Ελευθερία του λόγου
Η ελευθερία του λόγου είναι μια αρχή που υποστηρίζει την ελευθερία ενός ατόμου ή μιας κοινότητας να εκφράζει τις απόψεις και τις ιδέες τους χωρίς φόβο αντίρρησης, λογοκρισίας ή νομικής κύρωσης. Ο όρος "ελευθερία έκφρασης" χρησιμοποιείται μερικές φορές συνώνυμα αλλά περιλαμβάνει κάθε πράξη αναζήτησης, παραλαβής και διάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο μέσο.
Κάθε κυβέρνηση περιορίζει την ελευθερία του λόγου ως ένα βαθμό. Οι συχνότεροι περιορισμοί της ελευθερίας του λόγου αφορούν: δυσφήμηση, συκοφαντία, βωμολοχία, πορνογραφία, στάση (στασιασμό), ρητορική μίσους, διαβαθμισμένες πληροφορίες, παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, εμπορικό απόρρητο, συμφωνίες μη-αποκάλυψης, δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, δικαίωμα στη λήθη και μεταρρυθμίσεις στις χρηματοδοτήσεις εκλογικών εκστρατειών. Το κατά πόσο αυτοί οι περιορισμοί μπορούν να δικαιολογούνται βάσει της αρχής της βλάβης, εξαρτάται από το κατά πόσον επηρεάζουν τις απόψεις ή τις ενέργειες τρίτου αρνητικά ως προς ένα δεύτερο μέρος (άτομο), προξενώντας του μια τέτοια βλάβη ή όχι.
Ο όρος «αρχή της προσβολής» χρησιμοποιείται επίσης[1] για να διευρύνεται το πεδίο περιορισμών της ελευθερίας του λόγου, ώστε να απαγορεύσει τις μορφές έκφρασης που θεωρούνται προσβλητικές για την κοινωνία, κάποιες ομάδες ειδικών συμφερόντων ή ιδιώτες. Για παράδειγμα, η ελευθερία του λόγου είναι περιορισμένη υπό πολλές δικαιοδοσίες, από πολύ διαφορετικά θρησκευτικά και νομικά συστήματα, θρησκευτική προσβολή ή νόμους που υποκινούν εθνικό ή φυλετικό μίσος.
Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης αναγνωρίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ .Α .Π .Δ). Το άρθρο 19 του ΔΣΑΠΔ προβλέπει ότι «κάθε πρόσωπο θα έχει το δικαίωμα της γνώμης χωρίς παρεμβάσεις» και «ο καθένας θα έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό θα περιλαμβάνει την ελευθερία αναζήτησης, λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών όλων των ειδών, ανεξαρτήτως συνόρων, προφορικά, εγγράφως ή σε έντυπη μορφή, σε μορφή τέχνης ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο της επιλογής του». Το Άρθρο 19 συνεχίζει λέγοντας ότι η άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων φέρει «ειδικά καθήκοντα και ευθύνες» και μπορεί «ως εκ τούτου, να υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς», όταν χρειάζεται «για την προάσπιση των δικαιωμάτων ή της φήμης των άλλων» ή «για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας ή της ηθικής[2][3]».
Το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης
ΕπεξεργασίαΕκδοχές της ελευθερίας του λόγου μπορούν να βρεθούν σε πρώιμα έγγραφα για τα ανθρώπινα δικαιώματα[4]. Η Αγγλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του 1689 αναγνώριζε την «ελευθερία του λόγου στο Κοινοβούλιο» και είναι ακόμα σε ισχύ. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, που υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης το 1789, επιβεβαίωνε ειδικά την ελευθερία του λόγου ως αναφαίρετο δικαίωμα[4]. Η Διακήρυξη προβλέπει την ελευθερία της έκφρασης στο άρθρο 11, το οποίο ορίζει ότι:
Η ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών και απόψεων είναι ένα από τα πιο πολύτιμα δικαιώματα του ανθρώπου. Κάθε πολίτης μπορεί, κατά συνέπεια, να μιλήσει, να γράψει, και να εκτυπώσει με ελευθερία, αλλά θα είναι υπεύθυνος για καταχρήσεις της ελευθερίας αυτής, όπως θα ορίζεται από το νόμο[5]
Το άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που υιοθετήθηκε το 1948, ορίζει ότι:
Καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης χωρίς παρεμβάσεις και την αναζήτηση, λήψη και διάδοση πληροφοριών και ιδεών με οποιοδήποτε μέσο και ανεξαρτήτως συνόρων[6]
Σήμερα, η ελευθερία του λόγου, ή η ελευθερία της έκφρασης, αναγνωρίζεται στο διεθνές και περιφερειακό δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στο άρθρο 13 της Αμερικανικής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και στο άρθρο 9 του Αφρικανικού Χάρτη Ανθρωπίνων και Λαϊκών Δικαιωμάτων[7]. Σύμφωνα με τα επιχειρήματα του Τζον Μίλτον, η ελευθερία του λόγου νοείται ως ένα πολύπλευρο δικαίωμα που περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα έκφρασης ή διάδοσης πληροφοριών και ιδεών, αλλά και τρία ακόμη διακριτά σκέλη:
- το δικαίωμα στην αναζήτηση πληροφοριών και ιδεών
- το δικαίωμα στην λήψη πληροφοριών και ιδεών
- το δικαίωμα στην διάδοση πληροφοριών και ιδεών
Διεθνή, περιφερειακά και εθνικά πρότυπα αναγνωρίζουν επίσης ότι η ελευθερία του λόγου, όπως η ελευθερία της έκφρασης, περιλαμβάνει οποιοδήποτε μέσο, προφορικό, γραπτό, σε έντυπα, μέσω του Διαδικτύου ή μέσω των μορφών τέχνης. Αυτό σημαίνει ότι η προστασία της ελευθερίας του λόγου ως δικαίωμα περιλαμβάνει όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και τα μέσα έκφρασης[7].
Συσχετισμοί με άλλα δικαιώματα
ΕπεξεργασίαΗ έννοια ελευθερία της έκφρασης πολλές φορές χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε οποιαδήποτε μορφή έκφρασης, όχι απλά τον λόγο (αν και η ελευθερία του λόγου πολλές φορές εννοείται να τις συμπεριλαμβάνει).
Το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης είναι στενά συνδεδεμένο με άλλα δικαιώματα και ενδέχεται να περιορίζεται όταν έρχεται σε αντίθεση με άλλα δικαιώματα (βλέπε: Περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου)[7]. Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης σχετίζεται επίσης με το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και σε δικαστική διαδικασία, η οποία μπορεί να περιορίσει την πρόσβαση στην αναζήτηση πληροφοριών ή να καθορίσει την δυνατότητα και τα μέσα με τα οποία η ελευθερία της έκφρασης μπορεί να εκδηλώνεται στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας[8]. Ως γενική αρχή, η ελευθερία της έκφρασης δεν μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, καθώς και την τιμή και την υπόληψη των άλλων. Ωστόσο, ένας μεγαλύτερος βαθμός ελευθερίας είναι δεδομένος όταν εμπλέκονται δημόσια πρόσωπα[8].
Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερο ρόλο ως φορέας του γενικού δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης για όλους[7]. Ωστόσο, η ελευθερία του Τύπου δεν είναι απαραίτητο να επιτρέπει και την ελευθερία του λόγου. Η Τζούντιθ Λίχτενμπεργκ έχει περιγράψει τις συνθήκες όπου η ελευθερία του Τύπου μπορεί να περιορίσει την ελευθερία του λόγου, για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου τα μέσα ενημέρωσης καταστέλλουν πληροφορίες ή καταπνίγουν την ποικιλομορφία των φωνών που συνδέονται με την ελευθερία του λόγου. Η Λίχτενμπεργκ υποστηρίζει ότι η ελευθερία του Τύπου είναι απλώς μια μορφή του δικαιώματος ιδιοκτησίας που συνοψίζεται στην αρχή «εάν έχεις χρήματα, έχεις φωνή»[9].
Προέλευση
ΕπεξεργασίαΗ ελευθερία του λόγου και της έκφρασης έχει μια μακρά ιστορία που προηγείται των σύγχρονων διεθνών οργάνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα[4]. Θεωρείται ότι η δημοκρατική ιδεολογία περί ελευθερίας του λόγου που υπήρχε στην αρχαία Αθήνα πιθανόν να γεννήθηκε στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.[10] Στις αξίες της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας περιλαμβάνεται η ελευθερία του λόγου και η θρησκευτική ελευθερία[11].
Εναντίωση και Αλήθεια
ΕπεξεργασίαΠριν την εφεύρεση της τυπογραφίας, ένα γραπτό, μετά την δημιουργία του, μπορούσε να αντιγραφεί μόνο μέσω της ιδιαίτερα κοπιαστικής και επιρρεπούς σε σφάλματα αντιγραφής με το χέρι. Κανένα περίπλοκο σύστημα λογοκρισίας και ελέγχου των γραφέων δεν υπήρξε, αφού μέχρι τον 14ο αιώνα αυτές οι δραστηριότητες ανήκαν στα θρησκευτικά ιδρύματα, και η εργασία τους σπάνια προκαλούσε εκτεταμένη αντίδραση. Ως απάντηση στην τυπογραφία και στις αιρέσεις που βοηθούσε να εξαπλώνονται, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέβαλε λογοκριτικά μέτρα[12]. Η τυπογραφία επέτρεψε την αντιγραφή πολλών ακριβών αντίτυπων ενός έργου, οδηγώντας σε ταχύτερη και ευρύτερη διακίνηση ιδεών και πληροφοριών[13]. Οι ρίζες των νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται στην προσπάθεια της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να ρυθμίσει και να ελέγξει το παραγόμενο προϊόν των εκτυπωτών[13]. Το 1501 ο Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄ εξέδωσε μια διακήρυξη εναντίον της εκτύπωσης βιβλίων χωρίς άδεια και το 1559 εκδόθηκε για πρώτη φορά το Index Expurgatorius, ή Λίστα των Απαγορευμένων Βιβλίων[12]. Το Index Expurgatorius είναι το διασημότερο και μακροβιότερο παράδειγμα καταλόγων «κακών βιβλίων» που εκδίδονταν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία διεκδίκησε τo δικαίωμα να ελέγχει τις σκέψεις και τις απόψεις, και κατέστειλε απόψεις που εναντιώνονταν στο δόγμα της. Το Index Expurgatorius ελεγχόταν από την Ιερά Εξέταση, αλλά εφαρμόστηκε από τις τοπικές κυβερνητικές αρχές, και επανεκδόθηκε 300 φορές. Μεταξύ άλλων απαγόρευε ή λογόκρινε βιβλία γραμμένα από τους Ρενέ Ντεκάρτ, Τζορντάνο Μπρούνο, Γαλιλαίο Γαλιλέι, Ντέιβιντ Χιουμ, Τζων Λοκ, Ντάνιελ Ντεφόε, Ρουσσώ και Βολταίρο[14]. Καθώς οι κυβερνήσεις και η εκκλησία ενθάρρυνε την τυπογραφία με πολλούς τρόπους επειδή επέτρεπε την εύκολη διάδοση της Βίβλου και κυβερνητικών πληροφοριών, έργα που ήταν αντίθετα και κριτικά απέναντί τους μπορούσαν επίσης να κυκλοφορήσουν γρήγορα. Ως αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις υιοθέτησαν μέσα ελέγχου των τυπογράφων σε όλη την Ευρώπη, απαιτώντας να διαθέτουν επίσημη άδεια για να μπορούν να εμπορεύονται και να τυπώνουν βιβλία[13].
Η άποψη πως η ελεύθερη έκφραση των αντίθετων και ριζοσπαστικών απόψεων έπρεπε να γίνονται ανεκτές, να μην λογοκρίνονται και διώκονται από τον νόμο, αναπτύχθηκε παράλληλα με την εξέλιξη της τυπογραφίας και του τύπου. Το έργο Αρεοπαγιτικά, που εκδόθηκε το 1644, ήταν η απάντηση του Τζον Μίλτον προς το Κοινοβούλιο της Αγγλίας σχετικά με την επαναφορά της απαίτησης της αδειοδότησης των τυπογράφων, δηλαδή των εκδοτών[17]. Οι αρχές της εκκλησίας είχαν προηγουμένως εξασφαλίσει πως η πραγματεία του Μίλτον περί του δικαιώματος διάζευξης δεν θα έπαιρνε άδεια για έκδοση. Στα Αρεοπαγιτικά, που εκδόθηκαν χωρίς άδεια[18] ο Μίλτον έκανε μια δραματική έκκληση για την ελευθερία της έκφρασης και την ανοχή του ψεύδους[17] δηλώνοντας πως:
Δώστε μου, πάνω απ 'όλες τις ελευθερίες, την ελευθερία να γνωρίζω, να εκφράζω και να επιχειρηματολογώ ελεύθερα κατά συνείδηση[17]
Η υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου στον Μίλτον προήλθε από μια προτεσταντική κοσμοθεωρία και θεωρούσε ότι η αποστολή του αγγλικού λαού ήταν να επεξεργαστεί και να αντιληφθεί την αλήθεια της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης ώστε να διαφωτιστεί ο κόσμος. Ο Μίλτον, όμως, εξέφρασε επίσης τους κυριότερους άξονες των μετέπειτα συζητήσεων για την ελευθερία του λόγου. Εναντιώθηκε στην αρχή της προληπτικής λογοκρισίας και μίλησε υπέρ της ανοχής ποικίλων απόψεων, ορίζοντας το πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας του λόγου και τον «βλαβερό» λόγο[17].
