Επίστεγη αντηρίδα
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η επίστεγη αντηρίδα είναι ειδικός τύπος αντηρίδας (υποστηρίγματος), που σχετίζεται κυρίως με την αρχιτεκτονική των Γοτθικών ναών. Η επινόησή τους προέκυψε από την τάση να χτίζονται όλο και ψηλότεροι ναοί, που συμβόλιζαν μεν το πλησίασμα προς το θείο, αλλά δεν ήταν άσχετη σε αυτό η ματαιοδοξία και η προσπάθεια επιβολής της εξουσίας των εκάστοτε ηγεμόνων. Η επίστεγη λοιπόν αντηρίδα υπήρξε ο νεωτερισμός που επέτρεψε να ανακουφιστεί το επιπλέον βάρος της οροφής σε αρχιτεκτονικά μέλη εκτός του κυρίως κτηρίου.
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΣτον ανταγωνισμό των κατασκευαστών να χτίζουν όλο και μεγαλύτερους ναούς, κάποτε τα κτήρια έφτασαν στα όριά τους. Με την αύξηση του ύψους, οι εξωτερικοί τους τοίχοι γίνονταν όλο και πιο ευάλωτοι στις οριζόντιες δυνάμεις που ασκούσε σε αυτούς η οροφή. Για να εξουδετερωθούν οι δυνάμεις αυτές, θα έπρεπε οι τοίχοι να αποκτήσουν μεγαλύτερο πάχος. Με ύψη όμως που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα 100 μέτρα, το πάχος των τοίχων καθίστατο απαγορευτικό. Η λύση που επινοήθηκε σε αυτό το πρόβλημα ήταν η επίστεγη αντηρίδα, η οποία συνδύαζε την αποτελεσματικότητα με την κομψότητα της κατασκευής. Επρόκειτο για μια σειρά όρθιων πεσσών στην εξωτερική πλευρά του κτίσματος, που συνδέονταν με τον τοίχο στο επάνω μέρος μέσω ενός τόξου. Το τόξο αυτό αναλάμβανε να μεταφέρει τμήμα του βάρους της οροφής στους πεσσούς, δίνοντας την εντύπωση της επέκτασης του κτηρίου προς τα έξω με ένα εξωτερικό ανοιχτό διάδρομο.[1]
Αν και οι πλήρως αναπτυγμένες επίστεγες αντηρίδες εμφανίστηκαν κατά τη Γοτθική περίοδο της αρχιτεκτονικής, προάγγελοί της μπορεί να εντοπιστούν σε ορισμένα κτήρια Ρωμανικού ρυθμού, όπως ο Καθεδρικός του Ντάραμ (en). Τα τόξα τους όμως καλύπτονταν από την οροφή, ενώ μετέφεραν το βάρος στους παχείς εξωτερικούς τοίχους. Περί τα μέσα του 12ου αιώνα, οι αρχιτέκτονες στην Ιλ-ντε-Φρανς, ακολουθούσαν παρόμοια συστήματα, αλλά με μακρύτερα και λεπτότερα τόξα, που ξεκινούσαν πάνω από τη στέγη των παράπλευρων διαδρόμων του ναού, για να συναντήσουν τους βαρείς πεσσούς οι οποίοι υψώνονταν εξωτερικά του τοίχου.[2]
Το κύριο πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου ήταν ότι οι εξωτερικοί τοίχοι δεν χρειάζονταν πλέον να είναι τόσο βαρείς και ογκώδεις προκειμένου να αντισταθμίσουν τις οριζόντιες δυνάμεις. Έμενε λοιπόν τότε περισσότερος χώρος για μεγαλύτερα παράθυρα που μπορούσαν να καλυφθούν με υαλογραφήματα (vitraux). Οι πρώιμες αντηρίδες ήταν ογκωδέστερες από ότι ήταν απαραίτητο για τη στατικότητα του κτηρίου, όπως στον Καθεδρικό της Σαρτρ (1210 περίπου), και τη Βασιλική του Σαιν-Ρεμί (en) της Ρενς (1170), που αποτελούν τα πρωιμότερα παραδείγματα που επιβίωσαν με την αρχική τους μορφή. Μεταγενέστεροι αρχιτέκτονες εκλέπτυναν προοδευτικά τα τόξα, με παραδείγματα αυτών των ναών της Αμιένης, του Λε Μαν (en) και του Μπωβαί (en). Τα μεταγενέστερα Γοτθικά κτήρια συνέχισαν να χρησιμοποιούν τις επίστεγες αντηρίδες, ενσωματώνοντας όμως τώρα πλέγματα και διάφορα γλυπτά ιερών μορφών στις εσοχές τους.
Ναός | Ύψος (σε μέτρα) | Έτος θεμελίωσης |
---|---|---|
Αγίας Μαρίας του Στράλσουντ (en) (Γερμανία) | 104 | ; (τελείωσε το 1298) |
Καθεδρικός Ναός του Στρασβούργου (Γαλλία) | 142 | 1015 |
Άγιος Νικόλαος Αμβούργου (en) (Γερμανία) | 147 | 1189 |
Καθεδρικός της Ρουέν (en) (Γαλλία) | 151 | 1202 |
Καθεδρικός της Κολωνίας (Γερμανία) | 157 | 1248 |
Ναός της Ουλμ (Γερμανία) | 161,5 | 1377 |
Παραπομπές
Επεξεργασία- ↑ For the mechanics of how flying buttresses work in practice see the pioneering study by Alan Borg and Robert Mark in "Chartres Cathedral: A Reinterpretation of Its Structure", in The Art Bulletin, Vol.55, No.3 (Sep., 1973), pp.367-372
- ↑ John James, "Evidence for flying buttresses before 1180", in Journal of the Society of Architectural Historians, Vol. 51, No. 3 (Sep. 1992), pp. 261–287.