Το ping είναι μέθοδος για τον εντοπισμό της διαθεσιμότητας και της απόδοσης ενός απομακρυσμένου πόρου του δικτύου. Θεωρείται ότι αποτελεί το ακρωνύμιο των λέξεων "Packet Internet Groper". [1]Αποτελεί διαδικασία με την οποία επιβεβαιώνεται η σύνδεση με έναν απομακρυσμένο υπολογιστή π.χ. μέσω Internet ή τοπικού δικτύου. Με το ping αποστέλλεται στον απομακρυσμένο υπολογιστή ένα πακέτο δεδομένων και στη συνέχεια ο υπολογιστής που έστειλε το πακέτο, περιμένει για μία echo reply, δηλαδή την απάντηση στο πακέτο δεδομένων του ping (πολλοί το αποκαλούν και pong). Το πακέτο που αποστέλλεται με το ping ονομάζεται ICMP (Internet Control Message Protocοl) echo packet. Το διάστημα μεταξύ του ping και του echo reply επιβεβαιώνει την ποιότητα της σύνδεσης και αποκαλείται lag (καθυστέρηση). Μια συνηθισμένη τιμή του lag πρέπει να είναι 0.02 – 0.08 δευτερόλεπτα.

Παράδειγμα εκτέλεσης από την command-line του ping utility στα Microsoft Windows

Κατά τη σύνδεση ενός υπολογιστή με έναν server, αν η σύνδεσή τους παραμένει αδρανής (δηλαδή δεν μεταβιβάζονται δεδομένα) τότε το ping είναι απαραίτητο για να διατηρηθεί η σύνδεση. Τότε σε τακτικά χρονικά διαστήματα ο ένας υπολογιστής κάνει ping στον άλλο για να επιβεβαιώσει την παρουσία του. Αν δεν γίνει ping για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ο ένας από τους δύο υπολογιστές «κολλήσει» ή διακοπεί ξαφνικά η σύνδεσή του με το δίκτυο), τότε μετά από μερικά λεπτά, κατά τα οποία ο υπολογιστής που αποσυνδέθηκε φαίνεται σαν να είναι ακόμα συνδεδεμένος, συμβαίνει το αποκαλούμενο "ping timeout" και η σύνδεση διακόπτεται.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Mills, D.L. (December 1983). Internet Delay Experiments. IETF, p. 1. STD 8. RFC 889. https://tools.ietf.org/html/rfc889#page-1. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου, 2015. 

Δείτε επίσης

Επεξεργασία