Καθώς η «απειλή» της τυπογραφίας εξαπλωνόταν, τα κράτη εγκατέστησαν κεντρικούς μηχανισμούς ελέγχου[19]. Οι Γάλλοι μονάρχες κατέστελλαν την τυπογραφία και ο τυπογράφος Ετιέν Ντολέ κάηκε στην πυρά το 1546. Το 1557 το αγγλικό στέμμα αποφάσισε να κόψει τη ροή ανταρτικών και αιρετικών βιβλίων χορηγώντας τη Συντεχνία των Χαρτοπωλών. Το δικαίωμα εκτύπωσης δόθηκε αποκλειστικά στα μέλη της συντεχνίας αυτής, και ύστερα από τριάντα χρόνια το Star Chamber νομιμοποιήθηκε να περιορίζει τις «μεγάλες υπερβασίες και καταχρήσεις» των «ποικίλων αμφιλεγόμενων και άτακτων ατόμων που επαγγέλλονται την τέχνη ή το μυστήριο της εκτύπωσης ή πώλησης βιβλίων». Το δικαίωμα στην εκτύπωση περιορίστηκε σε δύο πανεπιστήμια και στα 21 υπάρχοντα τυπογραφεία στην Πόλη του Λονδίνου, το οποίο είχε 53 πιεστήρια. Καθώς οι Άγγλοι μονάρχες έλαβαν υπό τον έλεγχό τους τα τυπογραφικά εργαστήρια το 1637, οι τυπογράφοι κατέφυγαν στις Κάτω Χώρες. Η σύγκρουση με τις αρχές τούς έκανε ριζοσπαστικούς και επαναστατικούς, με 800 συγγραφείς, τυπογράφους και βιβλιοπώλες να βρίσκονται φυλακισμένοι στη Βαστίλη πριν αυτή αλωθεί το 1789[19].
Πολλοί Άγγλοι στοχαστές βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της αρχικής συζήτησης για το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, ανάμεσά τους ο Τζον Μίλτον (1608-1674) και ο Τζον Λοκ (1632-1704). Ο Λοκ εισήγαγε την ιδέα ότι το άτομο είναι η μονάδα αξίας και ο φορέας δικαιωμάτων στη ζωή, την ελευθερία, την ιδιοκτησία και την επιδίωξη της ευτυχίας. Οι ιδέες του Λοκ, όμως, εξελίχθηκαν κυρίως γύρω από την ιδέα του δικαιώματος στην εύρεση σωτηρίας της ψυχής, και επομένως αφορούσε κυρίως θεολογικά ζητήματα. Ο Λοκ δεν υποστήριζε καθολική ανοχή και ελευθερία του λόγου. Σύμφωνα με τις ιδέες του, ορισμένες ομάδες, όπως οι άθεοι, δεν θα έπρεπε να επιτρέπονται[20].
Ως το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα οι φιλόσοφοι της ευρωπαϊκής ηπείρου όπως ο Μπαρούχ Σπινόζα και ο Πιέρ Μπελ είχαν αναπτύξει ιδέες οι οποίες περιέλαβαν μια πιο καθολική ματιά στην ελευθερία του λόγου και στην ανοχή από τους πρώιμους Άγγλους φιλοσόφους[20]. Σε όλο τον δυτικό κόσμο του 18ου αιώνα, λόγιοι συζητούσαν την ιδέα της ελευθερίας του λόγου και ιδιαίτερα Γάλλοι φιλόσοφοι όπως ο Ντιντερό, ο Βαρώνος Ντ Όλμπάκ και ο Κλοντ Αντριέν Ελβέτιος[21]. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε να εντάσσεται στην πολιτική θεωρία θεωρητικά και πρακτικά. Το πρώτο κρατικό διάταγμα στην ιστορία που ανακήρυξε πλήρη ελευθερία του λόγου εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1770 στην Ένωση Δανίας-Νορβηγίας επί βασιλείας του Γιόχαν Φρίντριχ Στρούενζε[22]. Ο ίδιος ο Στρούενζε, όμως, επέβαλε μικρούς περιορισμούς στο διάταγμα αυτό στις 7 Οκτωβρίου 1771, και αυτό περιορίστηκε περαιτέρω μετά την πτώση του Στρούενζε με νομοθεσία του 1773, αλλά χωρίς να επανέλθει λογοκρισία[23].
Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ (1806-1873) υποστήριζε ότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι αναγκαία για την πρόοδο στην επιστήμη, τα νομικά ή την πολιτική, που σύμφωνα με τον Μιλ χρειάζονται ελεύθερη συζήτηση απόψεων. Στην κλασική πολεμική για το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης[17] Περί Ελευθερίας του Μιλ, που εκδόθηκε το 1859, υποστήριξε ότι η αλήθεια διώχνει την αναλήθεια, επομένως δεν πρέπει να φοβόμαστε την ελεύθερη έκφραση ιδεών, είτε είναι αληθείς, είτε είναι ψευδείς. Επομένως οι απόψεις δεν πρέπει να απαγορεύονται λόγω της φαινομενικής αναλήθειάς τους. Ο Μιλ επίσης υποστήριζε ότι η ελεύθερη συζήτηση απαιτείται για να αποφευχθεί ο «βαθύς λήθαργος μιας αποφασισμένης γνώμης». Η συζήτηση θα οδηγούσε την εφεξής πορεία της αλήθειας και εξετάζοντας λανθασμένες απόψεις , η βάση των αληθών απόψεων θα μπορούσε να επαναβεβαιωθεί[24]. Επιπλέον ο Μιλ υποστήριζε ότι μια γνώμη έχει μια ουσιαστική αξία σε αυτόν που την φέρει, κι έτσι το να φιμωθεί αποτελεί αδικία ως προς ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα. Η μοναδική περίπτωση όπου νομιμοποιείται κανείς να καταστείλει τον λόγο, κατά τον Μιλ, είναι όταν υπάρχει ξεκάθαρη και άμεση απειλή ώστε να μην μπορεί να βλάψει. Δεν δικαιολογείται καταστολή του λόγου, ούτε από οικονομικές ή ηθικές επιπτώσεις, ούτε από την ευημερία του ομιλητή[25].
Στη βιογραφία του Βολταίρου, η Έβελιν Μπίατρις Χολ επινόησε την εξής φράση για να απεικονίσει τα δόγματα του Βολταίρου: «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες[26]». Η ρήση της Χολ παρατίθεται συχνά για να περιγράψει την αρχή της ελευθερίας του λόγου[26]. Στον 20ό αιώνα, ο Νόαμ Τσόμσκι γράφει ότι: «Αν πιστεύετε στην ελευθερία του λόγου, πιστεύετε και στην ελευθερία του λόγου για απόψεις που δεν σας αρέσουν. Για παράδειγμα, ο Στάλιν και ο Χίτλερ, ήταν δικτάτορες που ήταν υπέρ της ελευθερίας του λόγου για απόψεις που άρεσαν μόνο σε αυτούς. Εφόσον είστε υπέρ της ελευθερίας του λόγου, τότε είστε υπέρ της ελευθερίας του λόγου ακριβώς για απόψεις που αντιπαθείτε[27]». Ο καθηγητής Λι Μπόλινγκερ υποστηρίζει ότι «η αρχή της ελευθερίας του λόγου συνεπάγεται μια ειδική πράξη απόσυρσης ενός τμήματος της κοινωνικής αλληλεπίδρασης για έκτακτη αυτοσυγκράτηση, ο σκοπός της οποίας είναι να αναπτυχθεί και να αναδειχθεί ο έλεγχος συναισθημάτων που προκαλούνται από μια σειρά κοινωνικών συναντήσεων». Ο Μπόλινγκερ υποστηρίζει ότι η ανοχή είναι μια επιθυμητή αξία, αν όχι αναγκαία. Παρόλα αυτά, οι επικριτές πιστεύουν ότι η κοινωνία θα πρέπει να ανησυχεί για τους ευθείς απαρνητές ή τους υποστηρικτές γενοκτονιών, για παράδειγμα (βλέπε Περιορισμοί, παρακάτω)[28].
