Οι Βερβερίνοι πειρατές, αποκαλούμενοι και ως Μπαρμπερίνοι πειρατές, ήταν πειρατές και κουρσάροι που εξορμούσαν από τη Βόρεια Αφρική έχοντας ως βάση κυρίως τα λιμάνια του Αλγερίου, της Τύνιδας και της Τρίπολης (Λιβύη). Η περιοχή ήταν γνωστή ως Ακτή της Μπαρμπαριάς, όρος που προέρχεται από το όνομα των Βέρβερων κατοίκων της. Το πεδίο δράσης τους εκτεινόταν σε όλη τη Μεσόγειο Θάλασσα, νότια κατά μήκος του Ατλαντικού Ωκεανού στη Δυτική Αφρική, ακόμα και στη Νότια Αμερική[1], και στο βόρειο Ατλαντικό ως την Ισλανδία, αλλά επιχειρούσαν κυρίως στη δυτική Μεσόγειο. Εκτός από την κατάληψη πλοίων, συμμετείχαν σε επιδρομές σε ευρωπαϊκές παράκτιες πόλεις και χωριά, κυρίως στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία, την Ιρλανδία, την Ολλανδία και την Ισλανδία. Ο κύριος σκοπός των επιθέσεών τους ήταν να συλλάβουν χριστιανούς σκλάβους για το οθωμανικό δουλεμπόριο και γενικά για τη μουσουλμανική αγορά της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής[2].

Ναυμαχία με Βερβερίνους Κουρσάρους, πίνακας του Λορέντζο Κάστρο (1681)
Βρετανοί ναύτες συγκρούονται με Αλγερινούς πειρατές

Ενώ αυτές οι επιδρομές ξεκίνησαν λίγο μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους μουσουλμάνους, οι όροι Βερβερίνοι πειρατές και Βερβερίνοι κουρσάροι χρησιμοποιούνται συνήθως για τους επιδρομείς που δραστηριοποιήθηκαν από το 16ο αιώνα και μετά, όταν η συχνότητα και το εύρος των επιθέσεων των δουλεμπόρων αυξήθηκε και το Αλγέρι, η Τύνιδα και η Τρίπολη τέθηκαν υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρόμοιες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από το Σαλέ και άλλα λιμάνια στο Μαρόκο.

Οι κουρσάροι κατέλαβαν χιλιάδες πλοία, και μεγάλα τμήματα της ακτογραμμής στην Ισπανία και την Ιταλία εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους, αποθαρρύνοντας την επανεγκατάστασή τους μέχρι το 19ο αιώνα. Από το 16ο έως το 19ο αιώνα, οι κουρσάροι συνέλαβαν κατ' εκτίμηση 800.000 έως 1.250.000 ανθρώπους ως σκλάβους. Μερικοί πειρατές ήταν Ευρωπαίοι απόβλητοι[3]. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και ο αδελφός του, Αρούτζ, οι οποίοι πήραν τον έλεγχο του Αλγερίου για λογαριασμό των Οθωμανών στις αρχές του 16ου αιώνα, ήταν διάσημοι πειρατές. Γύρω στο 1600, οι Ευρωπαίοι πειρατές έφεραν προηγμένες ιστιοπλοϊκές και ναυπηγικές τεχνικές στην Ακτή της Μπαρμπαριάς, γεγονός που επέτρεψε στους πειρατές να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στον Ατλαντικό Ωκεανό και ο αντίκτυπος των επιδρομών να φτάσει στο αποκορύφωμά του στις αρχές έως τα μέσα του 17ου αιώνα.

Η δραστηριότητα των κουρσάρων άρχισε να μειώνεται στα τέλη του 17ου αιώνα, καθώς οι πιο ισχυρές Ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις άρχισαν να υποχρεώνουν τα βερβερικά κράτη να συνάψουν ειρήνη και να σταματήσουν τις επιθέσεις στα καράβια τους. Ωστόσο, τα πλοία και οι ακτές των χριστιανικών κρατών που δεν είχαν αποτελεσματική προστασία εξακολούθησαν να υφίστανται τις επιθέσεις των πειρατών μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους και το Συνέδριο της Βιέννης το 1814-1815, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συμφώνησαν στην ανάγκη να καταστείλουν πλήρως τους Βερβερίνους κουρσάρους και η απειλή των πειρατών μετριάστηκε σε μεγάλο βαθμό, αν και συνεχίστηκαν κάποια περιστασιακά επεισόδια μέχρι που τελικά εξαλείφθηκαν μετά τη γαλλική κατάκτηση του Αλγερίου το 1830.

