Η αιμοδοσία είναι η προσφορά αίματος για μετάγγιση. Οι τράπεζες αίματος συχνά συμμετέχουν στη διαδικασία συλλογής καθώς και στις διαδικασίες που την ακολουθούν. Η εθελοντική αιμοδοσία είναι μια ασφαλής και απλή διαδικασία που περιλαμβάνει έναν δότη που δίνει ένα από τα ακόλουθα προϊόντα αίματος: ολικό αίμα, ερυθρά αιμοσφαίρια, πλάσμα ή αιμοπετάλια.[1][2][3] Η αιμοδοσία μπορεί να πραγματοποιείται κάθε τρεις μήνες για άντρες και τέσσερις μήνες για γυναίκες, ενώ η προσφορά αιμοπεταλίων μπορεί να γίνεται συχνότερα.[4]

Δωρεά πλάσματος.
Κέντρο αιμοδοσίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Βασιλείας, στην Ελβετία. Από αριστερά προς τα δεξιά: δύο μηχανήματα για διαχωρισμό κυττάρων μέσω αφαίρεσης, απομονωμένο γραφείο για τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης πριν από τη δωρεά και για την λήψη για τη γενική εξέταση αίματος, και στα δεξιά, καρέκλες για δωρεά ολικού αίματος.

Η αιμοδοσία πραγματοποιείται για να εξυπηρετηθούν άτομα που είναι άρρωστα[5] ή τραυματισμένα ή που χρειάζονται αίμα για άλλους λόγους. Το αίμα κάποιων εθελοντών υποβάλλεται απευθείας σε μια διαδικασία που ονομάζεται αφαίρεση που αφαιρεί μόνο τα ερυθρά αιμοσφαίρια, το πλάσμα, τα αιμοπετάλια (αιμοπεταλιαφαίρεση)[6] ή ορισμένους τύπους λευκών αιμοσφαιρίων. Όταν αφαιρεθεί το μέρος που χρειάζεται (π.χ. αιμοπετάλια), τα υπόλοιπα συστατικά (ερυθρά κ.α.) επιστρέφονται στον αιμοδότη (στην ίδια γραμμή αίματος, δε χρειάζεται άλλο τρύπημα ή στο άλλο χέρι).[7][8]

Μερικοί άνθρωποι δωρίζουν βλαστοκύτταρα μέσω αφαίρεσης για συγγενείς ή άλλα άτομα που χρειάζονται μεταμόσχευση αίματος και μυελού των οστών. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα συλλογής και αποθήκευσης αίματος λίγες μέρες ή εβδομάδες πριν από τη χειρουργική επέμβαση σε περίπτωση που ο ίδιος ο δότης (αυτόλογη προκατάθεση αίματος)[6][2] ή κάποιο άλλο άτομο το χρειαστεί.[1] Τέλος, υπάρχει η κατευθυνόμενη αιμοδοσία, στην οποία κάποιος ασθενής (συνήθως πολυμεταγγιζόμενος) χρειάζεται αίμα πολύ συγκεκριμένης ομάδας (ίδιας με τη δική του και σε άλλο σύστημα ομάδων εκτός από την ΑΒΟ και ρέζους), και το οποίο δεν υπάρχει τη συγκεκριμένη στιγμή στα διαθέσιμα αποθέματα αίματος. Το αίμα αυτό συνήθως προέρχεται από κάποιο συγγενικό περιβάλλον του ασθενή.[9]

Υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις αιμοδοσίας. Δεν μπορούν να δώσουν αίμα όσες εγκυμονούν, και άτομα τα οποία έχουν κάποιες ασθένειες, όπως HIV ή αναιμία. Στην περίπτωση της αναιμίας, το άτομο μπορεί να δώσει μόνο αιμοπετάλια, αλλά όχι ολικό αίμα. Επίσης, άτομα που λαμβάνουν αντιβιοτικά, έχουν κρυολόγημα ή γρίπη ή έχουν υποβληθεί σε μετάγγιση αίματος τον τελευταίο χρόνο θα πρέπει να περιμένουν πριν προχωρήσουν στην αιμοδοσία.[1] Ο χρόνος που απαιτείται για τη δωρεά αίματος από την αρχή έως το τέλος ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο της αιμοδοσίας. Για παράδειγμα, η συνολική διαδικασία δωρεάς πλάσματος ή ολικού αίματος διαρκεί περίπου 1 ώρα (η ίδια η διαδικασία διαρκεί περίπου 10 λεπτά)[4][10][8] και η δωρεά αιμοπεταλίων που λαμβάνεται με αφαίρεση περίπου 2 έως 3 ώρες.[1]

Όλα τα προϊόντα αίματος ελέγχονται προσεκτικά και στη συνέχεια αποθηκεύονται ή αποστέλλονται ώστε να είναι έτοιμα για ασθενείς που χρειάζονται μετάγγιση αίματος.[1] Η αιμοδοσία πραγματοποιείται σε άτομα που έχουν φάει προηγουμένως λόγω της αρκετής ποσότητας που λαμβάνεται (περίπου 450 ml).[4] Μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ζάλη ή ναυτία μετά τη δωρεά αίματος. Για να αποφευχθούν αυτές οι επιπλοκές, μπορεί ο εθελοντής να καθίσει για 15 λεπτά μετά τη διαδικασία. Μπορεί επίσης να του δοθεί κάτι να φάει ή να πιεί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Επιπλέον, επειδή η δωρεά ολικού αίματος ή ερυθρών αιμοσφαιρίων απομακρύνει σίδηρο από το σώμα, οι δότες πρέπει να βεβαιωθούν ότι λαμβάνουν αρκετό σίδηρο από τρόφιμα ή συμπληρώματα.[1] H αναπλήρωση του όγκου αίματος που δόθηκε πραγματοποιείται μέσα στο 24ωρο, η αναπλήρωση των ερυθρών γίνεται από το μυελό των οστών μέσα στις επόμενες 3-4 μέρες, ενώ ο σίδηρος αναπληρώνεται μετά από 6-8 βδομάδες.[4][10]

Ιστορική αναδρομή

Επεξεργασία

Ένας από τους μοναδικούς συστηματικούς μελετητές της ιστορίας της αιμοδοσίας στην Ελλάδα υπήρξε ο Μικές Παϊδούσης. Ειδικότερα, οι πρώτες μεταγγίσεις αίματος έγιναν το 1916 και το 1919 στην Πολυκλινική Αθηνών από τον καθηγητή Σπύρο Οικονόμου, που είχε παρακολουθήσει στο Montpellier της Γαλλίας σχετικές εργασίες των Jeanbrau και Hedon. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πρώτη μετάγγιση αίματος, αιμοδότης ήταν ο βοηθός του Οικονόμου, ο γιατρός Μιχάλης Πατρικαλάκης. Το 1925 ο Σπύρος Οικονόμου ίδρυσε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών τράπεζα αίματος που χρησιμοποιούσε συντηρημένο αίμα από πλακούντα. Την ίδια περίπου περίοδο εκτελούνταν μεταγγίσεις αίματος για την ανοσοθεραπεία της λεϊσμανίασης . Λίγα χρόνια αργότερα, το 1931 ανακοινώνονται 22 μεταγγίσεις (στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός Αθηνών). Το 1932 ο Μαρίνος Γερουλάνος πραγματοποιεί μεταγγίσεις στην ιδιωτική του κλινική και στην πανεπιστημιακή κλινική του Δημοτικού Νοσοκομείου Αθηνών. Ως το 1938 που ο Νικόλαος Πετσάλης ο οποίος έκανε μετάγγιση απινωδογονουμένου αίματος είχαν γίνει περίπου 1.935 μεταγγίσεις, με την άμεση και την έμμεση (όπως χαρακτηρίζονταν) μεθόδους. Κατά την πρώτη μέθοδο, ανάμεσα στη φλέβα του δότη και του λήπτη παρεμβαλλόταν μια συσκευή μεταγγίσεως (Ochlecker, Beck Jube). Ενώ κατά τη δεύτερη μέθοδο, το αίμα του δότη που και πάλι ήταν στο πλευρό του λήπτη, λαμβανόταν σε ένα κύλινδρο με αντιπηκτικό και από εκεί του χορηγούνταν με σύριγγα.

Ο Μαθιός Μακκάς ίδρυσε το 1935 τον οργανισμό αιμοδοσίας του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού με πρώτο διευθυντή τον Μικέ Παϊδούση. Ο οργανισμός αυτός κράτησε για πολλά χρόνια το βάρος της αιμοδοσίας, αναγκασμένος να στηρίζεται αποκλειστικά σε αμειβόμενους αιμοδότες. Από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό προήλθε και η πρώτη μετάγγιση συντηρημένου αίματος που έγινε στις 30/11/1939 από τον Μικέ Παϊδούση υπό την παρουσία του καθηγητού της χειρουργικής Γεράσιμου Μακρή. Το συγκεκριμένο αίμα συντηρήθηκε σε ψυγείο μέσα σε σύριγγες των 60 ml, που περιείχαν κιτρικό νάτριο και γλυκόζη (το αίμα αυτό χρησιμοποιήθηκε για τόσο για τις ανάγκες του Ελληνοϊταλικού πολέμου, όσο και για την κατοχή).

Οι αλματώδεις πρόοδοι της Ιατρικής και οι μεγάλες ανάγκες σε αίμα υποχρέωσαν διάφορα κράτη να οργανώσουν μεταπολεμικά εθνικές υπηρεσίες αιμοδοσίας και να θεσπίσουν ειδική νομοθεσία. Το 1952 δημιουργήθηκε στο τότε Υπουργείο Υγιεινής η Εθνική Υπηρεσία. Τον ίδιο χρόνο η υπηρεσία αυτή ιδρύει τέσσερα περιφερειακά Κέντρα Αιμοδοσίας (το πρώτο στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών με διευθυντή τον Ιπποκράτη Τσεβρένη, το δεύτερο στο Νοσοκομείο Αθηνών με διευθυντή τον Μικέ Παϊδούση, το Κέντρο Αιμοδοσίας Πειραιώς στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πειραιώς και το Κέντρο Αιμοδοσίας Θεσσαλονίκης. Το 1958 δημιουργήθηκαν οι πρώτοι Σταθμοί Αιμοδοσίας στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών (όπου το 1979 μετονομάστηκε σε Γ΄ Περιφερειακό Κέντρο Αιμοδοσίας Αθηνών), στο Νοσοκομείο Αγία Όλγα και στο Μαιευτήριο Αλεξάνδρα. Σήμερα στην Εθνική Υπηρεσία Αιμοδοσίας ανήκουν 43 Σταθμοί Αιμοδοσίας σε ολόκληρη την Ελλάδα, οι Υπηρεσίες Αιμοδοσίας των Νοσοκομείων ιδιωτικού δικαίου Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, το Κέντρο Αιμοδοσίας του ΙΚΑ στην Αθήνα και ο Σταθμός του ΙΚΑ στην Θεσσαλονίκη, ενώ το Δρακοπούλειο Κέντρο Αιμοδοσίας του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού συνεργάζεται με την Εθνική Υπηρεσία Αιμοδοσίας και εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις της.

Παράλληλα με το έργο της συλλογής και διαθέσεως του αίματος, που αποτελεί το κύριο έργο των υπηρεσιών αιμοδοσίας, πραγματοποιείται σε αυτές και ο συστηματικός έλεγχος των αιματολογικών νοσημάτων (π.χ μυελόγραμμα, λευχαιμία, θρομβοφιλία κ.α). Έτσι, τα Α΄ και Β΄ Περιφερειακά Κέντρα Αιμοδοσίας Αθηνών ασχολούνται με τα άτομα που πάσχουν από αιμοφιλία, στο Γ΄ αναπτύχθηκε το Εθνικό Εργαστήριο Ιστοσυμβατότητας, ενώ τα περισσότερα Κέντρα και Σταθμοί Αιμοδοσίας έχουν αναλάβει τη διάγνωση και τη θεραπεία της μεσογειακής ανεπάρκειας.

Το 1973 το Περιφερειακό Κέντρο Αιμοδοσίας Πειραιώς μετονομάστηκε σε Κρατικό Κέντρο Αιμοδοσίας και Παρασκευής Παραγώγων Αίματος. Το πρωτοποριακό έργο του Κέντρου αυτού θεμελιώθηκε από τον Ηλία Πολίτη, που η αφοσίωσή του στην επιτυχία του, του στοίχισε την ζωή. Αναλυτικότερα, στο Κρατικό Κέντρο Αιμοδοσίας και Παρασκευής Παραγώγων Αίματος παρασκευάζονται παράγωγα του αίματος και του πλάσματος. Στα πρώτα υπάγονται τα διάφορα συστατικά του αίματος που χωρίζονται από το υπόλοιπο αίμα, όπως συμπυκνωμένα ερυθρά αιμοσφαίρια, λευκά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια και πλάσμα αίματος. Στα παράγωγα του πλάσματος παρασκευάζονται ινωδογόνο (από το 1965), αντιαιμοφυλική σφαιρίνη Α (από το 1967) και προπροθρομβινικό σύμπλεγμα (από το 1973). Ξηρό πλάσμα παρασκευάζεται από πολύ παλαιότερα (1963), ενώ από το 1969 παράγονται με τη μέθοδο της πλασμαφαιρέσεως από άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων δοκιμαστικοί οροί για τον καθορισμό των ομάδων αίματος, κυρίως για τις ανάγκες του στρατού. Από το 1969 το Κέντρο εφοδιάζει όλες τις υπηρεσίες αιμοδοσίας της χώρας με φιάλες συλλογής αίματος που περιείχαν αντιπηκτικό ή διαλύματα για την αναδιάλυση του ξηρού πλάσματος και άλλων παραγώγων του αίματος. Επιπλέον, από το 1975 έχουν αρχίσει στο Κρατικό Κέντρο Αιμοδοσίας και Παραγωγών Αίματος εργασίες για την διατήρηση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε βαθιά ψύξη με βάση τα δεδομένα της κρυοβιολογίας.

Δείτε επίσης

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 «Blood Donation | NHLBI, NIH». www.nhlbi.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 
  2. 2,0 2,1 «Blood Transfusion and Donation». medlineplus.gov. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 
  3. «About - Mayo Clinic». www.mayoclinic.org. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 «Συχνές Ερωτήσεις». EKEA. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 
  5. «Blood Transfusion | Leukemia and Lymphoma Society». www.lls.org. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 
  6. 6,0 6,1 «ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΙΜΟΔΟΤΩΝ». EKEA. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 
  7. «Δότες Αιμοπεταλίων». EKEA. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 
  8. 8,0 8,1 «Donation Process Overview». www.redcrossblood.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 
  9. «Συγγενικό Περιβάλλον». EKEA. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 
  10. 10,0 10,1 «Blood Donation FAQs». America's Blood Centers (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2021. 

Βιβλιογραφικές πηγές

Επεξεργασία

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Επεξεργασία