Αντρέ Μπονεβέ
Ο Αντρέ Μπονεβέ (André Beauneveu, γενν. περ. το 1335 στο Βαλανσιέν, απεβ. περ. το 1400 στη Μπουρζ)[3] ήταν πρώιμος Φλαμανδός ζωγράφος και γλύπτης. Γεννημένος στην Κομητεία του Αινώ (Hainaut) (το Βαλανσιέν ανήκει σήμερα στη Γαλλία, είναι περισσότερο γνωστός για τις εργασίες του στην υπηρεσία του Γάλλου Βασιλέα Καρόλου Ε΄ και του Δούκα του Βαλουά Ζαν ντε Μπερύ. Οι εργασίες του σε όλα τα μέσα καταδεικνύουν ένα εν γένει νατουραλιστικό και "γλυπτικό" στυλ, χαρακτηριστικό της αναβίωσης της τέχνης του Ζαν Πυσέλ (Jean Pucelle) του τέλους του 14ου αιώνα.[4]
Αντρε Μπονεβέ | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | André Beauneveu (Γαλλικά) |
Γέννηση | Δεκαετία του 1330 (περίπου)[1] Βαλανσιέν[2] |
Θάνατος | Δεκαετία του 1400[1] Μπουρζ[2] |
Χώρα πολιτογράφησης | Νότιες Κάτω Χώρες |
Ιδιότητα | ζωγράφος[2], γλύπτης[2] και εικονογράφος χειρογράφων[2] |
Χορηγός/οί | Κάρολος Ε΄ της Γαλλίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Βίος
ΕπεξεργασίαΌπως συμβαίνει με όλους τους βορειοευρωπαίους καλλιτέχνες αυτής της περιόδου, οι αξιόπιστες βιογραφικές πληροφορίες για τον Μπονεβέ είναι εξαιρετικά πενιχρές και περιορίζονται κυρίως σε μερικές αναφορές στους οικονομικούς λογαριασμούς των προστατών του. Η παλαιότερη τεκμηριωμένη αναφορά στον "Δάσκαλο Αντρέ τον Ζωγράφο" (που υποτίθεται ότι είναι ο Μπονεβέ) εμφανίζεται στους λογαριασμούς της Δούκισσας Γιολάντας του Μπαρ το 1359, όπου αναγράφεται ότι εργαζόταν στη διακόσμηση του παρεκκλησίου του κάστρου της στην Νιέπ (Nieppe), το οποίο σήμερα είναι κατεστραμμένο. Το 1364 βρισκόταν στο Παρίσι, αποτελώντας μέλος του εκτεταμένου καλλιτεχνικού εργαστηρίου που δημιούργησε ο Κάρολος ο Ε΄, ο οποίος αναφερόταν σε αυτόν ως "ο σεβαστός μας Αντρέ Μπονεβέ, ο γλύπτης μας".
Δεν έχει διασωθεί κανένα τεκμήριο σχετικά με τον βίο του κατά την περίοδο 1367 - 1372. Έχει υποτεθεί, επί τη βάσει σχολίων του συγχρόνου και συντοπίτη του Ζαν Φρουασάρ (Jean Froissart) ότι καθ' όλη ή κατά μεγάλο μέρος αυτής της περιόδου ο Μπονεβέ το πέρασε στην Αγγλία, πιθανότατα εργαζόμενος με τον Ζαν ντε Λιέζ (Jean de Liege) εργαζόμενος για την Φιλίππα του Αινώ. Όμως, δεν υπάρχει ανεξάρτητη μαρτυρία για παρόμοια παραμονή, ούτε το όνομά του αναφέρεται στους λογιστικούς παπύρους του Ουεστμίνστερ (Westminster account rolls) αυτής της περιόδου.
Το 1372 ο Μπονεβέ επέστρεψε στις Κάτω Χώρες, όπου εργάστηκε για μερικούς πολίτες και αριστοκράτες.
Το 1386 μετακόμισε στην Μπουρζ για να τεθεί στην υπηρεσία ενός από τους μεγαλύτερους προστάτες της τέχνης της Μεσαιωνικής Ευρώπης, τον Δούκα Ζαν ντε Μπερύ του Οίκου των Βαλουά. Ο Μπονεβέ προσλήφθηκε ως "επιβλέπων όλων των έργων ζωγραφικής και γλυπτικής" και φαίνεται ότι είχε ιδιαιτέρως σχετιστεί με το "παραμυθένιο" Ανάκτορο του Δούκα στο Μεΰν-συρ-Ιέβρ (Mehun-sur-Yèvre) καθώς και με τις διακοσμήσεις με ζωγραφιστό γυαλί και γλυπτά του παρεκκλησίου του στη Μπουρζ.
Δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες αναφορές σχετικά με τον βίο του Μπονεβέ μετά το 1388 αλλά εν γένει υποτίθεται ότι απεβίωσε κάπου γύρω στα 1400.[5]
Έργο
ΕπεξεργασίαΜικρογραφίες χειρογράφων
ΕπεξεργασίαΜια από τις ελάχιστες βεβαιωμένες εργασίες δια χειρός Μπονεβέ είναι το "Ψαλτήριο του Ζαν ντε Μπερύ" (Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, MS. fr. 13091), το οποίο αναφέρεται ως έργο του καλλιτέχνη σε απογραφή του δουκικού θησαυρού το 1402. Η συμβολή του Μπονεβέ σε αυτό το εικονογραφημένο χειρόγραφο αποτελείται από μια σειρά 24 μικρογραφιών, σε ολόκληρη σελίδα, των ενθρονισμένων Προφητών και Αποστόλων. Οι Προφήτες και οι Απόστολοι αντικρίζουν ο ένας τον άλλο σε 12 αντικριστές σελίδες, δίνοντας την εντύπωση διπτύχων και τόσο οι μορφές τους όσο και οι περίτεχνοι θρόνοι τους μαρτυρούν σαφώς έντονο ενδιαφέρον για τη ρεαλιστική τρισδιάστατη απεικόνιση και προοπτική. Το στυλ αυτών των μικρογραφιών καταδεικνύει σαφώς την επίδραση του Ζαν Πυσέλ, του οποίου το πλέον διάσημο έργο, "οι Ώρες του Ζαν ντ' Εβρέ" (Jeanne d'Evreux) βρισκόταν, εκείνη την εποχή, στην κατοχή του δούκα ντε Μπερύ.
Γλυπτική
ΕπεξεργασίαΤο 1365 ο Μπονεβέ ανέλαβε, κατ' εντολή του βασιλέα Καρόλου Ε΄, να κατασκευάσει τέσσερα μαρμάρινα ομοιώματα για τα καινούργια μνήματα των πάππων του, του πατέρα του και του ίδιου. Τα μνήματα αυτά προορίζονταν για τη Βασιλική του Σαιν Ντενί, όπου, κατά παράδοση, ενταφιάζονταν οι Γάλλοι βασιλείς. Δημιουργώντας θεαματικά μνήματα για τους άμεσους προγόνους και τον εαυτό του και τοποθετώντας τα στην καρδιά της βασιλικής νεκρόπολης της Δυναστείας των Καπετιδών, ο Κάρολος αναζητούσε τη διεκδίκηση της εξουσίας της νέας δυναστείας των Βαλουά ως δικαιωματικά κληρονόμο του γαλλικού Στέμματος - οι Βουργουνδοί εξάδελφοί του ξεκίνησαν νέα νεκρόπολη για τη δυναστεία στο Σαμόλ (Champmol) μια δεκαετία αργότερα. Η επιλογή του Μπονεβέ εκ μέρους του Καρόλου για αυτή την ιδιαίτερα σημαντική εργασία (για την οποία ο καλλιτέχνης έλαβε 4.700 χρυσά φράγκα) καταδεικνύει σαφώς το κύρος των Ολλανδών καλλιτεχνών στη Γαλλία της εποχής. Οι τύμβοι σχεδιάστηκαν σύμφωνα με το τελευταίο στυλ, σε λαμπερό λευκό μάρμαρο, με τις ημικαθισμένες μορφές να αντιπροσωπεύουν τους τεθνεώτες, οι οποίοι στηρίζονται σε γυαλιστερές μαύρες μαρμάρινες πλάκες. Αν και οι τύμβοι καταστράφηκαν το 1793, οι φόρμες τους είναι γνωστές από σχέδια του τέλους του 17ου αιώνα, που δημιούργησε ο Φρανσουά Ροζέ ντε Γκαινιέρ (François Roger de Gaignières). Όσες μορφές επιβίωσαν της καταστροφής βρίσκονται ακόμη στη βασιλική του Σαιν Ντενί, αλλά στηρίζονται πλέον σε απλές βάσεις.[6] Η προοπτική της μορφής του βασιλέα τον απεικονίζει σαν να είναι ακόμη ζωντανός (representacion au vif) και τα έντονα προσωπικά χαρακτηριστικά την διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες της ομάδας, που φαίνεται ότι έγιναν από άλλα μέλη του εργαστηρίου του Μπονεβέ. Οι καταγραφές πληρωμών προς τον Μπονεβέ από τα βασιλικά θησαυροφυλάκια σταματούν το 1366 και το έργο συμπληρώθηκε από άλλους καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένου του, συγχρόνου του Μπονεβέ, Ζαν ντε Λιέζ,
Ένα από τα έργα στα οποία ενεπλάκη ο Μπονεβέ κατά την περίοδο 1374 - 1377 ήταν το επιτύμβιο μνημείο του κόμητος Λουδοβίκου Β΄ της Φλάνδρας (γαλλ. Louis de Male ή de Maerle, φλαμανδ. Lodewyk van Male). Το έργο δεν τελείωσε ποτέ, αλλά ένα άγαλμα της Αγίας Αικατερίνης, που επρόκειτο ν' αποτελέσει τμήμα του μνημείου, έχει επιβιώσει και βρίσκεται στην εκκλησία της Παναγίας (Onze Lieve Vrouwkerk) του Κορτράικ ((Kortrijk). Αυτή η σχεδόν ζωντανή μορφή, με την ελαφρά γερτή στάση, τα φυσικά χαρακτηριστικά και το άμεσο βλέμμα, δίνει μια σαφή αίσθηση της κομψότητας που ο Φρουασάρ και οι οι σύγχρονοί του τόσο αποθαύμαζαν στην τέχνη του Μπονεβέ.
Κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής του στην υπηρεσία του Ζαν ντε Μπερύ (μετά το 1386) ο Μπονεβέ είναι γνωστό ότι δημιούργησε ορισμένα γλυπτά για το κάστρο στο Μεΰν και το δουκικό ανάκτορο στη Μπουρζ. Το μόνο επιβιώσαν τμήμα από το Μεΰν είναι η μεγάλη γενειοφόρος κεφαλή, η οποία σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου.[7] Πιθανότατα ανήκε σε ένα από τους δώδεκα Αποστόλους που έπρεπε να είχαν ανεγερθεί ανάμεσα στις κολόνες του ανακτορικού παρεκκλησίου στο Μεΰν (όμοια με αυτά στη Σαιντ Σαπέλ (Ste Chapelle) στο Παρίσι). Ορισμένοι θεωρούν ότι η κεφαλή αυτή δεν είναι έργο του Μπονεβέ αλλά του διαδόχου του, Ζαν ντε Καμπραί (Jean de Cambrai), αν και οι περισσότερες γνώμες τάσσονται υπέρ της απόδοσης της πατρότητας του έργου στον Μπονεβέ.[8]
Οι εργασίες που εκτελούσε ο Μπονεβέ στη δι' αγαλμάτων και ζωγραφικής διακόσμηση του Μεΰν έχαιραν τέτοιας εκτίμησης που ο αδελφός του ντε Μπερύ Φίλιππος Β΄ της Βουργουνδίας απέστειλε τους καλλιτέχνες της δικής του αυλής, Κλάους Σλούτερ (Claus Sluter) και Ζαν ντε Μπομέτζ (Jean de Beaumetz) να επισκεφθούν το κτίσμα το 1393.
Μερικές από τις μικρότερες μορφές των Προφητών στη Μπουρζ επιβιώνουν ακόμη, διεσπαρμένες σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές.[4] Οι στυλιστικές διαφορές μεταξύ των μορφών αυτών αποτελεί υπενθύμιση ότι η βορειοευρωπαϊκή γλυπτική εκείνης της περιόδου αποτελούσε συλλογική προσπάθεια. Οι επικεφαλής των ομάδων, όπως ο Μπονεβέ, έθεταν τα στάνταρ και υπαγόρευαν το συνολικό στυλ, αλλά σε ένα μεγάλο έργο μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει τις διαφορές μεταξύ των καλλιτεχνών. [5]
Ζωγραφική και ζωγραφιστό γυαλί
ΕπεξεργασίαΣτα αρχεία καταδεικνύεται ότι κατά τη δεκαετία του 1379 και ενώ εργαζόταν στα επιτύμβια γλυπτά του Κόμητα της Φλάνδρας, ο Μπονεβέ προμήθευε πίνακες για την αίθουσα Αλντερμάν (Alderman) στη γενέθλια πόλη του Βαλανσιέν, ενώ παράλληλα αναλάμβανε ποικίλα έργα για τα δημοτικά συμβούλια των πόλεων Υπρ και Μέχελεν, αν και κανένα από αυτά τα έργα δεν επιβίωσε. Στις αρχές του 20ού αιώνα, με την αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη Γοτθική τέχνη και την εμμονή απόδοσης ανώνυμων έργων σε επώνυμους καλλιτέχνες, ορισμένοι συγγραφείς απέδωσαν στον Μπονεβέ έργα όπως το τρίπτυχο του Χακεντόβερ (Hakendover Altarpiece) και του Parement de Narbonne. Ο Άγγλος βιβλόφιλος Σ. Κ. Κόκερελ (S.C. Cockerell) έφθασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι ο Μπονεβέ ήταν ο ζωγράφος του διάσημου πορτρέτου Westminster του Ριχάρδου Β΄ βασιζόμενος σε υποθετική ομοιότητά του με το "Ψαλτήριο του Μπερύ".[9] Για μια περίοδο το έργο του Μπονεβέ ήταν ένα είδος "πιονιού" μεταξύ κόσμιων αντεγκλήσεων ανάμεσα στους Κόκερελ, Μάρτιν Κόνγουεϊ, 1ου Βαρώνου Κόνγουεϊ του Άλλινγκτον, και του Ρότζερ Φράι (Roger Fry) σχετικά με την προέλευση της γαλλικής, της ολλανδικής και της αγγλικής "σχολής" στην ύστερη μεσαιωνική τέχνη. Οι αποδόσεις αυτές βασίζονταν, εν τούτοις, σε υπερβολικά θεωρούμενες στυλιστικές "ομοιότητες" που θα μπορούσαν εξ ίσου να αποδοθούν σε οποιοδήποτε έργο της γοτθικής περιόδου. Το γεγονός ότι αυτές οι υποθετικές ομοιότητες έχουν έκτοτε απορριφθεί υπό το φως περισσότερο προσεκτικών ειδικών, καταδεικνύει τους κινδύνους εφαρμογής παραδοσιακών τεχνικών "τεχνογνωσίας" στην τέχνη εκείνης της περιόδου.
Ορισμένα από τα ελάχιστα παραδείγματα ζωγραφικής μεγάλης κλίμακας που μπορούν με ασφάλεια να αποδοθούν στον Μπονεβέ, επί τη βάσει τεκμηρίωσης καθώς και στυλιστικών μελετών, είναι τα παράθυρα από ζωγραφισμένο γυαλί που ζωγράφισε για το παρεκκλήσιο Σαιντ Σαπέλ (Sainte Chapelle) του ντε Μπερύ στη Μπουρζ. Αν και το παρεκκλήσιο του δούκα καταστράφηκε κατά τη Γαλλική Επανάσταση, η μορφή του είναι γνωστή από μια ελαιογραφία του 18ου αιώνα που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο ντε Μπερύ της Μπουρζ μαζί με ορισμένα θραύσματα γλυπτικής από το παρεκκλήσιο. Μερικά από τα παράθυρα γλίτωσαν την καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στην κρύπτη του Καθεδρικού της Μπουρζ. Τα εντυπωσιακά αυτά δημιουργήματα απεικονίζουν μερικούς ρεαλιστικά σχεδιασμένους Προφήτες, ανάμεσα σε μικροαρχιτεκτονικές κόγχες,, που θα μπορούσαν να έχουν βασιστεί στις πραγματικές αγαλμάτινες μορφές των Προφητών που βρίσκονται σε κόγχες στο εξωτερικό του κτίσματος.[4]
Δείτε επίσης
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
Επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 «Le Dictionnaire des peintres belges du XIVe siècle à nos jours» (Γαλλικά) La Renaissance du livre. 1995. ISBN-13 978-2-8041-2012-2.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 13508992b. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2021.
- ↑ «BEAUNEVEU, André». Web Gallery of Art. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2015.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Susie Nash, Till-Holger Borchert and Jim Harris, No Equal in Any Land: Andre Beauneveu, Artist to the Courts of France and Flanders, Paul Holberton Publishing, 2007
- ↑ 5,0 5,1 Stephen K. Scher, André Beauneveu and Claus Sluter in Gesta, vol.7 (1968), p.12, n.2
- ↑ The Portraits of Charles V of France, 1338-1380, Claire Richter Sherman, Penn State, p.66ff 1985
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2015.
- ↑ Harry Bober, Andre Beauneveu and Mehun-sur-Yevre in Speculum, Vol. 28, No. 4 (Oct., 1953), pp. 741-753
- ↑ W.R.Lethaby The Westminster Portrait of Richard II in the Burlington Magazine, vol.65, No.380 (1934), p.220
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία