Lingua Franca ή Κοινή γλώσσα (ή διάλεκτος) αποκαλείται μια γλώσσα όταν χρησιμοποιείται για την επικοινωνία ατόμων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες, επειδή είναι εκτενώς διαδεδομένη και ευρέως κατανοητή[1][2]. Για παράδειγμα, η αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται σήμερα ως lingua franca στη διεθνή διπλωματία.

Οι "κοινές διάλεκτοι" περιλαμβάνουν γλώσσες που απέκτησαν σημαντική διάδοση λόγω της επιρροής που κατέχει ή κατείχε η γλωσσική τους κοινότητα. Στην πραγματικότητα ακόμη και στον σύγχρονο κόσμο υπάρχουν δεκάδες γλώσσες με ρόλο κοινής διαλέκτου, ιδίως στην Αφρική και την Ασία, όπου μεγάλος αριθμός γλωσσικών κοινοτήτων μπορεί να συνυπάρχει στο ίδιο κράτος[3].

Καθεστώς κοινής διαλέκτου έχουν αποκτήσει και γλώσσες με μεγάλη παρουσία σε μια χώρα χωρίς να αποτελούν τη γλώσσα της πλειοψηφίας των κατοίκων αλλά μιας σημαντικής μειονότητας (λόγω της μακραίωνης ιστορικής παραμονής σε ένα κράτος). Μια τέτοια περίπτωση είναι το Καζακστάν όπου τέτοιο ρόλο έχει η ρωσική.

Παραδείγματα σπουδαίων κοινών διαλέκτων

Επεξεργασία

Αρχαιότητα

Επεξεργασία

Μεσαίωνας

Επεξεργασία

Νεότερα χρόνια

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Muysken, Pieter, επιμ. (2008). From linguistic areas to areal linguistics. Studies in language companion series. Amsterdam: Benjamins. ISBN 978-90-272-3100-0. 
  2. «lingua franca: definition of lingua franca in Oxford dictionary (British & World English)». web.archive.org. 3 Ιουλίου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2023. 
  3. Gordin, Michael D. (2015). Scientific Babel: how science was done before and after global English. Chicago: The Univ. of Chicago Press. ISBN 978-0-226-00029-9.