Δημοκρατία
ΕπεξεργασίαΗ ελευθερία του λόγου θεωρείται θεμελιώδης στην δημοκρατία. Οι κανόνες περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης σημαίνουν ότι ο δημόσιος διάλογος μπορεί να μην είναι ολοκληρωτικά περιορισμένος ακόμα και σε εποχές έκτακτης ανάγκης[8]. Ένας από τους πιο σημαντικούς υπερασπιστές της σύνδεσης μεταξύ ελευθερίας του λόγου και δημοκρατίας υπήρξε ο Αλεξάντερ Μέικλετζον (Alexander Meiklejohn). Υποστήριζε ότι η έννοια της δημοκρατίας είναι αυτή της αυτοδιακυβέρνησης από τον λαό. Για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα, είναι αναγκαίο ένα ενημερωμένο εκλογικό σώμα. Για να είναι επαρκώς πληροφορημένο, θα πρέπει να μην υπάρχουν καθόλου περιορισμοί στην ελεύθερη ροή πληροφοριών και ιδεών. Σύμφωνα με τον Μέικλετζον, η δημοκρατία δεν θα είναι πραγματική ως προς το θεμελιώδες της ιδεώδες, εάν εκείνοι που έχουν την εξουσία έχουν και την δυνατότητα να χειραγωγούν το εκλογικό σώμα, παρακρατώντας πληροφορίες και καταστέλλοντας την κριτική. Ο Μέικλετζον αναγνωρίζει ότι η επιθυμία να χειραγωγήσει κάποιος την γνώμη, μπορεί να έχει ως κίνητρο την ωφέλεια της κοινωνίας. Παρά ταύτα, ισχυρίζεται, το να επιλέγει κανείς την χειραγώγηση συνιστά άρνηση, κατ’ ουσίαν, του ιδεώδους της δημοκρατίας[29].
Ο Έρικ Μπάρεντ (Eric Barendt) έχει αποκαλέσει αυτήν την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου στη βάση της δημοκρατίας, «πιθανότατα την πιο ελκυστική και σίγουρα την πιο μοντέρνα θεωρία για την ελευθερία του λόγου στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες[30]». Ο Τόμας Έμερσον (Thomas I. Emerson) επέκτεινε αυτή την υπεράσπιση όταν διατύπωσε την άποψη ότι η ελευθερία του λόγου συμβάλλει στο να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ σταθερότητας και αλλαγής. Η ελευθερία του λόγου λειτουργεί ως «βαλβίδα ασφαλείας» αφήνοντας δυνατότητα για μικρά ξεσπάσματα ενώ οι άνθρωποι μπορεί διαφορετικά να στρέφονταν στην επανάσταση. Ισχυρίζεται ότι: «η αρχή της ανοιχτής συζήτησης είναι μια μέθοδος προς επίτευξη μιας πιο προσαρμόσιμης και ταυτόχρονα πιο σταθερής κοινότητας, προς διατήρηση της αβέβαιης ισορροπίας μεταξύ υγιούς διάστασης απόψεων και αναγκαίας συναίνεσης». Ο Έμερσον επίσης υποστηρίζει ότι «η αντιπολίτευση τελεί μια ζωτική κοινωνική λειτουργία, στο να αντισταθμίζει ή να βελτιώνει την γραφειοκρατική παρακμή[31]».
Έρευνα που διεξήχθη από το ερευνητικό σχέδιο της Παγκόσμιας Τράπεζας «Παγκόσμιοι Δείκτες Διακυβέρνησης» έδειξε ότι η ελευθερία του λόγου και η διαδικασία της ανάληψης ευθύνης που την ακολουθεί, έχουν σημαντική επίδραση στην ποιότητα της διακυβέρνησης μιας χώρας. «Η Φωνή και απόδοση ευθύνης» σε μια χώρα, δηλαδή «το εύρος στο οποίο οι πολίτες μιας χώρας έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν στην επιλογή της κυβέρνησης τους, καθώς επίσης και η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία έκφρασης, η ελευθερία της διασύνδεσης και η ελευθερία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης», είναι μια από τις έξι διαστάσεις της διακυβέρνησης που μετράται από τους «Δείκτες Παγκόσμιας Διακυβέρνησης» σε περισσότερες από 200 χώρες[32].
Κοινωνικές συναναστροφές και κοινότητα
ΕπεξεργασίαΟ Ρίτσαρντ Μουν έχει αναπτύξει το επιχείρημα ότι η αξία της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας της έκφρασης έγκειται στις κοινωνικές συναναστροφές. Ο Μουν γράφει ότι «διά της επικοινωνίας τα άτομα διαμορφώνουν δεσμούς και σχέσεις με τους άλλους - οικογένεια, φίλοι, συνάδελφοι στην εργασία, εκκλησίασμα και συμπατριώτες. Συζητώντας με τους άλλους ένα άτομο συμμετέχει στην ανάπτυξη της γνώσης και στην κατεύθυνση της κοινότητας[33]».
Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA) Τζην Μπλοκ εξέδωσε μια δήλωση που αφορούσε τόσο στην αξία της ελευθερίας του λόγου, όσο και την ευθύνη για πολιτισμένο διάλογο. Η δήλωση υπερασπιζόταν ένα περιβάλλον, εντός του οποίου οι άνθρωποι που ξεκινούν από διαφορετικές πεποιθήσεις και παρελθόντα έχουν τη δυνατότητα να διαλέγονται ακόμη και έντονα χωρίς όμως να υποτιμούν ο ένας τον άλλον. Κατά τη γνώμη του Μπλοκ, «το ότι η ελευθερία του λόγου προστατεύεται από το Σύνταγμα, δεν σημαίνει ότι ο λόγος είναι πάντοτε σοφός, δίκαιος ή παραγωγικός[34]».
Περιορισμοί
ΕπεξεργασίαΣύμφωνα με τον Οργανισμό «Φόρουμ της Ελευθερίας» (Freedom Forum), τα νομικά συστήματα και η κοινωνία γενικότερα, αναγνωρίζουν όρια στην ελευθερία του λόγου, ιδίως όταν η ελευθερία του λόγου συγκρούεται με άλλες αξίες ή δικαιώματα[35]. Οι περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου μπορούν να είναι σύμφωνοι με την «αρχή της βλάβης» ή την «αρχή της προσβολής», για παράδειγμα στην περίπτωση της πορνογραφίας ή του λόγου μίσους. Οι περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου μπορούν να επέρχονται μέσω νομικών κυρώσεων ή κοινωνικής αποδοκιμασίας ή και των δύο[36].
[[File:WBC υς[37].]]
