Χημειοτακτισμός (αγγλ.: chemotaxis), ονομάζεται στη Βιολογία η χαρακτηριστική κίνηση κυττάρου, ή ενός οργανισμού σε σχέση με την παρουσία κάποιας συγκεκριμένης χημικής ουσίας. Σε ένα τέτοιο ερεθισμό δυνατόν να παρατηρηθεί είτε απομάκρυνση, είτε έλξη. Η μεν απομάκρυνση καλείται «χημειοαπωθητική αντίδραση», ή «αρνητικός χημειοτακτισμός», ενώ η έλξη καλείται «χημειοελκτική αντίδραση» - κίνηση, ή «θετικός χημειοτακτισμός».

Τέτοια φαινόμενα χημειοτακτισμού παρατηρούνται για παράδειγμα όταν κάποια έντομα π.χ. μέλισσες πλησιάζουν προϊόντα με ελκυστικές οσμές, περίπτωση θετικού χημειοτακτισμού. Σημειώνεται ότι τα κύτταρα μπορούν ακόμα και να ανιχνεύσουν και τις τυχόν αλλαγές της πυκνότητας μιας χημικής ουσίας εκλαμβάνοντας αυτό ως ερεθισμό και να μεταβάλλουν έτσι την κινητικότητά τους, όπως π.χ. συμβαίνει στα βακτήρια που αλλάζουν τρόπο κίνησης.

  • Ετυμολογικά ο όρος, διεθνής σήμερα, είναι ελληνογενής σύνθετος, εκ του χημεία + τάξη + ισμός (κατάληξη).

Σημείωση

Επεξεργασία

Σχετικά με τους όρους χημειοτροπισμός και χημειοτακτισμός διευκρινίζεται ότι ο πρώτος αναφέρεται αποκλειστικά στα φυτά, ενώ ο δεύτερος είναι γενικότερος όρος της βιολογίας όπου και φέρεται ειδικότερα ως αποτέλεσμα της αντίδρασης κατά την έννοια του πρώτου.

  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.61ος, σελ.102.
  • "Λεξικό Βιολογίας Collins", σ.202 - Εκδόσεις Ι. Φλώρος - Αθήνα