Ο Αγαθίας ο Σχολαστικός (περί το 530 − 581/582 μ.Χ.) ήταν Βυζαντινός ποιητής και ιστορικός, γνωστός για τα έργα του Κύκλος των νέων επιγραμμάτων, μια ποιητική συλλογή στην οποία διασώθηκαν και δικά του αλλά και ποιήματα άλλων ποιητών, αλλά και για τα πέντε ιστορικά βιβλία με τίτλο Περί της Ιουστινιανού βασιλείας, όπου περιγράφεται η ιστορία του Βυζαντίου από το 522 έως το 559.

Αγαθίας ο Σχολαστικός
ΌνομαΑγαθίας ο Σχολαστικός
Γέννησηπερί το 530
Μύρινα, Αιολίδα
Θάνατοςπερί το 581 ή 582
Κωνσταντινούπολη
Επάγγελμα/
ιδιότητες
Ποιητής, ιστορικός, δικηγόρος
ΥπηκοότηταΒυζαντινή
ΕκπαίδευσηΝομικά
Αξιοσημείωτα έργαΠερί της Ιουστινιανού βασιλείας
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Βιογραφία

Επεξεργασία

Ήταν γιος του ρήτορα Μεμνονίου από τη Μύρινα στη δυτική Μικρά Ασία (σημ. Sandarlik της Τουρκίας) και της Περίκλειας. Γνωρίζουμε ότι, όταν ο Αγαθίας ήταν τριών ετών, η μητέρα του πέθανε στην Κωνσταντινούπολη. Από αυτή την πληροφορία συμπεραίνεται ότι η οικογένεια του Αγαθία ήταν τότε ήδη εγκατεστημένη εκεί, πιθανά στο προάστιο Σωσθένιο. Τη χρονιά του μεγάλου σεισμού της Αλεξάνδρειας (551), ο Αγαθίας βρισκόταν εκεί για σπουδές. Με βάση αυτή τη χρονολογία, η γέννησή του μπορεί να τοποθετηθεί περί τα 20 χρόνια νωρίτερα, δηλαδή γύρω στο 530. Είναι πιθανό πως την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου άρχισε να σπουδάζει νομικά. Είναι γνωστό επίσης ότι, στο τέταρτο έτος των σπουδών του, συνέγραψε, μαζί με άλλους τρεις σπουδαστές, αφιερωματικούς στίχους κάτω από μια εικόνα του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Οι στίχοι αυτοί διασώθηκαν στην Παλατινή Ανθολογία.[1][2]

Ο ίδιος ο Αγαθίας αναφέρει πως άσκησε «τέχνη δε τα των Ρωμαίων νόμιμα και οι των δικαστηρίων αγώνες». Από αυτό και από άλλες πληροφορίες εξάγεται ότι άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου («σχολαστικού»), κυρίως στην Κωνσταντινούπολη όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Πάντως, από την αναφορά του σε κατασκευή δημόσιων αποχωρητηρίων στη Σμύρνη, συμπεραίνεται ότι διετέλεσε pater civitatis (πατήρ της πόλεως) εκεί.[3] Επίσης γνωρίζουμε ότι η Μύρινα είχε αφιερώσει στον Αγαθία, στον πατέρα του και στον αδελφό του, ανδριάντα με επίγραμμα [4]. Στο επίγραμμα δεν αναφέρεται ο θάνατος του Αγαθία και επίσης φαίνεται πως οι Μυριναίοι δεν γνώριζαν το ιστορικό έργο του.[5]

Η χρονολογία θανάτου του μπορεί να εξαχθεί από το σημείο όπου διακόπτεται, μάλλον αιφνίδια, η εξιστόρηση του έργου του (579). Επίσης, ο Αγαθίας αναφέρει τον, μετέπειτα αυτοκράτορα, Μαυρίκιο μόνο ως στρατηγό. Έτσι συμπεραίνεται ότι ο Αγαθίας πέθανε γύρω στο 581 ή 582.[3]