Στο έργο του «Για την Ελευθερία» (1859), ο Τζον Στιούαρτ Μιλ υποστήριξε ότι «...πρέπει να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία στην προβολή ισχυρισμών και στη συζήτηση, ως ζήτημα ηθικής πεποίθησης, κάθε δόγματος, όσο ανήθικο και εάν θεωρείται[36]». Ο Μιλ υποστηρίζει ότι η πληρέστερη δυνατή ελευθερία στην έκφραση είναι απαραίτητη, ώστε τα επιχειρήματα να οδηγηθούν στα ακραία όριά τους, και όχι στα όρια, στα οποία θα τα περιόριζε η κοινωνική αποδοκιμασία. Ωστόσο, ο Μιλ επίσης εισήγαγε τη λεγόμενη αρχή της βλάβης, θέτοντας τον παρακάτω περιορισμό στην ελεύθερη έκφραση: «ο μόνος λόγος, για τον οποίον μπορεί να ασκηθεί δικαιολογημένα εξουσία επί ενός οποιουδήποτε μέλους μιας πολιτισμένης κοινωνίας, παρά τη θέλησή του, είναι για να αποτρέψει τη βλάβη σε άλλους[36]».
Το 1985 ο Τζόελ Φάινμπεργκ εισήγαγε τη λεγόμενη «αρχή της προσβολής», υποστηρίζοντας ότι η αρχή της βλάβης του Μιλ δεν παρέχει επαρκή προστασία απέναντι στις επιβλαβείς συμπεριφορές των άλλων. Ο Φάινμπεργκ έγραψε: «πάντα είναι σωστή η δικαιολόγηση μιας προτεινόμενης ποινικής απαγόρευσης, ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας αποτελεσματικός τρόπος αποτροπής σοβαρής προσβολής (κατ’ αντιδιαστολή με τον τραυματισμό ή τη βλάβη) σε πρόσωπα άλλα από το υποκείμενο, και ότι είναι μάλλον αναγκαίο μέσο για το σκοπό αυτό[38]». Επομένως, ο Φάινμπεργκ υποστηρίζει ότι η αρχή της βλάβης θέτει τον πήχυ πολύ ψηλά και ότι ορισμένες μορφές έκφρασης μπορούν δικαιολογημένα να απαγορευθούν από το νόμο επειδή είναι πολύ προσβλητικές. Αλλά, καθώς η προσβολή κάποιου είναι λιγότερο σοβαρή από την πρόκληση βλάβης σ’ αυτόν, οι ποινές που προβλέπονται για την πρόκληση βλάβης πρέπει να είναι υψηλότερες. Κατ’ αντιδιαστολή, ο Μιλ δεν υποστηρίζει νομικές τιμωρίες, εκτός εάν στηρίζονται στην αρχή της βλάβης[38]. Επειδή ο βαθμός, στον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να θεωρήσουν εαυτούς προσβεβλημένους ποικίλλει, ή μπορεί να είναι το αποτέλεσμα αδικαιολόγητης προκατάληψης, ο Φάινμπεργκ προτείνει μια σειρά από παράγοντες που πρέπει να συνεκτιμηθούν όταν εφαρμόζεται η αρχή της προσβολής, περιλαμβάνοντας: το εύρος, τη διάρκεια και την κοινωνική αξία του λόγου, την ευκολία με την οποία μπορεί να αποφευχθεί, τα κίνητρα του ομιλητή, τον αριθμό των ανθρώπων που προσεβλήθησαν, την ένταση της προσβολής και το γενικό συμφέρον της κοινωνίας συνολικά[36].
Ο Κουρτ Βέστεργκααρντ, Δανός σκιτσογράφος, δημιούργησε το αμφιλεγόμενο σκίτσο του Προφήτη του Ισλάμ Μωάμεθ που είχε μια βόμβα μέσα από το τουρμπάνι του και, επειδή εξέφρασε τη γνώμη του, βρέθηκε αντιμέτωπος με έντονες, βίαιες αντιδράσεις από Μουσουλμάνους σε όλο τον κόσμο, και σε Δυτικά κράτη. Ο Βέστεργκααρντ έχει λάβει ακόμη και αρκετές απειλές για τη ζωή του και έχουν γίνει απόπειρες δολοφονίας του από Μουσουλμάνους. Παρ’ όλο που άσκησε το δικαίωμά του στην ελευθερία του λόγου, επειδή ζει σε μια κοινωνία όπου το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται, παρενοχλήθηκε από πιστούς μιας άλλης κουλτούρας που δεν είναι ανεκτική στην κριτική[39].
Οι ερμηνείες των αρχών τόσο της βλάβης, όσο και της προσβολής, είναι πολιτιστικά και πολιτικά σχετικές. Για παράδειγμα, στη Ρωσία, οι αρχές της βλάβης και της προσβολής έχουν χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσουν το ρωσικό νόμο κατά της προπαγάνδας από ομοφυλοφίλους (LGBT) που περιορίζει το λόγο (και τις πράξεις) που σχετίζονται με τέτοια θέματα. Ένας λιγότερο περιοριστικός αλλά παρόμοιος νόμος σε σχέση με την ομοφυλοφιλία θεσπίσθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ως Κεφάλαιο του Νόμου για την Τοπική Διακυβέρνηση του 1988. Επίσης, το Ηνωμένο Βασίλειο απαγορεύει την «προώθηση της τρομοκρατίας», μετά από ψήφισμα που έγινε μετά από τρομοκρατικό χτύπημα το 2004. Η Τουρκία απαγορεύει την «προσβολή της τουρκικότητας» και ούτω καθεξής.
Διαδίκτυο και Κοινωνία της Πληροφορίας
ΕπεξεργασίαΟ Τζο Γκλάνβιλ, εκδότης του Πανδέκτη της Λογοκρισίας (Index on Censorship), αναφέρει ότι «το διαδίκτυο υπήρξε μια επανάσταση, τόσο για τη λογοκρισία όσο και για την ελεύθερη έκφραση[40]». Διεθνή, εθνικά και τοπικά πρότυπα αναγνωρίζουν ότι η ελευθερία του λόγου, ως μία μορφή της ελευθερίας της έκφρασης, εφαρμόζεται σε κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου[7]. Ο αμερικανικός νόμος «περί Ευπρέπειας στις Επικοινωνίες» (Communications Decency Act - CDA) του 1996, ήταν η πρώτη σημαντική απόπειρα του Κογκρέσου των Η.Π.Α. να ρυθμίσει θέματα πορνογραφικού υλικού στο διαδίκτυο. Το 1997, στην υπόθεση – ορόσημο του κυβερνονόμου της Υπουργού Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Janet Reno εναντίον της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Δικαιωμάτων (Reno v. ACLU), το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ μερικώς ανέτρεψε το νόμο αυτό[41]. Ο δικαστής Stewart R. Dalzell, ένας εκ των τριών ομοσπονδιακών δικαστών, ο οποίος, τον Ιούνιο του 1996 κήρυξε τμήματα του νόμου CDA ως αντισυνταγματικά, στην απόφασή του αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα[42]:
Το διαδίκτυο είναι ένα πολύ ισχυρότερο μέσον διατύπωσης της έκφρασης απ’ ό,τι ο Τύπος, οι χώροι συνάθροισης των πολιτών ή το ταχυδρομείο. Δεδομένου ότι αναγκαστικά θα επηρέαζε την ίδια τη φύση του διαδικτύου, ο νόμος CDA θα είχε ως συνέπεια τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου των ενηλίκων στο μέσο αυτό, κάτι το οποίο θα αποτελούσε μία συνταγματικώς απαράδεκτη συνέπεια. Μερικές από τις συζητήσεις στο διαδίκτυο ασφαλώς θέτουν σε δοκιμασία τα όρια της συμβατικής συζήτησης. Η έκφραση στο διαδίκτυο μπορεί να μην υφίσταται κανένα φιλτράρισμα, να είναι άκομψη και αντισυμβατική, ακόμη και φορτισμένη συναισθηματικά, να έχει ανοικτές σεξουαλικές αναφορές και να είναι χυδαία – με μία λέξη «άσεμνη» για αρκετές κοινωνικές ομάδες. Αλλά θα πρέπει να θεωρούμε αναμενόμενο το ότι η έκφραση στο διαδίκτυο θα λαμβάνει και τέτοια μορφή, αφού πρόκειται για ένα μέσο στο οποίο έχουν πρόσβαση πολίτες κάθε κοινωνικού στρώματος. Οφείλουμε επίσης να προστατεύσουμε την αυτονομία την οποία ένα τέτοιο μέσο παρέχει στους απλούς ανθρώπους αλλά και στους μεγιστάνες των μέσων. [...] Η ανάλυσή μου δεν στερεί στην Κυβέρνηση από τα μέσα να προστατεύσουν τα παιδιά από τους κινδύνους της επικοινωνίας μέσω διαδικτύου. Η Κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να προστατεύει τα παιδιά από την διαδικτυακή πορνογραφία, μέσω της αυστηρής εφαρμογής των υφισταμένων νόμων οι οποίοι ποινικοποιούν την αισχρότητα και την παιδική πορνογραφία. [...] Όπως μάθαμε κατά την ακροαματική διαδικασία, είναι εμφανής επίσης μία πιεστική ανάγκη εκπαίδευσης των πολιτών για τα πλεονεκτήματα και τους κινδύνους αυτού του νέου μέσου, και η Κυβέρνηση μπορεί να συμβάλει σε αυτό. Κατά την άποψή μου, η απόφασή μας σήμερα πρέπει να σημαίνει ότι η επιτρεπτή εποπτεία της Κυβέρνησης στο περιεχόμενο του διαδικτύου σταματά στην παραδοσιακή κόκκινη γραμμή της ελευθερίας του λόγου. [...] Η απουσία κυβερνητικών κανονισμών στο περιεχόμενο του διαδικτύου, είχε αναμφιβόλως ως αποτέλεσμα κάποιου είδους χάος, αλλά, όπως ετέθη από έναν εκ των ειδικών του ενάγοντος, κατά την ακροαματική διαδικασία: «Αυτό το οποίο οδήγησε στην επιτυχία, είναι το ίδιο το χάος το οποίο αποτελεί το διαδίκτυο. Η ισχύς του διαδικτύου είναι το χάος». Όπως ακριβώς η ισχύς του διαδικτύου είναι το χάος, έτσι και η ισχύς της ελευθερίας μας βασίζεται στο χάος και στην κακοφωνία του αδέσμευτου λόγου, τον οποίο προστατεύει η Πρώτη Τροπολογία (του Συντάγματος των ΗΠΑ)[42]
Η Διακήρυξη Αρχών της Παγκόσμιας Συνάντησης Κορυφής για την Κοινωνία της Πληροφορίας (World Summit on the Information Society - WSIS) η οποία υιοθετήθηκε το 2003, κάνει ειδική αναφορά στη σημασία για την «Κοινωνία της Πληροφορίας», του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, δηλώνοντας:
Επαναβεβαιώνουμε, ως ουσιώδες θεμέλιο της κοινωνίας της πληροφορίας και όπως περιγράφεται στο Άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της άποψης και έκφρασης. Ότι αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει το δικαίωμα να έχει κανείς άποψη χωρίς να υφίσταται επιρροές και να αναζητά, να λαμβάνει και να μοιράζεται πληροφορίες και ιδέες με κάθε μέσο και ανεξαρτήτως συνόρων. Η επικοινωνία είναι μία θεμελιώδης κοινωνική διεργασία, μιά βασική ανθρώπινη ανάγκη και το θεμέλιο της όλης κοινωνικής οργάνωσης. Αποτελεί το επίκεντρο της Κοινωνίας της Πληροφορίας. Παντού, ο καθένας θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να συμμετέχει και κανένας δεν πρέπει να εξαιρείται από τα αγαθά που προσφέρει η Κοινωνία της Πληροφορίας[43].
Σύμφωνα με τον Μπερντ Χούγκενχολτς και Λούσι Γκιμπό, ο χώρος δημόσιας κυριότητας (public domain) υφίσταται πίεση από «την εμπορευματοποίηση της πληροφορίας», αφού πληροφορίες, όπως γεγονότα, προσωπικά δεδομένα, γενετικά δεδομένα και ιδέες, που στο παρελθόν είχαν ελάχιστη ή και καθόλου οικονομική αξία, στην εποχή της πληροφορίας απέκτησαν αυτόνομη οικονομική αξία. Η εμπορευματοποίηση της πληροφορίας γίνεται μέσω της νομοθεσίας για την πνευματική ιδιοκτησία, το εμπορικό δίκαιο καθώς και μέσω της νομοθεσίας που διέπει τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και τις τηλεπικοινωνίες[44].
Ελευθερία της πληροφόρησης
ΕπεξεργασίαΗ ελευθερία της πληροφόρησης θεωρείται μια επέκταση της ελευθερίας του λόγου, όπου το μέσον της έκφρασης είναι το διαδίκτυο. Η ελευθερία της πληροφόρησης μπορεί επίσης να αναφέρεται στο δικαίωμα στην ιδιωτικότητα στο πλαίσιο του διαδικτύου και της τεχνολογίας της πληροφορικής. Όπως και με το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα είναι ένα αναγνωρισμένο ανθρώπινο δικαίωμα και η ελευθερία της πληροφόρησης λειτουργεί ως επέκταση του δικαιώματος αυτού[45]. Η ελευθερία της πληροφόρησης μπορεί επίσης να αφορά τη λογοκρισία στο πλαίσιο της τεχνολογίας της πληροφορίας, ήτοι τη δυνατότητα πρόσβασης περιεχομένου στο διαδίκτυο χωρίς λογοκρισία ή περιορισμούς[46].
Η ελευθερία της πληροφόρησης προστατεύεται επίσης ρητώς από νόμους όπως ο Νόμος για την Ελευθερία της Πληροφορίας και την Προστασία της Ιδιωτικότητας του Οντάριο στον Καναδά[47].
Λογοκρισία στο διαδίκτυο
ΕπεξεργασίαΗ έννοια της ελευθερίας της πληροφόρησης έχει ανακύψει ως απάντηση στην κρατική λογοκρισία, τον κρατικό έλεγχο και την κρατική παρακολούθηση του διαδικτύου. Η λογοκρισία στο διαδίκτυο περιλαμβάνει τον έλεγχο ή την καταπίεση της δημοσίευσης ή της πρόσβασης σε πληροφορίες στο διαδίκτυο[48]. Το Παγκόσμιο Κονσόρτσιουμ της Ελευθερίας του Διαδικτύου (Global Internet Freedom Consortium) ισχυρίζεται ότι παραμερίζει εμπόδια στην «ελεύθερη ροή της πληροφορίας» για αυτές που ονομάζουν «κλειστές κοινωνίες»[49]. Σύμφωνα με τον «Κατάλογο των Εχθρών του Διαδικτύου» που έχουν δημοσιεύσει οι «Ανταποκριτές χωρίς Σύνορα», οι παρακάτω χώρες λογοκρίνουν κατά τρόπο επεμβατικό το διαδίκτυο: Κίνα, Κούβα, Ιράν, Μιανμάρ, Βόρειος Κορέα, Σαουδική Αραβία, Συρία, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν και Βιετνάμ[50].
Ένα πολύ διαδεδομένο δείγμα λογοκρισίας του διαδικτύου είναι το «Σινικό Τείχος Προστασίας» (που αναφέρεται τόσο στο ρόλο του ως διαδικτυακού τείχους προστασίας και στο αρχαίο Σινικό Τείχος). Το σύστημα αυτό εμποδίζει την πρόσβαση σε υλικό αποτρέποντας διευθύνσεις IP να διακινούνται μέσα στο δίκτυο και αποτελείται από ένα κλασικό τείχος ασφαλείας και διακομιστές διαμεσολάβησης στις διαδικτυακές πύλες. Το σύστημα επίσης επιλεκτικά προχωρά σε επιμόλυνση ονομάτων χώρου όταν αναζητούνται συγκεκριμένες ιστοσελίδες ή μπλοκάρει ολόκληρους ιστοχώρους[51]. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να εξετάζει συστηματικά το περιεχόμενο του διαδικτύου, καθώς κάτι τέτοιο δεν φαίνεται τεχνικά πρακτικό[52]. Η λογοκρισία επί του διαδικτύου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διεξάγεται υπό το μανδύα πολλών και ποικίλων νόμων και διοικητικών διατάξεων. Σε συμμόρφωση προς τους νόμους αυτούς περισσότεροι από 60 κανονισμοί του διαδικτύου έχουν καταστρωθεί από την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και συστήματα λογοκρισίας εφαρμόζονται με ιδιαίτερη δραστηριότητα από τους τοπικούς κλάδους κρατικών παρόχων διαδικτύου, εμπορικών εταιρειών και οργανισμών[53][54].
Η Ναγιά Βαγιώ-Μπελκασέμ, γαλλίδα σοσιαλίστρια Υπουργός των Δικαιωμάτων των Γυναικών, πρότεινε η Γαλλική κυβέρνηση να υποχρεώσει το twitter να εντοπίζει και να εμποδίζει λόγο μίσους που απαγορεύεται από τη γαλλική νομοθεσία, όπως τον ομοφοβικό λόγο. Ο Τζέισον Φαράγκο, γράφοντας στον Guardian, επαίνεσε την προσπάθεια να περιορισθεί η ελεύθερη έκφραση της μισαλλοδοξίας[55], ενώ ο Γκλεν Γκρήνγουωλντ καταδίκασε έντονα τις προσπάθειες αυτές και τη στήλη του Φαράγκο[56].
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ van Mill, David. «Freedom of Speech». Stanford Encyclopedia of Philosophy. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2014.
- ↑ «Article 19». International Covenant on Civil and Political Rights (Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights; adopted and opened for signature, ratification and accession by UN General Assembly resolution 2200A (XXI) of 16 December 1966, entry into force 23 March 1976). 23 Μαρτίου 1976. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2005-07-03. https://web.archive.org/web/20050703080922/http://www2.ohchr.org/english/law/ccpr.htm. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2014.
- ↑ Ambika Kumar (Καλοκαίρι 2006). «Using Courts to Enforce the Free Speech Provisions of the International Covenant on Civil and Political Rights». Chicago Journal of International Law 7 (1). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-11-29. https://web.archive.org/web/20141129030019/https://litigation-essentials.lexisnexis.com/webcd/app?action=DocumentDisplay&crawlid=1&doctype=cite&docid=7+Chi.+J.+Int%27l+L.+351&srctype=smi&srcid=3B15&key=25d6ff4919090c5b0d4ff6715a002160. Ανακτήθηκε στις 2014-10-22. (απαιτείται συνδρομή)
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Smith, David (2006-02-05). «Timeline: a history of free speech». The Guardian (Λονδίνο). http://www.guardian.co.uk/media/2006/feb/05/religion.news. Ανακτήθηκε στις 2010-05-02.
- ↑ Arthur W. Diamond Law Library at Columbia Law School (26 Μαρτίου 2008). «Declaration of the Rights of Man and of the Citizen». Hrcr.org (www.hrcr.org). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-06-06. https://web.archive.org/web/20130606053037/http://www.hrcr.org/docs/frenchdec.html. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2013.
- ↑ Ηνωμένα Έθνη (10 Σεπτεμβρίου 1948). «The Universal Declaration of Human Rights». UN.org (www.un.org). http://www.un.org/en/documents/udhr/. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2013.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Andrew Puddephatt, Freedom of Expression, The essentials of Human Rights, Hodder Arnold, 2005, σελ.128
- ↑ 8,0 8,1 8,2 Brett, Sebastian (1999). Limits to tolerance: freedom of expression and the public debate in Chile. Human Rights Watch. σελ. 25. ISBN 978-1-56432-192-3.
- ↑ Sanders, Karen (2003). Ethics & Journalism. Sage. σελ. 68. ISBN 978-0-7619-6967-9.
- ↑ Raaflaub, Kurt· Ober, Josiah· Wallace, Robert (2007). Origins of democracy in ancient Greece. University of California Press. σελ. 65. ISBN 0-520-24562-8.
- ↑ M. P. Charlesworth (Μάρτιος 1943). «Freedom of Speech in Republican Rome». The Classical Review (The Classical Association) 57 (1): 49. doi:. http://journals.cambridge.org/action/displayAbstract;jsessionid=9192DF339924E8290F982D7458AFBC06.tomcat1?fromPage=online&aid=4343064.
- ↑ 12,0 12,1 de Sola Pool, Ithiel (1983). Technologies of freedom. Harvard University Press. σελ. 14. ISBN 978-0-674-87233-2.
- ↑ 13,0 13,1 13,2 MacQueen, Hector L· Waelde, Charlotte· Laurie, Graeme T (2007). Contemporary Intellectual Property: Law and Policy. Oxford University Press. σελ. 34. ISBN 978-0-19-926339-4.
- ↑ Castillo, Anastasia (2010). Banned Books: Censorship in Eighteenth-Century England. GRIN Verlag. σελ. 12. ISBN 978-3-640-71688-3.
- ↑ «The index of expurgations». “Heresy and Error”: The Ecclesiastical Censorship of Books, 1400-1800. Bridwell Library. 20 Σεπτεμβρίου – 17 Δεκεμβρίου 2000. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2011.
- ↑ «52. Jacobus de Voragine (c. 1230–1298). Legenda aurea sanctorum. Madrid: Juan Garcia, 1688». The Index of Expurgations, “Heresy and Error”: The Ecclesiastical Censorship of Books, 1400-1800. Bridwell Library. 20 Σεπτεμβρίου – 17 Δεκεμβρίου 2000. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2011.
- ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 Sanders, Karen (2003). Ethics & Journalism. Sage. σελ. 66. ISBN 978-0-7619-6967-9.
- ↑ «13. John Milton (1608–1674). Areopagitica; A Speech of Mr. John Milton for the Liberty of Unlicenc'd Printing, to the Parlament of England. London: [s.n.], 1644». Early Censorship in England, “Heresy and Error”: The Ecclesiastical Censorship of Books, 1400–1800. Bridwell Library. 20 Σεπτεμβρίου – 17 Δεκεμβρίου 2000. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2011.
- ↑ 19,0 19,1 de Sola Pool, Ithiel (1983). Technologies of freedom. Harvard University Press. σελ. 15. ISBN 978-0-674-87233-2.
- ↑ 20,0 20,1 Jonathan Israel (2002). Radical Enlightenment. Oxford University Press. σελίδες 265–267.
- ↑ Jonathan Israel (2006). Enlightenment Contested. Oxford University Press. σελίδες 155ff, 781ff.
- ↑ Jonathan Israel (2010). A Revolution of the Mind. Princeton University Press. σελ. 76.
- ↑ H. Arnold Barton (1986). Scandinavia in the Revolutionary Era – 1760–1815. University of Minnesota Press. σελίδες 90–91.
- ↑ Sanders, Karen (2003). Ethics & Journalism. Sage. σελ. 67. ISBN 978-0-7619-6967-9.
- ↑ Warburton, Nigel (2009). Free Speech: A Very Short Introduction. Oxford. σελίδες 24–29. ISBN 978-0-19-923235-2.
- ↑ 26,0 26,1 Boller, Jr., Paul F.· George, John (1989). They Never Said It: A Book of Fake Quotes, Misquotes, and Misleading Attributions. Νέα Υόρκη: Oxford University Press. σελίδες 124–126. ISBN 0-19-505541-1.
- ↑ Achbar, Mark; Wintonick, Peter (1992), Manufacturing Consent: Noam Chomsky and the Media [Video]
- ↑ Lee Bollinger (1988). The Tolerant Society. Οξφόρδη: Oxford University Press.
- ↑ Marlin, Randal (2002). Propaganda and the Ethics of Persuasion. Broadview Press. σελίδες 226–227. ISBN 978-1551113760.
- ↑ Marlin, Randal (2002). Propaganda and the Ethics of Persuasion. Broadview Press. σελ. 226. ISBN 978-1551113760.
- ↑ Marlin, Randal (2002). Propaganda and the Ethics of Persuasion. Broadview Press. σελίδες 228–229. ISBN 978-1551113760.
- ↑ «A Decade of Measuring the Quality of Governance» (PDF). World Bank. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 8 Απριλίου 2008.
- ↑ Marlin, Randal (2002). Propaganda and the Ethics of Persuasion. Broadview Press. σελ. 229. ISBN 978-1551113760.
- ↑ "A message from Chancellor Block on the importance of civil discourse." Αρχειοθετήθηκε 2014-08-14 στο Wayback Machine. Newsroom. 16 Μαΐου 2014. 19 Μαΐου 2014.
- ↑ «Education for Freedom Lesson 4». Freedom Forum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2014.
- ↑ 36,0 36,1 36,2 36,3 «Freedom of Speech». Stanford Encyclopedia of Philosophy. 17 Απριλίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2011.
- ↑ Church members enter Canada, aiming to picket bus victim's funeral, CBC News, 8 Αυγούστου 2008.
- ↑ 38,0 38,1 Kenneth Einar Himma. «Philosophy of Law». Internet Encyclopedia of Philosophy. Ανακτήθηκε στις 13 Μαρτίου 2014.
- ↑ "Tenemos Que Librar Con Ferocidad La Lucha Por La Libertad De Expresión", "Libertad Digital Internacional", 2010
- ↑ Glanville, Jo (17 Νοεμβρίου 2008). «The big business of net censorship». The Guardian (Λονδίνο). http://www.guardian.co.uk/commentisfree/2008/nov/17/censorship-internet. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2014.
- ↑ Godwin, Mike (2003). Cyber Rights: Defending Free Speech in the Digital Age. MIT Press. σελίδες 349–352. ISBN 0-262-57168-4.
- ↑ 42,0 42,1 Rowland, Diane (2005). Information Technology Law. Routledge-Cavendish. σελ. 463-465. ISBN 978-1859417560.
- ↑ Klang, Mathias· Murray, Andrew (2005). Human Rights in the Digital Age. Routledge. σελ. 1. ISBN 978-1-904385-31-8.
- ↑ Guibault, Lucy· Hugenholtz, Bernt (2006). The future of the public domain: identifying the commons in information law. Kluwer Law International. σελ. 1. ISBN 9789041124357.
- ↑ «Protecting Free Expression Online with Freenet – Internet Computing, IEEE» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 11 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2014.
- ↑ Pauli, Darren (14 Ιανουαρίου 2008). «Industry rejects Australian gov't sanitized Internet measure». The Industry Standard. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-09-12. https://archive.today/20120912112920/http://www.thestandard.com/news/2008/01/14/industry-rejects-australian-govt-sanitized-internet-measure. Ανακτήθηκε στις 2014-10-15.
- ↑ Martin, Robert· Adam, G. Stuart (1994). A Sourcebook of Canadian Media Law. McGill-Queen's Press. σελίδες 232–234. ISBN 0886292387.
- ↑ Deibert, Robert; Palfrey, John G; Rohozinski, Rafal; Zittrain, Jonathan (2008). Access denied: the practice and policy of global Internet filtering. MIT Press.
- ↑ «Mission». Global Internet Freedom Consortium. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2008.
- ↑ «Internet Enemies» (PDF). Παρίσι: Reporters Without Borders. Μάρτιος 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 15 Μαρτίου 2011.
- ↑ «Τον ιστότοπο του BBC μπλόκαρε η Κίνα». Αθήνα: naftemporiki.gr. 15 Οκτωβρίου 2014. http://www.naftemporiki.gr/story/867699/ton-istotopo-tou-bbc-mplokare-i-kina.
- ↑ Watts, Jonathan (20 Φεβρουαρίου 2006). «War of the words». Λονδίνο: The Guardian. http://www.guardian.co.uk/china/story/0,,1713317,00.html.
- ↑ «II. How Censorship Works in China: A Brief Overview». Human Rights Watch. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2006.
- ↑ «Chinese Laws and Regulations Regarding Internet». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Φεβρουαρίου 2005.
- ↑ Farago, Jason (2 Ιανουαρίου 2013). «In praise of Vallaud-Belkacem, or why not to tolerate hate speech on Twitter». The Guardian (Λονδίνο). http://www.guardian.co.uk/commentisfree/2013/jan/02/praise-vallaud-belkacem-hate-speech-twitter. Ανακτήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2013.
- ↑ «France's censorship demands to Twitter are more dangerous than 'hate speech'». Ανακτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2013.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία