Ανθρακικό άλας
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Στη χημεία και ορυκτολογία με την ονομασία ανθρακικό άλας, ή απλούστερα ανθρακικό φέρεται το άλας του ανθρακικού οξέος, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία του ανθρακικού ιόντος CO3−2 ή εστέρας του ανθρακικού οξέος, μία οργανική ένωση που περιέχει την ανθρακική ομάδα C (= O) (Ο-) 2, όπως π.χ. το αιθυλένιο και προπυλένιο.
Γενικά
ΕπεξεργασίαΟ όρος «ανθρακικό» χρησιμοποιείται ευρύτερα, για να περιγράψει την ενανθράκωση νερού ή αναψυκτικού.
Στη δε γεωλογία και ορυκτολογία, ο ίδιος όρος μπορεί να αναφέρεται τόσο σε ανθρακικά ορυκτά όσο και σε ανθρακικό πέτρωμα όπου και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί το ανθρακικό ιόν, CO3−2.
Τα ανθρακικά ορυκτά βρίσκονται σε μεγάλη ποικιλία στη φύση και είναι ευρύτατα διαδεδομένα κυρίως ως καθιζήματα σε ιζηματογενή πετρώματα. Τα πιο κοινά στερεά ανθρακικά άλατα εξ αυτών, εκτός εκείνων που παρατηρούνται σε μέταλλα είναι ο ασβεστίτης ή ανθρακικό ασβέστιο, που αποτελεί και το κύριο συστατικό του ασβεστόλιθου (όπως και των οστρακοδέρμων και των σκελετών των κοραλλιών), ο δολομίτης, το ανθρακικό μαγνήσιο, το ανθρακικό μαγγάνιο, το ανθρακικό νάτριο (κοινώς η «σόδα» του εμπορίου) και το ανθρακικό κάλιο (κοινώς «ποτάσα") που φέρονται να έχουν χρησιμοποιηθεί από την αρχαιότητα σε καθαρισμούς και συντηρήσεις, καθώς και για την παρασκευή γυαλιού.
Σημειώνεται ότι τα περισσότερα ανθρακικά άλατα έχουν μικρή διαλυτότητα στο νερό, τα δε ανθρακικά και νιτρικά ιόντα ΝΟ3- είναι ισοηλεκτρονικά και παρομοίου μεγέθους με συνέπεια να παρουσιάζουν ομοιότητες στη κρυσταλλική δομή μεταξύ ορισμένων αλάτων τους. Το δε ανθρακικό οξύ λόγω της αστάθειάς του και της εύκολης αποσύνθεσής του σε διοξείδιο του άνθρακα και νερό δεν είναι εύκολη η απομόνωσή του.
Χρήσεις
ΕπεξεργασίαΤα ανθρακικά άλατα χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία, όπως π.χ. στην τήξη σιδήρου, επίσης ως πρώτη ύλη οικοδομικών υλικών καθώς και στην υαλουργία, εγχρώμων γυαλιών και την κεραμική. Η δε παρουσία τους στον ανθρώπινο οργανισμό είναι ιδιαίτερα σημαντική ως ρυθμιστές του όξινου περιβάλλοντος.
Πηγές
Επεξεργασία- «Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica» τομ. 9ος, σελ. 181-182.