Στην αρχή ο Αγαθίας διακρίθηκε ως ποιητής, γράφοντας αξιόλογα επιγράμματα τα οποία φαίνεται πως ήταν η πραγματική του προτίμηση. Από τα νεανικά του χρόνια άρχισε να γράφει ποιήματα σε ηρωικό μέτρο. Πρώτο του σημαντικό έργο φαίνεται πως ήταν τα Δαφνιακά (που έχουν χαθεί), ποιήματα σε εννέα βιβλία με ερωτικούς μύθους από την αρχαιότητα. Τα ποιήματα αυτά συντέθηκαν κατά την εποχή της βασιλείας του Ιουστινιανού.[6] Τα περισσότερα από τα ποιήματά του έχουν τη μορφή ελεύθερων στίχων, επιγραμμάτων, ερωτικών ποιημάτων και σχοινοτενών και περίπλοκων ελεγειών.[7] Περί το 567, εξέδωσε συλλογή («στέφανο») επιγραμμάτων δικών του και άλλων σύγχρονών του ποιητών, τον λεγόμενο Κύκλο των νέων επιγραμμάτων. Χάρη σε αυτή τη συλλογή, διασώθηκαν στην Παλατινή Ανθολογία και την Ανθολογία του Πλανούδη πάνω από 100 επιγράμματα του Αγαθία.[6]. Η συλλογή είχε τη δομή των συλλογών επιγραμμάτων του 1ου αιώνα Στεφάνου του Μελεάγρου και του Στεφάνου του Φιλίππου του Θεσσαλονικέως, με εισαγωγή (προοίμιο) στην οποία δεν κατονομάζονταν οι ποιητές που ανθολογήθηκαν. Οι μελετητές εκτιμούν ότι στον Κύκλο των νέων επιγραμμάτων του Αγαθία ανθολογήθηκαν (εκτός από τον ίδιο) ο Παύλος ο Σιλεντιάριος, ο Δαμόχαρις ο Κώος (ή Δαμόχαρις ο γραμματικός), ο Ιωάννης ο Βαρβούκαλλος, ο Ιουλιανός ο Αιγύπτιος, ο Λεόντιος ο σχολαστικός και ο Μακεδόνιος[8] και ο Παλλαδάς[9] οι οποίοι είναι οι κυριότεροι συνεισφέροντες της συλλογής, αλλά καθώς επίσης και οι Κομητάς ο Χαρτουλάριος, Ερατοσθένης ο σχολαστικός, Ευτόλμιος ο σχολαστικός ο Ιλλούστριος, Ειρηναίος Ρεφερενδάριος, Ισίδωρος ο σχολαστικός, Ρουφίνος Δομέστικος, Θεαίτητος ο σχολαστικός[10], Κύρος ο Πανοπολίτης, Δαμάσκιος, Διογένης επίσκοπος Αμισού[11] Αβλάβιος Ιλλούστριος, Αράβιος ο σχολαστικός, Μαριανός ο σχολαστικός[12], ο Μιχαήλιος ο Γραμματικός[13].

Η δομή του Κύκλου των νέων επιγραμμάτων (σε επτά θεματικές ενότητες) ήταν αυτή που χρησιμοποιήθηκε (όχι ακριβώς με τα ίδια θέματα) δυόμιση αιώνες αργότερα, από τον Κωνσταντίνο Κεφαλά στην Ανθολογία του, στην οποία βασίστηκαν η Παλατινή και την Ανθολογία του Πλανούδη.

Τη φήμη του ο Αγαθίας την απέκτησε ως ιστορικός. Παρακινούμενος από φίλους και θέλοντας να αφήσει έργο που θα διαβάζεται για πάντα, συνέγραψε το Περί της Ιουστινιανού βασιλείας σε 5 βιβλία, που σώζεται μέχρι σήμερα και περιέχει την ιστορία του Βυζαντίου από το 522 έως το 559.[6] Είναι ο πρώτος ιστορικός που αναφέρει τις προσωπικές δυσκολίες της συγγραφής του έργου του, καθώς παραπονιέται με ειλικρίνεια ότι η δικηγορία και το διάβασμα των νομικών συγγραμμάτων του αφήνει ελάχιστο χρόνο για τη συγγραφή ιστορίας[3].

Στην εξιστόρησή του ο Αγαθίας δεν είναι ιδιαίτερα προσεκτικός με τη χρονολόγηση. Επίσης το έργο του διακόπτεται σε πολλά σημεία από παρεκβάσεις, π.χ. για τους Φράγκους, την περσική θρησκεία, τα χρονικά των Σασανιδών βασιλέων. Τα τελευταία ήταν σε θέση να τα γνωρίσει από πρωτότυπο υλικό, μέσω διερμηνέα, όμως δεν μπόρεσε να τα αξιοποιήσει σωστά, καθώς δεν είχε τη δυνατότητα κριτικής αξιολόγησής τους. Σε σχέση με τον Προκόπιο, υστερεί εξ αρχής λόγω του ότι δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας των περισσότερων γεγονότων που εξιστορεί, ούτε είχε στρατιωτική εμπειρία. Τα γεγονότα που ο ίδιος έζησε ήταν κυρίως σεισμοί στην Αλεξάνδρεια, την Κω και την Κωνσταντινούπολη, όπως και η επίθεση των Κουτριγούρων εναντίον της τελευταίας.[14]

Ο Αγαθίας δεν καταφέρνει να απεμπλακεί από τους αυστηρούς νόμους της «μίμησης» των αρχαίων συγγραφέων. Έτσι χρησιμοποιεί αττικά στοιχεία στο ύφος και τη γλώσσα του τα οποία οφείλονται στη μίμηση του Ηροδότου και του Θουκυδίδη. Στο προοίμιο της ιστορίας του έχει επίσης μιμηθεί τον Διόδωρο Σικελιώτη και τον Λουκιανό. Έχει μάλιστα διατυπωθεί η θεωρία ότι οι γλωσσικές επιδράσεις των αρχαίων ιστορικών στον Αγαθία είναι αντιγραφή από λεξικά και από τον Προκόπιο, ωστόσο ο βυζαντινολόγος Χέρμπερτ Χούνγκερ απορρίπτει αυτή την υπόθεση και υποστηρίζει πως ο Αγαθίας είχε σίγουρα διαβάσει τα αρχαία πρωτότυπα. Παρ' όλη τη γλωσσική μίμηση, πάντως, σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιεί το συντακτικό της καθομιλούμενης γλώσσας της εποχής του.[15]

Ωστόσο, έχει να δείξει πρωτότυπη σκέψη στη χρήση των πηγών του, όπως π.χ. του Προκοπίου, και τον σχολιασμό του υλικού του εν γένει. Π.χ. απορρίπτει με αποφασιστικότητα την εξιδανικευμένη εικόνα του Πέρση βασιλιά Χοσρόη που παρέλαβε από κάποια προπαγανδιστική πηγή και αφηγείται, με εντυπωσιακά νηφάλιο τρόπο, την αναχώρηση των νεοπλατωνικών φιλοσόφων από την Αθήνα για την περσική αυλή, όπως και τη γεμάτη απογοήτευση επιστροφή τους από εκεί. Επίσης, είναι μεν πιστός στην αυτοκρατορική ιδεολογία, ωστόσο ασκεί έμμεση και άμεση κριτική στον Ιουστινιανό. Έτσι αναφέρεται στην κακή κατάσταση του στρατού και των οχυρώσεων της πρωτεύουσας, στις απερίσκεπτες κρατικές δαπάνες για κατευνασμό των βαρβάρων και προς όφελος των πορνών, των αρματοδρόμων και των ηγετών των δήμων. Η αφήγησή του αποπνέει απαισιοδοξία, όταν συγκρίνει τους θριάμβους των πρώτων χρόνων του Ιουστινιανού με τους επίπονους αμυντικούς αγώνες των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του τελευταίου.[16]

Όπως και στον Προκόπιο, το έργο του Αγαθία δεν προδίδει εύκολα τη γενικότερη κοσμοθεωρία του. Π.χ., η ύπαρξη χωρίων με αγνωστικιστικό, παγανιστικό ή χριστιανικό περιεχόμενο, τα ερωτικά ποιήματα και η χρήση κλασικιστικών όρων στη θέση αντίστοιχων χριστιανικών, δεν δείχνουν τίποτε για τα πιστεύω του Αγαθία. Αυτό οφείλεται στο ότι ο Αγαθίας έζησε στην εποχή της μετάβασης από την ειδωλολατρεία στον χριστιανισμό. Επίσης πρέπει να συνυπολογιστεί η κλασικιστική παράδοση που απέτρεπε τη χρήση μοντέρνων (χριστιανικών) όρων. Πάντως ισχυρή ένδειξη της κοσμοθεωρίας του είναι η σημασία που δίνει στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, αντιτιθέμενος στην αστρολογία και τη μοιρολατρία. Ωστόσο βλέπει αρνητικά τις δογματικές έριδες της εποχής του, όπως φαίνεται από την αρνητική παρατήρηση εννοιών όπως «φύσις», «ουσία» κ.ά., πράγμα που, κατά τον Χούνγκερ, δείχνει έλλειψη φανατισμού και ανεκτικότητα.[17]

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος έγραψε για τον Αγαθία: «Στο ύφος του λόγου, στην ευφυΐα, στην εμπειρία του στα πολιτικά και πολεμικά, είναι κατώτερος από τον Προκόπιο, ανώτερός του όμως στη χρηστότητα, στη φαντασία και στην ευαίσθητη καρδιά».

Έργα σε νεοελληνική μετάφραση

Επεξεργασία
  • Αγαθίου Σχολαστικού Ιστορίαι, μτφρ. Αλέξανδρος Αλεξάκης, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 2008.
  • Συμποτικά επιγράμματα από το ενδέκατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, μτφρ. Παντελής Μπουκάλας, εκδ.Άγρα, Αθήνα 2009.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Hunger 1978, σ. 95.
  2. Martindale 1992, σ. 23-24.
  3. 3,0 3,1 3,2 Hunger 1978, σελ. 96.
  4. Παλατινή ανθολογία, XVI 316 (όπως αναφέρεται στο Hunger 1978, σ. 96).
  5. Martindale 1992, σελ. 25.
  6. 6,0 6,1 6,2 Hunger 1978, σ. 97.
  7. Donald Nicol: Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Ευγένιος Πιερρής, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993, σελ. 37
  8. Poems in Context: Greek Poetry in the Egyptian Thebaid 200-600 AD, Laura Miguélez-Cavero, (Τόμος 2 του Sozomena: Studies in the Recovery of Ancient Texts), σελ. 91, Walter de Gruyter, 2008, ISBN 311021041X, 9783110210415
  9. Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς Biblionet
  10. The Greek Anthology, W.R. Paton, Vol. I, σελ. 498-450
  11. The Greek Anthology, W.R. Paton, Vol. ΙΙ, σελ. 528
  12. The Greek Anthology, W.R. Paton, Vol. III, σελ. 498-500
  13. The Greek Anthology, W.R. Paton, Vol. V, σελ. 399
  14. Hunger 1978, σ. 99.
  15. Hunger 1978, σ. 100.
  16. Hunger 1978, σσ. 99-100.
  17. Hunger 1978, σ. 101.
  • Donald Nicol: Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ.Ευγένιος Πιερρής, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993, σελ.37
  • Σίμος Μενάρδος: Στέφανος, εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, Αθήνα 1924, σελ. 165.
  • Βασίλης Λαζανάς: Αρχαία ελληνικά επιγράμματα εμπνευσμένα από την Κόρινθο και την περιοχή της, Αθήνα 1971, σελ. 130.
  • Ιωάννης Κακαβούλιας: Ελληνική Γραμματολογία (αρχαία και βυζαντινή), εκδ. Νικόδημος, Αθήνα, σελ. 8.
  • Herbert Hunger (1978): Βυζαντινή λογοτεχνία - Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών (μτφρ.), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992, τόμος Β΄, ISBN 960-250-024-7.
  • John Martindale (επιμ.) (1992): The prosopography of Later Roman Empire, vol IIIa.
  • Pierre Waltz: Anthologie Grecque, ed. Les Belles Lettres, Παρίσι 1960, vol.Ι, σελ. 133.
  • Peter Jay: The Greek Anthology, ed. Allen Lane, 1973, σ. 352.