Το επιτελείο του Ρανιέρι, www.sport-fm.gr
- ↑ Τέλος ο Ρανιέρι από τον πάγκο της Ελλάδας, www.contra.gr
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία- Κλαούντιο Ρανιέρι στην IMDb (Αγγλικά)