 
Βερβερίνος πειρατής, 1650

Οι Βερβερίνοι πειρατές ήταν πολίτες χωρών που βρίσκονταν σε πόλεμο με άλλες χώρες. Αιχμαλώτιζαν ανθρώπους και έπαιρναν λάφυρα, όπως έκαναν και άλλες χώρες εκείνη την εποχή.

Στην αρχή, οι λόγοι για τους οποίους πολεμούσαν οι Βερβερίνοι πειρατές, ήταν θρησκευτικοί. Δηλαδή επειδή αυτοί ήταν Μωαμεθανοί, θεωρούσαν καθήκον τους να πολεμούν τους Χριστιανούς. Χρησιμοποιούσαν τους αιχμαλώτους τους σαν σκλάβους, όπως έκαναν και άλλες χώρες, όχι όμως για θρησκευτικούς λόγους, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν διεθνείς συνθήκες που να ορίζουν τον τρόπο μεταχείρισης των αιχμαλώτων.

Αργότερα, όταν οι άλλες χώρες άρχισαν να ορίζουν και να αποδέχονται ορισμένους κοινούς όρους για τα ζητήματα αυτά, οι χώρες της Μπαρμπαριάς ακολούθησαν το παράδειγμά τους ως ένα σημείο. Κήρυσσαν επίσημα τον πόλεμο καθώς και τη λήξη του. Υποχρέωναν τους αιχμαλώτους τους να δουλεύουν σκληρά και τους αντάλλαζαν με λύτρα. Αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο για εκείνη την εποχή και οι αιχμάλωτοι δεν μπορούσανε να έχουνε απαιτήσεις καλύτερης μεταχείρισης. Τα λύτρα που ζητούσαν για τους αιχμαλώτους οι πειρατές, ήταν κάτι σαν τις πολεμικές αποζημιώσεις και τους φόρους στις συνθήκες ειρήνης.

Η ονομασία "Βερβερίνοι" ή "Μπαρμπερίνοι πειρατές" επικράτησε, μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, γιατί από πολλούς αιώνες πριν, οι Έλληνες αποκαλούσαν τη Βόρεια Αφρική "Μπαρμπαριά", δηλαδή βάρβαρη χώρα, και τους κατοίκους της "μπαρμπερίνους".

Οι πειρατικές πόλεις ήταν τις περισσότερες φορές απομονωμένες, με τη θάλασσα από τη μία μεριά και το εχθρικό έδαφος από την άλλη. Έτσι, οι διοικητές αυτών των απομονωμένων πόλεων εξαρτούσαν την ευημερία του λαού τους από το τι θα μπορούσαν να αρπάξουν από τον έξω κόσμο. Στραφήκανε λοιπόν προς τη θάλασσα που τους παρείχε περισσότερες ευκαιρίες από τα βουνά και τις ερήμους που υπήρχαν από την άλλη πλευρά τους. Τους αιχμαλώτους τούς χρησιμοποιούσαν για το κτίσιμο των παλατιών και των οχυρών τους. Δεν υπήρχε, λοιπόν, γι' αυτούς λόγος να εργαστούν τίμια, αφού με την πειρατεία κατάφερναν να ζούνε πλούσια. Κούρσευαν τα εμπορικά καράβια, που δεν ήταν αρκετά οπλισμένα, και συχνά έκαναν επιδρομές στα χριστιανικά παράλια για να λεηλατήσουν τα χωριά και να πιάσουν αιχμαλώτους.

Συχνά, τα παράλια της Ιταλίας, της Γαλλίας, μερικές φορές της Ιρλανδίας, και μία-δύο φορές της Δανίας, είδαν τους Βερβερίνους πειρατές να αποβιβάζονται για να αρπάξουν λάφυρα και σκλάβους. Όμως οι πειρατές πρόσεχαν να μην εξαγριώσουν πολύ τα ισχυρά κράτη που θα μπορούσαν να τους πολεμήσουν.

Οι πειρατές έπρεπε να πολεμούν διαρκώς γιατί διαφορετικά ο κόσμος θα έπαυε να τους φοβάται. Έπειτα, για τους Άραβες πειρατές ήταν και ζήτημα τιμής να πολεμούν. Κούρσευαν, λοιπόν, τα φιλήσυχα εμπορικά καράβια για να ζουν καλά οι υπήκοοί τους, που αλλιώτικα δε θα δίσταζαν να ακολουθήσουν κάποιον άλλο αρχηγό που θα τους έδινε υποσχέσεις για καλύτερη ζωή.

16ος αιώνας

Επεξεργασία
 
Οι Βερβερίνοι πειρατές επιτίθονταν συχνά στην Κορσική, με αποτέλεσμα να ανεγερθούν πολλοί πύργοι.

Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις Σεφαρδιτών Εβραίων, οι οποίοι αφού έφυγαν από την Ιβηρία στράφηκαν σε επιθέσεις εναντίον της ναυτιλίας της Ισπανικής Αυτοκρατορίας κάτω από την οθωμανική σημαία, γεγονός που αποτελούσε μία κερδοφόρα στρατηγική εκδίκησης για τις θρησκευτικές διώξεις από την Ιερά Εξέταση[4].

Το 10% της αξίας των λαφύρων καταβάλλονταν στον πασά ή τους διαδόχους του που έφεραν τους τίτλους του αγά ή του μπέη[5].

Το 1544, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε την Ίσκια, παίρνοντας 4.000 αιχμαλώτους, και υποδούλωσε περίπου 9.000 κατοίκους της νήσου Λίπαρι, σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού. Το 1554, κουρσάροι λεηλάτησαν το Βιέστε στη νότια Ιταλία και πήραν κατ' εκτίμηση 7.000 σκλάβους. Το 1558, Βερβερίνοι πειρατές κατέλαβαν τη Σιουταδέλια στη Μινόρκα (Μενόρκα), την κατέστρεψαν, έσφαξαν τους κατοίκους και πήραν σκλάβους 3.000 επιζώντες, τους οποίους πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης[6].

Ο κουρσάρος Ουλούτς Αλή με τους Βερβερίνους πειρατές του συμμετείχαν στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Το 1575, ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες επιστρέφοντας με ένα πλοίο από την Ιταλία στην Ισπανία, έπεσε στα χέρια Βερβερίνων πειρατών, οι οποίοι τον είχαν για πέντε χρόνια αιχμάλωτο.

17ος αιώνας

Επεξεργασία
 
Μάχη ενός γαλλικού πλοίου της γραμμής με δύο γαλέρες Βερβερίνων πειρατών

Το πρώτο μισό του 17ου αιώνα οι επιδρομές των πειρατών έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συμβολή των Ολλανδών κουρσάρων, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα λιμάνια των Βέρβερων ως βάσεις για να επιτίθονται στα ισπανικά πλοία κατά τη διάρκεια της ολλανδικής επανάστασης. Οι Ολλανδοί κουρσάροι συνεργάστηκαν με τους τοπικούς επιδρομείς και τους εισήγαγαν στις τελευταίες εξελίξεις στη ναυσιπλοΐα, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αντέξουν τα νερά του Ατλαντικού[7]. Το 1626 οι 55 από τους κυριώτερους αρχηγούς κουρσάρων ήταν Ολλανδικής καταγωγής οι οποίοι είχαν "γίνει Τούρκοι" (εισαγωγικά του συγγραφέα). Μερικά ονόματα που καταγράφονται είναι οι Kör Murad Reis στην Αλγερία, αρχικά ονομαζόμενος Jan Jansz από το Haarlem. Ο Süleiman Reis διοικούσε ένα στόλο από 25 εμπορικά πλοία και αργότερα υπήρξε διοικητής Οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο. Αναφέρονται επίσης οι Sefer Reis, πρώην Τόμας ο "Πορτοφολάς", και ο Ali Picinino Reis, μεηλέρμπεης της Αλγερίας το 1645, καταγόμενος πιθανότατα από το Vlissingen της Ολλανδίας. Πρόσωπα όπως αυτοί είναι δείγματα ενός μίγματος μουσουλμανικής και χριστιανικής ναυτικής κουλτούρας που ήταν χαρακτηριστική της Οθωμανικής Βόρειας Αφρικής, και ένα πρώιμο παράδειγμα εκσυγχρονισμού και δυτικοποίησης του Ισλαμικού κόσμου.[8]

Ο πολιτισμένος κόσμος δεν ανεχόταν αυτή την κατάσταση αδιαμαρτύρητα. Επανειλημμένα οι ευρωπαϊκές χώρες έστειλαν ένοπλες δυνάμεις στη Βόρεια Αφρική. Η Ισπανία, η Σικελία και η Γαλλία έστειλαν εναντίον των πειρατών τους στόλους τους και μερικές φορές και στρατό.

Το 1607, οι Ιωαννίτες Ιππότες επιτέθηκαν με 45 γαλέρες, καταλαμβάνοντας και λεηλατώντας την πόλη Άναμπα στην Αλγερία[9]. Η συμμετοχή των Ιπποτών του Αγίου Στεφάνου σ' αυτή τη νίκη μνημονεύεται από μία σειρά τοιχογραφιών στο Παλάτσο Πίττι στη Φλωρεντία[10][11].

Τον Ιούνιο του 1631, κουρσάροι από το Αλγέρι και ένοπλες δυνάμεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας εισέβαλαν στο Μπάλτιμορ της Ιρλανδίας. Αιχμαλώτισαν σχεδόν όλους τους κατοίκους, εκ των οποίων μόνο δύο είδαν ξανά την Ιρλανδία[12].

 
Βρετανός πλοίαρχος γίνεται μάρτυρας των δεινών των χριστιανών σκλάβων στο Αλγέρι, 1815

Οι Άγγλοι ενημερώθηκαν για τις συνθήκες αιχμαλωσίας από τις αφηγήσεις που γράφτηκαν από κρατούμενους των Βερβερίνων πειρατών και από κάποιους που πουλήθηκαν στο αραβικό δουλεμπόριο πριν εδραιωθούν οι αποικίες της Βόρειας Αμερικής[13]. Ένας από τα καλύτερους ναύαρχους της Αγγλίας, ο Ρόμπερτ Μπλέικ, στάλθηκε το 17ο αιώνα από τον Όλιβερ Κρόμγουελ και βομβάρδισε με το στόλο του την Τυνησία, καταφέρνοντας έτσι να φέρει κάποια τάξη στη Μεσόγειο για λίγο καιρό.

Πολλές φορές οι ευρωπαϊκές δυνάμεις κατέλαβαν διάφορα μέρη στη Βόρεια Αφρική και τα κράτησαν για λίγο καιρό. Αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ελέγχονται τα κράτη της Μπαρμπαριάς. Γιατί και μόνο η ύπαρξη ενός χριστιανικού οχυρού στη Βόρεια Αφρική αρκούσε για να ελέγχει το ναυτικό κατά μήκος της Βόρειας Αφρικής και αυτός ο δρόμος είχε μεγάλη σημασία για τη χώρα αυτή που δεν είχε δρόμους στη στεριά.

 
Αγγλικό πλοίο σε δράση εναντίον πλοίων των Βερβερίνων κουρσάρων

Μία τέτοια περίπτωση ήταν και η κατάληψη της Ταγγέρης από τους Πορτογάλους που την κράτησαν περίπου 200 χρόνια. Έπρεπε, όμως, να διατηρούν αρκετό στρατό εκεί, γιατί κάθε τόσο οι Μαυριτανοί έκαναν επιθέσεις για να την ανακαταλάβουνε. Οι επιθέσεις αυτές ήταν σκληρές και συχνές και η διατήρηση της Ταγγέρης στοίχιζε πολύ σε ανθρώπινες ζωές και χρήματα στην Πορτογαλία. Επειδή, όμως, το οικονομικό όφελος που είχε από τη διατήρησή της δεν ήταν τέτοιο ώστε να δικαιολογεί τις μεγάλες θυσίες που έκανε, η κατάσταση αυτή άρχισε να στενοχωρεί τους Πορτογάλους, οι οποίοι με μεγάλη ανακούφιση την παραχωρήσανε το 1662 στους Άγγλους, σαν μέρος της προίκας της Αικατερίνης της Μπραγκάνσα, που παντρεύτηκε τον Κάρολο Β' της Αγγλίας.

Οι Άγγλοι κράτησαν την Ταγγέρη επί 20 χρόνια, αλλά τελικά κουράστηκαν να πολεμούν συνέχεια με τους Μαυριτανούς για τη διατήρησή της, και επειδή στην Ευρώπη είχαν εξαντληθεί πολύ με τον πόλεμο κατά των Ολλανδών, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν. Έτσι, το 1684, η Ταγγέρη έγινε πάλι μαυριτανική.

18ος και 19ος αιώνας

Επεξεργασία
 
Ο Σουλτάνος του Μαρόκου, πίνακας του Ευγένιου Ντελακρουά

Οι συνεχείς πόλεμοι που έκαναν μεταξύ τους τα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη τα απασχόλησαν τόσο πολύ που δεν είχαν το χρόνο και τη διάθεση να αντιμετωπίσουν τους Βερβερίνους πειρατές, που ανενόχλητοι έτσι συνέχιζαν τις επιθέσεις τους και τις αρπαγές τους σε πλοία και σε ευρωπαϊκά παράλια.

Ο ιστορικός Ρόμπερτ Ντέιβις υπολόγισε ότι μεταξύ του 1530 και του 1780 περίπου 1.000.000 - 1.250.000 Ευρωπαίοι αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν ως σκλάβοι στη Βόρεια Αφρική, κυρίως στο Αλγέρι, την Τύνιδα και την Τρίπολη αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και στο Σαλέ.

Το 1787 το Μαρόκο έγινε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τις Η.Π.Α.[14]. Το 1798, ένα νησάκι κοντά στη Σαρδηνία δέχθηκε επίθεση από Τυνήσιους, οι οποίοι πήραν πάνω από 900 κατοίκους ως σκλάβους[15]. Σε διαστήματα ειρήνης στην Ευρώπη, έγιναν μερικές προσπάθειες από μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη για να αντιμετωπιστεί η πειρατεία στη Βόρεια Αφρική. Αλλά οι περισσότερες από αυτές κατέληξαν σε συμφωνίες με τους Βερβερίνους πειρατές, οι οποίοι ήξεραν τι ακριβώς έπρεπε να ζητήσουν ως αντάλλαγμα της ειρήνης ώστε να μην εξοργίσουν τους Ευρωπαίους, που στην περίπτωση αυτή θα τους πολεμούσαν. Με αυτό τον τρόπο και τα δύο μέρη ήταν περισσότερο ικανοποιημένα με την ειρήνη που συμφωνούσαν, παρά με τον πόλεμο.

Ο φόβος της επίθεσης από τους πειρατές ήταν πλέον κάτι που οι Ευρωπαίοι ιδιοκτήτες πλοίων πάντα υπολόγιζαν σαν μία αναπόφευκτη ζημιά, όπως υπολόγιζαν και τις καταστροφές από θύελλες και ναυάγια. Ήταν κάτι που μοιρολατρικά υπέμεναν μην ελπίζοντας σε τίποτα που θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση (γιατί δεν ήταν και κάτι που μπορούσε κανείς να αντιμετωπίσει εύκολα).

Το 1800, οι πληρωμές σε λύτρα και φόρους στα κράτη της Μπαρμπαριάς ανήλθαν στο 20% των ετήσιων δαπανών της κυβέρνησης των Η.Π.Α.[16]. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορούσαν να εμποδίσουν τις πειρατικές ενέργειες αλλά όχι για πολύ καιρό. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα κράτη της Μπαρμπαριάς δεν είχαν διάθεση να σταματήσουν την πειρατεία, γιατί αυτό θα σήμαινε τεράστια αλλαγή στον τρόπο ζωής τους. Και τούτο δεν τους ήταν εύκολο, ούτε ευχάριστο, γι' αυτό και δεν είχαν ούτε καν τη διάθεση να το σκεφτούν. Όταν ήταν σε δύσκολη θέση, έδιναν υποσχέσεις για ειρήνη ή για οτιδήποτε άλλο τους ζητούσαν, αλλά πάλι η έλλειψη χρημάτων και τροφίμων τούς ανάγκαζε να ξαναρχίσουν την πειρατεία. Αυτό συνέβη όταν τα ευρωπαϊκά κράτη, μετά το τέλος των πολέμων του Ναπολέοντα, βομβάρδισαν μέχρι τελικής σχεδόν καταστροφής τα φρούριά τους και αιχμαλώτισαν τα πλοία τους, απελευθερώνοντας τους σκλάβους. Οι πειρατές υποχρεώθηκαν να δώσουν υποσχέσεις ότι θα σταματήσουν τις επιθέσεις, αλλά πάλι οι ανάγκες τους τούς υποχρέωσαν να ξαναρχίσουν τις πειρατικές ενέργειές τους.

Τελικά, η Γαλλία αποφάσισε και κατέλαβε το Αλγέρι και όλη τη χώρα το 1830, δίνοντας έτσι οριστικό τέλος στη δράση των πειρατών[17].

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Ένα αλγερινό κουρσάρικο εμφανίστηκε στο Ρίο ντε λα Πλάτα το 1720. Cesáreo Fernández Duro, Armada española desde la unión de los reinos de Castilla y de León, σελ. 185, τ. 6, Μαδρίτη, 1902.
  2. Robert Davis, British Slaves on the Barbary Coast BBC History
  3. Ian W. Toll, The Shores of Tripoli The New York Times, 10 Δεκεμβρίου 2010
  4. Edward Kritzler, Jewish Pirates of the Caribbean, σελ. 59-60, Anchor (2009) ISBN 978-0-7679-1952-4.
  5. Hugh Chisholm, "Barbary Pirates", Encyclopædia Britannica (11η έκδοση, 1911) Cambridge University Press
  6. «History of Menorca». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2014. 
  7. Alfred S. Bradford, Flying the Black Flag, σελ. 132 (2007)
  8. Alexander. H de Groot, "Ottoman North Africa and the Dutch Republic in the seventeenth and eighteenth centuries ", Revue des mondes musulmans et de la Méditerranée, (1985), 39 p. 132
  9. The Order of Saint Stephen of Tuscany
  10. Study for the left-hand part of the fresco in the Sal di Bona, Palazzo Pitti, Florence Βρετανικό Μουσείο
  11. The Pitti Palace in Florence
  12. Des Ekin, The Stolen Village - Baltimore and the Barbary Pirates, O'Brien (2006) ISBN 978-0-86278-955-8
  13. Linda Colley, Captives: Britain, Empire and the World, 1600-1850, Anchor Books Edition, Νέα Υόρκη (2004) ISBN 978-0-385-72146-2
  14. Η δυναστεία Karamanli και ο μονόδρομος του Καντάφι Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine. aixmi.gr: Τον Απρίλιο του 1804, οι Αμερικανοί πεζοναύτες επικεφαλής ενός μικρού στρατού Αράβων και Βερβερίνων επετέθηκαν στο λιμάνι της Ντέρνα, δυτικά της Βεγγάζης, στην Κυρηναϊκή.
  15. Robert Davis, Christian Slaves, Muslim Masters: White Slavery in the Mediterranean, the Barbary Coast and Italy, 1500-1800, σελ. 45, ISBN 1-4039-4551-9
  16. Michael B. Oren, The Middle East and the Making of the United States, 1776 to 1815 Columbia News
  17. Ο Πόλεμος της Αλγερίας Η Καθημερινή, 17/11/2013: Η παρουσία της Γαλλίας στο αλγερινό έδαφος χρονολογείται από το 1830, όταν, με το πρόσχημα της καταδίωξης των Βερβερίνων πειρατών που έβρισκαν καταφύγιο στα παράλια της Βόρειας Αφρικής, ο βασιλιάς Κάρολος Ι΄ διέταξε εκστρατεία κατά αυτής της ακόμη τότε επαρχίας της παρηκμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία