Η Αραβική καμήλαΚαμήλα η δρομάδα ή απλώς Δρομάδα) είναι αρτιοδάκτυλο θηλαστικό της οικογενείας των Καμηλιδών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Camelus dromedarius και αποτελείται -σχεδόν αποκλειστικά- από εξημερωμένα άτομα, τα οποία απαντούν στην Αφρική, την Ασία και την Αυστραλία.

Αραβική καμήλα
Αραβική καμήλα
Αραβική καμήλα
Κατάσταση διατήρησης
Εξημερωμένο είδος
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla)
Οικογένεια: Καμηλίδες (Camelidae)
Γένος: Κάμηλος (Camelus) (Lankester, 1901) F
Είδος: C. dromedarius
Διώνυμο
Camelus dromedarius (Κάμηλος η δρομάς) [iii]
Linnaeus, 1758 [1][2]

Τα ιδιαίτερα μορφολογικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά της Αραβικής καμήλας είχαν αποτελέσει, ανέκαθεν, αντικείμενο πολυετών ερευνών. Σήμερα, εκτός από κάποιους πληθυσμούς που εισήχθησαν στην Αυστραλία και διαβιούν σε άγρια κατάσταση, η αραβική καμήλα είναι το κατ΄εξοχήν εξημερωμένο ζώο εργασίας και φορτίου σε εκτεταμένες περιοχές ανά την υφήλιο και, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπάρχουν πολλά άλλα ζώα επιφορτισμένα με αυτά τα καθήκοντα, ουδέν εξ αυτών διαθέτει την ικανότητα να επιβιώνει στις σκληρές συνθήκες των ερημικών οικοσυστημάτων στα οποία αυτή απαντά.

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Camelus, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, προέρχεται από ρίζα που χάνεται στα βάθη της ιστορίας, και είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι έχει σημιτική προέλευση και μέσω των κλάδων των Ανατολικών (Ακκαδική), και Βορειοδυτικών γλωσσών (Χαναανική), πέρασε στην αρχαία Ελληνική και τη Λατινική, από όπου τη δανείστηκαν όλες οι σημερινές γλώσσες.

Οι Βαβυλώνιοι και οι Ασσύριοι ήταν οι πρώτοι που αναφέρθηκαν στον όρο gammalu, με τους Εβραίους να αναφέρονται στην παραπλήσια λέξη gâmâl γ(κ)αμάλ, όπως μαρτυρείται στη Βίβλο (π.χ. Γεν. 24: 64, 31:34, κ.α.), αλλά και στον Ησύχιο. Αργότερα, καταγράφεται και η αραβική jimal.[3][4][5]

  • Η ετυμολογική σημασία της πρωταρχικής λέξης από την οποία προέρχεται ο σημερινός όρος, είναι τόσο μεγάλη, που αποτελεί και τη ρίζα του γράμματος γάμμα (Γ) του ελληνικού αλφαβήτου. Μάλιστα, η αρχική γραφή του Γ μάλλον ήταν σχηματοποιημένη εικόνα του ζώου. [i]

Η επιστημονική ονομασία του είδους, C. dromedarius, έχει ελληνική προέλευση, εκ του δρομάς (ο, η) «αυτός που τρέχει ή κινείται γρήγορα».[6] Τον όρο δανείστηκε η λατινική γλώσσα εκ του οποίου προήλθαν και οι αντίστοιχοι όροι σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλ. dromedary, γαλλ. dromedaire, ιταλ. και ισπ. dromedario, γερμ. Dromedar, κ.λ.π.). Η λέξη παραπέμπει στην -γρήγορη και άνετη- κίνηση του θηλαστικού στο αντίξοο περιβάλλον όπου ζει.

Η σύγχρονη λέξη καμήλα προέρχεται από την αρχαία κάμηλος που ήταν σε ευρύτατη χρήση και απαντά σε πλήθος κειμένων της ελληνικής γραμματείας: (αι δε κάμηλοι ίδιον έχουσι...τον καλούμενον ύβον επί τω νώτω (Αριστοτ.), τη δε καμήλω έπεσθαι τον πεζόν στρατόν εκέλευε (Ηρόδ.), κ.α.). Μάλιστα, επειδή -όπως προαναφέρθηκε- ο αρχικός όρος ήταν γ(κ)αμάλ (γ(κ)αμάλ: η κάμηλος παρά Χαλδαίοις (Ησύχ.)), το -η- του επιθήματος -ηλος ετράπη εκ του πρωταρχικού στην ιωνική/αττική διάλεκτο.[6]

Ο νεοελληνικός τύπος γκαμήλα σχηματίστηκε μέσω ηχηροποίησης του σε -γκ λόγω της αιτιατικής πτώσης: τη(ν κ)αμήλα > τη (γκ)αμήλα. Η λέξη αποτελεί σημαντικό α’ ή β’ συνθετικό σε πολλές ελληνικές λέξεις, μερικές από τις οποίες με πρωτογενή σημασία, π.χ. καμηλέμπορος, καμηλιέρης, καμηλοπάρδαλη, κ.α., αλλά και στρουθοκάμηλος, προβατοκάμηλος, κ.α.[6]

Η σύγχρονη ονομασία για το είδος αραβική καμήλα παραπέμπει σε μία από τις κυριότερες περιοχές όπου ζει ως εξημερωμένο το θηλαστικό και είναι ισοδύναμος όρος με τις, επίσης, ευρέως χρησιμοποιούμενες ονομασίες κάμηλος/καμήλα η δρομάς και δρομάς/δρομάδα. [ii] Υπάρχει και η ονομασία ινδική καμήλα που, όμως, δεν χρησιμοποιείται σχεδόν ποτέ στην -ελληνική- βιβλιογραφία.

Συστηματική Ταξινομική

Επεξεργασία

Η αραβική καμήλα αποτελεί μονοτυπικό είδος εντός του γένους Camelus, δηλαδή δεν περιλαμβάνει υποείδη. Περιγράφηκε από τον Λινναίο στο περίφημο έργο του Systema Naturae, το 1758 (10th ed. 1:65).[1] Ωστόσο, το θηλαστικό ήταν πολύ γνωστό και οικείο κατά την αρχαιότητα και, η πρώτη -άτυπη- περιγραφή ανήκει στον Αριστοτέλη, ο οποίος μάλιστα διέκρινε την αραβική καμήλα από τη βακτριανή, από το κυριότερο χαρακτηριστικό της, τον έναν (1) ύβο, αντί για τους δύο (2) της ασιατικής, όπως αναφέρεται στο έργο του «Ιστορίαι Ζώων». Μάλιστα, αποκαλούσε το ζώο με το σημερινό της όνομα: «καμήλα των Αράβων».[7]

Ο Βρετανός κτηνίατρος Άρνολντ Λιζ (Arnold Leese, 1878-1956), ειδικός στις μελέτες του πάνω στις καμήλες, είχε ταξινομήσει αδρά τις αραβικές καμήλες βάσει των ενδιαιτημάτων τους, σε τρεις ομάδες: καμήλες των λόφων, καμήλες των πεδιάδων και καμήλες που διαβιούν μεταξύ των λόφων και των πεδιάδων. Σήμερα, επειδή η αραβική καμήλα μπορεί να διασταυρωθεί με επιτυχία με τη βακτριανή, μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι έπρεπε να υπάρχει μόνον ένα (1) είδος με δύο ποικιλίες (varieties), βάσει των γονίμων υβριδίων.[8]

Ωστόσο, μιτοχονδριακή ανάλυση δείχνει ότι τα δύο taxa διαχωρίζονται κατά 10,3%. Μερικά στοιχεία, επίσης, υποδεικνύουν την έναρξη της ειδογένεσης εντός του γένους Camelus, στο Πρώιμο Πλειόκαινο.[9] Η αραβική καμήλα έχει 74 χρωμοσώματα, όσα και οι άλλες καμηλίδες, χωρίς διαφορές στον καρυότυπο.[8] Εδώ και 1.000 χρόνια, περίπου, η αραβική και η βακτριανή καμήλα έχουν διασταυρωθεί με επιτυχία για να σχηματίσουν υβρίδια. Αυτά, χαρακτηρίζονται είτε από έναν (1) μακρύ και ελαφρώς μονόπλευρο ύβο (καμπούρα), ή δύο (2) ύβους, έναν μικρό και έναν μεγάλο. Μάλιστα, τα υβρίδια είναι μεγαλύτερα και ισχυρότερα από τους γονείς τους, ικανά να φέρουν περισσότερο φορτίο και επομένως είναι πιο χρήσιμα. Οι διασταυρώσεις αυτές συμβαίνουν ιδιαίτερα σε εκείνες τις περιοχές, όπου τα δύο είδη είναι συμπατρικά (Τουρκμενιστάν, Ιράν, Αφγανιστάν).[10] Άλλη επιτυχημένη διασταύρωση συμβαίνει μεταξύ, ενός πρώτης γενιάς υβριδικού θηλυκού και μιας αρσενικής βακτριανής καμήλας.[11]

Το Βιβλίο της Γένεσης αναφέρει ότι η αραβική καμήλα είχε χρησιμοποιηθεί από νομαδικές φυλές από την 2η χιλιετία π.Χ., αλλά επειδή γράφηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, οι πληροφορίες αυτές δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν.[3] Λόγιοι, τοποθετούν την εξάπλωσή της, στον 1ο αιώνα μ.Χ., πριν την άφιξη των Ρωμαίων.[12] Η περσική εισβολή του Καμβύση το 525 π.Χ. στην Αίγυπτο έφερε τα πρώτα εξημερωμένα ζώα στην περιοχή. Οι καμήλες από την Περσία, ωστόσο, δεν ήταν ιδιαίτερα επιφορτισμένες για το εμπόριο ή τα ταξίδια στη Σαχάρα, διότι οι -σπάνιες- διαδρομές που γίνονταν σε όλη την έρημο, πραγματοποιούνταν πάνω σε ιππήλατα άρματα.[13]

Οι δρομάδες έγιναν κοινές μετά την Ισλαμική κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής. Ενώ η εισβολή είχε επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό με άλογα, οι νέες διασυνδέσεις με τη Μέση Ανατολή επέτρεψαν τη μαζική εισαγωγή καμηλών. Αυτές οι καμήλες ήσαν καλά προσαρμοσμένες για μεγάλα ταξίδια στην έρημο, ενώ μπορούσαν να μεταφέρουν μεγάλα φορτία, επιτρέποντας σημαντικές συναλλαγές στη Σαχάρα, για πρώτη φορά.[14][15] Στη Λιβύη, που χρησιμοποιήθηκαν για μεταφορές στο εσωτερικό της χώρας, το γάλα και το κρέας τους αποτελούσε τη βασική τοπική διατροφή.[16]

Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ,, η καμήλα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο, όταν ο βασιλιάς των Αχαιμενιδών, Κύρος ο Μέγας, έκανε χρήση αυτών των ζώων στους πολέμους εναντίον του Κροίσου της Λυδίας, το 547 π.Χ.. Από τότε, οι Πέρσες, οι Σελευκίδες, ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Πάρθοι και οι Σασανίδες χρησιμοποιήσαν δρομάδες στον πόλεμο. Είχαν, επίσης, χρησιμοποιηθεί για τον ίδιο λόγο στις ανατολικές επαρχίες της Αιγύπτου, την Αραβία, την Ιουδαία, τη Συρία, την Καππαδοκία, και τη Μεσοποταμία.[3] Οι Ρωμαίοι, μάλιστα, διέθεταν ειδικό στρατιωτικό σώμα από αραβικές καμήλες με τους αναβάτες τους, οι οποίοι ονομάζονταν δρομεδάριοι. Η εξημέρωση των δρομάδων φαίνεται ότι ξεκίνησε στην κεντρική και νότια Αραβία, 4.000 χρόνια πριν, περίπου. Από εκεί διαδόθηκαν στην Εγγύς Ανατολή και στην Αφρική.[17]

Γεωγραφική κατανομή και βιότοπος

Επεξεργασία
 
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Camelus dromadarius

Οι σημερινοί, εξημερωμένοι πληθυσμοί της αραβικής καμήλας κατανέμονται στις άνυδρες και ημι-άνυδρες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας. Όλες οι καμήλες της Αφρικής είναι αραβικές, ενώ στην Ασία υπάρχουν πολλές βακτριανές, ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα της ηπείρου. Το 84% των δρομάδων της Αφρικής ζουν στη Σομαλία, το Σουδάν (Β. και Ν.), την Αιθιοπία, το Τζιμπουτί και την Κένυα, με τους μεγαλύτερους πληθυσμούς στις δύο πρώτες χώρες.[11] Το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού.[8] Το νότιο όριο των αραβικών καμηλών της Αφρικής καθορίζεται από την υγρασία της ατμόσφαιρας και από την εξάπλωση της μύγας τσε-τσε, που προκαλεί τρυπανοσωμίαση των ζώων (nagana), περίπου στις 15°Β (από Σενεγάλη προς Νιγηρία) και στους 13°Β (στο Τσαντ και το Σουδάν). Μόνο στο Κέρας της Αφρικής κατεβαίνουν μέχρι τις 2°Ν.

Στην Ασία, οι αραβικές καμήλες καταλαμβάνουν μιαν ευρεία ζώνη, που αρχίζει δυτικά από την Τουρκία και μέσω Εγγύς Ανατολής, Μέσης Ανατολής και Αραβικής Χερσονήσου, φθάνει ανατολικά μέχρι τη Δ. Ινδία.[11]

Αραβικές καμήλες υπάρχουν και στα Κανάρια, όπου είχαν εισαχθεί από το 1460, ενώ κατεβλήθησαν προσπάθειες εισαγωγής τους και σε Ισπανία, Γαλλία και Ιταλία, χωρίς επιτυχία. Στην Αμερική, τόσο στη Νότιο (Περού, Βολιβία, Βραζιλία, Κολομβία), όσο και την Κεντρική (Καραϊβική) και στις ΗΠΑ είχαν γίνει εισαγωγές αραβικών καμηλών από τον 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα αλλά χωρίς επιτυχία, επίσης.[11] Στις ΝΔ. ΗΠΑ η εισαγωγή αραβικών καμηλών έγινε στα μέσα του 19ου αιώνα, με σκοπό τη χρήση τους ως μεταφορικά μέσα, αλλά και για το κρέας τους, ωστόσο η κατασκευή των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, κατέστησε το εγχείρημα ανώφελο.[18]

  • Ο καθηγητής και ερευνητής Ρ. Μπούλιτ (Richard Bulliet, 1934-) υποστηρίζει ότι οι οι αραβικές καμήλες εγκαθίστανται εκεί όπου δεν εγκαθίστανται οι βακτριανές και, αντιστρόφως. Αυτό, πάντοτε κατά την άποψή του, συμβαίνει, διότι οι νομάδες των ερήμων της Συρίας και της Αραβικής Χερσονήσου εκτιμούν περισσότερο την αραβική καμήλα, ενώ οι ασιάτες νομάδες προτιμούν τη βακτριανή συγγενή της.[8]

Στην Αυστραλία

Επεξεργασία

Η αραβική καμήλα απαντά σε άγρια κατάσταση μόνον σε μερικές περιοχές της Αυστραλίας, όπου είχε εισαχθεί από το 1860. Τότε, στην αποστολή Μπερκ-Ουίλς (Burk-Wills) είχαν μεταφερθεί 15 μόνον καμήλες για να σηκώνουν τα βαριά φορτία της αποστολής. Όμως, μεταξύ 1870-1900, τουλάχιστον 15.000 ζώα μεταφέρθηκαν στο νησί, τόσο αραβικές όσο και βακτριανές καμήλες. Μετά την πάροδο πολλών ετών και την ανάπτυξη των συγκοινωνιών, οι καμήλες δεν χρησιμοποιούνταν πλέον και επειδή κόστιζε ο «επαναπατρισμός» τους, κάποιοι καμηλιέρηδες απελευθέρωσαν γύρω στο 1930 αρκετές, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν και αποτέλεσαν τον πυρήνα για τους σημερινούς άγριους πληθυσμούς.

Το 2008 ο αριθμός τους εκτιμήθηκε σε περισσότερα από 1.000.000 άτομα, με την πιθανότητα διπλασιασμού τους κάθε 8-10 χρόνια.[19] Οι επιπτώσεις ήταν πολύ σοβαρές, ιδιαίτερα στα υδατικά αποθέματα, αλλά και στα δίκτυα και την τοπική βλάστηση. Τότε, αποφασίστηκε από το Σχέδιο Διαχείρισης της Αυστραλιανής Άγριας Καμήλας, που ιδρύθηκε το 2009, η αναγκαστική σφαγή χιλιάδων ατόμων για να ελεγχθεί η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού τους.[20] Το 2019, η τεράστια οικολογική καταστροφή που προκλήθηκε από τις πυρκαγιές, σε όλη σχεδόν την Αυστραλία, έχει θέσει επί τάπητος το θέμα περί επιλεκτικής θανάτωσης χιλιάδων καμηλών, επειδή καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες νερού το οποίο κρίνεται άκρως απαραίτητο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες.[21]

Μορφολογία

Επεξεργασία

Η αραβική καμήλα είναι άμεσα αναγνωρίσιμη από τον μοναδικό -εμφανή- ύβο (καμπούρα) της, σε αντίθεση με τη βακτριανή η οποία διαθέτει δύο ύβους. Ο ύβος αποτελείται από λίπος και ινώδη ιστό και το μέγεθός του εξαρτάται από τη διατροφική κατάσταση του ζώου (σε συνθήκες λοιμού, σχεδόν εξαφανίζεται). Η συγκέντρωση των αποθεμάτων λίπους σε μία περιοχή του σώματος και όχι στον υποδόριο ιστό, διευκολύνει την απαγωγή της θερμότητας από το σώμα (βλ. και Φυσιολογία).[22]

Στην πραγματικότητα η αραβική καμήλα δημιουργεί στο σώμα της δύο ύβους, εκ των οποίων μόνον ο ένας -ο οπίσθιος- αναπτύσσεται πλήρως. Ο υποανεπτυγμένος εμπρόσθιος ύβος βρίσκεται περίπου στο ύψος των ώμων και χρησιμεύει -όπως ο κύριος ύβος- για την αποθήκευση λίπους. Ο μικρός αυτός ύβος είναι ορατός όταν κάποιος παρατηρήσει με προσοχή την περιοχή των ώμων.[18]

Εκτός από τον ύβο, το σώμα της δρομάδας χαρακτηρίζεται από τον μακρύ και κυρτό λαιμό, το στενό αλλά βαθύ στήθος, τα λεπτά, μακριά άκρα και, τα σχεδόν τετραγωνισμένα πόδια με πλατιά πέλματα και δύο (2) δακτύλους που μοιάζουν με δερμάτινα «μαξιλαράκια». Το κεφάλι είναι μικρό σε σχέση με το σώμα, ενώ οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι και προστατεύονται από διπλή σειρά πολύ πυκνών, μακριών βλεφαρίδων. Πάνω από τα μάτια βρίσκονται προεξέχοντα υπερόφρυα τόξα (supraorbital ridges) που καλύπτονται από πυκνά, «θαμνώδη» φρύδια. Τα αυτιά είναι κοντά και στρογγυλεμένα, και τα ρουθούνια είναι σχισμοειδή. Το άνω χείλος διαιρείται από μέση ραφή σε δύο διακριτά μέρη, τα οποία κινούνται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ενώ το κάτω χείλος είναι κρεμάμενο. Η ουρά είναι μακριά και φουντωτή.

 
Το χαρακτηριστικό πόδι της αραβικής καμήλας

Το τρίχωμα μπορεί να κυμαίνεται από σκούρο καφέ μέχρι πολύ ανοικτότερο μπεζ χρώμα της άμμου, αλλά έχουν εμφανισθεί και άτομα σχεδόν μαύρα έως σχεδόν λευκά. Η τριχοφυΐα περιλαμβάνει αρκετές τούφες από σκληρές τρίχες στον λαιμό, την καμπούρα, και τους ώμους.

Στην αραβική καμήλα εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός, καθώς και τα δύο φύλα είναι αρκετά διαφορετικά σε μέγεθος, σε βάρος, αλλά και σε κάποια επί μέρους μορφολογικά στοιχεία.

Επί μέρους ανατομικά στοιχεία

Επεξεργασία

Το κρανίο της αραβικής καμήλας χαρακτηρίζεται από την ανεπτυγμένη οβελιαία ακρολοφία (saggital crest), δομή που βρίσκεται σε λίγους αρτίγονους οργανισμούς (μεγάλα πρωτεύοντα, κάποια ερπετά, κ.α.), ενώ υπήρχε και σε πρώιμα ανθρωποειδή (Australopithecus robustus) και δεινοσαύρους. Χαρακτηρίζει τους οργανισμούς με μεγάλες γνάθους και καλά ανεπτυγμένους μασητήρες μυς.[23] Η σπονδυλική στήλη αποτελείται από 44-50 σπονδύλους και έχει μέσο μήκος 214 εκατοστά, περίπου. Καταλήγει στην άρθρωση μεταξύ των 2ου και 3ου οσφυϊκών σπονδύλων.

Δεν υπάρχουν αδένες στο πρόσωπο, αλλά στις πλευρές του λαιμού σε απόσταση 5-6 εκατ. από την αυχενική ακρολοφία (nuchal crest) υπάρχουν τροποποιημένοι «ιδρωτοποιοί» αδένες οι οποίοι εκκρίνουν ένα καφετί, δύσοσμο υγρό κατά τη διάρκεια του οργασμού (rut). Μάλιστα, αυτοί οι αδένες αυξάνονται σε μέγεθος με την πάροδο της ηλικίας. Υπάρχουν 4 πλευρικά συμπιεσμένοι μαστοί, με τετράχωρους μαστικούς αδένες κωνικού σχήματος, οι οποίοι μπορούν να παράγουν γάλα ακόμη και υπό συνθήκες αφυδάτωσης.

Η άνω γνάθος διαθέτει 16 οδόντες, εκ των οποίων οι κυνόδοντες είναι πολύ ισχυροί, προεξέχοντες και, μπορούν να φθάσουν σε μήκος τα 4 εκατοστά. Η κάτω γνάθος διαθέτει 18 οδόντες, με μικρότερους κυνόδοντες. Όλοι οι οδόντες τίθενται σε λειτουργία μετά τα 8 χρόνια της ηλικίας του ζώου. Ο άνω μέσος και οι εσωτερικοί κοπτήρες αντικαθίστανται με τα χρόνια από σκληρό οδοντικό «μαξιλαράκι». Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δομικά στοιχεία είναι η ιδιόμορφη μαλακή υπερώα του αρσενικού, που ονομάζεται dulaa στα αραβικά, που μπορεί να φουσκώνει και να γίνεται σαν βαθύς ροζ σάκος. Αυτή η δομή, φθάνει τα 18 εκ. σε μήκος και συχνά συγχέεται με τη γλώσσα του ζώου, καθώς κρέμεται από την πλευρά του στόματος του αρσενικού για να προσελκύει τα θηλυκά κατά την περίοδο του ζευγαρώματος (βλ. Αναπαραγωγή). Η μακριά επιγλωττίδα καλύπτει εν μέρει το οπίσθιο τμήμα αυτής της μαλακής υπερώας.

Οι τρίχες του σώματος αποτελούνται από δέσμες δύο ειδών, μία (1) δέσμη με λίγες, καλυπτήριες τρίχες και μία (1) δέσμη με μάλλινες τρίχες, που είναι και περισσότερες. Κάθε καλυπτήρια τρίχα έχει διαφορετικό θυλάκιο έκφυσης και συνδέεται με δακτύλιο σμηγματογόνων αδένων, έναν (1) σωληνωτό ιδρωτοποιό αδένα και έναν (1) ανορθωτήρα μυ.[24][25] Το δέρμα μετασχηματίζεται σε κεράτινους τύλους (κάλους) στο στέρνο, στα γόνατα, στα καρπικά και ταρσικά οστά. Το συνολικό πάχος του (επιδερμίδα + χόριο) είναι 2,2 έως 4,7 χιλιοστά, περίπου.[26]

Η καρδιά έχει μάζα 5 κιλών, με το μυτερό της άκρο να έχει κλίση προς τα αριστερά. Ο φυσιολογικός αριθμός παλμών είναι 50 ανά λεπτό, περίπου, με τον όγκο παλμού να φθάνει τα 93 κυβικά εκατοστά. Το φυσιολογικό ΡΗ αίματος είναι 7,1-7,6, ενώ τα ερυθρά αιμοσφαίρια έχουν σχήμα οβάλ. Το στομάχι δεν είναι ομόλογο με των άλλων μυρηκαστικών και εμπεριέχει αριθμό μικρών θαλάμων, άγνωστης λειτουργίας –σίγουρα όχι για αποθήκευση ύδατος. Το ήπαρ είναι 4-λοβο, τριγωνικό, διαστάσεων 60 Χ 42 εκ. και μάζας 6,5 κιλών. Χοληδόχος κύστη δεν υφίσταται, ενώ κάθε νεφρός έχει όγκο 853 κυβικά εκ.

Βιομετρικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μήκος σώματος: 2,30 έως 3,40 μέτρα (χωρίς την ουρά)
  • Ύψος μέχρι τον ώμο: ♂ 1,80 έως 2,10 μέτρα, ♀ 1,70 έως 1,90 μέτρα
  • Ύψος ύβου: 20 έως 25 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 45 έως 50 εκατοστά
  • Διαστάσεις ποδιών (μήκος Χ πλάτος): 18 Χ 19 εκ. (εμπρόσθια), 16 Χ 17 εκ. (οπίσθια)
  • Βάρος: ♂ 400 έως 600 (-700) (-1000 σπάνια) κιλά, ♀ 300 έως 540 κιλά
  • Οδοντικός τύπος:  .
 
Το χαρακτηριστικό κεφάλι της αραβικής καμήλας

Οι αραβικές καμήλες είναι αποκλειστικά φυτοφάγα θηλαστικά, με τα θαμνώδη και ποώδη φυτά να αποτελούν μέχρι και το 70% της διατροφής τους, κατά τη διάρκεια του χειμώνα και μέχρι το 90%, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το υπόλοιπο ποσοστό αποτελείται από μονοκοτυλήδονα αγρωστώδη (Graminae) και σαρκώδη φυτά, τα οποία αποσπώνται από το έδαφος με χαρακτηριστικό «ρουφηχτό» τρόπο (vacuum way).[27] Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανυπαρξίας φυτικής ύλης, οι δρομάδες μπορούν να φάνε ακόμη και ψάρια ή κόκκαλα.[28]

Πάνω από 330 είδη έχουν καταγραφεί στο διαιτολόγιο των δρομάδων, με κύρια τα Aristida pungens, Acacia (Vachellia) tortilis, Panicum turgidum, Launaea arborescens και Balanites aegyptiaca στην περιοχή της Σαχάρας. Στην Αυστραλία προτιμώνται τα είδη Trichodesma zeylanicum και Euphorbia tannensis με το πρώτο, μάλιστα, να αποκαλείται και «θάμνος της καμήλας» (camel bush). Στην Ινδία περιλαμβάνονται τα Vigna aconitifolia, Vigna mungo, Cyanopsis tetragonoloba, Melilotus parviflora, Eruca sativa (ρόκα), Trifolium spp. και Brassica campestris.[27] Όταν μασάνε αγκαθωτά φυτά, λ.χ. κλαδιά από ακακίες, οι δρομάδες κρατούν το στόμα τους ανοικτό. Οι μακριές βλεφαρίδες, τα πυκνά φρύδια και τα ρουθούνια που έχουν τη δυνατότητα να κλείνουν, βοηθούν πολύ στην αποφυγή τραυματισμών από τους αγκαθωτούς θάμνους.[29]

  • Ανεξαρτήτως περιοχής, οι αραβικές καμήλες προτιμούν τις ακακίες (Acacia spp. ) και τα αλόφυτα των γενών Atriplex, Nucularia, Anabasis και Salsola.[27]

Η διατροφή των δρομάδων με φυτά που περιέχουν υψηλά ποσά NaCl (αλατιού) είναι απολύτως απαραίτητη στις συνθήκες όπου ζούν, με την έντονη εξάτμιση των σωματικών υγρών. Μάλιστα, οι ανάγκες τους σε αλάτι είναι 6-8 φορές μεγαλύτερες από εκείνες των άλλων μεγάλων ζώων. Γι’ αυτό τον λόγο, εάν δεν υπάρχουν αλόφυτα στη διατροφή τους, είναι αναγκαία η προσθήκη 45-60 γραμ. αλατιού στο νερό που πίνουν. Η σοβαρή έλλειψη αλατιού οδηγεί σε κράμπες ή και σε δερματική νέκρωση.[11]

Αντίθετα με ό, τι πιστεύεται, οι αραβικές καμήλες τρώνε λίγο σε σχέση με τη σωματική τους μάζα. Περίπου 5-10 κιλά τροφής είναι αρκετά για μια καμήλα που μεταφέρει 120 κιλά φορτίου για 30 χιλιόμετρα. Επίσης, οι δρομάδες μπορούν να επιβιώσουν για μικρό χρονικό διάστημα με, μόλις, 2 κιλά τροφής την ημέρα. Σε συνθήκες έντονης δυσκολίας στην ανεύρεση τροφής, μπορούν να μειώσουν τις διατροφικές τους ανάγκες, τρώγοντας πολύ λιγότερες ποσότητες και αποθηκεύοντας ενέργεια στον ύβο τους.[11]

Σε αντίθεση με πολλά άλλα ζώα, οι καμήλες βαδίζουν σε δύο «χρόνους», με τα δύο κάτω άκρα της κάθε πλευράς να κινούνται ταυτόχρονα σε κάθε «χρόνο». Αυτή η κίνηση, που παρατηρείται και στις καμηλοπαρδάλεις, προκαλεί χαρακτηριστική «χορευτική» ταλάντωση του σώματος κατά τη βάδιση, η οποία μπορεί να προκαλεί αίσθημα ανασφάλειας στον αναβάτη.

  • Ο χαρακτηριστικός «λικνιστός» τρόπος με τον οποίο βαδίζουν οι δρομάδες είναι ο κύριος λόγος που έχουν αποκληθεί «πλοία της ερήμου» και, όχι το ότι απλώς διασχίζουν τις ερημικές εκτάσεις.[11]
 
Το ίχνος της αραβικής καμήλας στην άμμο

Τα πόδια διαθέτουν μαλακά πέλματα και είναι άριστα προσαρμοσμένα για κίνηση στην άμμο. Λόγω του βάρους τους, ιδιαίτερα όταν μεταφέρεται φορτίο, τα πέλματα ανοίγουν με ελαστικό τρόπο κατά τη βάδιση. <ref=Naumann>Naumann</ref> Όμως, είναι παντελώς ακατάλληλα για κίνηση σε γλιστερό ή λασπώδες έδαφος, ενώ εύκολα μπορούν να τραυματιστούν σε έδαφος με κοφτερές πέτρες. Οι δρομάδες, όπως και οι βακτριανές καμήλες είναι δακτυλοβάμονα (digitigrade) αρτιοδάκτυλα.[11]

Φυσιολογία και προσαρμογές

Επεξεργασία

Η φυσιολογία της αραβικής καμήλας είναι τέτοια, ώστε να προσαρμόζεται στις αντίξοες συνθήκες (υψηλές θερμοκρασίες, άμμος) που επικρατούν στα άνυδρα οικοσυστήματα της κατανομής της, σε αντίθεση με τις ψυχρές περιοχές όπου ζει η βακτριανή συγγενής της.

Η ικανότητα της δρομάδας να αντέχει τις υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία, είναι μοναδική στο ζωικό βασίλειο και δεν εξαρτάται τόσο από την αποθήκευση ύδατος, όσο από τις επί μέρους φυσιολογικές της «ιδιαιτερότητες» που σκοπό έχουν την εξοικονόμησή του. Δηλαδή, όσο νερό και να πιεί ένας άλλος οργανισμός θα εξαντληθεί αμέσως στις αντίξοες ερημικές συνθήκες, κάτι που δεν συμβαίνει με την καμήλα.

Οι αραβικές καμήλες δεν ιδρώνουν μέχρις ότου φθάσουν στα ανώτατα όρια της θερμοχωρητικότητάς τους, που σημαίνει 42 °C θερμοκρασία σώματος.[30] Η θερμορυθμιστική ικανότητά τους έχει εύρος 6° (34,1°-41,7 °C), με το μέγιστο κατά το απόγευμα και το ελάχιστο κατά τις πρωινές ώρες. Αυτή η προσαρμογή, μειώνει στο ελάχιστο τη ροή θερμικής ενέργειας από το περιβάλλον προς το σώμα του ζώου, οπότε περιορίζεται η απώλεια ύδατος με την εφίδρωση. Όταν οι καμήλες έχουν πιει νερό πρόσφατα, αυτό το εύρος περιορίζεται στους 2°, διότι δεν υπάρχει άμεση ανάγκη εξοικονόμησης νερού. Το κοντό τρίχωμα των δρομάδων (σε αντίθεση με το μακρύ των βακτριανών καμηλών) βοηθάει πολύ στην εξάτμιση ύδατος, γι’ αυτό και τα ζώα προτιμάται να κουρεύονται. Ακόμη και η, κατά ομάδες, ανάπαυσή τους κατά τη διάρκεια των θερμών ωρών της ημέρας μειώνει την ανάκλαση του φωτός και τη διάχυση θερμότητας από το έδαφος.[18]

Η ικανότητα των δρομάδων σε συνθήκες αφυδάτωσης είναι υπερδιπλάσια από εκείνη των περισσοτέρων άλλων θηλαστικών. Στις συνήθεις θερμοκρασίες των 30-40 °C των περιοχών όπου ζουν, δεν έχουν ανάγκη να πιούν νερό, παρά κάθε 10-15 ημέρες και σε υψηλότερες θερμοκρασίες, κάθε 4-7 ημέρες. Μπορούν να αντέξουν απώλεια ύδατος μεγαλύτερη του 30% της σωματικής τους μάζας, κάτι που θα ήταν θανατηφόρο για τα άλλα θηλαστικά, των οποίων η ίδια ικανότητα δεν ξεπερνά το 15% της μάζας σώματός τους. Το απαραίτητο νερό για τη συνέχιση των ζωικών λειτουργιών στις καμήλες, δεν αντλείται από το πλάσμα, αλλά από το μεσοκυττάριο υγρό.[31] Επίσης, τα ερυθρά τους αιμοσφαίρια εμφανίζουν ισχυρότατη αντίσταση στην υψηλή ωσμωτική πίεση που ασκείται στα τοιχώματά τους, φθάνοντας μέχρι το 240% του αρχικού τους μεγέθους, χωρίς να υδρολύονται (!)

Επειδή υπάρχει τόση απώλεια νερού, η αραβική καμήλα με την πρώτη ευκαιρία που θα της δοθεί, καταναλώνει πολύ μεγάλες ποσότητες μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ανακτούν έως και 30% του σωματικού τους βάρους σε νερό, περίπου 20-30 λίτρα ύδατος ανά λεπτό της ώρας. Επίσης, σε συνθήκες έντονης λειψυδρίας μπορούν να πιουν υφάλμυρο ή ακόμη και θαλασσινό νερό.[28][32]

Η ικανότητα των δρομάδων να αποθηκεύουν ενέργεια μέσω του ύβου (καμπούρα) τους είναι μοναδική και μπορεί να φθάσει μέχρι τα 36 κιλά. Η χρήση αυτών των ενεργειακών αποθεμάτων πραγματοποιείται, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη τροφή, γι’ αυτό και ένας συρρικνωμένος ύβος είναι σημάδι ασιτίας.

 
Αραβική καμήλα στην Ταγγέρη του Μαρόκου

Η θερμοκρασία του εγκεφάλου είναι κρίσιμη, γι’ αυτό πρέπει να διατηρείται σε σταθερά επίπεδα. Για να επιτευχθεί αυτό, οι δρομάδες διαθέτουν ένα δίκτυο αιμοφόρων αγγείων που αποκαλείται θαυμαστό δίκτυο (rete mirabile). Αυτό, αποτελείται από αρτηρίες και φλέβες τοποθετημένες πολύ κοντά η μία στην άλλην και απαντά σε κάποια σπονδυλόζωα όλων των συνομοταξιών. Στο αγγειογράφημα η περιοχή αυτή εμφανίζεται ως ομογενής περιοχή χωρίς να ξεχωρίζουν τα επί μέρους αγγεία. Το αίμα ρέει προς αντίθετες κατευθύνσεις και εύκολα ανταλλάσσονται θερμότητα, ιόντα, ή αέρια μεταξύ των αγγειακών τοιχωμάτων έτσι, ώστε στα δύο ρεύματα αίματος να διατηρείται συνεχής ανισορροπία (gradient) σε σχέση με τα παραπάνω μεγέθη. Αυτή η ανισορροπία αναγκάζει την περιοχή να βρίσκεται σε συνεχή λειτουργία, σε αντίθεση με την ισορροπία που επέρχεται όταν τα δύο ρευστά τρέχουν παράλληλα (countercurrent exchange) και υπακούει σε νόμους που υπάγονται στο πεδίο της υδροδυναμικής. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εγκεφαλικές περιοχές της καμήλας ψύχονται συνεχώς.[33]

Τα παραγόμενα ούρα μπορεί να περιέχουν NaCl (χλωριούχο νάτριο) έως και 1000 mEq/lt. Σε πειράματα, διψασμένες καμήλες μπορούσαν να πιουν νερό με πυκνότητα σε NaCl μεγαλύτερη εκείνης του θαλασσινού (3,5-5,5%).[34] Τα αφυδατωμένα άτομα εμφανίζουν έως και 73% μείωση στην επαναπορρόφηση Νa από τα νεφρικά σωληνάρια, αυξάνοντας την απέκκριση Na μέχρι και 42%.[30] Η ουρία απεκκρίνεται σε επίπεδα κάτω του 1 γρ./ημέρα, ενώ μπορεί να ανακυκλωθεί από τους νεφρούς προς το στομάχι, για ανάγκες πρωτεϊνοσύνθεσης και ανακύκλωσης ύδατος.[30][31]

Τα ρουθούνια περιβάλλονται από ειδικούς σφιγκτήρες μυς και μπορούν να κλείνουν ερμητικά, παρεμποδίζοντας την είσοδο νερού ή/και σκόνης. Οι ρινικές κοιλότητες συνδέονται με ζεύγος «τυφλών» σάκων, οι οποίοι παράγουν ειδικό ρινικό υγρό, καθώς και με ζεύγος πλευρικών ρινικών αδένων που υγραίνουν τον αναπνεόμενο αέρα. Η τραχεία έχει μήκος 13-15 εκ. και διάμετρο 2-2,5 εκ. και οι πνεύμονες δεν είναι λοβωτοί. Οι αναπνευστικές κινήσεις μειώνονται στο αφυδατωμένο ζώο.[11]

Οι ωοθήκες έχουν κοκκινωπό χρώμα και είναι κυκλικές και πεπλατυσμένες. Περικλείονται σε κωνικό θύλακο και έχουν διαστάσεις 4 Χ 2,5 Χ 0,5 εκ,. κατά τη διάρκεια του μη-οίστρου. Οι σάλπιγγες είναι 25-28 εκατοστά σε μήκος και η μήτρα είναι δίκερη-καρδιοειδής (bicerous). Το όσχεο βρίσκεται ψηλά στο περίνεο με όρχεις σε ξεχωριστoύς σάκους 7-10 εκ. σε μήκος, 4,5 εκ. πάχος και 5 εκ. πλάτος. Ο δεξιός όρχις είναι συχνά μικρότερος από τον αριστερό και κατά τη διάρκεια του οίστρου, η μάζα τους φθάνει τα 165-253 γρ. συνολικά, ενώ το πέος που καλύπτεται από τριγωνικό άνοιγμα βαλάνου (penile sheath), μπορεί να φθάσει τα 60 εκ. σε μήκος.[11]

Ηθολογία

Επεξεργασία
 
Κοπάδι από αραβικές καμήλες στην έρημο Νεγκέβ του Ισραήλ

Το καλοκαίρι, οι δρομάδες συνήθως αναπαύονται τις θερμές ώρες της ημέρας σε στενά συγκροτούμενες ομάδες. Σε γενικές γραμμές, τα κοπάδια αποτελούνται από περίπου 20 άτομα, με επικεφαλής ένα κυρίαρχο αρσενικό και πολλά θηλυκά. Ωστόσο, ακόμη και τα θηλυκά μπορούν να οδηγούν την ομάδα, κατά βάρδιες.[11] Μερικά αρσενικά, είτε σχηματίζουν «εργένικες» ομάδες ή περιφέρονται μόνα τους. Πάντως, οι σχηματισμένες ομάδες δεν είναι ιδιαίτερα εδαφικές, και μπορεί να αποτελούνται από εκατοντάδες ζώα, που συγκεντρώνονται όλα μαζί, ιδιαίτερα όταν ψάχνουν για νερό.[35] Προτιμούν να κινούνται σε μία (1) γραμμή, το ένα ζώο πίσω από το άλλο.

Κάποια ειδικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς τους περιλαμβάνουν «επιθέσεις» σε άλλες καμήλες, χωρίς να τις δαγκώνουν αλλά, δείχνοντας τη δυσαρέσκειά τους κτυπώντας τα πόδια στο έδαφος, τρέχοντας, ή μερικές φορές κάνοντας εμετό (cud) μυρηκασμένο φαγητό, όταν ενοχληθούν. Τους αρέσει να ξύνουν μέρη του σώματός τους με τα εμπρός ή τα πίσω πόδια ή με τους κάτω κοπτήρες. Επίσης, έχουν παρατηρηθεί να τρίβονται σε κορμούς δένδρων και να κυλιούνται στην άμμο. Συνηθίζουν να «μαρκάρουν» τον χώρο τους με ούρα, ενώ όταν αφοδεύουν δεν υιοθετούν κάποια ειδική στάση του σώματος.[11]

Οι κύριες φωνήσεις τους περιλαμβάνουν ένα βέλασμα σαν του προβάτου που χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό ατόμων και, το χαρακτηριστικό γουργούρισμα των αρσενικών κατά τον οίστρο (βλ. Αναπαραγωγή). Ωστόσο, βγάζουν και άλλες φωνές όπως έναν οδοντικό συριγμό που αρθρώνουν τα αρσενικά και χρησιμοποιείται για τον εκφοβισμό, μεταξύ τους.<ref=Naumann/> Συνήθως δεν είναι επιθετικά ζώα, με την εξαίρεση των αρσενικών στην περίοδο του οίστρου. Τα αρσενικά της αγέλης εμποδίζουν τα θηλυκά τους από την αλληλεπίδραση με άλλα εργένικα αρσενικά στεκόμενα ακίνητα ή βαδίζοντας ανάμεσά τους. Οι αραβικές καμήλες φαίνεται να θυμούνται τα μέρη όπου γεννήθηκαν, ιδίως τα θηλυκά.

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία

Ωορρηξία

Επεξεργασία

Τα θηλυκά φθάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα περίπου σε ηλικία 3 ετών και ζευγαρώνουν γύρω στην ηλικία των 4-5 ετών. Τα αρσενικά αρχίζουν να ζευγαρώνουν από τα 3 τους χρόνια, αλλά δεν είναι σεξουαλικά ώριμα μέχρι την ηλικία των 6 ετών. Το ζευγάρωμα πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά κορυφώνεται στην περίοδο των βροχών. Η έναρξη της περιόδου αναπαραγωγής πιστεύεται ότι ενεργοποιείται από τη διατροφική κατάσταση της καμήλας και από τη διάρκεια της ημέρας.

Οι αραβικές καμήλες ανήκουν σε εκείνα τα θηλαστικά των οποίων η ωορρηξία «πυροδοτείται» από εξωτερικούς, περιστασιακούς παράγοντες και όχι από εσωτερικό φυσιολογικό κύκλο (induced ovulators).[36] Εάν δεν υπάρξει γονιμοποίηση, το ωοθυλάκιο το οποίο αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια του οίστρου, συνήθως υποχωρεί μέσα σε λίγες ημέρες.[37] Σε μελέτη που εκπονήθηκε, 35 πλήρεις κύκλοι οίστρου παρατηρήθηκαν σε πέντε μη έγκυα θηλυκά σε περίοδο 15 μηνών. Οι κύκλοι είχαν διάρκεια περίπου 28 ημερών, κατά τις οποίες τα ωοθυλάκια ωρίμαζαν σε 6 ημέρες, διατηρούσαν το μέγεθός τους για 13 ημέρες, και επέστρεφαν στο αρχικό τους μέγεθος σε 8 ημέρες.[38] Σε άλλη μελέτη δείχθηκε ότι, η ωορρηξία μπορεί να επάγεται καλύτερα όταν το ωοθυλάκιο φθάνει σε μέγεθος από 0.9-1.9 εκ.[39]

Ζευγάρωμα

Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, τα αρσενικά ψεκάζουν τα ούρα τους στις ουρές τους και τα διασπείρουν στις πλησιέστερες περιοχές του σώματος, κυρίως στους γλουτούς και τη ράχη. Όμως, το κύριο χαρακτηριστικό τους, στην περίοδο του οίστρου, είναι η συνήθειά τους να βγάζουν τη μαλακή υπερώα (βλ. Μορφολογία) έξω από το στόμα, η οποία λανθασμένα συγχέεται με τη γλώσσα τους. Εκκρίνουν άφθονο σάλιο που μετατρέπεται σε αφρό και καλύπτει το στόμα, καθώς αρθρώνουν έντονα γουργουρίσματα.[40] Τα αρσενικά απειλούν το ένα το άλλο για την κυριαρχία πάνω στο θηλυκό, προσπαθώντας να σταθούν ψηλότερα και βγάζοντας χαρακτηριστικές κραυγές ή χαμηλής συχνότητας θορύβους και εκτελώντας μια σειρά από κινήσεις του κεφαλιού όπως χαμήλωμα, ανύψωση και κάμψη του λαιμού προς τα πίσω. Ένα αρσενικό προσπαθεί να επιβληθεί στα άλλα αρσενικά δαγκώνοντας τις κνήμες του και βάζοντας το κεφάλι του αντιπάλου ανάμεσα στα σαγόνια του.[40] Η συνεύρεση διαρκεί 7-35 λεπτά, κατά μέσον όρο 11-15 λεπτά και επιτελείται με το θηλυκό σε καθιστή θέση στην οποία ωθείται από το αρσενικό, κάτι που είναι σπάνιο στα αρτιοδάκτυλα.[8]

 
Αραβική καμήλα με το μικρό της

Μελέτη του 1980 έδειξε ότι, τα επίπεδα ανδρογόνων στο αίμα των αρσενικών επηρέαζαν τη συμπεριφορά τους. Μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου, όταν τα επίπεδα είναι υψηλά λόγω του οίστρου, είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί η επιθετική συμπεριφορά τους, κάτι που δυσκολεύει πολύ τους οδηγούς καραβανιών.[41]

Ένα (1) μικρό γεννιέται μετά από μια περίοδο κύησης 15 μηνών, το οποίο μπορεί να βαδίζει ήδη από το τέλος της 1ης ημέρας. Η μητέρα του το μεγαλώνει και το προσέχει για ένα έως δύο χρόνια.[40] Σε μελέτη που έγινε για να διαπιστωθεί, εάν το μικρό μιας δρομάδας θα μπορούσε να μεγαλώσει με υποκατάστατα γάλακτος και όχι με το μητρικό γάλα, τα αποτελέσματα ήσαν απολύτως θετικά.[42]

Χρησιμότητα

Επεξεργασία

Η προσφορά των αραβικών καμηλών στον άνθρωπο είναι ανεκτίμητη, διότι δεν έχει να κάνει απλώς με τα προϊόντα που παρέχουν ως κτηνοτροφικά ζώα ή τη βοήθειά τους ως ζώα φορτίου, αλλά κυρίως με το ότι γύρω από αυτές διαδραματίστηκαν σειρά γεγονότων που έπαιξαν ρόλο στη ροή της Ιστορίας, συνολικά. Η παρουσία τους στις αφιλόξενες ερημικές περιοχές είναι καταλυτική και, χωρίς αυτές, η επιβίωση των ανθρώπων θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, η δε μετακίνησή τους, πιθανόν αδύνατη. [εκκρεμεί παραπομπή]

Οι δρομάδες χρησιμοποιούνται ως υποζύγια στις περισσότερες περιοχές όπου απαντούν εξημερωμένες. Σε αντίθεση με τα άλογα, γονατίζουν για τη φόρτωση επιβατών και αποσκευών. Μια καμήλα μπορεί να μεταφέρει, κατ' εκτίμησιν, 159 με 295 κιλά για 24 χλμ. και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ζώα εκπαιδεύονται για να φέρουν φορτία από ηλικία 5 ετών, αλλά δεν πρέπει να βαρύνονται με μεγάλο φορτίο μέχρι να γίνουν 6 ετών. Οι δρομάδες υπερτερούν των βοοειδών στο συγκεκριμένο καθήκον, διότι είναι πιο εύκολο να εκπαιδευθούν, είναι πιο ανθεκτικές, ενώ μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στην έλξη κάρων, αρότρων, και τροχών άντλησης υδάτων άρδευσης. Μια καμήλα μπορεί να «οργώνει» με ταχύτητα 2,5 χλμ/ ώρα, αλλά δεν θα πρέπει να εργάζεται για περισσότερες από 6 ώρες την ημέρα.

Το γάλα της δρομάδας αποτελεί βασική τροφή για τις φυλές νομάδων της ερήμου. Η σύνθεσή του είναι: λακτόζη 3,4-5,8%, πρωτεΐνες 2,0-4,5%, λίπη 2,0-4,5%, μη λιπαρά συστατικά, 8,9-10,1%, τέφρα 0,6-0,9%, νερό 85,6-88,5%.[43] Οι ποσότητες νατρίου, καλίου, ψευδαργύρου, σιδήρου, χαλκού, μαγγανίου, νιασίνης και βιταμίνης C είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες στο αγελαδινό γάλα, ενώ τα επίπεδα της θειαμίνης, ριβοφλαβίνης, φολικού οξέος, βιταμίνης Β12, παντοθενικού οξέος, βιταμίνης Α, λυσίνης και τρυπτοφάνης είναι χαμηλότερες. Τα ποσοστά των λιπαρών οξέων στο λίπος του γάλακτος είναι 26,7% παλμιτικό οξύ, 25,5% ελαϊκό οξύ, 11,4% μυριστικό οξύ και 11% παλμιτελαϊκό οξύ.[44] Το καμηλίσιο γάλα έχει μεγαλύτερη σταθερότητα σε σύγκριση με το αγελαδινό, στις υψηλές θερμοκρασίες.[45]

 
Άρμεγμα αραβικής καμήλας στον Νίγηρα

Η καθημερινή απόδοση κυμαίνεται γενικά από 3,5 έως 35 κιλά (1,3 έως 7,8% του σωματικού βάρους).[46] Το ποσό γάλακτος και η συχνότητα άμελξης στις δρομάδες ποικίλλει γεωγραφικά και εξαρτάται από τη διατροφή και τις συνθήκες διαβίωσης τους. Για παράδειγμα, οι σομαλικές καμήλες του Άνταλ μπορούν να αποδώσουν 10, 4 κιλά το πολύ την ημέρα, ενώ η πακιστανική καμήλα, θεωρείται η καλύτερη και μπορεί να αποδώσει 9,1 έως 14,1 κιλά γάλακτος, καθημερινά. Οι δρομάδες στο Murrah (Αραβία) μπορούν να αρμέγονται μόνον μία (1) φορά την ημέρα, ενώ εκείνες στο Αφάρ (Αιθιοπία) 6-7 φορές την ημέρα. Η γαλουχία μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη φυλή, και τους γενικότερους παράγοντες όπως την περιοχή, τη διατροφή, και το στάδιο θηλασμού της μητέρας.[8]

Το γάλα της δρομάδας μελετήθηκε για να βρεθεί η ικανότητά του να σχηματίζει τυρόπηγμα, στο οποίο υπάρχουν καταλύτες. Η πήξη δεν κατέληγε σε «πραγματικό» τυρόπηγμα και είχε pΗ 4,4. Ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο του αγελαδινού γάλακτος, και είχε εύθραυστη και ετερογενή δομή, ίσως αποτελούμενο από νιφάδες καζεΐνης.[47] Ωστόσο, σήμερα, παράγεται τυρί από το γάλα της δρομάδας, ακόμη και σκληρό, καθώς και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα. Το 1987 ένα ειδικό εργοστάσιο έχει εγκατασταθεί στη Νουακσότ που παστεριώνει και παράγει τυρί από καμηλίσιο γάλα.[48]

Το κρέας της αραβικής καμήλας είναι καλή πηγή τροφής, αποτελούμενο από 78% νερό, 19% πρωτεΐνες, 3% λιπαρά, και 1,2% τέφρα. Το σφάγιο αποτελείται από 57% μυς, 26% οστά και 17% λίπος. Καμήλες 7-8 ετών μπορούν να δώσουν σφάγιο βάρους 125 έως 400 κιλών. Το κρέας έχει χρώμα κόκκινο σαν βατόμουρο έως σκούρο καφέ ή βυσσινί, ενώ το λίπος είναι λευκό. Η γεύση του μοιάζει με του βοδινού και έχει την ίδια υφή.[49]

Μελέτη της σύνθεσης των λιπαρών οξέων σε ωμό κρέας από τα πίσω πόδια 7 νεαρών αρσενικών (1 -3 ετών) έδωσε, 51,5% κορεσμένα, 29,9% μονοακόρεστα και 18,6% πολυακόρεστα. Οι ποσοστώσεις λιπαρών οξέων στο κρέας ήταν παλμιτικό οξύ (26,0%), ελαϊκό οξύ (18,9%), και λινελαϊκό οξύ (12,1%). Στον ύβο (καμπούρα), το παλμιτικό οξύ ήταν 34,4%, ακολουθούμενο από το ελαϊκό (28,2%), το μυριστικό (10,3%) και το στεατικό οξύ (10%).[50]

Έκθεση του 2005, που εκδόθηκε από κοινού, από το Υπουργείο Υγείας της Σαουδικής Αραβίας και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών, ανέφερε πέντε περιπτώσεις βουβωνικής πανώλης σε ανθρώπους, που κατανάλωσαν ωμό συκώτι καμήλας. Τέσσερις από τους πέντε ασθενείς είχαν σοβαρή φαρυγγίτιδα και υπογνάθια λεμφαδενίτιδα. Υπεύθυνος ήταν ο κοκκοβάκιλλος Yersinia pestis, ο οποίος απομονώθηκε από τον μυελό των οστών της καμήλας, καθώς και από ποντικούς Meriones libycus και ψύλλους Xenopsylla cheopis που υπήρχαν στο μαντρί της καμήλας.[51]

Το τρίχωμα της καμήλας είναι ανθεκτικό και ελαφρύ και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την κατασκευή ενδυμάτων αλλά και σκηνών Βεδουίνων. Το μαλλί αποκόπτεται χρησιμοποιώντας ψαλίδι, ή μερικές φορές απλά αποσπάται με το χέρι, αλλά μετά το σώμα της καμήλας αλείφεται με λάδι. Την ίδια χρήση έχει και το τρίχωμα των νεαρών καμηλών, κάτω των 2 ετών.[8]

Παράσιτα και ασθένειες

Επεξεργασία

Οι δρομάδες είναι επιρρεπείς στην τρυπανοσωμίαση, μια παρασιτική ασθένεια που προκαλείται από διάφορα είδη του γένους Trypanosoma και μεταδίδεται από τη μύγα τσε-τσε. Τα κύρια συμπτώματα είναι επαναλαμβανόμενος πυρετός, αναιμία και αδυναμία, που συνήθως καταλήγει με τον θάνατο των ζώων.[11] Η βρουκέλλωση είναι μια άλλη ασθένεια των δρομάδων. Σε μελέτη βρέθηκε ότι, ο επιπολασμός της νόσου ήταν συνήθως χαμηλός (2-5%) σε νομαδικά ή χαλαρά περιορισμένα ζώα, ενώ ήταν υψηλός (8-15%) σε εκείνα που φυλάσσονταν στενά. Η βρουκέλλωση προκαλείται από διάφορους βιότυπους της Brucella abortus και Brucella melitensis .[52]

Άλλα εσωτερικά παράσιτα περιλαμβάνουν τον τρηματώδη πλατυέλμινθα Fasciola gigantica, δύο τύπους κηστωδών σκωλήκων (ταινίες), και διάφορους νηματώδεις σκώληκες. Από τα εξωτερικά παράσιτα, κάποια ακάρεα Sarcoptes προκαλούν ψώρα στα ζώα.[11]

Οι ψύλλοι και οι κρότωνες (τσιμπούρια) είναι κοινές και διαδεδομένες αιτίες σωματικού ερεθισμού. Σε μελέτη στην Αίγυπτο, 2.545 τσιμπούρια (1491 ενήλικες και 1054 νύμφες) συλλέχθηκαν από τα σώματα αραβικών καμηλών. Το εύρος του αριθμού των κροτώνων ανά καμήλα ήταν ευρύ (6 έως 173), με κάποιο είδος του γένους Hyalomma να κυριαρχεί (95,6%).[53] Oι προνύμφες του εντόμου Cephalopsis titillator μπορούν να προκαλέσουν αύξηση της ενδοεγκεφαλικής πίεσης και νευρικές διαταραχές, οι οποίες μπορεί να αποβούν μοιραίες. Ασθένειες που μπορεί να επηρεάσουν την παραγωγικότητα της δρομάδας είναι πυογόνες ασθένειες και λοιμώξεις από Corynebacterium και Streptococcus. Πνευμονικές διαταραχές προκαλούνται από την Pasteurella (όπως αιμορραγική σηψαιμία) και τη Rickettsia. Επίσης, τα ζώα μορεί να προσβληθούν από ευλογιά, άνθρακα και δερματική νέκρωση, ενώ πολλές φορές πάσχουν από διατροφική ανεπάρκεια σε αλάτι.[11]

Σημειώσεις

Επεξεργασία

i. ^ Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου προήλθε από το βορειοσημιτικό γράμμα gimel «γκίμελ» που σήμαινε την καμήλα, τόσο φωνητικά όσο και σχηματικά, με παρόμοιους όρους το εβραϊκό gamal «γκάμαλ» και το αραμαϊκό gamla «γκάμλα». Από την προφορά του αρχικού gimel, συγκεκριμένα από το g-, προήλθε η αρχική προφορά του ελληνικού «γάμμα», ως γκ και όχι ως γ.[4][5]

ii. ^ Στο παρόν λήμμα προτιμάται ο όρος αραβική καμήλα κυρίως ως λεκτική αντιδιαστολή με το συγγενικό είδος βακτριανή καμήλα που ζει στη Κ. Ασία.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 MSW
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=624949
  3. 3,0 3,1 3,2 Lendering
  4. 4,0 4,1 Πάπυρος Λαρούς, 1963, 4:657
  5. 5,0 5,1 Λεξικό Μπαμπινιώτη, σ. 394
  6. 6,0 6,1 6,2 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα 21:460
  7. Seventeenth Annual Report of the Ohio State Board of Agriculture. Richard Nevins, State Printer. 1863. p. 331
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 Mukasa-Mugerwa
  9. Groves & Grubb
  10. Bulliet
  11. 11,00 11,01 11,02 11,03 11,04 11,05 11,06 11,07 11,08 11,09 11,10 11,11 11,12 11,13 11,14 Kohler-Rollefson
  12. Gellner
  13. Bromiley
  14. Kaegi
  15. Harris
  16. Lawless & Findlay
  17. Peters
  18. 18,0 18,1 18,2 ultimateungulate.com
  19. Managing the impacts of feral camels in Australia: a new way of doing business. Desert Knowledge CRC Report Number 47
  20. http://www.nintione.com.au/resource/ManagingImpactsFeralCamels_OverviewAFCMP.pdf
  21. https://www.in.gr/2020/01/08/world/aystralia-skotonoun-10-000-kamiles-epeidi-pinoun-poly-nero/ (ανάκτηση:8/1/2019)
  22. McFarlane
  23. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 15:302
  24. Dowling & Nay
  25. Lee & Schmidt-Nielsen
  26. Ghobrial L. I.
  27. 27,0 27,1 27,2 Newman
  28. 28,0 28,1 Nowak
  29. Sambraus
  30. 30,0 30,1 30,2 Yagil
  31. 31,0 31,1 Schmidt-Nielsen
  32. Perk
  33. Inside Nature’s Giants. Chanell 4 (UK) Documentary. Transmitted 30 August 2011
  34. Maloiy
  35. ultimateungulate
  36. Chen
  37. Skidmore
  38. Musa & Abusineina
  39. Skidmore et al
  40. 40,0 40,1 40,2 Naumann
  41. Yagil & Etzion
  42. Elias et al
  43. Knoess
  44. Sawaya et al
  45. Farah & Atkins
  46. Knoess, 1980
  47. Attia et al
  48. Bonnet
  49. Kadim et al
  50. Rawdah et al
  51. Saeed et al
  52. Abbas & Agab
  53. Straten & Jongejan
  • Abbas, B.; Agab, H. (10 September 2002). "A review of camel brucellosis". Preventive Veterinary Medicine 55 (1): 47–56. doi:10.1016/S0167-5877(02)00055-7.
  • Attia, H.; Kherouatou, N.; Dhouib, A. (2001). "Dromedary milk lactic acid fermentation: microbiological and rheological characteristics". Journal of Industrial Microbiology and Biotechnology 26 (5): 263–70. doi:10.1038/sj.jim.7000111.
  • Bonnet, P. (1998). Dromadaires et chameaux, animaux laitiers: actes du colloque (Dromedaries and Camels, Milking Animals) (in In French and English). CIRAD. p. 195. ISBN 2-87614-307-0.
  • Bromiley, G. W. (1979). The International Standard Bible Wncyclopedia, Volume One: A-D. W.B. Eerdmans. ISBN 0-8028-3781-6.
  • Bulliet, R. W. 1975 The camel and the wheel. Harvard University Press, Cambridge Massachussets, 327 pp.
  • Chen, B.X., Yuen, Z.X. and Pan, G.W. (1985). "Semen-induced ovulation in the bactrian camel (Camelus bactrianus).". J. Reprod. Fert. 74 (2): 335–339.
  • Dowling D. & Nay T., 1962: Hair follicles and sweat glands of the Camel (Camelus dromedarius) . Nature 195: 578-580
  • Elias, E.; Cohen, D.; Steimetz, E. (1986). "A preliminary note on the use of milk substitutes in the early weaning of dromedary camels". Comparative Biochemistry and Physiology Part A: Physiology 85 (1): 117–9. doi:10.1016/0300-9629(86)90471-8.
  • Farah, Z.; Atkins, D. (May 1992). "Heat coagulation of camel milk". Journal of Dairy Research 59 (2): 229. doi:10.1017/S002202990003048X.
  • Gellner, A. M. K. (1994). Nomads and the Outside World (2nd ed.). University of Wisconsin Press. p. 108. ISBN 0-299-14284-1
  • Ghobrial L. I., 1970: A comparative study of the integument of the camel, Dorcas gazelle and jerboa in relation to desert life. Journal of Zoology, 160: 509-521
  • Groves, C.; Grubb, P. (2011). Ungulate Taxonomy. Johns Hopkins University Press. p. 32. ISBN 1-4214-0093-6.
  • Harris, N. (2003). Atlas of the World's Deserts. Fitzroy Dearborn. p. 223. ISBN 0-203-49166-1
  • Kadim, I.T.; Mahgoub, O.; Purchas, R.W. (1 November 2008). "A review of the growth, and of the carcass and meat quality characteristics of the one-humped camel (Camelus dromedarius)". Meat Science 80 (3): 555–69
  • Kaegi, W. E. (2010). Muslim Expansion and Byzantine Collapse in North Africa (1 ed.). Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-19677-2.
  • Knoess, K. H. (1980). "Milk production of the dromedary". Provisional Report, International Foundation for Science (6): 201–14.
  • Knoess, K. H., 1984: The milk dromedary, pp. 176–8, in the camelid, an all purpose animal, by W. R. Cockrill ed.
  • Kohler-Rollefson, I. U. (12 April 1991). "Camelus dromedarius". Mammalian Species (The American Society of Mammalogists) (375): 1–8.
  • Lawless, R. I.; Findlay, A. M. (1984). North Africa: Contemporary Politics and Economic Development (1 ed.). Croom Helm. p. 128. ISBN 0-7099-1609-4.
  • Lee, D. G. & Schmidt-Nielsen, K., 1962: The skin, sweat glands and hair follicles of the camel (Camelus dromedarius). Anatomical record, 143:71-77
  • Lendering, J. (2004). "Camels and dromedaries". Livius.org. Retrieved 5 August 2012.
  • Maloiy, G. M. O. 1972: Renal salt and water excretion in the came (Camelus dromedarius), pp. 243–59. Academic press, London
  • McFarlane, W. V., 1977: Survival in an arid land. Desert mouse and the camel. Australian Natural History, 19: 18-23
  • Mukasa-Mugerwa, E. (1981). The Camel (Camelus dromedarius): A Bibliographical Review. International Livestock Centre for Africa. pp. 4–11
  • Musa, B.; Abusineina, M. (16 December 1978). "The oestrous cycle of the camel (Camelus dromedarius)". Veterinary Record 103 (25): 556–7. doi:10.1136/vr.103.25.556.
  • Naumann, R. "Camelus dromedarius". University of Michigan Museum of Zoology. Animal Diversity Web
  • Newman, D. M. R. 1984: The feeds and feeding habits of Old and New World camels, pp. 250–292, in the Camelid, an all purpose animal. The Scandinavian Institute of African Studies, Uppsala 1:1-544
  • Nowak, R. M. (1999). "Camels". Walker's Mammals of the World 2 (6th ed.). Johns Hopkins University Press. pp. 1078–81. ISBN 0-8018-5789
  • Perk, K. 1963: The camel’s erythrocyte. Nature 200:272
  • Peters, J (November 1997). "The dromedary: ancestry, history of domestication and medical treatment in early historic times". Tierarztliche Praxis. Ausgabe G, Grosstiere/Nutztiere 25 (6): 559–65. PMID 9451759
  • Rawdah, T. N.; El-Faer, M. Z.; Koreish, S. A. (1994). "Fatty acid composition of the meat and fat of the one-humped camel (Camelus dromedarius)". Meat Science 37 (1): 149–55. doi:10.1016/0309-1740(94)90151-1.
  • Saeed, A. A. B.; Al-Hamdan, N.A.; Fontaine, R.E. (September 2005). "Plague from eating raw camel liver". Emerging Infect Dis. 11 (9): 1456–7. doi:10.3201/eid1109.050081. PMC 3310619. PMID 16229781.
  • Sambraus, H.H. (June 1994). "Biological function of morphologic peculiarities of the dromedary". Tierarztliche Praxis 22 (3): 291–3. PMID 8048041
  • Sawaya, W. N.; Khalil, J. K.; Al-Shalhat, A.; Al-Mohammad, H. (1 May 1984). "Chemical composition and nutritional quality of camel milk". Journal of Food Science 49 (3): 744–7. doi:10.1111/j.1365-2621.1984.tb13200.x.
  • Schmidt-Nielsen, K. 1964: Desert animals: physiological problems of heat and water. Clarendon press, Oxford, 277 pp.
  • Skidmore, J. A. (July–September 2005). "Reproduction in dromedary camels: an update". Animal Reproduction 2 (3): 161–71.
  • Skidmore, J. A.; Billah, M.; Allen, W. R. (1 March 1996). "The ovarian follicular wave pattern and induction of ovulation in the mated and non-mated one-humped camel (Camelus dromedarius)". Reproduction 106 (2): 185–92. doi:10.1530/jrf.0.1060185. PMID 8699400.
  • Straten, M.; Jongejan, F. (August 1993). "Ticks (Acari: Ixodidae) infesting the Arabian Camel (Camelus dromedarius) in the Sinai, Egypt with a note on the acaricidal efficacy of ivermectin". Experimental and Applied Acarology 17 (8): 605–16. doi:10.1007/BF00053490. PMID 7628237
  • http://www.ultimateungulate.com/artiodactyla/camelus_dromedarius.html
  • Wilson & Reeder’s: Mammal Species of the World (MSW), 3rd edition
  • Yagil, R. 1985: The desert camel, Karger, Basel, 163 pp.
  • Yagil, R.; Etzion, Z. (1 January 1980). "Hormonal and behavioral patterns in the male camel (Camelus dromedarius)". Reproduction 58 (1): 61–5. doi:10.1530/jrf.0.0580061. PMID 7359491.