Ο Άγιος Μάινχαρντ (γεννημένος το 1134 ή το 1136 – αποβιώσας στις 14 Αυγούστου ή στις 11 Οκτωβρίου 1196) ήταν Γερμανός Αυγουστινιανός μοναχικός κανονικός και πρώτος Επίσκοπος της Λιβονίας. Ο βίος του κατεγράφη εντός του Χρονικού του Ερρίκου της Λιβονίας. Το σκήνωμά του φυλάσσεται εντός του, πλέον λουθηρανικού, Καθεδρικού Ναού της Ρίγας, καθώς τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Ρίγα το 1226. Τιμάται ως ο Απόστολος της Εκκλησίας στη Λετονία (γνωστή ως Λιβονία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα)[1].

Άγιος Μάινχαρντ
Κατάλοιπα της εκκλησίας η οποία ανεγέρθηκε από τον Άγιο Μάινχαρντ στη σημερινή Λετονία.
Γέννηση1134 ή 1136
Κοίμηση1196
Τιμάται απόΚαθολική Εκκλησία
Εορτασμός14 Αυγούστου
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ως κανονικός στο Αββαείο του Ζέγκεμπεργκ, στο Χόλσταϊν, ο Μάινχαρντ πιθανολογείται πως εμπνεύστηκε από το ιεραποστολικό έργο του Βικελίνου μεταξύ των Σλάβων.[2] Ο Μάινχαρντ ταξίδευσε μαζί με εμπόρους προερχόμενους από το Λύμπεκ, οι οποίοι πιθανολογείται πως εμπορεύονταν ακριβές γούνες, στη Λιβονία, στο πλαίσιο καθολικής ιεραποστολής κατά τη διάρκεια του 1170 ή κατά τις απαρχές της δεκαετίας του 1180, προκειμένου να προσηλυτίσει τους παγανιστές Σεμιγάλλιους, Λατγάλλιους και Λίβονες στον Χριστιανισμό.[3] Εγκαταστάθηκε επί του Ποταμού Νταουγκάβα, στο Ίκσκιλε (γερμανικά: Ύξκυλλ), νοτιοανατολικά της Ρίγας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1185-1186, προχώρησε στην ανέγερση πέτρινης εκκλησίας, αφιερωμένης στην Παναγία. Έπειτα από επίθεση των Λιθουανών, ο Μάινχαρντ προσέλαβε λιθοξόους προερχόμενους από τη νήσο Γκότλαντ, προκειμένου να χτίσει φρούριο με απώτερο σκοπό την υπεράσπιση απέναντι σε τυχόν μελλοντικές επιθέσεις από τη Λιθουανία, οι οποίες στόχευαν στη σύλληψη αιχμαλώτων και τη χρησιμοποίησή τους ως σκλάβων.[4] Τα συγκεκριμένα κτίρια ήσαν τα πρώτα γνωστά λιθόδμητα μεταξύ των βαλτικών φυλών.[4][5] Κατάλοιπα της εκκλησίας σώζονται μέχρι σήμερα. Ακόμη, ένα πέτρινο κάστρο ανεγέρθηκε στο Σάλασπιλς (γερμανικά: Χολμ) ως δωρεά προς νεοπροσήλυτους παγανιστές. Ωστόσο, οι κάτοικοι της περιοχής εξεγέρθηκαν και επιτέθηκαν εναντίον του Μάινχαρντ, επιδιώκοντας να τον εκδιώξουν από τη Λιβονία.[4]

