Γαλλοπρωσικός Πόλεμος

(Ανακατεύθυνση από Γάλλο-Πρωσικός πόλεμος)

Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος (19 Ιουλίου 187028 Ιανουαρίου 1871) ήταν ένοπλη σύγκρουση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας υπό τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ με τον σύνδεσμο γερμανικών κρατών υπό την ηγεσία της Πρωσίας. Αφορμή στάθηκε η διαφωνία της Γαλλίας στην ανακήρυξη του Γερμανού πρίγκιπα Λεοπόλδου του Χοεντσόλλερν σε υποψήφιο βασιλιά της Ισπανίας.

Γαλλοπρωσικός Πόλεμος
Ο Μπίσμαρκ συνομιλεί με τον αιχμάλωτο Ναπολέοντα Γ΄ μετά τη Μάχη του Σεντάν.
Χρονολογία19 Ιουλίου 187010 Μαΐου 1871
ΤόποςΓαλλία και Πρωσία
ΈκβασηΑποφασιστική Πρωσική Νίκη
Αντιμαχόμενοι

Β΄ Γαλλική Αυτοκρατορία
(έως τις 4 Σεπτεμβρίου 1870)


Γ' Γαλλική Δημοκρατία
(από τις 4 Σεπτεμβρίου 1870)
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις

1.200.000 στρατιώτες

  • 300.000 ενεργός στρατός
  • 900.000 εφεδρείες

909.951 στρατιώτες

  • 492.585 ενεργός στρατός
  • 417.366 φρουρά
Απολογισμός

116.696 απώλειες

  • 28.208 νεκροί
  • 88.488 τραυματίες

756.285 απώλειες

  • 138.871 νεκροί
  • 143.000 τραυματίες
  • 474.414 αιχμάλωτοι

Οι Γάλλοι ηττήθηκαν στη μάχη του Σεντάν στη Βορειοανατολική Γαλλία την 1η Σεπτεμβρίου 1870. Την επομένη, 2 Σεπτεμβρίου 1870, ο Ναπολέων Γ΄ μαζί με 100.000 στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και η αυτοκρατορία κατέρρευσε. Ωστόσο η Γαλλία συνέχισε τον πόλεμο μέχρι τη μάχη του Μετς στη Βορειοανατολική Γαλλία όπου 180.000 Γάλλοι αιχμαλωτίστηκαν και υπογράφηκε η συνθηκολόγηση τον Φεβρουάριο του 1871 μεταξύ του Γάλλου πρωθυπουργού Αντόλφ Τιέρ (1797–1877) και του πρωθυπουργού της Πρωσίας και αργότερα καγκελαρίου Όττο φον Μπίσμαρκ (1815–1895). Η Συνθήκη επέβαλε στη Γαλλία την καταβολή ενός ή δύο δισεκατομμυρίων φράγκων ως πολεμική αποζημίωση καθώς και την προσάρτηση της Αλσατίας και της Λωρραίνης στη Γερμανία.

Ωστόσο η εθνοφρουρά και οι εργάτες του Παρισιού αντέδρασαν, παρά το γεγονός ότι ήταν υπό πολιορκία από τους Γερμανούς από τον Σεπτέμβριο του 1870 έως τον Ιανουάριο του 1871, και τον Μάρτιο του 1871 κατέλαβαν το Παρίσι δημιουργώντας την Παρισινή Κομμούνα, η οποία κατεστάλη βίαια από τα γαλλικά στρατεύματα, που παρέμειναν πιστά στον Τιέρ, με την υποστήριξη των Πρώσων.

Οι αιτίες του γαλλοπρωσικού πολέμου είναι βαθιά ριζωμένες στα γεγονότα γύρω από τη βαθμιαία πρόοδο της διαδικασίας ένωσης των γερμανικών κρατιδίων υπό τον Όττο φον Μπίσμαρκ. Στα μέσα του Αυστροπρωσικού πολέμου του 1866, η Ευγενία, Αυτοκράτειρα της Γαλλίας, ο υπουργός Εξωτερικών Ντρουίν ντε Λυί και ο υπουργός Πολέμου Ζακ Λουί Ραντόν, ανησυχούσαν ότι μια πρωσική νίκη ίσως έθετε σε κίνδυνο τη θέση της Γαλλίας ως κυρίαρχης δύναμης στην Ευρώπη, που είχε κερδίσει μετά το Γαλλοαυστριακό πόλεμο του 1859. Ως εκ τούτου, πίεσαν, ανεπιτυχώς όμως, τον Ναπολέοντα Γ΄ να μεσολαβήσει με επιστράτευση και κινητοποίηση του γαλλικού στρατού στα ανατολικά σύνορα της Γαλλίας, ενώ ο κύριος όγκος των πρωσικών στρατιών είχε εμπλακεί στη Βοημία, ως προειδοποίηση ότι καμία εδαφική αλλαγή θα ελάμβανε χώρα στα γερμανικά εδάφη χωρίς την πρότερη συμβουλή και γνώμη της Γαλλίας.

