Καπιτωλίνος λόφος

(Ανακατεύθυνση από Καπιτωλίνος Λόφος)
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Λόφος (αποσαφήνιση).

Ο Καπιτωλίνος Λόφος (Campidoglio, Monte Capitolino, λατ. Mons Capitolinus), μεταξύ της Αγοράς και του Πεδίου του Αρεως είναι ένας από τους επτά λόφους της Ρώμης. Ήταν η ακρόπολη των πρώτων Ρωμαίων. Περιέχει λίγα αρχαία ερείπια στο επίπεδο του εδάφους, καθώς έχουν καλυφθεί σχεδόν πλήρως από Μεσαιωνικά και Αναγεννησιακά ανάκτορα (που σήμερα στεγάζουν τα Μουσεία του Καπιτωλίου), που περιβάλλουν μια πλατεία, σημαντικό αστικό σχέδιο του Μιχαήλ Αγγέλου. Στο λόφο αυτό εισχώρησαν οι Σαβίνοι, καθώς τους άνοιξε την πύλη η Ρωμαία παρθένος Ταρπηία (8ος αιώνας π.Χ.). Ο απόκρημνος βράχος στη νότια πλευρά του Καπιτωλίνου λόφου έγινε τόπος εκτελέσεως προδοτών και δολοφόνων διά κατακρημνισμού της (βλ. Ταρπηία Πέτρα). Οι Σαβίνοι, που μετανάστευσαν στη Ρώμη μετά την Αρπαγή των Σαβίνων Γυναικών, εγκαταστάθηκαν στο Λόφο του Καπιτωλίου. Το Ηφαιστείο (Ιερό του Ηφαίστου), ένας ιερός χώρος του 8ου αιώνα, καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των ανατολικών χαμηλότερων πλαγιών του Λόφου, όπου αργότερα θα γινόταν η Ρωμαϊκή Αγορά. Η κορυφή ήταν η θέση ενός ναού για την Τριάδα του Καπιτωλίου, που ξεκίνησε από τον πέμπτο βασιλιά της Ρώμης, Ταρκύνιο Πρίσκο (β. 616 – 579 π.Χ.) και ολοκληρώθηκε από τον έβδομο και τελευταίο βασιλιά Ταρκύνιο τον Υπερήφανο (535 – 496 π.Χ.). Θεωρούνταν ένας από τους μεγαλύτερους και ωραιότερους ναούς της πόλης (αν και ελάχιστα απομένουν σήμερα).

Χάρτης της αρχαίας Ρώμης από το έργο του Γκ. Ντρόυζεν Γενικός Ιστορικός Άτλας χειρός', 1886.
Η Cordonata, η σκάλα που οδηγεί στην πλατεία του Καπιτωλίου

Ο θρύλος της πόλης ξεκινά με την ανακάλυψη ενός ανθρώπινου κρανίου όταν σκάβονταν τα θεμέλια για το Ναό του Δία κατ’ εντολή του Ταρκίνιου. Πρόσφατες ανασκαφές στο λόφο αποκάλυψαν ένα αρχαίο νεκροταφείο κάτω από το Ναό του Δία. Όταν οι Σήνωνες Γαλάτες (εγκαταστημένοι στην κεντροανατολική Ιταλία) επέδραμαν στη Ρώμη το 390 π.Χ. ο λόφος του Καπιτωλίου ήταν εκείνο το τμήμα της πόλης που γλίτωσε την κατάληψη από τους βαρβάρους χάρι στην οχύρωσή του από τους Ρωμαίους υπερασπιστές. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ έπαθε ένα ατύχημα κατά το θρίαμβό του, που έδειχνε καθαρά την οργή του Δία για τις ενέργειές του κατά τους εμφυλίους πολέμους, προσέγγισε το λόφο και το ναό του Δία γονυπετώντας σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τον κακό οιωνό (παρ΄ όλα αυτά δολοφονήθηκε μετά από έξι μήνες και ο Βρούτος και οι άλλοι δολοφόνοι του κλείστηκαν στη συνέχεια μέσα στο ναό). Ο αδελφός και ο ανηψιός του Βεσπασιανού πολιορκήθηκαν επίσης στο ναό κατά το Ετος των Τεσσάρων Αυτοκρατόρων (69). Η εκκλησία της Σάντα Μαρία ιν Αρακοέλι (574) είναι δίπλα στην πλατεία, κοντά στη θέση της αρχαίας ακρόπολης στην κορυφή του λόφου, όπου κάποτε υψωνόταν. Στη βάση της είναι τα ερείπια μιας Ρωμαϊκής πολυκατοικίας, με πάνω από τέσσερις ορόφους, ορατά από το δρόμο. Το Μεσαίωνα η θρησκευτική λειτουργία του λόφου επισκιάστηκε από τον άλλο ρόλο της ως ως κέντρου της αστικής κυβέρνησης της Ρώμης, που αναβίωσε ως δήμος τον 11ο αιώνα. Η διακυβέρνηση της πόλης επρόκειτο τώρα να είναι αυστηρά υπό τον παπικό έλεγχο, αλλά ο Λόφος ήταν το σκηνικό κινήσεων αστικής αντίστασης, όπως οι δραματικές σκηνές της αναβιωμένης δημοκρατίας του Κόλα ντι Ριέντσο (1347). Ως αποτέλεσμα αυτών η πλατεία ήταν ήδη περιτριγυρισμένη από κτίρια το 16ο αιώνα.

Το σημερινό σχέδιο της Πλατείας του Καπιτωλίου και τα ανάκτορα περιμετρικά της δημιουργήθηκαν από τον καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα της Αναγέννησης Μιχαήλ Άγγελο Μπουοναρότι το 1536 – 1546. Στο απόγειο της φήμης του έλαβε την ανάθεση από τον Πάπα Παύλο Γ΄ (Φαρνέζε), που ήθελε ένα σύμβολο της νέας Ρώμης για να εντυπωσιάσει τον Κάρολο Ε΄, που αναμενόταν το 1538. Τα πρώτα σχέδια του Μιχαήλ Αγγέλου για την πλατεία και την ανακατασκευή των γύρω της ανακτόρων χρονολογούνται από το 1536. Ανέτρεψε τον κλασικό προσανατολισμό του Καπιτωλίου, σε μια συμβολική χειρονομία στροφής του αστικού κέντρου της Ρώμης αποστρέφοντας το πρόσωπό του από τη Ρωμαϊκή Αγορά και στην κατεύθυνση της Παπικής Ρώμης και της Χριστιανικής εκκλησίας στη μορφή της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Εν σειρά, η Κορντονάτα, η πλατεία και το κεντρικό ανάκτορο είναι η πρώτη αστική εισαγωγή της λατρείας του άξονα, που επρόκειτο να καταλάβει τα σχέδια των Ιταλικών κήπων και με πλούσια εφαρμογή στη Γαλλία. Η υλοποίηση του σχεδίου ήταν αργή: λίγα είχαν πράγματι ολοκληρωθεί ενόσω ζούσε ο Μιχαήλ Άγγελος (η Κορντονάτα δεν ήταν στη θέση της όταν έφτασε ο Αυτοκράτορας Κάρολος, και η αυτοκρατορική ακολουθία αναγκάστηκε να σκαρφαλώσει την πλαγιά από την Αγορά για να δει τα έργα σε εξέλιξη), αλλά το έργο συνεχίστηκε πιστά πάνω στα σχέδιά του και το Καπιτώλιο ολοκληρώθηκε το 17ο αιώνα, εκτός από το σχέδιο της πλακόστρωσης που έμελλε να ολοκληρωθεί τρεις αιώνες αργότερα. Στο μέσο της πλατείας υψωνόταν ένα αντίγραφο εφίππου αγάλματος του Μάρκου Αυρηλίου, όχι της αρεσκείας του Μιχαήλ Αγγέλου, που προέβλεπε γι’ αυτό ένα βάθρο. Το γλυπτό ήταν σε μεγάλη υπόληψη, γιατί πιστευόταν ότι απεικόνιζε τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, τον πρώτο Χριστιανό Αυτοκράτορα. Το μπρούτζινο σημερινό άγαλμα είναι σύγχρονο αντίγραφο, το πρωτότυπο είναι στο παρακείμενο Παλάτσο ντέι Κονσερβατόρι.