Κατά την επιστροφή του, για σύντομο χρονικό διάστημα, στη Γερμανία, το 1186, ο Μάινχαρντ χειροτονήθηκε ως Επίσκοπος του Ύξκυλλ (σημερινό Ίκσκιλε της Λετονίας) από τον Χάρτβιγκ του Ούτλεντε, Αρχιεπίσκοπο της Βρέμης. Η ίδρυση της συγκεκριμένης νέας επισκοπής επικυρώθηκε από τον Πάπα Κλήμη Γ΄, τον Σεπτέμβριο του 1188.[2] Το 1190 ο Κλήμης Γ΄ έδωσε σχετική άδεια σε οποιονδήποτε μοναχό επιθυμούσε να ακολουθήσει τον Μάινχαρντ στο ιεραποστολικό έργο του. Ο νεοεκλεγείς Πάπας Κελεστίνος Γ΄ επέδειξε ακόμη πιο ενθουσιώδη υποστήριξη για τη συγκεκριμένη ιεραποστολή δραστηριότητα, όπως και ανέφερε εντός επιστολής του χρονολογούμενης από τον Απρίλιο του 1193, μέσω της οποίας επέτρεπε την εντατική στρατολόγηση ιεραποστόλων, θέτοντας, παράλληλα, εξαιρέσεις σχετικά με τους γενικότερους κανόνες οι οποίοι ορίζουν τη διατροφή και την ένδυση των μοναχών και παραχωρώντας συγχωροχάρτια σε όσους αποφάσιζαν να ακολουθήσουν τον Μάινχαρντ στο ιεραποστολικό έργο του.[2] Μεταξύ των στρατολογηθέντων, περιλαμβάνονταν και ο Θεοδώριχος, μοναχός προερχόμενος από το Αββαείο του Λόκκουμ, ο οποίος και ξεκίνησε ιεραποστολικό έργο με επίκεντρο την Τουράιντα (γερμανικά: Τράιντεν). Αρχικώς, ο Μάινχαρντ πέτυχε να προσηλυτίσει τους παγανιστές με ειρηνικό τρόπο, ωστόσο, καθώς, σταδιακά, κλήθηκε να αντιμετωπίσει την αντίσταση και αποστασία του τοπικού πληθυσμού, οδηγήθηκε στη λύση της Σταυροφορίας.[2]

Διάδοχοι του Μάινχαρντ ήσαν οι Βερθόλδος του Αννόβερου και Αλβέρτος της Ρίγας, οι οποίοι και ξεκίνησαν τη Λιβονική Σταυροφορία, ιδρύοντας, παράλληλα, το Τάγμα των Αδελφών του Ξίφους, σταυροφορικό στρατιωτικό τάγμα, στη Ρίγα.

Κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου του 1993 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ πραγματοποίησε επίσκεψη στις βαλτικές χώρες, όπου και, στις 8 Σεπτεμβρίου, διεκήρυξε επισήμως τη θεσμοθέτηση του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Μάινχαρντ στις 14 Αυγούστου, σε ετήσια βάση, γεγονός το οποίο και θεωρείται ως ισοδύναμο αγιοποίησης.


Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. (Αγγλικά) Butler, Alban (1995). Butler's Lives of the Saints. 12. Τάνμπριτζ Ουέλς: Burns & Oates. σελ. 283. ISBN 0814623778. OCLC 1089612732. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 (Αγγλικά) Fonnesberg-Schmidt, Iben (2007). The popes and the Baltic crusades, 1147-1254. The Northern World. 26. BRILL. σελίδες 66–68, 73–74. ISBN 90-04-15502-3. 
  3. (Αγγλικά) Butler, Alban· Jones, Kathleen (2000). Butler's lives of the saints. 12. Liturgical Press. σελ. 283. ISBN 0-8146-2388-3. 
  4. 4,0 4,1 4,2 (Αγγλικά) Turnbull, Stephen R.· Dennis, Peter (2004). Crusader castles of the Teutonic Knights: The stone castles of Latvia and ... Fortress. 19. Osprey Publishing. σελίδες 4–5. ISBN 1-84176-712-3. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2020. 
  5. (Λιθουανικά) Jovaiša, Liudas (2008). «Bažnyčia Mindaugo krikšto laikais». Mindaugas karalius. Aidai. σελ. 17. ISBN 9789955656562. 
τίτλοι της Καθολικής Εκκλησίας
Προκάτοχος
κανείς
Επίσκοπος της Λιβονίας
1186-1196
Διάδοχος
Βερθόλδος