Ως αποτέλεσμα της προσάρτησης από τους Πρώσους αρκετών γερμανικών κρατιδίων που είχαν συνταχθεί με την Αυστρία κατά τον πόλεμο του 1866 και το σχηματισμό της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας υπό την αιγίδα της Πρωσίας, η γαλλική κοινή γνώμη δυσαρεστήθηκε και απαιτούσε πλέον πιο σκληρή στάση καθώς και εδαφικές παραχωρήσεις ως αποζημίωση. Έτσι, ο Ναπολέων Γ΄ απαίτησε από την Πρωσία την επιστροφή της χώρας του στα σύνορα του 1814, με την προσάρτηση του Λουξεμβούργου, του μεγαλύτερου τμήματος της περιοχής του Σάαρ, καθώς και του βαυαρικού Παλατινάτου. Ο Μπίσμαρκ αρνήθηκε στεγνά σε αυτό που αποκαλούσε περιφρονητικά ως γαλλική "πολιτική των πουρμπουάρ" και κατόπιν μετέφερε τις έγγραφες εδαφικές απαιτήσεις του Ναπολέοντος Γ΄ στο Βασίλειο της Βαυαρίας και τα άλλα νότια γερμανικά κρατίδια της Βυρτεμβέργης, Βάδης και Έσσης-Ντάρμστατ, γεγονός που οδήγησε στην επίσπευση της σύναψης αμυντικών συμμαχιών με αυτά. Η Γαλλία είχε στιβαρά αντιταχθεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω συμμαχία γερμανικών κρατιδίων, που θα είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική στρατιωτική ενίσχυση της Πρωσίας.

Αντίπαλες δυνάμεις

Επεξεργασία

Ο Γαλλικός Στρατός αποτελούνταν σε καιρό ειρήνης από 426.000 στρατιώτες, κάποιοι από αυτούς επαγγελματίες, και άλλοι στρατεύσιμοι, που έως το Μάρτιο 1869 επιλέγονταν με κλήρο και υπηρετούσαν για περίοδο επτά ετών. Κάποιοι από αυτούς ήταν βετεράνοι προηγούμενων γαλλικών εκστρατειών, όπως στον Κριμαϊκό Πόλεμο, τον αποικιοκρατικό πόλεμο στην Αλγερία, το Γαλλοαυστριακό Πόλεμο στην Ιταλία, και την εκστρατεία στο Μεξικό.

Παρόλα αυτά, μετά τον Αυστροπρωσικό Πόλεμο τέσσερα χρόνια πριν, είχε υπολογιστεί ότι, με τις δεσμεύσεις στην Αλγερία και αλλού, ο Γαλλικός Στρατός μπορούσε να αντιπαρατάξει μόλις 288.000 άνδρες απέναντι στον Πρωσικό Στρατό, τη στιγμή που απαιτούνταν για μια τέτοια σύγκρουση αριθμός 1.000.000 ανδρών. Υπό τον στρατάρχη Αντόλφ Νιελ, έγιναν επείγουσες μεταρρυθμίσεις. Εισήχθη η καθολική υποχρεωτική στρατολόγηση, η οποία, σε συνδυασμό με μια μικρότερη περίοδο υπηρεσίας απέδωσε αυξημένους αριθμούς εφέδρων, που σε περίοδο επιστράτευσης θα επάνδρωναν το στρατό στο σχεδιασμένο αριθμό των 800.000 ανδρών. Αυτοί που για οποιονδήποτε λόγο δεν στρατολογούνταν, εντάσσονταν στη δύναμη της Κινητής Φρουράς, μιας πολιτοφυλακής με ονομαστική δύναμη 400.000 ανδρών. Παρόλα αυτά, ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος ξέσπασε προτού οι μεταρρυθμίσεις αυτές τεθούν ολότελα σ' εφαρμογή. Η επιστράτευση των εφέδρων ήταν χαοτική και είχε ως αποτέλεσμα μεγάλους αριθμούς περιπλανώμενων ανδρών, ενώ οι άνδρες της Κινητής Φρουράς ήταν γενικώς ανεκπαίδευτοι και επιρρεπείς σε ανταρσίες.

Το γαλλικό πεζικό ήταν εφοδιασμένο με το οπισθογεμές γαλλικό τυφέκιο Σασσπό (Chassepot), ένα από τα πιο σύγχρονα μαζικής παραγωγής πυροβόλα όπλα στον κόσμο την εποχή εκείνη, με απόθεμα 1.037.555 τυφεκίων στις γαλλικές αποθήκες. Με μικρότερου διαμετρήματος σφαίρες, είχε μέγιστο αποτελεσματικό βεληνεκές περίπου 1.500 μέτρων, με μικρό χρόνο επανόπλισης. Οι γαλλικές τακτικές μάχης έδιναν έμφαση στην αμυντική χρήση του τυφεκίου Chassepot σε μάχες χαρακωμάτων. Το πυροβολικό ήταν εφοδιασμένο με ραβδωτής κάννης εμπροσθογεμή πυροβόλα Λα Ιτ (La Hitte), γαλλικής κατασκευής. Ο στρατός κατείχε επίσης ένα όπλο πρόδρομο του πολυβόλου, το μυδραλιοβόλο, που μπορούσε να εξαπολύσει σημαντική συγκεντρωτική δύναμη πυρός, αλλά υπολειπόταν σε βεληνεκές και ήταν σχετικά στατικό, δυσκίνητο, οπότε μπορούσε εύκολα και γρήγορα να υπερκεραστεί από τον εχθρό. Τα μυδραλιοβόλα φέρονταν επί κιλλίβαντα πυροβόλου και ήταν οργανωμένα σε πυροβολαρχίες, όπως τα πυροβόλα (κανόνια).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία